Στο άκουσμα της είδησης ότι Η Γραμμή του Ορίζοντος θα μεταφερόταν στο θεατρικό σανίδι την περασμένη άνοιξη, από τον Γιώργο Παύλου, στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών, αναπτερώθηκε το ηθικό όλων των αναγνωστών που για χρόνια αναζητούσαν τα βιβλία του εκλιπόντος πολυπράγμονος καλλιτέχνη σε παλαιοβιβλιοπωλεία, αγγελίες, πλατφόρμες και συνήθως έμεναν ενεοί από την εξαιρετικά αυξημένη τιμή, προϊόν εκμετάλλευσης της χρόνιας εξάντλησης των βιβλίων, που είχαν γίνει πια ανάρπαστα. Πράγματι, οι Εκδόσεις Εστία δεν άργησαν να προχωρήσουν σε ανατυπώσεις τόσο αυτού του έργου, που θεωρείται το σπουδαιότερό του αλλά και αργότερα των Πτυχιούχων ενώ σε ουρές περιμένουν οι φίλοι του συγγραφέα για τις επόμενες εκπλήξεις.

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος υπήρξε συγγραφέας, σκηνοθέτης, δημοσιογράφος και ραδιοφωνικός παραγωγός. Σπούδασε οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ και κινηματογράφο στο Παρίσι. Εκτός από τους λογοτεχνικούς καρπούς του, κληροδότησε και πλήθος σημαντικών δοκιμίων σχετικά με τον κινηματογράφο και όχι μόνο, αφού αρθογράφησε για χρόνο στον «Σύγχρονο Κινηματογράφο» και στην «Αυγή». Φαίνεται πως η μορφή αυτού του τύπου που αγαπούσε την Κυψέλη, τον Παπαδιαμάντη, τους Kinks και διαμορφώθηκε μέσα από ένα προφίλ που μετέπειτα έφερνε στον νου τα αποκαλούμενα ακαδημαϊκά προγράμματα ως "cultural studies", ελκύει σε μεγάλο βαθμό τις νεότερες γενιές που σπεύδουν να δημοσιεύσουν φωτογραφίες με τα βιβλία του στα social media. Ομολογουμένως αυτή η συσπείρωση αυξάνει τη μυθοποίηση γύρω από το όνομά του. Οι εποχές όμως αλλάζουν και οι νέοι τρόποι επικοινωνίας δεν μπορούν να αποτελούν πρόσχημα μεμπτής κριτικής για τα βιβλία του συγγραφέα. Ο ελιτισμός περισσότερο βλάπτει παρά βοηθάει τη λογοτεχνικά, ειδικά σε μια εποχή που η ταχύτητα και η τεχνολογία δυσκολεύουν αποδεδειγμένα τα επίπεδα ανάγνωσης να αυξηθούν. 

Ωστόσο, η επιτυχία του Βακαλόπουλου έγκειται στο ότι αφουγκράστηκε το παρόν του με αβρότητα και συνδιαλλάχθηκε με το μέλλον με απορία. Όλα αυτά βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στις γενιές των σημερινών νέων ηλικίας 20-35 ετών που έχουν ζήσει αλλεπάλληλες κοινωνικές αναταραχές, κρίσεις και πανδημίες. Είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτη η διεισδυτική ματιά του συγγραφέα στη Γραμμή του Ορίζοντος, όπου η πρωταγωνίστρια βλέπει την Ελλάδα να αλλάζει ραγδαία και σε συνδυασμό με τον πρόσφατο χωρισμό της και τις δικές της ματαιότητες, επιδίδεται σε ένα εξομολογητικό παραλήρημα, για να καταλήξει στο ότι μόνο ο ορίζοντας και το άπειρο ξέρουν τελικά τι μέλει γενέσθαι αλλά «Συν Αθηνά και χείρα κίνει». Η γραφή δεν είναι τόσο στρωτή. Είναι σημεία που πραγματικά δίνει την εντύπωση ενός λεξιλογίου που δε χρησιμοποιείται πια. Αυτή η διαπίστωση βέβαια εντείνει την αίσθηση της νοσταλγίας. Είναι γεμάτη από έξυπνες ατάκες που συμπυκνώνουν τις σκέψεις που όλοι κάνουν καθημερινά.

Το ίδιο συμβαίνει και στους Πτυχιούχους. Δύο φοιτητές περνούν το τελευταίο τους ακαδημαϊκό καλοκαίρι προσμένοντας τη στιγμή που θα εξεταστούν στο μάθημα που τους απομένει για το πτυχίο. Βιώνοντας το μεταβατικό στάδιο από την φοιτητική περίοδο σε κάτι καινούριο, νιώθουν σύγχυση και τρομάζουν στην ιδέα ότι μπορεί οι κοινωνικές συνθήκες να τους οδηγήσουν στο χάσιμο του εαυτού τους. Από το παιχνίδι δε λείπουν φυσικά ο έρωτας, η οικογένεια, οι κοινωνικές συναναστροφές, οι πολιτικές προτιμήσεις και τα ενδιαφέροντα. Τα κλισέ τύπου «όλοι έχουμε περάσει από 'κει» έχουν μεγαλύτερη αξία από τα συνηθισμένα σχόλια. Προσφέρουν τη δυνατότητα αναθεώρησης, αναπόλησης ή απλώς ενθύμησης και αυτό είναι κυριολεκτικά εξαιρετικά ενδιαφέρον και όμορφο.

Έτσι λοιπόν, οι ήρωες του Χρήστου Βακαλόπουλου ζουν μεταξύ αγωνίας και ρευστότητας, παρόλο που μεγαλώνουν στη δεκαετία του ’80, μια φαινομενικά εξαίσια περίοδο για τον μέσο Έλληνα που πλούτιζε και άνθιζε σε κάθε επίπεδο. Κάθε στιγμή είναι έτοιμοι για συγκρούσεις, ανασυγκροτήσεις και ανακαλύψεις. Την ίδια στιγμή που αισθάνονται ξένοι μπροστά στο καινούριο, δεν αντέχουν το παλιό και αποπειρώνται να ισορροπήσουν στο μεταίχμιο για να βρουν τον εαυτό τους. Ανατρέχοντας στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, όλα αυτά θυμίζουν πολλά… Επομένως, ο πρόωρα χαμένος Χρήστος Βακαλόπουλος που έφυγε σε ηλικία 37 ετών, κατάφερε να μιλήσει σε όσους συμμερίζονταν τους φόβους του για τις ψευδαισθήσεις της εποχής του και τα ευτράπελα της παγκοσμιοποίησης, ενώ ταυτόχρονα και ενδεχομένως χωρίς να το αντιλαμβάνεται, προσέφερε καταφύγιο και ενσυναίσθηση σε όσους ήρθαν μετά, για να θυμούνται ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει αλλά και τίποτα δεν είναι όπως παλιά.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured