«Ένα σπίτι φτιαγμένο από μίσος και κατοικημένο από ίσκιους κρυμμένους κάτω απ’ τα κρεβάτια, μέσα στα ντουλάπια, κάτω απ’ τα θεμέλια, ανάμεσα στα τούβλα των τοίχων. Φαντάσματα μοχθηρών αντρών και οπτασίες άγιων γυναικών συντροφεύουν τις δυο τελευταίες ενοίκους, γιαγιά και εγγονή, που οι χωριανοί αποφεύγουν τη μέρα, αλλά προσφεύγουν σ’ αυτές τη νύχτα για να λύσουν λογαριασμούς που παραμένουν χρόνια ανοιχτοί.»

Ο ξυλοσκώληκας καταβροχθίζει μια σάπια κατοικία. Λίγοι τολμούν να πλησιάσουν αυτό το μέρος, παρά την περίεργη γοητεία που προκαλεί. Η γιαγιά και η εγγονή που ζουν «εντός των τειχών» δεν γνωρίζουν τις παρουσίες που τις συνοδεύουν, ούτε την ιστορία του σπιτιού.

Το “Σαράκι” είναι μια διαγενεακή γυναικεία ιστορία. Μια κυρία, η γιαγιά που ζει σε ένα σπίτι εμποτισμένο με αναμνήσεις και οικογενειακές φωνές . Μια εγγονή που προέρχεται από την τραυματική εμπειρία της με μια πλούσια οικογένεια στην περιοχή. Η εξέχουσα θέση που έχουν, όπως και οι πρόγονοί τους, είναι τόσο καθοριστική στο μυθιστόρημα όσο και το ίδιο το σπίτι. Η ατμόσφαιρα είναι σπάνια γιατί δεν καταλαβαίνουν ούτε το μέρος που μένουν . Ένα σπίτι που το έφαγε ένα παρελθόν που βαραίνει ακόμα. Εκτός από αξέχαστες στιγμές, τα σπίτια κρύβουν σκοτεινά μυστικά και ζωές που σέρνονται από την καταστροφική συνύπαρξη.

Το “Σαράκι” είναι φεμινιστική μια ιστορία τρόμου. Η Λάιλα Μαρτίνεθ αποκαλύπτει ένα κομμάτι της οικογενειακής της ιστορίας, από την πλευρά των γυναικών πάντοτε. Θίγει θέματα όπως η σεξιστική και έμφυλη βία. Η αφήγηση δίνει φωνή σε δύο καταπιεσμένες γυναίκες. Αποτελούν μια αντανάκλαση πολλών άλλων γυναικών που στην εποχή τους καταπιέστηκαν και φίμωσαν. Εκείνα τα φαντάσματα συρρέουν σε ένα σπίτι γεμάτο με ξύλα…

Η Λάιλα Μαρτίνεθ (Μαδρίτη, 1987) σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και έχει μεταπτυχιακό στη Σεξολογία. Συνεργάζεται σε τακτική βάση με την εφημερίδα El Salto, είναι συνδιευθύντρια του μουσικού φανζίν Dolly Records και του εκδοτικού οίκου Antipersona. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, ποιήματα και δοκίμια σε ανθολογίες και συλλογικούς τόμους. Εργάζεται ως σεξολόγος σε μια κοινωνική δομή στη Μαδρίτη και είναι συμπαραγωγός στο ραδιοφωνικό πρόγραμμα με τον απίστευτο τίτλο Mono con Calashnikov.

Στο “Σαράκι”, με όχημα τη σκοτεινή μυθοπλασία, σκαλίζετε παρελθοντικές πληγές που δεν λένε να κλείσουν. Πιστεύετε ότι μας εγκλωβίζει το παρελθόν, ότι υπαγορεύει ως έναν βαθμό τις πράξεις μας στο παρόν;

Πιστεύω ότι η τωρινή σχέση μας με το παρελθόν είναι πολύπλοκη. Η ιδέα της προόδου και η Ουτοπία έχει χαθεί, το μέλλον είναι ένα μέρος που μας φοβίζει, κι έτσι στρεφόμαστε προς το παρελθόν. Όχι όμως για να μπορέσουμε να μάθουμε απ’ αυτό κάτι για τους μελλοντικούς αγώνες, αλλά με νοσταλγία. Και κατά τη γνώμη μου, η νοσταλγία είναι ένα συναίσθημα συντηρητικό πάντοτε, επειδή εξιδανικεύει το παρελθόν και μας δυσκολεύει να φανταστούμε πώς θ’ αλλάξουμε μέλλον. Επιπλέον πιστεύω ότι στην Ευρώπη, σήμερα, μας καταδιώκει το ίδιο μας το παρελθόν, με την αναβίωση του φασισμού, που τώρα διαπιστώνουμε ότι, ενώ όλο αυτόν τον καιρό τον θεωρούσαμε ξορκισμένο, καιροφυλακτούσε σαν ίσκιος στις γωνίες.

Μια νουβέλα που πραγματεύεται μια ιστορία εκδίκησης με φεμινιστικά χαρακτηριστικά. Συμφωνείτε με τον χαρακτηρισμό «φεμινισμός του τρόμου», που αποδόθηκε στο βιβλίο;

Νομίζω ότι μπορεί να διαβαστεί ως φεμινιστική ιστορία, επειδή η βία που ασκείται στις γυναίκες είναι πολύ παρούσα στο βιβλίο κι επειδή οι γυναίκες αποφασίζουν ν’ απαντήσουν σ’ αυτήν τη βία. Όταν έγραφα το Σαράκι, δεν είχα κατά νου να γράψω μια φεμινιστική ιστορία, ήθελα να γράψω την ιστορία των γυναικών της οικογένειάς μου, κυρίως της γιαγιάς μου και της προγιαγιάς μου, που βίωσαν στο πετσί τους την έμφυλη και ταξική βία, και αυτό ήθελα να παίζει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο, είχα όμως αμφιβολίες για τον τρόπο με τον οποίο θα χρησιμοποιούσα αυτήν τη βία, επειδή δεν ήθελα να τις θυματοποιήσω. Με άλλα λόγια, είχαν ήδη υπάρξει θύματα στην πραγματική ζωή και ήθελα η μυθοπλασία να γίνει ένας τόπος όπου η ιστορία τους θα μπορούσε να ξαναγραφεί, να μη γίνουν και στη μυθοπλασία θύματα, αλλά να έχουν τη δυνατότητα να αλλάξουν τα πράγματα. Αυτό είναι κυρίως το κομμάτι που διαφοροποιεί το μυθιστόρημα από την πραγματική ζωή. Ότι στο μυθιστόρημα έχουν την ευκαιρία να εκδικηθούν, ευκαιρία που δεν είχαν στην πραγματική ζωή.

Τα περιστατικά έμφυλης βίας, σεξουαλικής βίας, γίνονται ολοένα και πιο συχνά. Μήπως ήταν πάντα πολυάριθμα; Μήπως πάντα υφίσταντο σε μεγάλους αριθμούς και απλώς στις μέρες μας καταγράφονται με μεγαλύτερη δημοσιότητα; Θεωρείτε ότι παραμένουν ισχυρές οι πατριαρχικές δομές στις σύγχρονες κοινωνίες;

Νομίζω ότι πάντα υφίσταντο, τώρα, όμως, είναι περισσότερο ορατά, χάρη στον φεμινισμό. Ο φεμινισμός μάς έμαθε να αναγνωρίζουμε τις διάφορες μορφές βίας και μας επέτρεψε να τις καταγγέλλουμε δημοσίως. Σίγουρα, πριν, πολλές γυναίκες δεν αναγνώριζαν ως βία το γεγονός ότι ο σύζυγός τους τις ανάγκαζε να έχουν σεξουαλικές σχέσεις, όταν εκείνες δεν ήθελαν. Σκέφτονταν απλώς ότι ήταν μια ακόμα υποχρέωσή τους. Ένιωθαν άσχημα, σίγουρα, οι περισσότερες, όμως, εξίσου σίγουρα, σκέφτονταν ότι αυτό ήταν ένα ακόμα καθήκον τους. Σήμερα, όμως, το αναγνωρίζουμε ως βία και σε πολλές χώρες μπορείς να το καταγγείλεις ως βιασμό. Αυτό κάνει τις καταγγελίες να αυξάνονται, όχι επειδή οι βιασμοί συμβαίνουν συχνότερα, αλλά επειδή αναγνωρίζουμε τη βία συχνότερα, μιλάμε περισσότερο γι’ αυτή, την καταγγέλλουμε. Έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος, τα πράγματα για τη γενιά μου είναι πολύ καλύτερα, σε σχέση με τη γενιά της γιαγιάς μου, όσον αφορά τη μεταχείριση από τους άντρες, αλλά, επίσης, και όσον αφορά τη ζωτική δυνατότητα ν’ αποφασίζουμε τι θέλουμε να κάνουμε με τη ζωή μας. Η γιαγιά μου δεν είχε άλλη επιλογή, πέρα από το να παντρευτεί και να κάνει παιδιά, κι εγώ θα μπορούσα να κάνω το ίδιο, αλλά και πολλά άλλα πράγματα. Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν σημαίνει ότι η πατριαρχία έχει εξαφανιστεί ή ότι δεν μπορεί να υπάρξουν οπισθοδρομικά κινήματα.

Είναι επίσης μια ιστορία εκδίκησης που σχετίζεται με την ταξικότητα. Πέρα από την πατριαρχία, αντιμετωπίζει με αγανάκτηση τη βία που ασκούν οι ισχυροί, λόγω της οικονομικής κατάστασης, Γίνεται λόγος για νικητές και ηττημένους, για σκλαβιά. Η πάλη των τάξεων, έστω κι αν αυτές έχουν μεταλλαχθεί σε σχέση με το παρελθόν, εξακολουθεί να κινεί την ιστορία του κόσμου;

Δεν νομίζω ότι έχουν αλλάξει πολύ στ’ αλήθεια τα πράγματα. Η οικογένεια Χαράμπο, που αναφέρεται στο βιβλίο, είναι πραγματική και εξακολουθεί να κατέχει το μεγαλύτερο μέρος της γης στο χωριό μου και σ’ ολόκληρη την επαρχία. Ήταν ήδη πλούσιοι πριν απ’ τη δικτατορία, αλλά έγιναν ακόμα πιο πλούσιοι και ισχυροί στα χρόνια του φρανκισμού, ο πατέρας, μάλιστα, διετέλεσε υπουργός δικαιοσύνης του Φράνκο. Ο κόσμος που ζει στο χωριό μου εξακολουθεί να δουλεύει γι’ αυτούς, όπως έκαναν οι γονείς, οι παππούδες, οι προπαππούδες τους. Λίγο καιρό πριν, δημοσιεύτηκε μια μελέτη του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, σύμφωνα με την οποία, οι πιο πλούσιες οικογένειες της πόλης παρέμειναν οι ίδιες εδώ και πεντακόσια χρόνια. Παρά αυτό που λέει ο καπιταλισμός, ότι, αν βάλεις τα δυνατά σου, μπορείς να γίνεις πλούσιος, η κοινωνική τάξη κληρονομείται. Ακόμα και εκείνοι οι επιχειρηματίες που μας φέρνουν ως παράδειγμα προέρχονταν, το λιγότερο, από οικογένειες που τα έβγαζαν πέρα άνετα μέχρι το τέλος του μήνα και διέθεταν κάποιο κεφάλαιο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό. Μπορεί να ζήσεις λίγο καλύτερα απ’ τους γονείς σου, αλλά πλούσιος δεν θα γίνεις, δεν γίνονται αυτά, η αξιοκρατία είναι μύθος, καθαρή προπαγάνδα του καπιταλισμού.

Ένα σπίτι που σαν να έχει τη δική του ύπαρξη, που ευθύνεται για ένα παρελθόν που βαραίνει ακόμα. Γνωρίζουμε τη σκοτεινή δύναμη που προσλαμβάνουν τα παλιά σπίτια στη λογοτεχνία – από την «Αγαπημένη» της Τόνι Μόρισον έως τα «Ανεμοδαρμένα ύψη» της Μπροντέ και την «Πτώση του Οίκου των Άσερ» του Πόε. Επηρεαστήκατε από αυτή τη λογοτεχνική παράδοση; Πιστεύετε ότι στην πραγματική ζωή, τα σπίτια είναι φορτωμένα με αναμνήσεις που μας «καταδυναστεύουν»;     

Από τη λογοτεχνία του φανταστικού, που λατρεύω, το υποείδος των στοιχειωμένων σπιτιών είναι από τα πιο αγαπημένα μου. Όχι μόνο επειδή προκαλούν τον μεγαλύτερο τρόμο (δεν μας κατέχει όλους ένα δαιμόνιο, όλοι όμως έχουμε ένα σπίτι), αλλά και επειδή το σπίτι μπορεί να αποτελέσει μια πολύ δυναμική μεταφορά για διάφορα πράγματα, όπως η ενδοοικογενειακή βία και ο τρόμος, η χώρα… Για παράδειγμα το κλισέ του αμερικάνικου κινηματογράφου με το στοιχειωμένο σπίτι πάνω από το κοιμητήριο των Ινδιάνων μιλάει ξεκάθαρα για τον φόβο του λευκού αποίκου, του νικητή, ότι θα αναγκαστεί να πληρώσει για τα εγκλήματά του, ότι θ’ αντιστραφούν τα πράγματα. Νομίζω ότι όλη αυτή η παράδοση είναι πολύ παρούσα στο Σαράκι, στα μυθιστορήματα που ανέφερες και σε συγγραφείς όπως ο Shirley Jackson και ο Stephen King. Πέρα από την αγγλοσαξονική, όμως, το Σαράκι είναι πολύ επηρεασμένο από τη λατινοαμερικάνικη παράδοση του μαγικού ρεαλισμού: Από κλασικούς, όπως το «Πέδρο Πάραμο», αλλά και σύγχρονους, όπως η Φερνάντα Μελτσόρ, ο Γιούρι Ερέρα και, φυσικά, η Μαριάνα Ενρίκες.

Στο προηγούμενο βιβλίο σας «Η Ουτοπία δεν είναι νησί» περιηγηθήκατε στην ουτοπική παράδοση και προσπαθήσατε να την εντοπίσετε στα συμφραζόμενα του παρόντος. Πολλοί πιστεύουν ότι σήμερα βιώνουμε μια δυστοπία, ανάλογη με αυτή που διαβάζαμε στα σπουδαία βιβλία του είδους (1984, Θαυμαστός καινούριος κόσμος, Φαρενάιτ 451 κλπ.). Ποια είναι η δική σας θέση;

Προσωπικά νομίζω ότι η δυστοπία είναι ένα είδος αρκετά συντηρητικό, ακόμα και αντιδραστικό κατά περιπτώσεις, επειδή συνεισφέρει στη διάδοση της ιδέας ότι το παρόν είναι το καλύτερο που έχουμε, παρά τα προβλήματα που υπάρχουν, καθότι το μέλλον θα είναι πάντα χειρότερο, επομένως πρέπει πάση θυσία να διατηρήσουμε το παρόν. Δεν πιστεύω ότι αυτή είναι η πρόθεση των περισσότερων συγγραφέων δυστοπιών, πιο πολύ πιστεύω ότι πρόθεσή τους ήταν να προειδοποιήσουν για ανησυχητικές τάσεις και επικείμενους κινδύνους, το γεγονός, όμως, ότι έχει χαθεί εντελώς το ουτοπικό είδος, ότι πλέον δεν γράφονται ή δεν υπογράφονται ουτοπίες, καθώς και ότι υπάρχει μια αρνητική οπτική του μέλλοντος σε όλα τα πολιτιστικά προϊόντα που παράγουμε, μας οδηγεί στην απραξία. Αφού ούτως ή άλλως το μέλλον θα είναι χειρότερο, γιατί να μπω στον κόπο να το αλλάξω;

Ενδεχομένως, η Ουτοπία είναι πάντα ένας ορίζοντας, όπως είπε ο Εδουάρδο Γκαλεάνο; Είναι στον ορίζοντα, αλλά πάντα πρέπει να περπατάς προς αυτόν. Και όταν περπατάς προς αυτό, είναι ακόμα πιο μακριά…

Μου αρέσει πολύ αυτή η φράση του Γκαλεάνο, επειδή εκφράζει ακριβώς τον ρόλο που οφείλουν να παίζουν οι ουτοπίες. Οι ουτοπίες είναι οι ορίζοντες που πρέπει να επιδιώκουμε, στους οποίους ωστόσο ποτέ δεν φτάνουμε, επειδή, ακόμα και αν κατορθώσουμε να πραγματοποιήσουμε σημαντικές βελτιώσεις, πρέπει να συνεχίσουμε ν’ αγωνιζόμαστε για να κατακτήσουμε και άλλα πράγματα, ή για να μην υπάρξουν οπισθοδρομήσεις. Πιστεύω ότι το ανθρώπινο ον δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό εκ φύσεως, ότι είναι και τα δύο πράγματα μαζί, είμαστε ικανοί για το χειρότερο, τη χειρότερη των γενοκτονιών, αλλά και για το καλύτερο, για τις πιο λαμπερές πράξεις γενναιοδωρίας και αγάπης, κι ότι ζώντας μέσα στην κοινωνία, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Η σύγκρουση ωστόσο δεν είναι κάτι κακό, το κακό είναι πώς καταλήγει αυτή η σύγκρουση: με ποιο τρόπο παίρνονται οι αποφάσεις, ποιον ευνοούν κλπ. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η ουτοπία πρέπει να είναι πάντα ενεργή, πάντα στον ορίζοντα, επειδή είναι χάρτης, όχι τόπος.

Ο καπιταλισμός ενδιαφέρεται να παρουσιαστεί ως ένα συνολικό σύστημα, χωρίς ρωγμές, από το οποίο δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Ως ένα σύστημα το οποίο δεν μπορείς ποτέ να το εγκαταλείψεις τελείως επειδή έχει αποικίσει την υποκειμενικότητα και τη διαμόρφωση των  επιθυμιών. Πιστεύετε, στον αντίποδα, ότι ενδεχομένως υπάρχουν ρωγμές που αξίζει να αναζητήσουμε;

Ναι, πιστεύω ότι οι ρωγμές υπάρχουν, απλώς είναι δύσκολο να τις δεις. Ο φιλόσοφος Mark Fisher έλεγε ότι ο καπιταλισμός παρουσιάζεται ως η μόνη δυνατή πραγματικότητα, τον αποκαλούσε «καπιταλιστικό ρεαλισμό», αλλά αυτό δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από προπαγάνδα. Είναι εφικτό να αναζητηθούν οι ρωγμές που ήδη υπάρχουν, αλλά μπορούν επίσης να δημιουργηθούν ρωγμές εκεί όπου πριν δεν υπήρχαν.

Διάβασα μια συνέντευξή σας όπου δηλώσατε ότι μάλλον τα πιο ενδιαφέροντα πολιτικά και πολιτιστικά γεγονότα διαδραματίζονται εκτός Δύσης. Πιστεύετε ότι έχουμε μια πολύ δυτικοκεντρική αντίληψη για τον κόσμο; Ότι ακόμα και εντός αυτού του κόσμου, τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα γίνονται από μειονοτικές ομάδες;

Απολύτως, πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα, τόσο πολιτιστικά, όσο και πολιτικά, γίνονται εκτός Ευρώπης και ΗΠΑ και ότι σ’ αυτές τις συγκεκριμένες επικράτειες τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα βρίσκονται σε ομάδες που έχουν τοποθετηθεί στο περιθώριο. Για παράδειγμα, στη λογοτεχνία, τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα στις ΗΠΑ προέρχονται από παιδιά μεταναστών, από ανθρώπους που ανήκουν στη μεξικάνικη κοινότητα, ή με γονείς από τις Φιλιππίνες, την Κίνα, όπως και μαύρους και κουήρ. Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις, αλλά σε μεγάλο βαθμό ο λογοτεχνικός πειραματισμός σήμερα προέρχεται από την κουήρ κοινότητα. Στην ίδια κοινότητα παράγεται επίσης ενδιαφέρουσα πολιτική σκέψη, όπως η αμφισβήτηση των φύλων και του θεσμού της οικογένειας.

Εργάζεται ως σεξολόγος σε μια κοινωνική δομή στη Μαδρίτη. Η εμπειρίες σας εκεί επηρεάζουν τις θεματικές στη λογοτεχνία σας;

Συμμετείχα εθελοντικά σε ένα υπό κατάληψη κοινωνικό κέντρο, που πλέον έχει κλείσει και γκρεμιστεί. Έδινα συμβουλές, απαντούσα ερωτήσεις, βοηθούσα κόσμο που είχε κάποιο πρόβλημα με τη σεξουαλικότητά του, αλλά δεν είχε τα μέσα να απευθυνθεί σε ιδιώτη. Ήταν η δική μου συνεισφορά στον χώρο μου. Δεν ξέρω αν αυτό με έχει συγκεκριμένα επηρεάσει, νομίζω ότι πέρα από την ίδια τη Σεξολογία, ήταν το γεγονός ότι κάθεσαι σε μια αίθουσα και ακούς τους ανθρώπους που έρχονται να σου μιλήσουν για τα πιο προσωπικά τους θέματα, με τα οποία πολλές φορές αισθάνονται άσχημα ή έχουν αμφιβολίες, και προσπαθείς να τους βοηθήσεις. Το ν’ ακούς τους ανθρώπους, αυτό ναι, είναι μια καλή μαθητεία, νομίζω, όχι μόνο για τους συγγραφείς, αλλά για όλο τον κόσμο.

Είστε συνδιευθύντρια του του εκδοτικού οίκου Antipersona. Θα μας μιλήσετε γι’ αυτές τις εκδόσεις;

Δημοσιεύουμε κυρίως βιβλία που αφηγούνται την ιστορία ανθρώπων οι οποίοι σπρώχτηκαν στο περιθώριο ή δεν βρέθηκαν σε μια θέση ισχύος, ευνοημένη, της κοινωνίας. Έχουμε βγάλει ιστορικά δοκίμια που περιγράφουν την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, εκείνων που κανονικά δεν εμφανίζονται στα βιβλία της ιστορίας, όπως των ναυτικών, των καθαριστριών, των εργαζομένων σε εμπορικά κέντρα. Επίσης, πολύ φεμινιστικό δοκίμιο και πολλή κουήρ λογοτεχνία. Και πριν από λίγο καιρό εγκαινιάσαμε μια σειρά αφιερωμένη στην ακτιβιστική και κριτική οικολογία, υπό το πρίσμα της ταξικής πάλης και της ισότητας των ειδών, επειδή πιστεύουμε ότι η κλιματική κρίση απαιτεί δράση και αυτός είναι ο δικός μας τρόπος να συνεισφέρουμε, προσφέροντας εργαλεία σκέψης.

Συνεκδίδετε το μουσικό φανζίν Dolly Records. Ποια είδη μουσικής καλύπτετε (πιθανολογώ ότι Θα είναι ποικίλα, αλλά σε γενικές γραμμές); Ποιους μουσικούς/μπάντες προτείνετε αυτή την εποχή και ποιοι είναι οι πιο αγαπημένοι σας διαχρονικά; Θα θέλατε να μας μιλήσετε και για την εμπειρία σας ως συμπαραγωγός στο ραδιοφωνικό πρόγραμμα Mono con Calashnikov

Η ιδέα με το Dolly Records δεν ήταν τόσο η κριτική της μουσικής παραγωγής, όσο το να χρησιμοποιήσουμε τη μουσική για να μιλήσουμε για το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στο οποίο αναδύεται ένα συγκεκριμένο μουσικό στιλ ή συγκρότημα. Για παράδειγμα, όταν δημοσιεύσαμε ένα άρθρο για το κίνημα της ρέιβ, αφιερώσαμε αρκετό χώρο για να μιλήσουμε για την Αγγλία της Μάργκαρετ Θάτσερ, επειδή αυτό είναι το κοινωνικοπολιτικό τοπίο στο οποίο αναδύεται. Μας ενδιαφέρουν οι συναντήσεις της μουσικής με την πολιτική και ο τρόπος που η μουσική αντανακλά το πολιτικό περιβάλλον και την ιδεολογία της εποχής της. Όσον αφορά το ραδιοφωνικό πρόγραμμα, η ιδέα είναι αρκετά παρόμοια, να αναλύουμε τι λένε για την πολιτική και την κοινωνία τα μυθιστορήματα, τα κόμικς, τα βιντεοπαιχνίδια κλπ. που παράγονται, γιατί επικρατούν κάποιες τάσεις και μόδες σε μια συγκεκριμένη στιγμή, πώς συμμετέχεις σ’ αυτές;

Τι άλλο γράφετε αυτή την εποχή; Έχετε στα σκαριά κάποιο νέο λογοτεχνικό βιβλίο;

Αυτή τη στιγμή γράφω ένα δοκίμιο για τον τρόπο με τον οποίο τα οράματα, η έκσταση και η δαιμονοληψία χρησιμοποιήθηκαν για να αμφισβητήσουν την εξουσία, σε περιόδους που ήταν πολύ δύσκολο να το κάνεις διαφορετικά, αναλύω θέματα όπως ο ρόλος που διαδραμάτισε η μαγεία στους μαύρους σκλάβους που μεταφέρθηκαν στις ΗΠΑ, ή για το πως ο πνευματισμός βοήθησε τις γυναίκες ν’ αποκτήσουν δημόσια φωνή, σε μια εποχή που ήταν καταδικασμένες να υπάρχουν στον ιδιωτικό χώρο μόνο. Μου έδωσαν μια σημαντική υποτροφία εδώ στην Ισπανία και έχω ένα χρόνο που δουλεύω πάνω σ’ αυτό. Επίσης δουλεύω το επόμενο μυθιστόρημά μου, το οποίο θα είναι επίσης τρόμου, αλλά διαφορετικό απ’ το Σαράκι, όχι πια μ’ ένα στοιχειωμένο σπίτι, αλλά με την κάθοδο στον Άλλο Κόσμο, ένα θέμα πολύ παλιό στη μυθολογία και τη λογοτεχνία.

 

Layla Martínez, Σαράκι

Εκδόσεις Carnίvora, 2024
Σελίδες: 128
Μετάφραση: Ασπασία Καμπύλη

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured