Ο Χουάν έχει μεγάλα σχέδια για τις καλοκαιρινές του διακοπές. Τα βλέπει, όμως, να καταστρέφονται, όταν τον στέλνουν για δύο μήνες στο σπίτι του θείου Τίτο, ενός ιδιόρρυθμου βιβλιόφιλου, που πίνει δεκαπέντε κούπες τσάι τη μέρα και φοβάται τα λούτρινα παιχνίδια. Ανάμεσα στα χιλιάδες βιβλία της απέραντης βιβλιοθήκης του, ο Χουάν θα βρεθεί αντιμέτωπος με φοβερές περιπέτειες, όταν θα κληθεί να ανακαλύψει το Άγριο βιβλίο, ένα ατίθασο βιβλίο που αποφεύγει τα ανθρώπινα χέρια και που κρύβει στις σελίδες του ένα μυστικό προορισμένο για τον εκλεκτό αναγνώστη που θα καταφέρει να το τιθασεύσει.
Στο “Άγριο Βιβλίο” (El Libro Salvaje, εκδ. Carnivora, 2024, μτφρ. Χριστίνα Φιλήμονος), ο πολυβραβευμένος και παγκοσμίως αναγνωρισμένος Μεξικανός συγγραφέας Χουάν Βιγιόρο χτίζει με το πρώτο του βιβλίο νεανικής λογοτεχνίας έναν μαγικό κόσμο που, μια αξέχαστη ιστορία για τα βιβλία και τη δύναμη της ανάγνωσης.
Ο Χουάν Βιγιόρο, ένας από τους κορυφαίους λογοτέχνες και πιο παρεμβατικούς διανοούμενους της σημερινής Λατινικής Αμερικής, γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού το 1956. Πολυβραβευμένος συγγραφέας και καταξιωμένος δημοσιογράφος, έχει εκδώσει δεκάδες βιβλία, από μυθιστορήματα και αφηγήματα μέχρι κριτικά δοκίμια και θεατρικά κείμενα. Το εφηβικό-νεανικό El libro salvaje (2008) έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις το ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Σπούδασε κοινωνιολογία, δίδαξε στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Μεξικού (UNAM) και, ως επισκέπτης καθηγητής, στα αμερικανικά πανεπιστήμια Yale, Princeton και Stanford, καθώς επίσης στο Pompeu Fabra της Βαρκελώνης. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Reforma (Μεξικό) και έχει συνεργαστεί με διεθνή μέσα ενημέρωσης όπως οι New York Times (ΗΠΑ) και η El País (Ισπανία). Είναι, από το 2014, μέλος του El Colegio Nacional, του ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της πατρίδας του. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Το «Άγριο βιβλίο» μιλάει για τον «φετιχισμό- θα τολμούσα να πω- της βιβλιοφιλίας. Τι σας ώθησε να γράψετε γι’ αυτό το θέμα, πέρα από τον προφανή λόγο, ότι είστε δηλαδή συγγραφέας;
Ως αναγνώστης, έχω περάσει τη ζωή μου ψάχνοντας βιβλία. Τα μεξικάνικα βιβλιοπωλεία ποτέ δεν ήταν επαρκώς ενημερωμένα και πριν από το Ίντερνετ δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να βρεις ένα βιβλίο. Επιπλέον, κάθε φορά που έβρισκα ένα βιβλίο, συνήθως το έχανα αμέσως μετά. Το Άγριο Βιβλίο μιλάει για το πάθος να αιχμαλωτίσεις ένα βιβλίο που σου ξεφεύγει, πράγμα που είναι επίσης μια μεταφορά για τη συγγραφή: ο συγγραφέας νιώθει διαρκώς ότι το βιβλίο τού ξεγλιστράει μες απ’ τα χέρια.
Θα μπορούσατε να φανταστείτε έναν κόσμο χωρίς βιβλία; Θα ήταν άραγε ένας κόσμος εφιαλτικός, κάτι σαν το «Φαρενάιτ 451» του Ray Bradbury;
Το πλεονέκτημα στον κόσμο του Bradbury είναι ότι οι αρνητές απομνημονεύουν βιβλία. Ένας άνθρωπος μετατρέπεται στον Δον Κιχώτη, κάποιος άλλος στην Οδύσσεια. Δεν μπορώ να σκεφτώ έναν κόσμο χωρίς βιβλία, αλλά οι νέες τεχνολογίες εμποδίζουν την άσκηση της μνήμης μας. Αν μια μελλοντική δικτατορία απαγόρευε τα βιβλία, όπως στο «Φαρενάιτ 451», αναρωτιέμαι αν οι άνθρωποι θα ήταν ακόμα ικανοί να απομνημονεύουν.
Είναι επίσης συγχρόνως ένα μυθιστόρημα μαθητείας και ενηλικίωσης. Ο μικρός Χουανίτο μυείται στην φιλαναγνωσία και την ίδια ώρα θείος του, ο Τίτο αναζωογονείται από την παρουσία του ανιψιού του, έτσι δεν είναι;
Πράγματι, ο θείος είναι ένα μοναχικό γεροντοπαλίκαρο, ένας μισάνθρωπος, που, όπως πολλοί σοφοί, ζει χωρίς καμιά άλλη συντροφιά πέρα απ’ τα βιβλία. Αίφνης, ανακαλύπτει ότι η βιβλιοθήκη του μπορεί ν’ αποκτήσει ζωή, αν τη μοιραστεί με κάποιον άλλο. Ο ανιψιός του, ο Χουάν, διαβάζει λίγο, αλλά το κάνει με περισσότερο πάθος και τα βιβλία το «νιώθουν» αυτό. Ο θείος συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται αυτή τη συντροφιά για να αιχμαλωτίσει ένα βιβλίο που κρύβεται στη βιβλιοθήκη του και δεν του έχει επιτρέψει να το διαβάσει.
Σκιαγραφείτε τον Χουανίτο σαν έναν μικρό ζιζάνιο και τον Τίτο σαν έναν μοναχικό, εκκεντρικό άνθρωπο. Πιστεύετε ότι όσοι αγαπάνε υπερβολικά το βιβλίο και την ανάγνωση είναι λίγο-πολύ μοναχικοί;
Το διάβασμα είναι μεγάλο φάρμακο για τη μοναξιά. Θέλησα ν’ αρχίσω την ιστορία μιλώντας για αυτό το θέμα. Από τον Ροβινσώνα Κρούσο μέχρι τον Χάρι Πότερ, πάρα πολλά βιβλία που έχουν αιχμαλωτίσει τους νεαρούς αναγνώστες ξεκινούν από το κρίσιμο σημείο κατά το οποίο ο πρωταγωνιστής μένει μόνος, σε αντίξοες περιστάσεις και πρέπει να τα βασιστεί στον εαυτό του. Σήμερα, τα διαζύγια βάζουν τα παιδιά σε μια αμήχανη κατάσταση που τα φέρνει αντιμέτωπα με την αβεβαιότητα και τη μοναξιά. Θέλησα να καταπιαστώ με αυτό το θέμα, που επηρέασε την παιδική μου ηλικία, και να δείξω ότι τα βιβλία είναι το καλύτερο φάρμακο για τους μελαγχολικούς.
Από την άλλη, σε κάποιο σημείο σημειώνετε ότι απολαμβάνουμε πραγματικά την ανάγνωση μέσα από τους άλλους, όταν παύει να είναι μια αυστηρά μοναχική δραστηριότητα. Όταν τα μοιραζόμαστε, όταν συζητάμε για τα βιβλία με τα προσφιλή μας πρόσωπα ή και με κάποιον άγνωστο κλπ…
Διαβάζουμε κατά μόνας, όταν όμως μοιραζόμαστε όσα διαβάσαμε, αντιλαμβανόμαστε ότι οι άλλοι κατάλαβαν με διαφορετικό τρόπο το βιβλίο. Κάθε βιβλίο περιμένει έναν διαφορετικό αναγνώστη. Όταν είναι κλειστό, δεν υφίσταται ως έργο τέχνης∙ είναι ο αναγνώστης που του δίνει ζωή. Ο Χουάν ανακαλύπτει ότι η Καταλίνα, το κορίτσι που του αρέσει, είναι εξαιρετική αναγνώστρια. Χάρη σ’ αυτήν, όσα διαβάζει αποκτούν ξεχωριστή σημασία. Το διάβασμα είναι μια πρόσκληση για κουβέντα.
Ο Χουανίτο βιώνει για πρώτη φορά τον έρωτα χάρη σε ένα βιβλίο ή με αφορμή ένα βιβλίο. Σας έχει τύχει;
Στα δεκατρία μου ερωτεύτηκα την κοπέλα που δούλευε σ’ ένα φαρμακείο. Ήταν συνομήλική μου, αλλά ήξερε όλα τα φάρμακα, που ταξινομούνται αλφαβητικά, και γνώριζε τα συστατικά τους με τα ελληνικά και τα λατινικά ονόματά τους. Κατάλαβα τότε ότι τα φαρμακεία είναι σαν τις βιβλιοθήκες: δεν προσφέρουν πνευματικά γιατρικά, αλλά σωματικά. Ήταν ένας ουτοπικός έρωτας, που εκδηλώθηκε μόνο μέσα από τη συχνότητα που πήγαινα στο φαρμακείο ν’ αγοράσω ασπιρίνες. Αυτή η ανάμνηση με βοήθησε να δημιουργήσω τον χαρακτήρα της Καταλίνα.
Ο Τίτο σε κάποιο σημείο λέει: «εκνευρίζομαι με ασήμαντα πράγματα. Αλλά μου περνάει ώσπου να πεις κίμινο. Τα πραγματικά ουσιώδη πράγματα μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον [..] Οι συγγραφείς μού έμαθαν ότι τα μεγάλα προβλήματα είναι ενδιαφέροντα». Κατά πόσο ταυτίζεστε;
Όταν ρώτησαν τον Μπόρχες πώς θα ήθελε να ξαναζήσει, είπε: «Θα ήθελα να έχω περισσότερα αληθινά προβλήματα και λιγότερα φανταστικά προβλήματα». Αληθινό πρόβλημα σημαίνει να πολεμάς στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου, ν’ ανακαλύπτεις ένα εμβόλιο, να γράφεις ένα βιβλίο… Αν αντίθετα έχεις φανταστικά προβλήματα, σημαίνει ότι απλώς είσαι νευρωτικός. Ο θείος Τίτο θέλει να έχει μεγάλα προβλήματα. Θα μου άρεσε να είμαι σαν αυτόν.
Βρήκα πολύ διασκεδαστικό στο βιβλίο της συνταγές μαγειρικής με ονομασίες συγγραφέων ή λογοτεχνικών έργων: Ομελέτα του Ομήρου, βρόμη του Αριστοφάνη, τοστ της Βασίλισσας Ελισάβετ κ.ο.κ. Αποκορύφωμα ίσως είναι η «τσιπούρα α λα Μόμπι Ντικ», που σας δίνει την ευκαιρία να κάνετε μια έξοχη, σύντομη ανάλυση του αριστουργηματικού έργου του Χέρμαν Μέλβιλ. Θυμάστε ποιον αντίκτυπο είχε πάνω σας όταν το διαβάσατε
Ο Μόμπι Ντικ είναι απ’ αυτά τα βιβλία που τα ξέρεις προτού να τα διαβάσεις. Είχα δει ταινίες και κόμικ με τη λευκή φάλαινα, αλλά ως παιδί ποτέ δεν έπιασα στα χέρια μου το μυθιστόρημα. Με φόβιζε ο χαρακτήρας του καπετάν Αχάμπ, που έχει ξύλινο πόδι επειδή η φάλαινα του έφαγε το αληθινό. Διάβασα το βιβλίο όταν πλέον έγραφα και ο ίδιος βιβλία, πράγμα καλό, επειδή είναι ένα άκρως σύνθετο έργο, που ξεκινά με μια πραγματεία σχετικά με το κυνήγι της φάλαινας και έχει και θρησκευτικές προεκτάσεις, αφού τα κήτη χρησιμεύουν στην παρασκευή κεριών από το λίπος τους. Η αναζήτηση της λευκής φάλαινας, είναι η αναζήτηση του φωτός!
Φίλντισης, Οψιδιανή, Ντόμινο – οι γάτες-σύντροφοι του Τίτο. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για την εν γένει ισχυρή παρουσία της γάτας στην παγκόσμια λογοτεχνία;
Οι γάτες είναι πολύ σημαντικές στη ζωή μου, όπως αποδεικνύει ο Καπουτσίνο, ο γάτος μου, ο οποίος καταλαμβάνει το γραφείο μου όταν δεν δουλεύω. Ο μονόλογός μου Διάλεξη για τη βροχή, που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, μιλάει για έναν βιβλιοθηκάριο που αυτοσχεδιάζει μια κάπως τρελή διάλεξη. Στο τέλος καταλαβαίνουμε ότι μιλάει σ’ έναν γάτο. Τα ζώα συντροφιάς είναι οι μάρτυρές μας, επιτρέπεται να μιλάμε μαζί τους. Ο θείος Τίτο είναι ένα γεροντοπαλίκαρο που χρειάζεται τέτοιου είδους μάρτυρες. Η λογοτεχνία που έχει περισσότερο και με τον καλύτερο τρόπο ασχοληθεί με τους γάτους είναι η Ιαπωνική, από τον Σοσέκι μέχρι τον Μουρακάμι, περνώντας από πολλούς άλλους. Ήταν έκπληξη για μένα όταν ανέβασαν τη Διάλεξη για τη βροχή στο Τόκιο. Νομίζω ότι δεν έπαιξαν τόσο ρόλο τα λογοτεχνικά μου χαρίσματα, όσο το πάθος των Ιαπώνων για τις γάτες.
«Σκοπός της βιβλιοθήκης δεν είναι να διαβάσεις όλα τα βιβλία αλλά να μπορείς να τα συμβουλευτείς όποτε θέλεις». Υπό αυτή την έννοια, μήπως είναι υποτιμημένη στις σύγχρονες κοινωνίες η σημασία των καλών δημόσιων βιβλιοθηκών;
Οι βιβλιοθήκες είναι κουτιά γεμάτα εκπλήξεις. Κανείς δεν τις διαβάζει απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Υπάρχουν για να σε οδηγούν σε βιβλία που δεν ήξερες ότι μπορεί να σε ενδιαφέρουν. Στο Ίντερνετ βρίσκεις αυτό που ήδη ξέρεις ότι χρειάζεσαι∙ οι βιβλιοθήκες, αντίθετα, σου αποκαλύπτουν αυτό που δεν ξέρεις ότι χρειάζεσαι. Από την εποχή της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, η σπουδαιότητά τους για τις κοινωνίες είναι τεράστια.
Γράφετε επίσης ότι «η ενέργεια ενός αναγνώστη είναι πολύ ισχυρή, μπορεί να προκαλέσει θύελλα βιβλίων». Αναφέρετε την ενέργεια που είχαν ως αναγνώστης ένας Έλληνας στη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (Ερατοσθένης), ένας Αργεντίνος στην Εθνική Βιβλιοθήκη στο Μπουένος Άιρες (προφανώς ο Μπόρχες) και ένας οξύθυμος Ιταλός μοναχός κατά τον Μεσαίωνα. Σε ποιον μοναχό αναφέρεστε;
Στον μοναχό από Το όνομα του Ρόδου.
Θα θέλατε να μας μιλήσετε για την επιρροή που -νομίζω ότι- έχετε δεχθεί ως συγγραφέας από τον Μπόρχες και – ίσως σε δεύτερο επίπεδο- από τον Χούλιο Κορτάσαρ;
Είναι ανυπέρβλητοι συγγραφείς. Ο Κορτάσαρ με βοήθησε πολύ όταν ήμουν νέος. Εκείνη την εποχή, ο Μπόρχες μού φαινόταν υπερβολικά ψυχρός, εγκεφαλικός∙ ο Κορτάσαρ, απ’ την άλλη, σ’ έβαζε σ’ έναν κόσμο ελκυστικό, με τζαζ, μποξέρ, και κορίτσια που κάπνιζαν με κομψό τρόπο. Και οι δυο απέδειξαν ότι το φανταστικό είναι μια μορφή του πραγματικού. Με τα χρόνια κατάλαβα καλύτερα την ευφυή μαγεία του Μπόρχες. Επιπλέον, όσον αφορά το ύφος, υπήρξε ο μεγαλύτερος ανανεωτής της ισπανικής γλώσσας, μετά τον Θερβάντες.
«Πρέπει κάποιος να ζει για να υπάρχει το παρελθόν, κι αυτό ακριβώς είναι ο αναγνώστης». Τι ωραία φράση! Αυτός τελικά δεν είναι ο ρόλος των βιβλίων, ο ρόλος του θεματοφύλακα της ιστορικής μας μνήμης;
Ο πραγματικός θάνατος δεν είναι η φυσική εξαφάνιση, αλλά η λήθη. Όσο υπάρχουν βιβλία, όσο υπάρχουν αναγνώστες, ό,τι συνέβη θα συνεχίσει να συμβαίνει.
«Το άγριο βιβλίο» είναι ένα ανυπότακτο βιβλίο. Είναι τελικά ένα βιβλίο με λευκές σελίδες, που περιμένει να γραφτεί. Νομίζω ότι είναι μια πολύ αισιόδοξη προτροπή προς τους νέους, επίδοξους συγγραφείς…
Στην πραγματικότητα, κάθε λευκό βιβλίο είναι ένα άγριο βιβλίο, που περιμένει να δαμαστεί σαν άλογο που ποτέ δεν γνώρισε καβαλάρη. Όταν γράφεις, έχεις την εντύπωση ότι το βιβλίο δεν θέλει να γραφτεί∙ πρέπει να λυγίσεις την αντίστασή του. Η πρόσκληση να παλέψεις ενάντια σε μια λευκή σελίδα δεν εγγυάται ότι το αποτέλεσμα θα είναι καλό, αλλά χωρίς αυτό το κίνητρο δεν γίνεται να υπάρξει βιβλίο
Θα μας πείτε δύο λόγια και για τα υπόλοιπα βιβλία σας που έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά, το «Διάλεξη για τη βροχή», το «Η γη της μεγάλης επαγγελίας», το «Ο μάρτυρας» και το «Ύφαλος»;
Είχα την τύχη να δημοσιευτούν έξι βιβλία μου στα ελληνικά. Σας μίλησα ήδη για τη Διάλεξη. Ο Ύφαλος αναφέρεται σ’ ένα resort στην Καραϊβική, όπου τα «προγράμματα αναψυχής» προκαλούν φόβο∙ πρόκειται για μια σπουδή στον εθισμό του ανθρώπου στον κίνδυνο∙ στο μυθιστόρημα, ο εξτρίμ τουρισμός μετατρέπεται σε «δημιουργική παράνοια». Η Γη της μεγάλης επαγγελίας είναι ένα μυθιστόρημα σχετικά με την πληροφορία και την πολιτική∙ ένας ντοκιμαντερίστας παίρνει συνέντευξη από έναν έμπορο ναρκωτικών και χωρίς να το ξέρει γίνεται καταδότης και συνένοχος σε άλλον τομέα του οργανωμένου εγκλήματος. Ο μάρτυρας καταπιάνεται με το μυστήριο του περισσότερου διαβασμένου ποιητή στο Μεξικό, του Ραμόν Λόπες Βελάρδε, ο οποίος ήταν καθολικός∙ ένας ιερέας πιστεύει πως ήταν άγιος και ότι οι αποδείξεις των θαυμάτων του βρίσκονται στα ποιήματά του∙ ο πρωταγωνιστής, που είναι ερευνητής και δεν πιστεύει τη συγκεκριμένη ερμηνεία γίνεται μάρτυρας του πιο σημαντικού θαύματος του ποιητή. Οι ένοχοι είναι ένα βιβλίο με διηγήματα που περιγράφει τη μεξικάνικη ζωή με ειρωνικό τρόπο. Ένα απ’ τα διηγήματα αναφέρεται σε ένα είδωλο της μουσικής ραντσέρα που σιχαίνεται τη δουλειά του. Μου φάνηκε ενδιαφέρον να σκιαγραφήσω ένα σύμβολο της εθνικής ταυτότητας που περνάει κρίση προσωπικής ταυτότητας.
Γράφετε κάτι άλλο αυτό τον καιρό; Ένα νέο μυθιστόρημα, ενδεχομένως;
Μόλις κυκλοφόρησε το No soy un robot (Δεν είμαι ρομπότ), ένα βιβλίο που αναφέρεται στην ανάγνωση στο πλαίσιο της ψηφιακής κοινωνίας. Συνδυάζω το δοκίμιο με το χρονογράφημα προκειμένου να μιλήσω για την καινούργια ιδιότητα της ανθρωπότητας: ανήκουμε στην πρώτη γενιά που οφείλει να αποδείξει ότι δεν είναι μηχανή, κι αυτό το αποδεικνύει μια μηχανή!
Είστε καταξιωμένος δημοσιογράφος και θεωρείστε παρεμβατικός διανοούμενος στο Μεξικό. Ποια είναι η πολιτική κατάσταση στη χώρα αυτή τη στιγμή; Ποια είναι τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει; Ποια είναι η «κληρονομιά» που άφησε η μονοκρατορία του PRI κατά τον 20ό αιώνα;
Αντιμετωπίζουμε πολλά προβλήματα. Τα σημαντικότερα είναι η κοινωνική ανισότητα, η βία, η διαφθορά και η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Για πρώτη φορά έχουμε γυναίκα πρόεδρο. Πρόκειται για καλά προετοιμασμένη επιστήμονα, με προοδευτικό προσανατολισμό και με αποδεδειγμένες διοικητικές ικανότητες, αλλά θα πρέπει να συνεργαστεί με έναν πολύ διεφθαρμένο γραφειοκρατικό μηχανισμό. Οι ελπίδες που γεννά είναι τόσο μεγάλες, όσο και τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει.