Η Τζένη Φον Βεστφάλεν είχε σταθερή προσήλωση στον επαναστατικό σοσιαλισμό. Αρωγός στην ιδεολογία και στην πρακτική που επεξεργάστηκε ο σύντροφός της, ο Καρλ Μαρξ, αγωνίστηκε ειλικρινά στον αγώνα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης.
Η Τζένη Φον Βεστφάλεν ήταν ενεργή σοσιαλίστρια σε όλη τη δύσκολη ζωή της, αφιερώνοντας ακούραστα τις δυνάμεις της στη διοργάνωση κομμουνιστικών συναντήσεων, παρέχοντας καταφύγιο και ανακούφιση στους πρόσφυγες και βοηθώντας τον σύντροφό της να παράγει τα φιλοσοφικά και οικονομικά έργα του. Εγκατέλειψε την προνομιακή της θέση ως βαρόνη και έκανε θυσίες για να πετύχει το όραμά της για έναν καλύτερο κόσμο.
Έρωτας στο Τρίερ
Γεννημένη το 1814 σε μια οικογένεια της πρωσικής αριστοκρατίας, η Τζένη Φον Βεστφάλεν ήταν πολύ γνωστή στους κοινωνικούς κύκλους του Τρίερ. Αναμενόταν να εκπληρώσει τις προσδοκίες της τάξης της, καλλωπίζοντας τον εαυτό της για γάμο με έναν Πρώσο με υψηλή καταγωγή ή έστω αξιωματικό, ή έναν γαιοκτήμονα με μεγάλη περιουσία (ραντιέρη, ίσως και κομπραδόρο). Αντίθετα, η Τζένη ακολούθησε τα ενδιαφέροντά της για τον σοσιαλισμό και τον γερμανικό ρομαντισμό. Διάβαζε Προυντόν, Σίλε, Χαίντερλιν, Χάινριχ Χάινε, και την «Ουτοπία» του Τόμας Μορ. Mια πορεία που ενθάρρυνε ο πατέρας της, βαρόνος Λούντβιχ Φον Βεστφάλεν, κυβερνητικός σύμβουλος του Τρίερ. Μην ξεμακρύνουμε. Αρκεί μια επισήμανση. Μετά την ευρύτατη διάδοση που είχε το φιλοσοφικό έργο του Ιμμάνουελ Καντ, ένα κομμάτι της πρωσικής αριστοκρατίας δεν θα ήταν πια το ίδιο, ιδεολογικά. Αν και εκπροσωπούσε την κορυφαία πρωσική αρχή σε μια πόλη δώδεκα χιλιάδων, ο Λούντβιχ Φον Βεστφάλεν έτρεφε σεβασμό για τον πολιτικό φιλελευθερισμό της Γαλλικής Επανάστασης.
Το 1817, ο Βεστφάλεν συνάντησε τον Χάινριχ Μαρξ, έναν 35χρονο δικηγόρο που καταγόταν από ραβινική οικογένεια, ο οποίος είχε μόλις βαφτιστεί χριστιανικά. Η μεταστροφή είχε επιβληθεί στον Χάινριχ Μαρξ, με ένα πρωσικό διάταγμα που απέκλειε τους Εβραίους από τα δημόσια αξιώματα, συμπεριλαμβανομένης της δικηγορίας. Αντί να προσηλυτιστεί στον καθολικισμό, την κυρίαρχη πίστη στο Τρίερ, ο Χάινριχ Μαρξ επέλεξε τον προτεσταντισμό, τον οποίο ταύτιζε με την πνευματική ελευθερία. Στην αριστουργηματική τριλογία του “Οι Υπνοβάτες”, ο Hermann Broch, σοσιαλιστής και ο ίδιος, εμπνέεται από τη συναναστροφή τους, υπό το πρίσμα του προτεσταντισμού. Ο Χάινριχ και ο Λούντβιχ διαπίστωσαν ότι είχαν πολλά κοινά ως μεσήλικες Προτεστάντες που εμπλέκονταν βαθιά στις πολιτικές και νομικές συζητήσεις του Τρίερ.
Σύντομα και τα παιδιά των δύο νομικών ήρθαν κοντά. Η Σόφι Μαρξ, δύο χρόνια νεότερη από την Τζένη φον Βεστφάλεν, έγινε η καλύτερή της φίλη. Η Τζένη γνώρισε για πρώτη φορά τον Καρλ, ο οποίος γεννήθηκε το 1818, όταν εκείνη ήταν πέντε ετών και εκείνος ήταν ένα μωρό ενός έτους. Ο Καρλ έδειξε γρήγορα εξαιρετική δημιουργικότητα.
Ο Βεστφάλεν έγινε ο μέντορας του εφήβου Μαρξ, πηγαίνοντάς τον σε μεγάλες βόλτες, απαγγέλλοντας και αναλύοντας αποσπάσματα από τον Όμηρο, τον Δάντη, τον Σαίξπηρ και τον Γκαίτε. Μαζί με την Τζένη και τον αδελφό της, Έντγκαρ Φον Βεστφάλεν (ο οποίος ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερος από τον Καρλ και αργότερα έγινε αφοσιωμένος κομμουνιστής), ο βαρόνος και ο νεαρός Καρλ συζήτησαν για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής πολιτικής. Χάρη σ’ αυτές τις συζητήσεις, σε ηλικία 13 ετών, ο Καρλ ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το έργο του ουτοπικού σοσιαλιστή Σαιντ-Σιμόν.
Στις 30 Μαρτίου του 1841, ο Μαρξ έλαβε πιστοποιητικό ολοκλήρωσης των σπουδών του. Η διατριβή του, η οποία αφορούσε στη σύγκριση των ατομικών θεωριών του Δημόκριτου και του Επίκουρου – ας μην ξεχνάμε ότι ο επαναστατικός σοσιαλισμός είναι μια υλιστική φιλοσοφία-, κατατέθηκε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας στις 6 Απριλίου του 1841 και στις 15 του ίδιου μήνα, ο Μαρξ έλαβε το διδακτορικό του δίπλωμα.
Η Τζένη Φον Βεστφάλεν σπούδασε φιλολογία. Ειδικεύτηκε στο θέατρο. Όταν, αργότερα, ο Ένγκελς θα έγραφε (διασώζεται στην αλληλογραφία τους, στα λεγόμενα MEGA - Marx-Engels-Gesamtausgabe) ότι ο Μαρξ διάβαζε Αισχύλο στο πρωτότυπο, τους «Πέρσες», «μια φορά τον χρόνο», και ότι «θεωρούσε τον Σαίξπηρ ως ολοκλήρωση του Σοφοκλή», διαφαίνεται η επιρροή της Τζένης. Προπάντων, οι σπουδές της, την ώθησαν να απαρνηθεί την τάξη της. Όπως θα έλεγε και ο Χέγκελ, η εξέγερση εκκινεί από μια άρνηση. Η δέσμευση σε έναν προοδευτικό σκοπό και η αφοσίωση στον αγώνα για αυτόν, ανεξάρτητα από τις αποτυχίες που υπέστη, ήταν το υψηλότερο εγχείρημα. Από νεαρή ηλικία, η Τζένη ασπάστηκε τις πρώτες φεμινιστικές απόψεις για την ισότητα των δύο φύλων, τόσο στο δικαιωματικό, όσο και στο ιστορικό-υλιστικό επίπεδο.
Ο Καρλ Μαρξ γοητεύτηκε από τις προοδευτικές ιδέες της Τζένης. Ο νεαρός Μαρξ είχε ήδη δημοσιεύσει στην «Εφημερίδα της Κολωνίας» τις «Παρατηρήσεις για την πρόσφατη πρωσική οδηγία περί λογοκρισίας (από έναν Ρηναναίο)» (1842), όπου, ανατρέχοντας στον Τάκιτο, κάνει διάκριση μεταξύ της θεσμοθετημένης ελευθερίας «του κατεστημένου λόγου» και της πραγματικής ελευθερίας, «της ελευθερίας της συνείδησης». Η Τζένη Φον Βεστφάλεν είχε διαβάσει το κείμενο και έπιασε τον πρώιμο, επαναστατικό σφυγμό του Μαρξ. Διείδε τα χαρακτηριστικά των φιλολογικών ηρώων που θαύμαζε: «ήταν ο Βίλχελμ Φον Μάιστερ του Γκαίτε και ο Καρλ Φον Μουρ του Σίλερ, και θα ήταν ο “Προμηθέας” (του Πέρσυ Μπις Σέλεϊ), αλυσοδεμένος σε έναν γκρεμό επειδή τόλμησε να αμφισβητήσει έναν τυραννικό θεό». Αν ο Μαρξ έγραψε ότι ο σοσιαλισμός είναι «μείγμα της γερμανικής φιλοσοφίας, του αγγλικού πραγματισμού και της γαλλικής επαναστατικής εγρήγορσης», νομίζω ότι εμπνέεται από τις φιλολογικές συζητήσεις του με την Τζένης Φον Βεστφάλεν. Έξι χρόνια αφότου ο Καρλ γνώρισε τους γονείς της, αυτός και η Τζένη αρραβωνιάστηκαν κρυφά.
Ο γάμος με έναν κομμουνιστή ριζοσπάστη ήταν εκτός των πολιτιστικών κανόνων για μια, έστω προοδευτική, αριστοκρατική γυναίκα από το Τρίερ, αλλά οι γονείς της Τζένης και του Καρλ, παρόλα αυτά, ενθάρρυναν την ένωση. Παντρεύτηκαν το 1843, όταν ο Καρλ ήταν είκοσι πέντε και η Τζένη είκοσι εννέα.
Ο πατέρας της Τζένης έφυγε πρόωρα. Χωρίς την οικονομική του βοήθεια, το νεαρό ζευγάρι αφέθηκε σε μεγάλο βαθμό να τα βγάλει πέρα μόνο του, εκτός από μερικές χειρονομίες υποστήριξης από άλλους συγγενείς όλα αυτά τα χρόνια.
Παρίσι, Βρυξέλλες, ζωή σε φυγή
Μετά τον γάμο, η Τζένη και ο Καρλ μετακόμισαν στο Παρίσι, και συγχρονίστηκαν με τους ριζοσπαστικούς κύκλους. Τον Αύγουστο του 1844, ο Καρλ άρχισε να συνεργάζεται με τον Φρίντριχ Ένγκελς, ο οποίος θα γινόταν ο ισόβιος σύντροφός του.
Τα έργα που ξεκίνησαν εμπεριείχαν κινδύνους. Η Τζένη ήταν ένθερμος υπερασπιστής του έργου και της πολιτικής του συζύγου της, ακόμη και όταν εκείνος αντιμετώπισε εξορία και φυλάκιση για τις θέσεις που εξέφραζε δημόσια. Όταν οι γαλλικές αρχές έδιωξαν τους Μαρξ από το Παρίσι, η ζωή τους σε φυγή είχε αρχίσει. Η Τζένη πούλησε όλα τα έπιπλα, αλλά ήδη τους είχαν ζώσει τα χρέη.
Οι δυο τους ξεκίνησαν με το νεογέννητό τους, την Τζένιχεν, για τις Βρυξέλλες (όπου ο Μαρξ θα έγραφε τελικά το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”). Αμέσως μετά, ο Μαρξ και ο Ένγκελς πήγαν στο Λονδίνο για να εξερευνήσουν τις βιομηχανικές φτωχογειτονιές του Μάντσεστερ. Ηη Τζένη, έξι μηνών έγκυος, και η οικονόμος τους, Χέλεν Ντέμουθ ("Λένχεν"), πρωτεργάτρια των Άγγλων Φαβιανών, απ’ όπου τελικά προέκυψε το Εργατικό Κόμμα (Labor), επέστρεψαν στο Τρίερ. Εκεί, η Τζένη έγραψε στον Μαρξ για τα δεινά των γυναικών στην κοινωνία, και πώς ακόμη και στους σοσιαλιστικούς κύκλους, υπογραμμίζονται τα δικαιώματα των ανδρών, ενώ τα δικαιώματα και οι ανάγκες των γυναικών αντιμετωπίζονταν, στην καλύτερη περίπτωση, ως δευτερεύοντα.
Πίσω στις Βρυξέλλες, η Τζένη ανυπομονούσε για τη δημοσίευση της “Γερμανικής Ιδεολογίας” του Μαρξ — στην οποία συνεισέφερε ανεκτίμητα ως διανοούμενος συνομιλητής, ως «αντιηχείο», όπως ίσως θα έλεγε ο Στρατής Τσίρκας— και ανησυχούσε ότι οι κραυγές του δεύτερου παιδιού τους θα αποσπούσαν την προσοχή του συζύγου της. Το γράψιμο του Καρλ είχε σταματήσει - ένα γεγονός που απέκρυψε από την Τζένη, κυρίως επειδή η τελευταία θεωρούσε ότι η δημοσίευση του έργου θα μπορούσε να μετριάσει μερικά από τα οικονομικά τους δεινά.
Το 1846, ο Μαρξ και ο Ένγκελς άρχισαν να οργανώνουν τη συσπείρωση που θα εξελισσόταν στην Πρώτη Διεθνή. Η Τζένη ανέλαβε χρέη γραμματείας, αποκρυπτογραφώντας τη σχεδόν δυσανάγνωστη γραφή του Μαρξ και συμμετέχοντας σε συζητήσεις. Ήταν επίσης το πρώτο μέλος της κομμουνιστικής «Ένωσης των Δικαίων», και όταν ο Μαρξ και ο Ένγκελς ίδρυσαν το Γερμανικό Σωματείο Εργατών, η Τζένη συμμετείχε ενεργά, μιλώντας σε συγκεντρώσεις και οργανώνοντας εκδηλώσεις.
«Σε όλη της τη ζωή, έδειξε το πιο έντονο ενδιαφέρον για ό,τι αφορούσε και απασχολούσε τον σύζυγό της», είπε για την Τζένη ο Γερμανός στοιχειοθέτης Στέφεν Μπορν, σοσιαλιστής που συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση του 1848. «Ο Μαρξ αγαπούσε τη γυναίκα του και μοιράζονταν το ίδιο πάθος, το πάθος για την προλεταριακή επανάσταση που θα επιφέρει μια δίκαιη κοινωνία».
Κομμουνιστικό Μανιφέστο
Ο Καρλ και η Τζένη εργάστηκαν για να ολοκληρώσουν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» στις αρχές Ιανουαρίου εκείνου του έτους. Η Τζένη ακούραστη, όχι μόνο, αντιγράφοντας υπομονετικά και καθιστώντας ευανάγνωστη την δυσανάγνωστη γραφή του Μαρξ στην πολεμική του κατά της αστικής τάξης και την πίστη του ότι η επανάσταση ήταν «αναπόφευκτη και επικείμενη»∙ αλλά και επί της ουσίας του κειμένου: εκείνο το «φάντασμα που πλανάται πάνω από την Ευρώπη» ήταν συνεισφορά της Τζένης, από μια κριτική της σε θεατρικό του Σίλε.
Ως προϋπόθεση για το άσυλό τους στο Βέλγιο, ο Μαρξ είχε ορκιστεί να απέχει από πολιτική δραστηριότητα. Αλλά με την έναρξη της ηπειρωτικής εξέγερσης το 1848, ο Μαρξ και η Τζένη αθέτησαν αυτή την υπόσχεση και συγκέντρωσαν όπλα για τους Γερμανούς επαναστάτες. Ανακαλύφθηκαν, συνελήφθησαν και εκδιώχθηκαν από το Βέλγιο.
Τελικά επέστρεψαν στη Γερμανία, όπου ξεκίνησαν τη ριζοσπαστική εφημερίδα, «Τα Νέα Χρονικά του Ρήνου», μετά την υποχώρηση της πρωσικής λογοκρισίας. Ακόμη και στη διαρκή εξορία, η Τζένη είπε σε μια φίλη της: «Όλες οι πιέσεις που νιώθουμε τώρα είναι μόνο το σημάδι μιας επικείμενης και ακόμη πιο ολοκληρωμένης νίκης των απόψεών μας».
Εξορία στο Λονδίνο
Μετά την ήττα των επαναστάσεων του 1848, οι Μαρξ κατέφυγαν στην Αγγλία τον Ιούνιο του 1849. Κατά τη διάρκεια της μετάβασης, η Τζένη σκέφτηκε τους ανθρώπους που είχαν κάνει το ίδιο ταξίδι και βρήκαν ελπίδα στους αγώνες τους. Έγραψε: «οι άνθρωποι που πολέμησαν με το σπαθί και την πένα για τη βασιλεία των φτωχών και των καταπιεσμένων, είναι χαρούμενοι που μπορούσαν να κερδίσουν το ψωμί τους στο εξωτερικό».
Οι Μαρξ εγκαταστάθηκαν αρχικά σε ένα σπίτι στο Σόχο. Από το 1850 έως το 1864 έζησαν εκεί μέσα σε υλική δυστυχία. Εκδιώχθηκαν μαζί με τα τέσσερα παιδιά τους, και τα υπάρχοντά τους κατασχέθηκαν. Ο νεογέννητος Γκουίντο πέθανε, «θυσία στην αστική δυστυχία», ενώ όταν έφυγε από τη ζωή η κόρη τους, η Φραντζίσκα, η Τζένη χρειάστηκε να τρέξει μανιωδώς, προσπαθώντας να δανειστεί χρήματα για ένα φέρετρο. Για έξι χρόνια η οικογένεια ζούσε σε δύο μικρά δωμάτια στο Σόχο, συχνά μόνο με ψωμί και πατάτες. Τα παιδιά έμαθαν να λένε ψέματα στους δανειστές: «Ο κ. Ο Μαρξ δεν είναι στον επάνω όροφο».
Ο Μαρξ έπασχε ήδη από την ασθένεια των πνευμόνων που ονομάζουμε σήμερα «εμφύσημα». Η υγεία της Τζένης κλονίστηκε εξίσου. Το 1875, κυνηγημένοι εκ νέου από τους πιστωτές τους, αναγκάστηκαν να μετακομίσουν στην οδό Μέιτλαντ Παρκ, στη βόρεια περιοχή του Λονδίνου.
Φτάνοντας στο Λονδίνο, ο Καρλ, η Τζένη και ο Φρίντριχ Ένγκελς ανέλαβαν το έργο της έκδοσης μιας ριζοσπαστικής πολιτικής επιθεώρησης και αγωνίστηκαν απεγνωσμένα για να κρατήσουν το εγχείρημά τους ζωντανό, αναζητώντας κεφάλαια. Αυτό αποδείχθηκε δύσκολο: έκαναν έκκληση για οικονομικές συνεισφορές στους ίδιους εξαθλιωμένους πρόσφυγες που ήθελαν να βοηθήσουν. Με την ευκαιρία, μια επεξήγηση: ο Φρίντριχ Ένγκελς δεν ήταν «βιομήχανος», με την κατοπινή έννοια του όρου. Σήμερα θα λέγαμε ότι ήταν απλώς ιδιοκτήτης βιοτεχνίας. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης ενός μικρού εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας στο Μάντσεστερ. Ο Ένγκελς επέλεξε να θυσιάσει πολλά από αυτά που του έδιναν νόημα και ευχαρίστηση στη ζωή για να υποστηρίξει το έργο του Μαρξ. Ωστόσο, δεν πρέπει ποτέ να σκεφτόμαστε τον Ένγκελς απλώς ως «τον χρηματοδότη του Μαρξ». Στην πραγματικότητα, η εμπειρία του στο εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών του Μάντσεστερ, παρείχε δεδομένα από πρώτο χέρι για τη συγγραφή του “Das Kapital”.
Δίσεκτα έτη
Με τον Καρλ απασχολημένο με το τεράστιο, ανεπανάληπτο θεωρητικό του έργο, η Τζένη σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος των ασθενειών και της φτώχειας της οικογένειας. Το αγοράκι της, ο Φόσκι, έξι μηνών τότε, κοιμόταν όχι περισσότερες από δύο ώρες κάθε φορά και υπέφερε από τρομερούς σπασμούς. Στα πρόθυρα του θανάτου, το παιδί ρούφηξε τόσο δυνατά το στήθος της Τζένης που το αίμα ξεπήδησε από την ανοιχτή πληγή της στο στόμα του μωρού.
Στο μεταξύ, αντιμετώπισε παρενόχληση από την σπιτονοικοκυρά της και δύο δικαστικούς επιμελητές για ληξιπρόθεσμο ενοίκιο. Όταν η Τζένη δεν είχε χρήματα, της αφαίρεσαν το σπίτι από όλα τα υπάρχοντά της, αφήνοντας το μωρό χωρίς κούνια και τα παιδιά να τρέμουν σε γυμνά σανίδια. Η Τζένη ταξίδεψε στην Ολλανδία για να παρακαλέσει τους συγγενείς της για χρήματα με μικρή επιτυχία.
Όποτε ο Καρλ έφευγε από το Λονδίνο, η Τζένη έπρεπε να αποκρούσει τους πιστωτές και να φροντίσει μόνη της την οικογένεια. Όπως του είπε σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, «Εν τω μεταξύ κάθομαι και γίνομαι κομμάτια. Καρλ, τώρα είμαι στο χειρότερο επίπεδο… Κάθομαι εδώ και σχεδόν κλαίω τα μάτια μου και δεν μπορώ να βρω βοήθεια. Το κεφάλι μου διαλύεται. Για μια εβδομάδα κράτησα τις δυνάμεις μου ψηλά και τώρα δεν μπορώ άλλο».
Την επόμενη άνοιξη, η τραγωδία χτύπησε ξανά. Ο οκτάχρονος γιος της Τζένης και του Καρλ, ο Έντγκαρ πέθανε ενώ κοιμόταν στην αγκαλιά του πατέρα του - το τρίτο παιδί που έχασε το ζευγάρι. Η αιτία ήταν η ασιτία. Η Τζένη και ο Καρλ ζούσαν σε ανέχεια. Η Τζένη ομολόγησε ότι «η μέρα του θανάτου του ήταν η πιο τρομερή στη ζωή της, χειρότερη από όλους τους προηγούμενους πόνους και τα βάσανα μαζί».
Με την κληρονομιά της μητέρας του, ο Καρλ βελτίωσε την κατάσταση διαβίωσης της οικογένειας, μετακομίζοντας στο Grafton Terrace. Η Τζένη έγραψε:
«Πλέαμε με όλα τα πανιά στην αστική ζωή. Κι όμως υπήρχαν ακόμα οι ίδιες μικροπιέσεις, οι ίδιοι αγώνες, η ίδια παλιά μιζέρια, η ίδια οικεία σχέση με τις τρεις μπάλες του ενεχυροδανειστηρίου — αυτό που έφυγε ήταν το χιούμορ».
Η Τζένη συνέχισε να αντιγράφει τα χειρόγραφα του Καρλ, Στα τέλη Νοεμβρίου του 1865, χτυπήθηκε από ευλογιά και έμεινε παραμορφωμένη, «το υπέροχο πρόσωπό της καλυμμένο με μια κοκκινωπή μωβ μάσκα από χοντρή σάρκα». Όταν τελικά ήταν ασφαλές για τα παιδιά της να επιστρέψουν στο σπίτι μετά την ανάρρωση της Τζένης, οι κόρες της θλίβονταν από τις αλλαγές που είχε προκαλέσει η ασθένειά της και ξέσπασαν σε κλάματα.
Το “Κεφάλαιο” και η Κομμούνα
Το 1867, ο πρώτος τόμος του “Κεφαλαίου” - το βιβλίο που δούλευε ο Μαρξ για περίπου δεκαπέντε χρόνια και το μεγαλύτερο κληροδότημά του στην ανάλυση και απομάγευση των καπιταλιστικών υπερδομών, καθώς και το μέγιστο επίτευγμα του παγκόσμιου πολιτικού-οικονομικού πολιτισμού, - δημοσιεύτηκε στο Λονδίνο. Η οικογένειά του ήλπιζε ότι η επιτυχία του, όχι μόνο θα αγόραζε τρόφιμα και θα εξοφλούσε τα συσσωρευμένα χρέη, αλλά θα πυροδοτούσε τις μάζες. Όταν το βιβλίο δεν αναγνωρίστηκε, συντρίφτηκαν. Οι θυσίες που απαιτούσε η δουλειά δεν είχαν καταφέρει να δαμάσουν τη μελαγχολική αισιοδοξία του Καρλ και της Τζένης.
Μετά την ήττα της Γαλλίας στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο, οι Παριζιάνοι ξεσηκώθηκαν ενάντια στην κυβέρνησή τους και σχημάτισαν την Παρισινή Κομμούνα. Το καλοκαίρι του 1871, τα νοικοκυριά του Μαρξ και του Ένγκελς «δούλευαν με μανία […] ζητώντας χρήματα, οργανώνοντας καταφύγια, σχολεία και θέσεις εργασίας για τους πρόσφυγες της Κομμούνας».
Οι Μαρξ στέγασαν αρκετούς από τους πολιτικούς πρόσφυγες, και επειδή οι κόρες τους, η Τζένιχεν και η Ελεονόρα δεν είχαν επιστρέψει από τη Γαλλία, αφέθηκε στην Τζένη και στην Λένχεν να τους υποδεχτούν και να τους φροντίσουν. Ο Πωλ Λαφάργκ, γαμπρός της Τζένης και του Καρλ και συγγραφέας του πολύτιμου, αλλά ανεπεξέργαστου “Δικαιώματος στην τεμπελιά”, παρατήρησε ότι για την Τζένη, «οι κοινωνικές διακρίσεις δεν υπήρχαν. διασκέδαζε τους εργαζόμενους στο σπίτι της και στο τραπέζι της σαν να ήταν πρίγκιπες».
Στον απόηχο της Κομμούνας, η Τζένη αναλογίστηκε τον ρόλο των γυναικών σε αυτές τις πολιτικές συνθήκες:
«Σε όλους αυτούς τους αγώνες εμείς οι γυναίκες έχουμε το πιο δύσκολο κομμάτι να αντέξουμε γιατί είναι το μικρότερο. Ένας άντρας αντλεί δύναμη από τον αγώνα του με τον έξω κόσμο και αναζωογονείται από τη θέα του εχθρού, να είναι η λεγεώνα του αριθμού τους. Παραμένουμε καθισμένες στο σπίτι, με τις κάλτσες μας. Αυτό δεν διώχνει τις έγνοιες και οι καθημερινές μικρές δυστυχίες ροκανίζουν αργά αλλά σταθερά το θάρρος κάποιου να αντιμετωπίσει τη ζωή. Μιλάω από εμπειρία τριάντα ετών».
Με την απαισιοδοξία της γνώσης, με την αισιοδοξία της βούλησης
Η Τζένη και ο Καρλ έχασαν τέσσερα παιδιά ως αποτέλεσμα της φτώχειας και της αρρώστιας. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η Τζένη ήθελε οι κόρες της που επέζησαν, να έχουν καλύτερη ζωή - να μην βιώσουν ποτέ τις στερήσεις που υπέφερε. Η Ελεονόρα Μαρξ δεν στάθηκε τυχερή, είναι όμως μια άλλη ιστορία.
Ο Μαρξ, μετά τη διαβλεπόμενη αποτυχία μιας Επανάστασης στη βιομηχανική Αγγλία και μετά την συντριβή της Κομμούνας από τις αστικές δυνάμεις του Θιέρσου, έστρεψε προς το τέλος της ζωής του το βλέμμα του στη Ρωσία και τελικά δικαιώθηκε μέσω του Λένιν και των Μπολσεβίκων. Όμως η ανέχεια και οι σωρευμένες συμφορές, επέφεραν συντριπτικά χτυπήματα στην υγεία των δύο συντρόφων στη ζωή και στην Επανάσταση.
Η Τζένη διαγνώστηκε με καρκίνο στο ήπαρ το 1881. Μέχρι τον Ιούνιο, η υγεία της είχε επιδεινωθεί σε σημείο που πάλευε να ντυθεί μόνη της. Πριν πεθάνει, η Τζένη βίωσε μια αχτίδα ελπίδας. Στις 30 Νοεμβρίου, ο Καρλ Μαρξ κάθισε στο κρεβάτι της και διάβασε την πρώτη θετική κριτική στα αγγλικά του «Κεφαλαίου».
Η Τζένη Φον Βεστφάλεν έφυγε από τη ζωή δύο μέρες αργότερα, στις 2 Δεκεμβρίου του 1881, σε ηλικία εξήντα επτά ετών. Ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του Highgate, εκεί όπου βρίσκεται και το μνήμα του Μαρξ. Ο Ένγκελς παρευρέθηκε εκ μέρους του Μαρξ, ο οποίος ήταν πολύ άρρωστος για να παρευρεθεί στην κηδεία. Η Τζένη και ο Καρλ είχαν δώσει μια ζωή και τέσσερα παιδιά για την χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Ο Ένγκελς διάβασε τον επικήδειό της:
«Η συνεισφορά αυτής της γυναίκας, με την τόσο οξεία κριτική ευφυΐα, με τέτοιο πολιτικό διακριτικό, χαρακτήρα με τόση ενέργεια και πάθος, με τέτοια αφοσίωση στους συντρόφους της στον αγώνα — η συνεισφορά της στο κίνημα για σχεδόν σαράντα χρόνια δεν έγινε δημόσια γνωστό: δεν είναι εγγεγραμμένο στα χρονικά του σύγχρονου Τύπου. Είναι κάτι που πρέπει να το έχει βιώσει κανείς από πρώτο χέρι. Αλλά για ένα πράγμα είμαι σίγουρος: όπως οι σύζυγοι των προσφύγων της Κομμούνας θα τη θυμούνται συχνά - έτσι ώστε, με τους υπόλοιπους από εμάς να έχουμε αρκετή ευκαιρία να χάσουμε την τολμηρή και σοφή συμβουλή της, τολμηρή χωρίς επιδείξεις, σοφή χωρίς ποτέ να διακυβεύσουμε την τιμή της, έστω και στον μικρότερο βαθμό. Δεν χρειάζεται να μιλήσω για τις προσωπικές της ιδιότητες, οι φίλοι της τις γνωρίζουν και δεν θα τις ξεχάσουν. Αν υπήρξε ποτέ μια γυναίκα που η μεγαλύτερη ευτυχία της ήταν να κάνει τους άλλους ευτυχισμένους, ήταν αυτή η γυναίκα».
Κανένα από τα μεγάλα πολιτικά έργα του Καρλ Μαρξ δεν θα ήταν δυνατό χωρίς την Τζένη. Πίστευε στον σύντροφό της, αλλά, το πιο σημαντικό, πίστευε στις ιδέες του επαναστατικού σοσιαλισμού. Οι θυσίες της δεν έγιναν μάταια. Η Τζένη Φον Βεστφάλεν μπορεί να μην έζησε για να δει την επιρροή που είχε στον κόσμο, αλλά οι συνεισφορές της ζουν στους σημερινούς αγώνες, αναπνέουν μέσα από την ταξική πάλη, τον κινητήριο μοχλό της Ιστορίας, για έναν ισότιμο κόσμο χωρίς εκμετάλλευση.
Jenny Von Westphalen, Λατρεμένε μου Καρλ
Εκδόσεις Archive - Brainfood, 2024
Σελίδες: 224
Μετάφραση: Γιούλη Τσίρου
Εισαγωγή: Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης