«Η Μαλίκα, είναι η μητέρα μου: η Μ’Μπαρκά Αλλαλί Ταϊά (1930-2010). Αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο σ’ εκείνη»
- Αμπντελά Ταϊά

Η Μαλίκα είναι η αφηγήτρια στο μυθιστόρημα του Αμπντελά Ταϊά. Αντιπροσωπεύει τον τυπικό χαρακτήρα μιας Μαροκινής μητέρας, όμως, την ίδια στιγμή, η περσόνα της συμπυκνώνει ένα δίκτυο ευρύτερων κοινωνικών σχέσεων: αποικιοκρατία, ισορροπίες δυνάμεων, διαστρωμάτωση της μαροκινής κοινωνίας του χθες και του σήμερα.

Το μυθιστόρημα αναπτύσσει αυτές τις πολλαπλές διαστάσεις, για να αναδείξει την ατομική και συλλογική τους δύναμη. Δύο από τα επαναλαμβανόμενα θέματα στο έργο του Ταϊά επαναδιατυπώνονται: ταυτότητα και εξουσία.

Το μυθιστόρημα είναι χωρισμένο σε τρία μέρη. Καλύπτει μια περίοδο από το 1954 έως το 1999. Από την εποχή της γαλλικής αποικιοκρατίας -το Μαρόκο ανακήρυξε την ανεξαρτησία του το 1956- μέχρι τον θάνατο του βασιλιά Χασάν Β΄.

Στο πρώτο μέρος η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από τα νεανικά χρόνια της Μαλίκα στον αγροτικό οικισμό Μπένι Μέλαλ και εστιάζει στον πρώτο γάμο της. Ο σύζυγός της, ο Αλλάλ, επιστρατεύεται για να πολεμήσει με τους Γάλλους στην Ινδοκίνα. Ο Αλλάλ σκοτώνεται κατά τη διάρκεια του πολέμου  — ένας πόλεμος που δεν είναι δικός του, αλλά στον οποίο εμπλέκεται, από τη γαλλική πλευρά, για τα χρήματα, για να προσπαθήσει να ξεφύγει από τη φτώχεια που είναι το εκ γενετής του δικαίωμα. Εδώ έχουμε ήδη μια ατομική προσπάθεια αντίθεσης με την κοινωνική και οικονομική μοίρα, μια προσπάθεια που αποτυγχάνει λόγω θανάτου. Όπως ο προλετάριος που πρέπει να επιβιώσει, ο Αλλάλ έχει μόνο το σώμα του και τη ζωή του, τα οποία ανταλλάσσει με χρήματα. Χήρα, η Μαλίκα απορρίπτεται κοινωνικά και απομονώνεται, κινδυνεύει να πεθάνει.

Στο δεύτερο μέρος, στη δεκαετία του ʼ60, η Μαλίκα ζει στο Ραμπάτ και κάνει τα πάντα για να εμποδίσει την κόρη της, τη Χαντίτζα, να γίνει υπηρέτρια στη βίλα μιας πλούσιας Γαλλίδας, της Μονίκ.

Το τρίτο εκτυλίσσεται την παραμονή του θανάτου του βασιλιά Χασάν Β΄. Ένας νεαρός ομοφυλόφιλος κλέφτης, ο Τζάφαρ, μπαίνει στο σπίτι της Μαλίκα με σκοπό να τη σκοτώσει. Όμως στο πρόσωπό του, η γυναίκα αντικρύζει μια αντανάκλαση του γιου της, του Αχμέντ∙ ο τελευταίος έκανε επίσης φυλακή και αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στη Γαλλία για να ξεφύγει από τον κοινωνικό αποκλεισμό. Έτσι η Μαλίκα αντιμετωπίζει τον διαρρήκτη με συγκατάβαση (και με φόβο). 

Σύμβολο αντίστασης

Τα τρία μέρη του μυθιστορήματος αντιστοιχούν λοιπόν σε τρεις διακριτές περιόδους στη ζωή της Μαλίκα – ετυμολογικά, το όνομά της παραπέμπει στην ιδέα της «βασίλισσας»: αντικείμενο θαυμασμού, ισχυρό υποκείμενο, υποκείμενο εξουσίας. Ως νεαρή κοπέλα στην αρχή του μυθιστορήματος, η Μαλίκα υφίσταται αυτό που εκ των υστέρων φαίνεται να είναι το πεπρωμένο ολόκληρης της ζωής της: να πολεμήσει, να επιβιώσει, να είναι μια δυνατή γυναίκα. Αλλά το ατομικό της πεπρωμένο είναι αδιαχώριστο από ένα κοινό, συλλογικό πεπρωμένο, συνδεδεμένο με την αποικιοκρατία, με τη μορφή της εξουσίας, με την έμφυλη διαστρωμάτωση της μαροκινής κοινωνίας, με την ταξικότητα των οικονομικών σχέσεων. Ως μητέρα, ως γυναίκα που πρέπει να παλεύει καθημερινά για την αυτονομία της, να ξεφύγει από αυτό που της επιβάλλει η γενική τάξη του κόσμου, είναι πράγματι, με τον δικό της τρόπο, μια αξιοθαύμαστη και ισχυρή «βασίλισσα». Ακόμη περισσότερο, επειδή ανήκει στην τάξη των πιο φτωχών, των πιο παραμελημένων και αόρατων.

Η Μαλίκα αγωνίζεται για την επιβίωση, την αξιοπρέπεια και την αυτονομία της σε μια ασφυκτική οικονομική/κοινωνική συνθήκη∙ μια τριτοκοσμική οικονομία που είναι αποτέλεσμα του καπιταλισμού, της αποικιοκρατίας και της αρπαγής του συλλογικού πλούτου από αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία.

Η επιλογή του Ταϊά είναι περισσότερο πολιτική παρά αισθητική: να φέρει στο επίκεντρο της λογοτεχνικής αφήγησης μια γυναίκα που συνήθως αποκλείεται∙ αυτή τη φτωχή, αμόρφωτη, μοναχική γυναίκα, που στο μυθιστόρημα «δοξάζεται», όχι λόγω της άθλιας κατάστασής της, αλλά ως σύμβολο αντίστασης.

Ταυτότητα και εξουσία

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, η Μαλίκα προσπαθεί να εξασκήσει τη δική ης εξουσία πάνω στην κόρη της προκειμένου να αποτρέψει τη φυγή της από το σπίτι. Προσπαθεί λοιπόν, με τα δικά της μέσα, να ανταγωνιστεί την πλούσια Γαλλίδα, τη Μονίκ, ποντάροντας στο δικό της, εντόπιο τερέν της εξουσίας: «Κιφ Κιφ», όπως λέει και η ίδια. «Επί ίσοις όροις». Έτσι, η Μαλίκα αντιστέκεται στην εξουσία αλλά είναι ταυτόχρονα ένα από τα ρελέ που την ασκεί. Στο έργο του Ταϊά, η ιδέα της εξουσίας είναι κοντά σε αυτήν που επεξεργάστηκε ο Φουκώ: μια εξουσία που ορίζεται ως ένα ανώνυμο δίκτυο σχέσεων.

Οι σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων είναι ένα από τα στοιχεία που αποκαλύπτουν την εσωτερική πολλαπλότητα κάθε ταυτότητας. Αυτή είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, της σχέσης μεταξύ της Μαλίκα και της Μονίκ ή της σχέσης μεταξύ Μαλίκα και του ομοφυλόφιλου Τζαφάρ. Αντανακλά τη μαροκινή κοινωνία, η οποία είναι πατριαρχική και άκαμπτη, αλλά όπου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, υπάρχει μια συνήθεια της ομοφυλοφιλίας, όπως εκφράζεται στη σχέση μεταξύ του Αλλάλ και του καλύτερου φίλου του, του Μερζούγκ. Οι χαρακτήρες, οι ταυτότητές τους, είναι διαρκώς κινητικοί, λες και ο καθένας ήταν πάντα ικανός να παρουσιάσει νέες όψεις που είχαν παραμείνει στη σκιά, σαν να ήταν ο καθένας ένα είδος καλειδοσκόπιου, ένα σύνολο από λίγο πολύ ασύνδετα θραύσματα συνεχώς σε κίνηση.

Μετααποικιακή θεωρία

Το Η ζωή με το δικό σου φως είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα, λόγω της πανταχού παρουσίας του θέματος της εξουσίας, της κοινωνιολογικής του διάστασης, της αποτίμησης των περιόδων της αποικιοκρατίας και της ανεξαρτησίας∙ συγχρόνως, είναι μια κριτική της μαροκινής πολιτικής και της φιγούρας που τη συμβολίζει: ο βασιλιάς, η διαφθορά της βασιλικής εξουσίας, το ιδεώδες της φυλακής της κοινωνίας στην οποία υποτάσσει τον καθένα και τον οποίο αντιτίθενται οι μορφές της Μαλίκα και του επαναστάτη Μέντι Μπεν Μπάρκα (1920 – 1965) – ο οποίος, πριν δολοφονηθεί, πιθανότατα από συνέργεια μαροκινών και Γάλλων, είχε παίξει σημαντικό ρόλο και στον αντιαποικιακό αγώνα του FLN στην Αλγερία. Από τη σκοπιά της μετααποικιακής θεωρίας, το μυθιστόρημα του Ταϊά είναι σε διαλεκτική με τα έργα του Φραντς Φανόν ή του Μπεν Μπελά, για να περιοριστούμε στους επαναστάτες-στοχαστές του Μάγρεμπ.

«Το Μαρόκο δεν απέκτησε ποτέ την ανεξαρτησία του το 1956. Μας λένε ψέματα. Ο Βασιλιάς, οι υπουργοί του και οι πλούσιοι μάς δουλεύουν. Αδιαφορούν για μας. Μας κοιμίζουν λίγο περισσότερο κάθε μέρα και εξακολουθούν να ασχολούνται με τις δικές τους δουλειές. Και να μοιράζονται μεταξύ τους τα πλούτη. Η Γαλλία είναι ακόμα εδώ»

 

O Αμπντελά Ταϊά γεννήθηκε στο Ραμπάτ το 1973. Από φτωχή οικογένεια, μαθαίνει γαλλικά, τη «γλώσσα των πλουσίων» για να ξεφύγει από την κοινωνική του θέση. Σπούδασε φιλολογία στα πανεπιστήμια του Ραμπάτ και της Σορβόννης όπου και υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα τον Jean-Honoré Fragonard και το ελευθέριο μυθιστόρημα του 18ου αιώνα. Γράφει στα γαλλικά. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα και μυθιστορήματα που έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το 2014 μετέφερε ο ίδιος στον κινηματογράφο το μυθιστόρημά του L’Armée du Salut. Είναι ένας από τους πρώτους μαροκινούς και άραβες συγγραφείς που διεκήρυξε ανοιχτά την ομοφυλοφιλία του, με ένα κείμενό του που δημοσιεύτηκε το 2007 στο μαροκινό περιοδικό Tel Quel. Αυτό θεωρήθηκε σκανδαλώδες από τους συντηρητικούς μουσουλμάνους.

 Έχει τιμηθεί με το βραβείο του Café de Flore και για την ταινία του με το Μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ του Ανζέ.

Έργα του: Le Rouge du tarbouche (Séguier, 2004), L'Armée du salut (Seuil, 2006), Une mélancolie arabe (Seuil, 2008), Le Jour du roi (Seuil, 2010), Infidèles (Seuil, 2012), Un pays pour mourir (Seuil, 2015), Celui qui est digne d'être aimé (Seuil, 2017) κ.ά.

Abdellah Taïa, Η ζωή με το δικό σου φως

Εκδόσεις Πόλις, 2024
Σελίδες 182
Μετάφραση: Δημήτρης Δημακόπουλος

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured

Best of Network

Δεν υπάρχουν άρθρα για προβολή