Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο Τζακ Κέρουακ άρχισε να πειραματίζεται με έναν ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο γραφής, που υπέρβαινε τα «ελευθεριάζοντα ήθη» της λογοτεχνίας και τον οποίο ονόμασε «Αυθόρμητη Πρόζα».
«Η Αυθόρμητη Πρόζα του Jack Kerouac αποτέλεσε την πιο σημαντική και ταυτόχρονα αδιάπτωτα εντυπωσιακή περίπτωση πειραματισμού της αμερικανικής πεζογραφίας από την εποχή του λακωνικού και στυγνού ύφους του Ernest Heminway» γράφει ο συγγραφέας και μελετητής της «μπητ γενιάς» Γιάννης Λειβαδάς στο επίμετρο του βιβλίου «Ο γυρισμός του ταξιδευτή» (εκδόσεις Απόπειρα).
Ο ίδιος ο Κέρουακ, στο βιβλίο «Κέρουακ, Γκίνσμπεργκ, Μπάροουζ – Τρεις Συνομιλίες» (εκδόσεις Printa), αποκαλύπτει από πού άντλησε τις επιρροές του γι’ αυτό το είδος γραφής:
«Πήρα την ιδέα για την αυθόρμητη πρόζα Στο Δρόμο από το πώς μου έγραφε τα γράμματά του ο παλιόφιλος ο Νηλ Κάσαντι [Neal Cassady], όλα στο πρώτο ενικό, γρήγορα, τρελά, εξομολογητικά, απολύτως σοβαρά, όλα εμπεριστατωμένα, λεπτομερειακά, με τα αληθινά ονόματα».
Λίγο πιο κάτω, προσθέτει άλλο ένα ζωτικό στοιχείο στις επιρροές του:
«Α, ναι. Η τζαζ και η μποπ, με την έννοια, ας πούμε, ενός που παίζει τενόρο σαξόφωνο και παίρνει βαθιά ανάσα και φυσάει μια μελωδική φράση στο σαξόφωνό του, ώσπου να μην έχει άλλη ανάσα, κι όταν το κάνει αυτό, η πρότασή του, η φράση του έχει ολοκληρωθεί….Και μετά είναι όλη αυτή σπιρτάδα και η ελευθερία και το χιούμορ στην τζαζ…».
Η σχέση του Τζακ Κέρουακ με την τζαζ έχει υπογραμμιστεί επανειλημμένα. Ο Κέρουακ, όσο αγάπησε τον Μέλβιλ, τον Χέμινγουεϊ, τον Γουίτμαν και τον Σελίν, αλλά τόσο λάτρεψε τον Dizzy, τον Monk και τον Charlie Parker, που αναφέρονται συχνά στα έργα του, τόσο στα πεζά όσο και στα ποιητικά. Η «Αυθόρμητη Πρόζα» του ήταν ουσιαστικά μια αντανάκλαση στο χαρτί των στροβιλιστικών αυτοσχεδιασμών του be-bop.
«Ο Χρόνος είναι η ουσία της καθαρότητας του λόγου, η γλώσσα με την οποία σκιτσάρουμε είναι η ανενόχλητη ροή του νου των προσωπικών μυστικών ιδεών/λέξεων, παίζουμε ελεύθερα, φυσάμε (όπως ο μουσικός της τζαζ) το θέμα της εικόνας... Όχι τελείες που να χωρίζουν τις προτάσεις, δομές που τόσο αυθαίρετα έχουν ήδη γίνει κόσκινο από τις ψεύτικες άνω και κάτω τελείες και τα δειλά συχνά άχρηστα κόμματα – αντ’ αυτών ρωμαλέες παύλες ανάμεσα στις ανάσες της αφήγησης (όπως ο μουσικός της τζαζ που παίρνει ανάσα μετά και πριν από μια φράση) ‘μετρημένες παύσεις που αποτελούν το ουσιώδες στοιχείο της ομιλίας μας’ – διαχωρισμοί των ήχων που ακούμε – ‘χρόνος και πώς να τον καταγράψουμε’» (σε μετάφραση του Γιώργου Ίκαρου Μπαμπασάκη).
Έως το 1958, ο 36χρονος τότε Κέρουακ είχε ήδη εκδώσει τέσσερα από τα βιβλία που σφράγισαν τον λογοτεχνικό του μύθο: “The Town And The City” («Η Πόλη και η Κωμόπολη», 1950), “On The Road” («Στο Δρόμο», 1957), “The Subterraneans” («Οι Υποχθόνιοι», 1958) και “The Dharma Bums” («Οι Αλήτες του Ντάρμα», 1958). Ιδιαίτερα μετά την έκδοση του «Στο Δρόμο», η φήμη του Κέρουακ ως συγγραφέα στους καλλιτεχνικούς κύκλους της Νέας Υόρκης άρχισε να γιγαντώνεται. Τα Χριστούγεννα του 1958, ο Max Gordon, τότε ιδιοκτήτης του περίφημου νεουορκέζικου jazz club Village Vanguard, πρότεινε στον Κέρουακ να εμφανιστεί για μία εβδομάδα στο club, διαβάζοντας ζωντανά διάφορα κείμενά του. Ο συγγραφέας ανταποκρίθηκε. Την πρώτη βραδιά που εμφανίστηκε στο Village Vanguard παρουσίασε τα κείμενά του χωρίς τη συνοδεία μουσικής. Ανάμεσα στο κοινό βρίσκονταν ο Steve Allen, διάσημος τότε entaitainer της αμερικανικής τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, αλλά και θαυμαστής του Κέρουακ και της τζαζ, καθώς και ο βιβλιοκριτικός Gillbert Millstein –o άνθρωπος που αποθέωσε το «Στο Δρόμο» στην κριτική του που εμφανίστηκε στους New York Times τον Σεπτέμβριο του 1957. Ο Millstein ήταν αυτός που έριξε την ιδέα να συνοδεύσει ο Allen τον Κέρουακ στο πιάνο την επόμενη βραδιά, όπερ και εγένετο. Προχωρώντας ακόμη πιο πέρα, ο Millstein, που συνεργαζόταν και με τη δισκογραφική εταιρεία Dot, τους πρότεινε να επαναλάβουν το εγχείρημα στο στούντιο και να το ηχογραφήσουν. Η ηχογράφηση πραγματοποιήθηκε, πιθανότατα, τον Μάρτιο του 1958. Τα sessions πήγαν κατ’ ευχήν, σε παραγωγή μάλιστα του γνωστού και μη εξαιρετέου Bob Thiele, και κάπως έτσι προέκυψε το album “Poetry For The Beat Generation”, που κυκλοφόρησε τελικά τον Ιούνιο του 1959 από το label της Hanover και επανεκδόθηκε πρόσφατα από την Zonophone/Emi.
Ο Κέρουακ διηγείται στις σημειώσεις του album:
«(Ο Steve) κάθησε στο πιάνο και άρχισε να χτυπάει νότες. Ήταν όμορφες. Έψαξα στον χαρτοφύλακά μου στα τυφλά, έβγαλα κάτι και το έδειξα στον Steve, που του έριξε μια ματιά και είπε απλά ‘ΟΚ’. Ύστερα άρχισε να παίζει. Έβαλαν μπρος τις μαγνητοταινίες. Κι εγώ άρχισα να διαβάζω…..Τελειώσαμε το session μέσα σε μία ώρα. Οι μηχανικοί ήχου ήρθαν κοντά μας και είπαν ‘Έξοχα, ήταν έξοχη ως πρώτη εγγραφή. Τους είπα, ‘Είναι η μοναδική εγγραφή’. O Steve είπε ‘Ακριβώς’, και ύστερα όλοι τα μαζέψαμε και γυρίσαμε σπίτι».
Το “Poetry For The Beat Generation” περιλαμβάνει συνολικά 14 tracks, αποτελούμενα από ισάριθμα ποιήματα, σε μορφή πρόζας. Κάποια (“Abraham”, “Bowery Blues” κ.ά.) ήταν και παραμένουν ανέκδοτα, δηλαδή δεν έχουν εμφανιστεί σε κάποιο βιβλίο. Ορισμένα (“October In The Railroad Earth”, “Dave Brubeck”) εμφανίστηκαν αργότερα σε περιοδικά και επιθεωρήσεις όπως τα The Jazz Word και Evergreen Revue, ενώ άλλα (“McDougal Street Blues”, “The Moon Her Majesty”) έχουν συμπεριληφθεί σε διάφορες ποιητικές συλλογές σχετικές με τον Κέρουακ και τους μπήτνικς.
Στο “October In The Railroad Earth”, σύμφωνα με τον ίδιο τον Κέρουακ, ή γραφή ήταν «πολύ πειραματική, προορισμένη να ακούγεται σαν τον μεταλλικό ρυθμικό ήχο μιας ατμομηχανής που τσουλάει σέρνοντας εκατό φορτωμένα βαγόνια μ’ ένα βαγόνι φόρτωμα στο τέλος,,,».
Τα περισσότερα πάντως ποιήματα εμφανίστηκαν το 1959 στη γνωστή συλλογή “Mexico City Blues”: “Deadbelly” (όπου κάνει λογοπαίγνιο με το όνομα του θρυλικού Leadbelly), “Charlie Parker” (“Charlie bursts his lungs!…he wistles the perfect horn”, ωρύεται ο Τζακ), “One Mother”, “I’d Rather Be Thin Than Famous ”, όλα τους από τα ωραιότερα δείγματα της ποιητικής τέχνης του Κέρουακ. Ο Steve Allen δεν αυτοσχεδιάζει στο πιάνο, έχει αυστηρά συνοδευτικό ρόλο, κυριολεκτικά «χτυπάει απλώς μερικές νότες». Η «Αυθόρμητη Πρόζα» του Κέρουακ εδώ είναι ακόμη πιο…αυθόρμητη, καθώς αυτοσχεδιάζει, όχι μόνο με το μυαλό του (και τα πλήκτρα της γραφομηχανής), αλλά και με τη φωνή του. Η απαγγελία του έχει ένα έξαλλο τέμπο, είναι άγρια και εντελώς απειθάρχητη, ηλεκτρίζει «με τον καταιγισμό των δονούμενων λέξεών του». «Λαχανιάζει» όταν απαγγέλλει, «και μαζί του λαχανιάζει ο χρόνος», παραφράζοντας τον Γιώργο Ίκαρο Μπαμπασάκη. Κι είναι σίγουρο ότι, κάτι τύποι σαν τον…Tom Waits, «βρίσκονταν κάπου κοντά» όταν γίνονταν τούτες οι ηχογραφήσεις, και κρυφάκουγαν κι έπαιρναν μαθήματα.
Μαζί με το “Poetry For The Beat Generation” επανεκδόθηκε και το album “Blues And Haikus”, που επίσης ηχογραφήθηκε την άνοιξη του 1958 και κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 1959 από τη Hanover. Την παραγωγή υπογράφει και πάλι ο Bob Thiele, ενώ εδώ τον Κέρουακ συνοδεύουν τα σαξόφωνα του Zoot Sims και του Al Cohn.
«Ανέκαθεν πίστευα ότι θα ήταν όμορφα να έχω (ως συνοδεία) απλώς ένα τενόρο σαξόφωνο χωρίς rhythm section ή πιάνο, απλώς την αγνή δόνηση του πνευστού» σημειώνει ο Κέρουακ. «Έτσι το πρότεινα στον Zoot Sims, που είναι το αγαπημένο μου τενόρο σαξόφωνο, κι αυτός όχι μόνο δέχθηκε και ήλθε αλλά έφερε μαζί του και τον σπουδαίο Al Cohn. Αυτοί οι δυο παίζουν σαν αδέλφια…Ο Zoot και ο Al φυσάνε εμπνευσμένες γλυκιές μεταφυσικές λύπες…».
Το παίξιμο στο “Blues And Haikus” είναι εμφανώς πιο αυτοσχεδιαστικό απ’ ό,τι στο “Poetry For The Beat Generation”. Τα σαξόφωνα του Sims και του Cohn αναδύουν…σκοτάδι. Τα αποσπάσματα μπορεί να μην έχουν τη «θεατρικότητα» του “Poetry For The Beat Generation”, αλλά ό,τι χάνει σε ατμοσφαιρικότητα, χάρη στο παίξιμο των μουσικών, το κερδίζει η ίδια η τζαζ.
Η αυτοσχεδιαστική διάθεση αποτελεί απόρροια και του είδους της ποίησης που χρησιμοποιεί εδώ ο Κέρουακ, μιας ποίησης που συνδέεται με τις φιλοσοφικές-μεταφυσικές αναζητήσεις του συγγραφέα.
Ο Κέρουακ (όπως και ο Γκίνσμπεργκ) ήταν βαθιά επηρεασμένος από τη βουδιστική σχολή Ζεν, που άνθισε κυρίως στην Ιαπωνία. Αγαπούσε επίσης με πάθος τα χαϊκού, δηλαδή τα παραδοσιακά ιαπωνικά ποιήματα που αποτελούνται από 17 συλλαβές χωρισμένες σε 3 στίχους των 5, των 7 και των 5 συλλαβών αντίστοιχα. Ο Κέρουακ, ωστόσο, παρουσιάζει τη δική του παραλλαγή πάνω στα χαϊκού και τη δικαιολογεί ως εξής στις σημειώσεις του δίσκου:
«Τα αμερικανικά χαϊκού δεν είναι ακριβώς ίδια με τα ιαπωνικά χαϊκού. Τα ιαπωνικά χαϊκού είναι αυστηρά πειθαρχημένα στις 17 συλλαβές αλλά από τη στιγμή που η αμερικανική γλώσσα είναι διαφορετική δεν νομίζω ότι τα αμερικανικά χαϊκού θα έπρεπε να νοιάζονται για τον αριθμό των συλλαβών επειδή ο αμερικανικός λόγος είναι και πάλι κάτι που…ξεσπά σαν την ποπ».
Από τα τέσσερα ποιήματα της αυθεντικής έκδοσης του δίσκου, μόνο το “American Haikus” είχε συμπεριληφθεί σε κάποια ποιητική συλλογή, πιο συγκεκριμένα στο βιβλίο “Scattered Poems” που είχε πρωτοεκδοθεί το 1971 (δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Κέρουακ) από τον εκδοτικό οίκο City Lights του Λόρενς Φερλινγκέτι. Τα άλλα τρία (“Heart Hearted Old Farmer”, “The Last Hote & Some Of The Dharma”, “Poets of The Unpubliced Book Of The Blues”) παρέμειναν ανέκδοτα. Το νέο cd της Zonophone συνοδεύουν δύο bonus, εκ των οποίων το ένα (“Old Westen Movies”) είναι επίσης ακυκλοφόρητο, ενώ το δεύτερο (“Conclusion Of The Rairload Earth”) είχε εμφανιστεί στην επιθεώρηση Evergreen Revue το 1960.
Ακούγοντας στο τελευταίο τον Κέρουακ να αφηγείται εμπειρίες του από τα χρόνια που εργάστηκε/αλήτεψε ως σιδηροδρομικός υπάλληλος και να πλάθει από τη φαντασία του έναν αυτοσχέδιο ύμνο στους ρακένδυτους hobos που πήδαγαν πάνω στα τρένα του Νότου και της Δύσης την εποχή του Great Depression, μου’ ρθαν αυτομάτως στο μυαλό οι ακόλουθες αράδες:
«Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – ο Kerouac διαβαίνει Μουσηγέτης. Διόνυσος μαζί και Απόλλωνας μεσ’ στο στενό του παντελόνι, αξύριστος πολλές φορές και πάντοτε ωραίος, ουδόλως φοβούμενος την παρακμή που τον εξέθρεψε, διότι μεσ’ στην ψυχή του και ανάμεσα στα σκέλη του μιας νέας ακμής το σπέρμα φέρνει.
Ανοίξτε τα παράθυρα, ανοίξτε τις ψυχές – φωτοστεφής ο Κερουάκ διαβαίνει, πίνοντας το νέκταρ της καθημερινής ζωής παντού όπου το βρίσκει, πίνοντας και προσφέροντας το νέκταρ που περισσότερο κι από τον Νιαγάρα ρέει, όταν ο πόθος μέσα μας υπερισχύει και ο ευλογημένος άνθρωπος στο ‘εν τούτω νίκα’ του έρωτος ομνύει»
Ανδρέας Εμπειρίκος – «Οκτάνα» (εκδόσεις Ίκαρος)
Σημ: Τα δύο album, μαζί με το “Readings by Jack Kerouac on The Beat Generation” (1959), είχαν επανακυκλοφορήσει και πριν από μερικά χρόνια, συγκεντρωμένα σε ένα box set από τη Rhino.