Ο A. J. Finn γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη αλλά έζησε για δέκα χρόνια στην Αγγλία πριν επιστρέψει στην πατρίδα του. Έχει συνεργαστεί ως κειμενογράφος με τους Los Angeles Times, τη Washington Post και το Times Literary Supplement. Γνώρισε παγκόσμια επιτυχία με το πρώτο του μυθιστόρημα, το ψυχολογικό θρίλερ “Η γυναίκα στο παράθυρο” (εκδόσεις Ψυχογιός, 2018, μτφρ. Αναστάσιος Αργυρίου), το οποίο έχει κυκλοφορήσει σε περισσότερες από 40 χώρες και έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 2.000.000 αντίτυπα∙ διασκευάστηκε σε κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνιστές τους Amy Adams, Garry Oldman και Julianne Moore, και κατόπιν σε τηλεοπτική σειρά στην πλατφόρμα του Netflix.  

Κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι η Άννα Φοξ, η οποία ζει μόνη της, κλεισμένη στο σπίτι της στη Νέα Υόρκη, του οποίου το κατώφλι αδυνατεί να διαβεί. Περνά τις μέρες της με τις αναμνήσεις παλιών ευτυχισμένων στιγμών, πίνοντας κρασί, βλέποντας παλιές ταινίες και… κατασκοπεύοντας τους γείτονές της.

Μια μέρα μετακομίζει στο απέναντι σπίτι η οικογένεια Ράσελ - ο πατέρας, η μητέρα και ο έφηβος γιος τους. Η τέλεια οικογένεια. Αλλά, όταν η Άννα, παρακολουθώντας από το παράθυρό της, βλέπει κάτι που δεν έπρεπε να δει, ο κόσμος της αρχίζει να καταρρέει και τα τρομερά μυστικά του να αποκαλύπτονται.

Μεσολάβησαν έξι χρόνια μέχρις ότου ο A. J. Finn να ολοκληρώσει το δεύτερο μυθιστόρημά του με τον τίτλο “Τέλος ιστορίας” (εκδόσεις Ψυχογιός, 2024, μτφρ. Αναστάσιος Αργυρίου). Η πλοκή τοποθετείται στο Σαν Φρανσίσκο, και εδώ ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μια νουάρ ιστορία που παραπέμπει στο “Vertigo” του Χίτσκοκ.

 Ο ερημίτης συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας Σεμπάστιαν Τραπ διατηρεί αλληλογραφία επί χρόνια με τη Νίκι Χάντερ, μελετήτρια του είδους. Κι ενώ του απομένει ελάχιστος χρόνος ζωής, ο Τραπ καλεί τη Νίκι στην εντυπωσιακή έπαυλή του στο Σαν Φρανσίσκο για να τον βοηθήσει να καταγράψει την ιστορία της ζωής του. Εκεί ζουν, επίσης, η πανέμορφη δεύτερη σύζυγός του Νταϊάνα και η προστατευτική κόρη του, Μάντλιν, ενώ στο σπίτι μπαινοβγαίνουν ελεύθερα ο αλλοπρόσαλλος ανιψιός του, Φρέντι, και η λαλίστατη νύφη του, Σιμόν. Σύντομα η Νίκι αντιλαμβάνεται ότι μια αληθινή υπόθεση δολοφονίας αναζητά λύση και καταλαμβάνεται από την ακαταμάχητη νόσο – τον πυρετό του ντετέκτιβ.

Είκοσι χρόνια νωρίτερα –παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1999–, η πρώτη σύζυγος του Σεμπάστιαν και ο έφηβος γιος τους εξαφανίστηκαν από διαφορετικές τοποθεσίες και δεν τους ξαναείδαν ποτέ. Διέπραξε άραγε το τέλειο έγκλημα ο διάσημος μετρ της αστυνομικής λογοτεχνίας; Γιατί βγήκε από την απομόνωσή του ύστερα από είκοσι χρόνια, δίνοντας την άδεια σε μιαν άγνωστη να σκαλίσει το παρελθόν του; Ο συγγραφέας απαντά στα ερωτήματα: 

Η ηρωίδα σας στο “Τέλος ιστορίας”, η Νίκι Χάντερ, έχει εμμονή με τον διάσημο συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας Σεμπάστιαν Τραπ. Υπό μια έννοια, φτάνει στο σημείο να προσδέσει απόλυτα τη δική της ζωή σε αυτήν του Τραπ.  Γιατί παραδίδει τον έλεγχο της ζωής της – κατά κάποιο τρόπο; Τι σας οδήγησε να εξερευνήσετε αυτό το πιντερικό σχήμα εξουσίας-υποταγής;

Δεν νομίζω ότι μπορώ να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση χωρίς να προκαλέσω spoiler στον αναγνώστη! Ωστόσο, θα έλεγα ότι το κίνητρο στο “Τέλος ιστορίας” είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικό με την ταυτότητα των χαρακτήρων –  το «γιατί το έκανε» είναι εξίσου σημαντική πτυχή του θέματος με το «ποιος το έκανε» - «the whydunit aspect matters as much as whodunit» (σημ: ο λογοτεχνικός όρος “whodunit”, δηλ. η φωνητική απόδοση του “who done it”, «βρες τον δολοφόνο» σε πολύ ελεύθερη απόδοση, υποδηλώνει την κλασική, βρετανική κυρίως σχολή του αστυνομικού αφηγήματος: Agatha Christie, Arthur Conan Doyle, G. K. Chesterton, Dorothy L. Sayers, Josephine Tey, Wilkie Collins, κ.ά). 

Ο Σεμπάστιαν Τραπ είναι υπέροχος χαρακτήρας. Ένας πιθανός ύποπτος, γεμάτος σασπένς. Πώς δημιουργεί ένας συγγραφέας μυστηρίου έναν πραγματικά καλοφτιαγμένο χαρακτήρα;

Α, ευχαριστώ που το είπατε - χαίρομαι που σας άρεσε ο Σεμπάστιαν. Θεωρώ ότι οι πιο επιτυχημένοι χαρακτήρες μου είναι γραμμένοι με (1) ιδιαιτερότητα και (2) με αντιφάσεις. Έτσι, οι χαρακτήρες στο “Τέλος ιστορίας” διαθέτουν ο καθένας τους αρκετά ξεχωριστούς ρυθμούς ομιλίας, έχουν συγκεκριμένα ενδιαφέροντα και χόμπι, ενώ ακόμη εμφανίζουν διαφορετικούς τρόπους αντίδρασης στα ίδια ερεθίσματα (κάθε μέλος του νοικοκυριού έχει διαφορετική ανταπόκριση από τον οικογενειακό σκύλο, για παράδειγμα). Και κάθε χαρακτήρας ενσαρκώνει τουλάχιστον μερικές αντιφάσεις: ο Φρέντι, ένας εμφανίσιμος αθλητής, είναι επίσης ανόητος και παιδαριώδης. Η Νταϊάνα μπορεί να είναι απίστευτα όμορφη, αλλά είναι σεμνή και ευγενική. Η Μάντλιν είναι ικανή να αισθάνεται συγχρόνως αφοσιωμένη και επιφυλαχτική απέναντι στον πατέρα της (τον Σεμπάστιαν Τραπ). 

Μου αρέσει επίσης η δυαδικότητα του Σεμπάστιαν. Είναι ταυτόχρονα απατεώνας, αυτοδημιούργητος και διανοούμενος. Σπουδαίος «ηθοποιός», θα έλεγε κανείς. Βασίζεται σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο;

Νομίζω ότι είναι μια σωστή περιγραφή. Ο Σεμπάστιαν είναι εμπνευσμένος, ως ένα βαθμό, από Αμερικανούς συγγραφείς όπως ο John Irving, ο George Plimpton και ο Tom Wolf, που αυτοαποκαλούνταν «τυχοδιώκτες», και οι δύο τελευταίοι, παρά τη γοητεία τους, ήταν κουραστικά  σχολαστικοί τύποι (σημ: και οι τρεις προαναφερθέντες συγγραφείς ήταν εμβληματικοί εκπρόσωποι του New Journalism των 60’ς-70ς, όπως επίσης και η Joan Didion, ο Norman Mailer, κ.ά.). Έχω διαβάσει μόνο τον Irving, ο οποίος ζει ακόμα. Σημειώνω ότι ο Σεμπάστιαν μοιάζει αμυδρά στον πατέρα μου, ο οποίος ήταν πολύ στοργικός και υποστηρικτικός. Είναι και οι δύο αυτοδημιούργητοι άντρες που έχτισαν επιτυχημένες ζωές για τον εαυτό τους, με σκληρή δουλειά και εντυπωσιακές δεξιότητες. 

Στο προηγούμενο μυθιστόρημά σας, το “Η γυναίκα στο παράθυρο”, εξερευνήσατε τα θέματα της αντίληψης της πραγματικότητας και της ψυχολογικής διαταραχής. Ποιες ήταν οι αντίστοιχες, βασικές σας ανησυχίες στο “Τέλος ιστορίας”;

Πολύ ωραία διατυπωμένη ερώτηση. Η άμεση απάντηση, φυσικά, είναι το ζήτημα της ταυτότητας – ειδικά η ταυτότητά μας όπως έχει διαμορφωθεί στο παρόν έναντι της ταυτότητάς μας στο παρελθόν. Ποιοι ήμασταν, ποιοι νομίζαμε ότι θα γίνουμε, ποιοι είμαστε στην πραγματικότητα… Αλλά το μυθιστόρημα εξετάζει επίσης πώς το τραύμα απηχεί διαπεραστικά από γενιά σε γενιά: πώς αυτό που συνέβη πριν από πολύ καιρό (ένας θάνατος, μια εξαφάνιση, ένα λάθος, μια επιλογή) δεν μπορεί μόνο να αλλάξει την κατεύθυνση της ζωής μας, αλλά συνεχίζει να μας στοιχειώνει ακόμα και σήμερα. 

Γιατί επιλέξατε το Σαν Φρανσίσκο ως σκηνικό για την εξέλιξη της πλοκής; Ίσως λόγω της τοπογραφίας και της ατμόσφαιρας της πόλης; Της παράδοσης που έχει στην αστυνομική λογοτεχνία και στο αστυνομικό φιλμ (τον Dashiell Hammet, το "Vertigo" του Hitchcock, το "Bullitt” με τον Steve McQueen, κλπ.);

Ανταποκρίνομαι απόλυτα στην παράδοση που αναφέρατε (και ο Hammett και το “Vertigo” κατονομάζονται στο κείμενο), αλλά γενικότερα, το Σαν Φρανσίσκο είναι μια πόλη που δεν μοιάζει με καμία άλλη στην Αμερική: είναι μυστηριώδης (η ομίχλη, οι λόφοι - τι περιμένει λίγο πιο πέρα ​​από την επόμενη ανηφόρα;), βρίθει από αντιφάσεις (οι άστεγοι σε αντίθεση με τον επιδεικτικό πλούτο, παλαιοί μεγαλοαστοί απέναντι στους νεόπλουτους της τεχνολογικής κουλτούρας)∙ και είναι γεμάτο εκπλήξεις, παρελάσεις στην Chinatown που κατέληγαν με εκρήξεις πυροτεχνημάτων μπροστά σε έναν απροσδόκητο λαβύρινθο από πέτρες, σε έναν γκρεμό δίπλα στη θάλασσα. Είναι (μερικές φορές κυριολεκτικά) δύσκολο να προσαρμοστείς στον τρόπο ζωής στο Σαν Φρανσίσκο. 

Το “Η γυναίκα στο παράθυρο” γνώρισε παγκόσμια επιτυχία.  Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το μυστικό για ένα πραγματικά καλό και επιτυχημένο ψυχολογικό θρίλερ – εάν υπάρχει τέτοιο μυστικό;

Ω!, μακάρι να το ήξερα. Αν με το «καλό» μιλάμε για την ποιότητα – που δεν προμηνύει πάντα εμπορική επιτυχία – θα έλεγα ότι είναι μια ιστορία που αποτελείται από χαρακτήρες που είναι ψυχολογικά μελετημένοι: άνθρωποι που σκέφτονται και των οποίων οι σκέψεις καθοδηγούν την πλοκή (υποψιάζομαι ότι στους εκδότες αρέσει να κατηγοριοποιούν τα βιβλία ως «ψυχολογικά θρίλερ», επειδή η λέξη «ψυχολογικό» ακούγεται περίπλοκη). Με ενδιαφέρει επίσης η ποιότητα της πρόζα ενός μυθιστορήματος. Αν με το «καλό» εννοούμε δημοφιλές… καλά, δεν είμαι σίγουρος. Το “Gone Girl” (σημ: αναφέρεται στο μυθιστόρημα “ Το κορίτσι που εξαφανίστηκε” της Gillian Flynn, εκδ. Μεταίχμιο, 2023, μτφρ. Βάσια Τζανακάρη) ήταν ένα προκλητικό, εντυπωσιακά γραμμένο μυθιστόρημα που βρήκε ένα τεράστιο κοινό. Μερικά βιβλία που γνώρισαν παρόμοια επιτυχία ήταν (κατά την άποψή μου) λιγότερο ενδιαφέροντα ή καλογραμμένα. 

Αυτό που μου άρεσε πραγματικά σε αυτό το μυθιστόρημα, περισσότερο και από την πλοκή, είναι το γεγονός ότι το ύφος της γραφής είναι νουάρ – ή, έστω, μοντέρνο νουάρ. Σπανίζουν στις μέρες μας τα βιβλία που δίνουν έμφαση στο ύφος του νουάρ, αντί για τις βίαιες σκηνές ή τις -βαρετές- αφηγηματικά περιγραφές της επιστημονικής, αστυνομικής έρευνας. Ήταν κάτι που είχατε αποφασίσει συνειδητά εξαρχής;

Βλέπετε, αυτό είναι πραγματικά το ενδιαφέρον για μένα. Ο ορισμός του νουάρ είναι τόσο ελαστικός. Θα πρότεινα, σε αυστηρά λογοτεχνικό επίπεδο, να υποδηλώνει κυνισμό και ηθική ασάφεια, στοιχεία που νομίζω ότι δεν είναι ιδιαίτερα έντονα στο “Τέλος ιστορίας”. Αλλά το ύφος του νουάρ, όπως διατυπώνεται στην εικαστική γλώσσα του κινηματογράφου και στους διαλόγους των κλασικών ταινιών νουάρ και της μυθοπλασίας, άσκησε μεγάλη επιρροή σε αυτό το μυθιστόρημα, το οποίο –αισθάνομαι και ελπίζω– είναι ατμοσφαιρικό στα σκηνικά του και στο πώς μιλούν και συμπεριφέρονται οι χαρακτήρες. Και όπως σε πολλές περίφημες νουάρ ιστορίες, η δράση εδώ κυλάει ανάμεσα σε μεγάλα σπίτια και διαμερίσματα με παγίδες αρουραίων, ανάμεσα σε κακόφημους δρόμους και φανταχτερά κλαμπ. Εμφανίζονται επίσης όμορφες γυναίκες, ισχυροί άντρες, ένας αδυσώπητο «κακός», υπάρχουν τσιγάρα και φανταχτερά αυτοκίνητα και κοινωνικά πάρτι… και, στο τέλος, απαντήσεις που μπορεί να μην δώσουν τη λύση που αναζητούσε ο ντετέκτιβ. 

Συγχρόνως, θεωρώ ότι το στυλ γραφής σας ξεπερνά τις συμβάσεις του είδους. Δεν ξέρω αν το θέτω σωστά, αλλά η αφήγησή σας φαίνεται σαν ένα σύνολο πολυεπίπεδων ιστοριών. Πώς καταφέρνετε να συνδέσετε αυτές τις ιστορίες τόσο επιτυχημένα; 

Πιστέψτε με, το θέτετε καλύτερα από ό,τι θα μπορούσα. Αν οι ιστορίες φαίνεται να συνάδουν, είναι πιθανότατα επειδή τις σφυρηλάτησα ξανά και ξανά (και ξανά και ξανά) στο στάδιο του περιγράμματος (του μυθιστορήματος) πριν ξεκινήσω να το γράφω. Και όταν γράφω, έχω την τάση να ιδρώνω για κάθε λέξη. Άρα, είναι θέμα δουλειάς. 

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας; Κλασικοί ή σύγχρονοι…

Μεταξύ των κλασικών συγγραφέων του εγκλήματος, μου αρέσουν οι Arthur Conan Doyle, Wilkie Collins – οι μεγάλοι βικτωριανοί. Και, μερικές δεκαετίες αργότερα -θα αναφέρω μερικούς λιγότερο γνωστούς συγγραφείς εδώ- συγγραφείς όπως η Josephine Tey, ο Edmund Crispin, η Christianna Brand και ο John Dickson Carr… Στους σύγχρονους συγγραφείς που εκτιμώ περιλαμβάνονται οι Nicci French, Louise Penny, Fred Vargas, ο αείμνηστος Andrea Camilleri… Θα ήθελα να διαβάσω περισσότερους συγγραφείς από διαφορετικώς χώρες. Πρόσφατα διάβασα τις “Τρεις ερωτήσεις” της Κλαίρης Θεοδώρου (Ψυχογιός, 2023), και μου άρεσε πολύ. 

Τα βιβλία σας διαπερνά η ατμόσφαιρα του κινηματογραφικού μυστηρίου. Εκτός από τον Hitchcock, ποιοι άλλοι σκηνοθέτες/ταινίες σας αρέσουν περισσότερο; 

Α, αυτή είναι μια διασκεδαστική ερώτηση! Θαυμάζω την τέχνη και το στυλ των ταινιών του David Fincher (συμπεριλαμβανομένου του “The Game”, που επίσης διαδραματίζεται στο Σαν Φρανσίσκο), αν και μερικές φορές τις βρίσκω λίγο ψυχρές. Ο Henri-Georges Clouzot σκηνοθέτησε πολλά θρίλερ που αγαπώ, συμπεριλαμβανομένων των “Les diaboliques” (σημ: κλασικό γαλλικό φιλμ νουάρ του 1955, με τις αξέχαστες ερμηνείες της Simone Signoret και της Véra Clouzot). Αλλά μια λίστα με τις αγαπημένες μου ταινίες θα περιλαμβάνει τα πάντα, από δράματα (“The Sweet Hereafter”, “Call Me by Your Name”) μέχρι κωμωδίες (“Airplane!”, οτιδήποτε από τον Buster Keaton) μέχρι θρίλερ, ειδικά σασπένς της δεκαετίας του 1940 (“The Third Man”, “Green for Danger”, “The Fallen Idol”). Μου άρεσε το πρόσφατο νοτιοκορεάτικο θρίλερ “Decision to Leave” (η “Απόφαση Φυγής” του Park Chan-wook, 2022). Το μόνο είδος που αποφεύγω συνειδητά είναι το slasher/horror. Δεν έχω μεγάλη διάθεση για βία στην οθόνη. 

Εργαστήκατε επί σειρά ετών ως επιμελητής εκδόσεων πριν γίνετε μυθιστοριογράφος. Έχετε κάποια συμβουλή για όσους επιθυμούν να καταπιαστούν με τη συγγραφή μυθιστορημάτων;

Είναι μια μη πρωτότυπη συμβουλή, αλλά είναι κατά τη γνώμη μου η πιο χρήσιμη: διαβάστε. διαβάστε, διαβάστε, διαβάστε. Το να προσπαθείς να γράψεις χωρίς να διαβάζεις είναι σαν να προσπαθείς να μαγειρέψεις χωρίς να ξέρεις ποια είναι τα συστατικά σου ή πώς να μετρήσεις τις δόσεις. 

Έχετε σχεδιάσει το επόμενο μυθιστόρημά σας; Εάν ναι, θα θέλατε να μας πείτε λίγα πράγματα για αυτό; 

Φιλοδοξώ να γράψω τρίτο βιβλίο, αλλά δεν θα επικεντρωθώ σε αυτό μέχρι να ολοκληρώσω την προώθηση του “Τέλους ιστορίας”. Δεν ξέρω ακόμα  σχεδόν τίποτα γι 'αυτό, οπότε βρισκόμαστε στην ίδια σελίδα, όπως λένε!

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured