Ο Πέτρος Ριβέρης δεν διανύει την καλύτερη περίοδο της ζωής του. Η εμπλοκή του στην υπόθεση απαγωγής της Ιφιγένειας Ρούσσου του στοίχισε όχι μόνο έναν βαρύ τραυματισμό στο κεφάλι, αλλά και τον ουσιαστικό αποκλεισμό του από την ανάληψη σοβαρών υποθέσεων στην αγορά ιδιωτικών ερευνών της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον ο βοηθός του, Κορμοράνος, αποφάσισε να μεταναστεύσει στη Ρώμη και η συμβία του, Αύρα Συκουτρή, δέχτηκε τη θέση αναπληρώτριας καθηγήτριας στη Σορβόνη, και η σχέση τους ουσιαστικά έχει τελειώσει.

Η εμφάνιση του φίλου του από τα φοιτητικά χρόνια δικηγόρου Ανέστη Δερμεντζόγλου και του Επιμενίδη Κρητικού - ο οποίος άφησε τις ψευδομαρτυρίες και άνοιξε γραφείο τελετών - για να του αναθέσουν μια νέα υπόθεση του προσφέρει την ευκαιρία που αναζητά για να επανέλθει στο προσκήνιο. Αποστολή του είναι να βρει όσο το δυνατόν περισσότερα αθωωτικά στοιχεία για την κομμώτρια Πηνελόπη Πινότση, που κατηγορείται για τη βάναυση δολοφονία του εραστή της κρεοπώλη Βασίλη Παπάζογλου. Ο Πέτρος Ριβέρης αναλαμβάνει την έρευνα και μπλέκει στους λαβύρινθους των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης. Τα ευρήματα που ανακαλύπτει τον φέρνουν αντιμέτωπο με λαθρέμπορους, διοργανωτές παράνομων στοιχημάτων και κακοποιητές γυναικών. Θα καταφέρει άραγε ο ντετέκτιβ να συνδέσει τα κομμάτια ενός παζλ που έχει αναπτυχτεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της πόλης και ενώνει το παρόν με το παρελθόν με έναν δραματικό τρόπο;

Αυτή είναι η τέταρτη περιπέτεια του ντετέκτιβ Πέτρου Ριβέρη. Θα ήθελες να μας δώσεις το χωροχρονικό πλαίσιο όπου κινείται ο ήρωάς σου, σε σχέση και με τις προηγούμενες περιπέτειές του;

Βρισκόμαστε στην άνοιξη του 2017, ενάμιση χρόνο μετά τον παρ’ ολίγον μοιραίο τραυματισμό του Πέτρου Ριβέρη στη διάρκεια της προηγούμενης περιπέτειας του με τίτλο Ο καιρός των ρόδων. Ένας φίλος του από τα φοιτητικά χρόνια, ο Άνέστης Δερμεντζόγλου, ιδιαίτερα γνωστός δικηγόρος της Θεσσαλονίκης, του αναθέτει μια καινούρια υπόθεση. Σε συνεργασία με τον πρώην ψευδομάρτυρα και νυν εργολάβο κηδειών Επιμενίδη Κρητικό, επιφορτίζονται με το καθήκον να βρουν όσο το δυνατόν περισσότερα αθωωτικά στοιχεία για την Πηνελόπη Πινότση, η οποία κατηγορείται για τη βάναυση δολοφονία του εραστή της και κρεοπώλη Βασίλη Παπάζογλου. Οι δυο τους, ένα σκοτεινό ντουέτο ερευνητών, που πέρα από τον Σέρλοκ Χολμς και τον Δρ. Γουότσον, παραπέμπουν στον Δον Κιχώτη και στον Σάντσο Πάντσο, αρχίζουν να ψάχνουν στον λαβύρινθο των δυτικών συνοικιών της Θεσσαλονίκης, με σκοπό να ενισχύσουν την υπεράσπιση της κατηγορούμενης. Θα έρθουν σύντομα αντιμέτωποι με ένα κύκλωμα που αποτελείται από κακοποιητές γυναικών, λαθρέμπορους και διοργανωτές παράνομων στοιχημάτων την ώρα που οι δολοφονίες αντρών συνεχίζονται.

Το βασικό θέμα του βιβλίου είναι η εμπορία και η κακοποίηση των γυναικών και όλα τα κυκλώματα που σχετίζονται με τα προηγούμενα. Πώς αντιμετωπίζει ο Ριβέρης τις όποιες διασυνδέσεις μεταξύ αυτής της μορφής του εγκλήματος και της εξουσίας του χρήματος (συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής/εκτελεστικής);

Ο Πέτρος Ριβέρης θεωρεί ότι το έγκλημα είναι ένα από τα πεδία, όπου συναντιούνται ο υπόκοσμος και ο κόσμος της κυρίαρχης τάξης. Και στις δυο αυτές κοινωνίες, το χρήμα και οι σχέσεις παραγωγής καθορίζουν τις επιμέρους ισορροπίες. Το γυναικείο πρόβλημα και η συνακόλουθη εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος έχει κοινά χαρακτηριστικά, τόσο στους όρους λειτουργίας του υπόκοσμου, όσο και στα λόμπι της άρχουσας τάξης: η γυναίκα αντιμετωπίζεται εν πολλοίς ως ένα τρόπαιο που ικανοποιεί με τα θέλγητρα και την όμορφη σάρκα του, την αυτοεπιβεβαίωση των αντρών ως αρχηγών της αγέλης. Σπάνια θα δούμε γυναίκες σε θέσεις κλειδιά της πολιτικής και της εκτελεστικής εξουσίας, όπως και της επιχειρηματικής ελίτ. Το ίδιο θα έλεγα ότι ισχύει στις κλίκες του υπόκοσμου, όπου σπάνια ακούει κανείς για ματρόνες που κουμαντάρουν συμμορίες. Συνεπώς, μπορεί να διατυπωθεί, ότι το κακορίζικο πρόβλημα της γυναικείας κακοποίησης έχει διαταξικά χαρακτηριστικά, που με διαφοροποιημένο τρόπο αναπαραγάγουν την πατριαρχία. Ο Ριβέρης, επειδή ακριβώς απεχθάνεται κάθε μορφή εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αντιλαμβάνεται τον ρόλο που διαδραματίζει η γυναικεία κακοποίηση στην τέταρτη μεγάλη υπόθεση που αναλαμβάνει και αποφασίζει παίρνοντας μεγάλο ρίσκο, να δώσει στην έρευνα μια απροσδόκητη τιμονιά.  

Η αφήγηση εξυφαίνεται «από τα κάτω». Πέρα από τον Ριβέρη, οι χαρακτήρες σου προέρχονται από τα λαϊκά στρώματα (κομμώτριες, κρεοπώλες, νοσηλεύτριες, κλπ.). Οι ευάλωτοι και οι περιθωριακοί, η «ετερότητα», όπως σημειώνει ο μεγάλος κριτικός λογοτεχνίας Μιχαήλ Μπαχτίν.

Ναι, έτσι είναι όπως το λέει ο Μπαχτίν. Ανέφερα παραπάνω την σχέση και τα κοινά συμφέροντα, που ωθούν τον υπόκοσμο και την κόσμο της άρχουσας τάξης να συμμαχήσουν. Ενδιάμεσα, υπάρχουν ο κόσμος των λαϊκών και των αστικών στρωμάτων. Με την επιλογή των επαγγελμάτων που ανέφερες, ήθελα να δείξω, αφενός το πόσο πιο ευάλωτες είναι οι γυναίκες των λαϊκών και των εργατικών στρωμάτων στο πρόβλημα της πατριαρχίας και της κακοποίησης, και αφετέρου να υπογραμμίσω όσο πιο εύσχημα γινόταν, το ρόλο του περιθωρίου σε όλη αυτή τη διαδικασία. Είναι σα να έχουν μια δεύτερη εκμετάλλευση, έμφυλη στην προκειμένη περίπτωση, η οποία έρχεται να ταιριάξει στην υφιστάμενη ταξική εκμετάλλευση στην οποία βασίζεται ο βιοπορισμός τους. Μπορεί όπως λέει μια παροιμία μας, το ψάρι να βρωμάει από το κεφάλι, αλλά μια άλλη λέει, όπου φτωχός κι η μοίρα του.

Γιατί επέλεξες να εισαγάγεις το βιβλίο με τους στίχους από το «I Feel Guilt» της Marrianne Faithfulλ; Πώς συνδέεται με το στόρι και ποια είναι η σύνδεση του στόρι με τη μουσική και τους στίχους της Faithfull – (και, ενδεχομένως. με τη σχέση της Faithfull με τους Rolling Stones);

Για να σημειώσω την ενδογενή συχνά ενοχή που νιώθουν οι γυναίκες, ακόμη και όταν δεν έχουν κάνει κάτι κακό ή αρνητικό. Καθώς μεγαλώνουν σε μια κοινωνία, η οποία κακά τα ψέματα, είναι ανδροκρατούμενη σε μεγάλο βαθμό, υιοθετούν εύκολα τον ρόλο του θύματος. Το έχουμε παρατηρήσει να συμβαίνει όλοι και όλες, στις οικογένειες, στα σχολεία, στους εργασιακούς χώρους. Συχνά μάλιστα, παρατηρούνται φαινόμενα που παραπέμπουν στο Σύνδρομο της Στοκχόλμης, όταν γυναίκες δικαιολογούν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, τους άντρες που τις κακοποίησαν. Η μαζικότητα του προβλήματος αναδεικνύεται όταν τέτοιες κακοποιητικές συμπεριφορές, γίνονται αποδεκτές και σε πιο ριζοσπαστικά περιβάλλοντα όπως είναι η ροκ κοινότητα. Άλλωστε, οι γυναικοκτονίες που μαστίζουν τη χώρα μας, δεν έχουν απαραίτητα ταξικό πρόσημο, καθώς θύτες και θύματα προέρχονται από όλες τις τάξεις. Το ίδιο συμβαίνει και στο μυθιστόρημα μου.

Η γραφή σου είναι νατουραλιστική. Οι γειτονιές της Θεσσαλονίκης με την ανθρωπογεωγραφία τους, περιγράφονται σχολαστικά. Ένας μοναχικός ντετέκτιβ της σχολής Φίλιπ Μάρλοου θα έμοιαζε αταίριαστος σε αυτό το σκηνικό, όμως νομίζω ότι γίνεται σκόπιμα αυτή η αντίστιξη…

Πιστεύω ακράδαντα ότι η Θεσσαλονίκη αποτελεί την πιο μεσογειακή πόλη της χώρας μας, ένα βαλκανικό λιμάνι. Την επέλεξα για πατρίδα του Ριβέρη γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, αλλά και για την στενή σχέση που έχω προσωπικά με την πόλη όπου πλέον ζω. Επίσης η ιστορία της, όσο και αν δυστυχώς κρύβεται κάτω από το χαλί της επίσημης ιστοριογραφίας, είναι πολύ-πολιτισμική, καθότι ζούσαν εδώ αρμονικά για αιώνες. ελληνικοί, μουσουλμανικοί και εβραϊκοί πληθυσμοί. Ο ντετέκτιβ Πέτρος Ριβέρης περιφέρεται πάνω στο δέρμα αυτής της πλανεύτρας πόλης, ως ένας διαφορετικός τύπος ο οποίος όμως αποτελεί στοιχείο της. Μπορώ να πω, ότι η αντίστιξη που εύστοχα αναφέρεις, συνίσταται στο ότι ο Πέτρος συνιστά ένα στίγμα πάνω σε αυτό το δέρμα, το οποίο καίτοι φαίνεται εντελώς διαφορετικό, δεν παύει όμως να είναι παράγωγο της πολυπολιτισμικότητα της, η οποία εκφράζεται μέσω της ανοχής στη διαφορετικότητα και στην υποστήριξη της ετερότητας.

Πώς ενώνονται ιστορικά το παρελθόν με το παρόν της πόλης στην υπόθεση;

Υπάρχει μια σημειολογία που φανερώνεται στην εύρεση των δύο πρώτων νεκρών, σε σημεία της πόλης όπου δεικνύουν την πλούσια ιστορία της. Το πτώμα του κρεοπώλη Βασίλη Παπάζογλου, βρίσκεται δίπλα στο άγαλμα του Κωνσταντίνου Α΄, ο οποίος είχε συνδέσει το όνομα του με την ιστορία της Θεσσαλονίκης στα όσα είχαν συμβεί με την Κυβέρνηση της Εθνικής Αμύνης το 1916 και την Τριανδρία. Το δεύτερο πτώμα, αυτό του σεφ Χάρη Τζελεμέ, ανακαλύπτεται στον Τουρμπέ του Μούσα Μπαμπά, το οποίο είναι ένα ταφικό μνημείο του ομώνυμου αγίου των Μουσουλμάνων Μπεκτασήδων και βρίσκεται στην πλατεία Τερψιθέας στην Άνω Πόλη. Πρόκειται για μια νύξη, μια συγγραφική υποδήλωση, ότι τα όσα συμβαίνουν στην υπόθεση συνδέονται με το παρελθόν. Και φυσικά ότι η ιστορία της Θεσσαλονίκης έχει διαμορφώσει τις συνειδήσεις και κατά επέκταση της πράξεις των ανθρώπων της, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο.

Σε σχέση με το προηγούμενο, έχει ενδιαφέρον ότι ο Ριβέρης έχει τελειώσει το Ιστορικό στο Πανεπιστήμιο. Έχει ως αρχές στη ζωή του, ως στοιχεία ταυτότητας» όπως το θέτεις, τα «τρία άλφα του Ηλία Πετρόπουλου»: «άθεος, αναρχικός, άπατρις».  Άμεσες ή έμμεσες αυτοβιογραφικές αναφορές; 

Και έμμεσες και άμεσες. Αρχικά, προβληματίζεται με την εύρεση του των δύο νεκρών σε αυτά τα σημεία και αναρωτιέται, αν ο τρίτος νεκρός θα βρεθεί δίπλα σε ένα από τα πολλά εβραϊκά μνημεία της Θεσσαλονίκης. Δεν είναι τυχαίο, που και οι τρεις θρησκείες που καθόρισαν την ιστορία της πόλης είναι μονοθεϊστικές. Κατά έναν περίεργο τρόπο, που έχει ερευνηθεί ωστόσο αρκετά στο παρελθόν από τους υποστηρικτές της Κριτικής Θεωρίας, υπάρχει μια σκοτεινή σχέση ανάμεσα στον μονοθεϊσμό, στην πατριαρχία και στο κληρονομικό δίκαιο. Οι κακοί της υπόθεσης, αν δεν πιστεύουν στο τρίπτυχο της κυρίαρχης ιδεολογίας «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», σίγουρα το εργαλειοποιούν για να κακοποιούν και να προβαίνουν σε παραβατικές συμπεριφορές.

Θα τον έλεγες αριστερό ιδεολόγο, που όμως έγινε κάπως κυνικός, κι όμως τελικά διατηρεί τις αρχές του, ερχόμενος αντιμέτωπος με τις συμπληγάδες του συστήματος; Γράφεις επίσης ότι «μερικές φορές οι αναμνήσεις είναι βαρύτερες από την καθημερινότητα»….

Όπως όλοι οι ρομαντικοί που κατέληξαν να είναι κυνικοί, περισσότερο από άποψη, παρά από ανάγκη, έτσι και ο Ριβέρης νοσταλγεί. Νοσταλγεί αυτά που πέρασαν, στην προκειμένη περίπτωση η δυνατότητα να χτιστεί ένας καλύτερος κόσμος από εμάς τους ίδιους. Κατά συνέπεια νοσταλγεί ότι δεν θα καταφέρει να ζήσει. Έτσι θυμάται, εποχές που η ανθρωπιά επιδρούσε περισσότερο στη δημιουργία του βιωματικού καθημερινού κανόνα, όπως δεν ξεχνά τους αγώνες που δόθηκαν, ώστε οι άνθρωποι να μπαίνουν, έστω και για λίγο, πάνω από τα κέρδη. Εδώ, η καθημερινότητα του περιλαμβάνει προβλήματα, που δημιουργούνται από την κυρίαρχη ιδεολογία της πατριαρχίας. Συνεπώς, η νοσταλγία του, έγκειται στο ότι ποθεί έναν κόσμο που γυναίκες και άντρες θα ζουν αρμονικά με βάση τον σεβασμό στην ετερότητα τους, και οι πρώτες δεν θα χρησιμοποιούνται ως μέσα αναπαραγωγής καταπιεστικών κοινωνικών συστημάτων αλλά ούτε θα χρησιμοποιούν τεχνάσματα για να επιβάλλουν την παρουσία και τα συμφέροντα τους.  

Έχει γραφτεί ότι ένας ντετέκτιβ μπορεί να εξερευνήσει πιο βαθιά το αστικό υπέδαφος και τις αθέατες πλευρές της καθημερινότητάς μας. Το συμμερίζεσαι ή ισχύει μόνο στα αστυνομικά μυθιστορήματα;

Στα αστυνομικά μυθιστορήματα κάτι τέτοιο ισχύει αναμφίβολα, καθώς ο ντετέκτιβ λειτουργεί ως καταλύτης στη χημική εξίσωση που αποκαλύπτει τα μυστικά και τα ψέματα που κρύβονται κάτω από την κρούστα της καθεστηκυίας τάξης και ασφάλειας. Ένας ντετέκτιβ, έχει λυμένα τα χέρια του γιατί δεν αντιμετωπίζει τους περιορισμούς ενός κρατικού υπάλληλου, όπως ένας αστυνομικός. Μπορεί με περισσότερη ευκολία, να ψάξει πίσω από τις σκιές και να βρει τι κρύβεται στις εναλλακτικές επικράτειες. Και το κάνει αυτό, γιατί αυτόχρημα οφείλει να παραβιάζει με τον ένα ή τον άλλον τρόπο τον νόμο, διότι η πρακτική αυτή συνιστά μέρος της επιβίωσης του. Ένας αστυνόμος αναφέρεται σε ανώτερους, και κατά επέκταση στους πολιτικούς προϊστάμενους του. Ο Πέτρος Ριβέρης δεσμεύεται αποκλειστικά και μόνο απέναντι στον πελάτη του και στη γεφύρωση της απόστασης που χωρίζει την αλήθεια από την πραγματικότητα. Φυσικά αυτό που κάνει ο Ριβέρης έχει μεγαλύτερο κόστος και ρίσκο και όχι σπάνια παίζει το κεφάλι του κορώνα γράμματα. Αλλά και το όφελος είναι μεγαλύτερο γιατί η Ιστορία θυμάται εκείνους που τόλμησαν να βάλουν το χέρι στη φωτιά.

Δεν διαφωνώ ιδιαίτερα ότι υπό όρους, κάτι τέτοιο συμβαίνει και στην πραγματικότητα. Ίσως με τη διαφορά, ότι στην καθημερινή ζωή εισέρχονται στην στάση και στην συμπεριφορά των ντετέκτιβ, στάσεις, αντιλήψεις, περιορισμοί και ενδεχόμενες εξαρτήσεις στις οποίες δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν. Αλλά τι θα ήταν η ζωή χωρίς τη λογοτεχνία της;

«Ο έρωτας πρέπει πάντα να νικάει, ακόμα κι όταν η παρτίδα είναι στημένη»;

Είναι μια από τις αγαπημένες μου φράσεις στο βιβλίο. Αποτελεί την στάση ζωής που επέλεξε η κεντρική ηρωίδα, η Πηνελόπη Πινότση, και για την οποία πλήρωσε πολύ ακριβό τίμημα. Ο έρωτας εδώ συνιστά την αντίστιξη στη βαρβαρότητας της κακοποίησης και της εκμετάλλευσης, γιατί είναι πανανθρώπινος, υπερταξικός και ζωοδόχος.

Πέρα από τις κοινωνικές/υπαρξιακές συνδηλώσεις των μυθιστορημάτων σου, υπάρχει πάντα και ένα κωμικό στοιχείο στις περιπέτειες του Ριβέρη. Ο βοηθός του ονομάζεται «Κορμοράνος» (και στο παρόν βιβλίο αποδρά στη Ρώμη), η ερωμένη του ονομάζεται «Συκουτρή» (και με τη σειρά της το σκάει στη Σορβόννη), αφήνοντας τον ντετέκτιβ μόνο, μέσα στις αναποδιές του. Οι καταστάσεις αυτές μου φέρνουν λίγο στο μυαλό το ύφος του Αντρέα Καμιλέρι. Σε έχει επηρεάσει;

Ο Κορμοράνος βαφτίστηκε έτσι, γιατί ένας χάκερ βάζει και βγάζει το κεφάλι του μέσα στα σκοτεινά απόνερα του διαδικτύου. Το επίθετο της Αύρας είναι φόρος τιμής στον Ιωάννη Συκουτρή, και σε όσα τράβηξε από την ακαδημαϊκή κοινότητα για τη διαφοροποιημένη του στάση στην έρευνα που αφορά τα τεκταινόμενα στην Αρχαία Ελλάδα. Ο αγαπημένος μου ήρωας, όσον αφορά την συνδήλωση, είναι ο Επιμενίδης Κρητικός, ο οποίος ως πρώην ψευδομάρτυρας πήρε το όνομα του από την περίφημη φράση του αρχαίου φιλοσόφου Επιμενίδη Κρη.  Φρονώ δε, ότι ένα καλό νουάρ μυθιστόρημα οφείλει να έχει μπόλικο χιούμορ, μαύρο αν γίνεται, και φυσικά πολύ καλό φαγητό. Ο Αντρέα Καμιλέρι, ήταν ένας μεγάλος μάστορας του λόγου και της γραφής, και έχοντας όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία, με επηρέασε και με το παραπάνω.  

Ποιους άλλους συγγραφείς αστυνομικών αγαπάς ιδιαίτερα;

Το Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν φυσικά, ο οποίος μαζί με τον Αντρέα Καμιλέρι και τον Ζαν Κλοντ Ιζζό αποτελούν στα μάτια μου, την Αγία Τριάδα του μεσογειακού νουάρ μυθιστορήματος. Από κει και πέρα, δεν μπορώ να ξεχάσω τον παππού όλων μας, τον Γιάννη Μαρή ο οποίος μου έδωσε πάρα πολλά μαθήματα για την σημασία των αφηγηματικών καμπών, αλλά και την βαρύτητα που έχει η ψύχραιμη μελέτη της ανθρωπογεωγραφίας, αλλά και της ψυχολογίας του εγκλήματος. Πέραν αυτών, θα σου πω τον Ρέιμοντ Τσάντλερ, τον Ίαν Ράνκιν, τον Άρνε Νταλ και τον Φίλιπ Κερ.

Έχεις σχεδιάσει την επόμενη υπόθεση που θα αναθέσεις στον Ριβέρη;

Αν και κάπως αργεί, γιατί για πρώτη φορά δουλεύω πάνω σε ένα μυθιστόρημα που δεν είναι νουάρ, ναι την έχω στο μυαλό μου, αλλά σε πρωτόλειο στάδιο όπως καταλαβαίνεις. Ο Πέτρος Ριβέρης θα λείψει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και θα έλθει πίσω στην Ελλάδα μετά την εποχή του κορονοϊού και της καραντίνας. Θα τον περιμένει στη Θεσσαλονίκη μια νέα υπόθεση αίματος, αλλά και μια καινούρια ζωή.

Ο Πάνος Ιωαννίδης γεννήθηκε τον Αύγουστο του 1978. Είναι ο δημιουργός του ιδιωτικού ντετέκτιβ Πέτρου Ριβέρη, ο οποίος δραστηριοποιείται στη Θεσσαλονίκη και πρωταγωνιστεί στα τέσσερα μυθιστορήματά του: Τα μωρά της Αθηνάς (Πηγή, 2016), Ο χορός της μέλισσας (Κέδρος, 2019), Ο καιρός των ρόδων (Κέδρος, 2021), Οι γυναίκες που φορούσαν τα μαύρα (Κέδρος, 2024). Έχει γράψει δύο ποιητικές συλλογές: Ποιήματα της στιγμής και άλλες ουτοπικές ιστορίες (Ηλεκτρονική αυτοέκδοση, 2014) και Λοκομοτίβα (Το Δόντι, 2017). Έχει συμμετάσχει σε συλλογές διηγημάτων αστυνομικής λογοτεχνίας, ενώ κείμενα και κριτικές του έχουν δημοσιευθεί στον ημερήσιο και στον ηλεκτρονικό Τύπο. Ζει στη Θεσσαλονίκη.

Πάνος Ιωαννίδης, Οι γυναίκες που φορούσαν τα μαύρα

Εκδόσεις  Κέδρος
Σελ. 384

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured