Το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του δημοσιογράφου Γιάννη Παντελάκη, με τίτλο “ Για ένα φανάρι” (Θεμέλιο, 2024), είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, με αφηγητή ένα άνθρωπο νοσηλεύεται στην εντατική που βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου. Η αγωνία του και συνάμα η λαχτάρα  του για ζωή τροφοδοτούν τον αναστοχασμό του. Αναθυμάται φίλους και έρωτες, βιβλία και μουσικές που τον συνάρπασαν, πόλεις όπου περπάτησε, τη θάλασσα που τον μάγεψε για πάντα. Οι θύμισες γίνονται το αποκούμπι του στον αγώνα (που δίνει μαζί με τους γιατρούς και τους νοσηλευτές) για να κρατηθεί στη ζωή. «Για να επιστρέψει» σε όσα αγάπησε, με την έννοια που δίνει στην «επιστροφή» ο Νίτσε.

Ο Γιάννης Παντελάκης σπούδασε δημοσιογραφία. Από το 1984 υπήρξε κοινοβουλευτικός συντάκτης στην εφημερίδα Πρώτη· πολιτικός και κοινοβουλευτικός συντάκτης, αρθρογράφος και αρχισυντάκτης στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία· ρεπόρτερ, αρχισυντάκτης και παρουσιαστής ενημερωτικών εκπομπών στο δημόσιο ραδιόφωνο της ΕΡΤ· αρθρογράφος και διευθυντής σύνταξης στην Εφημερίδα των Συντακτών· πρόεδρος στο Διοικητικό Συμβούλιο του ραδιοφωνικού σταθμού «Αθήνα 9.84», και αρθρογράφος σε αρκετά περιοδικά και ειδησεογραφικές ιστοσελίδες, στις οποίες γράφει μέχρι σήμερα.

Έχει εκδώσει τα βιβλία “Η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας. 20+1 ιστορίες κιτρινισμού” (Θεμέλιο, 2018) και “Los Buenos Antifasistas. Η ιστορία των Ελλήνων εθελοντών του ισπανικού Εμφυλίου μέσα από τα άγνωστα αρχεία των διεθνών ταξιαρχιών” (Θεμέλιο, 2021).

Ας ξεκινήσουμε από τον πρόλογο του φίλου σου, ποιητή Δημήτρη Χαλαζωνίτη. Ανατρέχει στον Πατρίκ Ρεϊνάλ, στον Κωστή Παπαγιώργη, στον Γιάννη Βαρβέρη και σε άλλους, για να μιλήσει για την στάση απέναντι στον θάνατο. Θα έλεγες ότι αυτά τα κείμενα συνιστούν μια μορφή αντίστασης στο «μηδέν που δεν πολεμιέται»; Ένα είδος διάσωσης τη μνήμης. «And death shall have no dominion», όπως γράφει και ο Dylan Thomas;

Ναι, ο Δημήτρης αλλά και εγώ νομίζω με έναν τρόπο για αυτά ακριβώς γράφουμε, την ανάγκη να αντισταθούμε στον θάνατο, όσο μάταιο και αν ηχεί αυτό μπορούμε τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να καταφέρουμε κάτι. Τουλάχιστον ο ήρωας της ιστορίας τα πάει καλά. Εκτός τις λέξεις που χρησιμοποιεί ο Χαλαζωνίτης, επικαλείται τα δάνεια αυτά κείμενα των άλλων γιατί με έναν τρόπο θέλει να ισχυροποιήσει μια βεβαιότητα (;) που λέει ότι τίποτα δεν τελειώνει τόσο εύκολα. Ο Δημήτρης ήξερε από πρώτο χέρι τι συνέβη με τον ήρωα του βιβλίου, ήξερε ότι εκείνος ‘’μπήκε στο πλεούμενο του Αχερούσιου βαρκάρη, τον κορόιδεψε και ξαναπήδηξε στην όχθη χωρίς να του δώσει το διαβατικό νόμισμα γιατί ήθελε πάλι να το ξοδέψει στα ποτά, στα τσιγάρα και σε αναστάσιμους έρωτες’’, όπως γράφει ο ίδιος. Παρά τον κίνδυνο να μην τον ερμηνεύω σωστά, αυτό πιστεύω. Αλλά, θέλω να πω και κάτι άλλο για τον Δημήτρη, αποδείχτηκε πολύτιμος και στην περιπέτεια αλλά και για να γραφτεί αυτό το βιβλίο, τον ευχαριστώ και από εδώ.

Είναι λοιπόν ο διαλογισμός πάνω στο αναπόδραστο, στον θάνατο, το κεντρικό θέμα του βιβλίου;

Αν το λέγαμε αυτό δεν θα είμαστε ακριβείς, για να το πω καλύτερα θα περιγράφαμε μια διάσταση μόνο του βιβλίου και θα αφήναμε στην άκρη τις υπόλοιπες. Από τα μηνύματα που έχω δεχτεί μέχρι τώρα από ανθρώπους που το διάβασαν διαπιστώνω ότι κάθε έναν τον άγγιξε με έναν διαφορετικό τρόπο. Πολλοί μίλησαν για ένα βιβλίο που λέει πως πρέπει να ζούμε, άλλοι έγραψαν ότι είναι ένας ύμνος για τη ζωή, κάποιοι μου είπαν ότι ανακάλυψαν και πάλι την αξία των μικρών πραγμάτων που τελικά δεν είναι και τόσο μικρά, είχα μηνύματα που έλεγαν ότι συμφωνούν πως ο έρωτας τα σώζει όλα, μου είπαν ακόμα ότι το βιβλίο ξορκίζει τον φόβο του θανάτου. Πραγματικά δεν έχω ιδέα ποιο από όλα είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Ας το επιλέξουν οι αναγνώστες .

Τα κείμενα του τόμου συνθέτουν ένα είδος σπονδυλωτού μυθιστορήματος, όπου ο αφηγητής νοσηλεύεται στην εντατική. Συνιστούν μάλλον κείμενα προσωπικού φιλοσοφικού αναστοχασμού εμπειριών αλλά και σχολιασμού κειμένων (αλλά και εικόνων, μουσικής κλπ.) άλλων. Eduardo Galeano, Andre Breton, Paul Venn, Dylan Thomas, Didier Eribon, Joseph Roth, Édouard Louis, Bukowski, Erri De Luca, Stefan Zweig, Καβάφης, Ρέα Γαλανάκη… Καθώς τα έγραφες, αισθάνθηκες εκείνη την «αιώνια επιστροφή», για την οποία μίλησε ο Νίτσε;

Ναι, με έναν τρόπο την αισθάνθηκα, έμοιαζε σαν ο ήρωας του βιβλίου να ζούσε μια δεύτερη ζωή αφού πρώτα είχε συμβεί ενός είδους κάθαρση. Όταν γραφόταν το βιβλίο, το καλοκαίρι του 2023 σε μια σχεδόν άδεια Αθήνα σε ένα διαμέρισμα τα πλήκτρα έγραφαν λέξεις και κάθε τόσο αυτές συναντούσαν μεγάλους διανοητές, συγγραφείς και μουσικούς, ήταν διαβάσματα και ακούσματα του παρελθόντος που ερχόντουσαν απρόσμενα να συναντήσουν τα νοήματα του βιβλίου. 

Πάντα με άξονα τις σκέψεις για τον θάνατο, απ’ όλες τις διακειμενικές αναφορές, θα έλεγα ότι βαραίνει εκείνη στο “Καθώς ψυχορραγώ” του Faulkner. Θα ήθελες να μας μιλήσεις γι’ αυτό;

Ισχύει αυτό που λες. Υπάρχει μια σκηνή που περιγράφει ο Faulkner στο βιβλίο όπου ο πατέρας παρατηρεί τον γιό του Κας να κατασκευάζει σχεδόν ψύχραιμος το φέρετρο της μητέρας του η οποία έχει πεθάνει λίγο νωρίτερα, μου έχει αποτυπωθεί χρόνια πριν όταν διάβασα για πρώτη φορά το βιβλίο. Είναι εντυπωσιακή και με έναν τρόπο ερμηνεύει συμπεριφορές ανθρώπων που χάνουν δικούς τους και την απώλεια την διαχειρίζονται με έναν τρόπο ο οποίος αρχικά ξενίζει, ίσως προκαλεί κάποιας μορφής αποδοκιμασία σε κάποιους, σίγουρα είναι απρόβλεπτος, έξω από όσα έχουμε συνηθίσει να συμβαίνουν στις απώλειες. Όλοι, ο πατέρας και τα παιδιά διαχειρίζονται το πένθος με ένα διαφορετικό τρόπο, για να το πω καλύτερα νομίζω ότι το ‘’Καθώς ψυχορραγώ’’ ο καθένας το διαβάζει, τον ακουμπάει, το ερμηνεύει με ξεχωριστή ματιά ειδικά σε ότι αφορά το θέμα του θανάτου. Για αυτό νομίζω είναι τόσο σημαντικό βιβλίο αυτό του Faulkner .

«Να είμαστε άπληστοι με την αγάπη και να βρισκόμαστε πάντα με την πλευρά αυτών που κάνουν φασαρίες». Modus vivendi?

Ναι είναι ένας τρόπος ζωής, για την ακρίβεια ο δικός μου τρόπος ζωής τον οποίο προσπαθώ τουλάχιστον να ακολουθώ. Απληστία στην αγάπη γιατί πραγματικά είναι το πιο ουσιαστικό αποτύπωμα που αφήνουμε. Και σίγουρα με την πλευρά των ανήσυχων. Αναρωτιέμαι αν δεν είσαι ανήσυχος πως τα βγάζεις πέρα με αυτή τη ζωή. Στο βιβλίο ακριβώς για να υμνηθούν αυτοί που κάνουν φασαρία υπάρχει και η εντελώς αντίθετη πρόταση ζωής που έμμεσα αποδοκιμάζεται, είναι η ζωή ενός κυρίου Περλέφτερ, ήρωα κάποιου βιβλίου του Γιόζεφ Ρότ. Ο κ. Περλέφτερ ήθελε μια εντελώς ήσυχη ζωή, χωρίς εξάρσεις, με το χρήμα να αποτελεί αυτοσκοπό, βίωνε μια μιζέρια η οποία του έδινε ευτυχία, έτσι πίστευε. Αυτή η προσωπική ευτυχία τον οδήγησε όταν ήρθε η κρίσιμη ώρα να ταχθεί με τον Χίτλερ…

Στο κεφάλαιο «Σουρεαλισμός» περιγράφεις τις σκέψεις και τις φοβίες ενός νοσηλευόμενου στην εντατική. «Η θάλασσα, τα βιβλία, οι φίλοι, οι μουσικές και έρωτας μας έχουν σώσει…» Έχεις βιώσει ή φοβάσαι την απώλειά τους; Μπορεί ενδεχομένως αυτή η απώλεια να οδηγήσει κάποιον στο «απονενοημένο»;

Φυσικά μπορεί να συμβεί αυτό, είμαι βέβαιος. Αν κάποιος χάσει ή φοβηθεί βάσιμα ότι μπορεί να χάσει όλα αυτά που τον κρατάνε και με τα οποία πορεύεται προσπαθώντας να διώξει την ματαιότητα, όλα είναι πιθανόν να συμβούν. Ξέρεις, κάθε ένας βρίσκει ένα διαφορετικό νόημα, ένα άλλο περιεχόμενο στη ζωή του, αν αυτό δείξει πια ότι είναι ανέφικτο ο δρόμος είναι δύσκολος ίσως οδηγήσει στο απονενοημένο…

Μεταφέρεις δικές σου εμπειρίες από την εντατική; Αναφέρεσαι εκτενώς στο σύνδρομο ΜΕΘ, δηλαδή στις οξείες αντιδράσεις φόβου, άγχους ή και ψύχωσης, που εκδηλώνονται στους ασθενείς που παραμένουν για καιρό στην εντατική…

Στο βιβλίο μεταφέρω τις εμπειρίες του ήρωα της ιστορίας, αν είμαι εγώ, ένας φίλος μου ή οποιοσδήποτε άλλος πιστέψτε με δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, αυτό στο οποίο πρέπει να σταθούμε είναι ότι πρόκειται για πραγματικά βιώματα, πραγματικά γεγονότα. Τα βιώματα αυτά λοιπόν λένε πως ένας άνθρωπος σε καταστολή δεν κινείται, υπάρχει η εντύπωση πως δεν επικοινωνεί με το περιβάλλον αλλά παρ όλα αυτά μπορεί να βλέπει όνειρα και εφιάλτες και μέσα από αυτά ασυνείδητα να εκφράζει φόβους και άγχη. Δεν ξέρω αν φτάνουν στα όρια της ψύχωσης, στον ήρωα του βιβλίου δεν συνέβη αυτό, αυτό που συνέβη ήταν ότι έβλεπε νεκρούς και ζωντανούς φίλους του, μίλαγε μαζί τους…

Αναφορικά με το προηγούμενο, σε επισκέφτηκαν τα φαντάσματα του Άμλετ ή του Μακμπέθ, όπως τον George Steiner στο “Περί θανάτου”;

Οι επισκέψεις στην εντατική ήταν πολλές όπως ανέφερα νωρίτερα, η πιο εντυπωσιακή την οποία θυμόταν και ακόμα θυμάται ο ήρωας του βιβλίου είναι πως συνάντησε έναν φίλο του ηθοποιό ο οποίος έχει φύγει από την ζωή. Μίλησε μαζί του, αυτός του είπε ότι τον περίμενε καιρό, από τότε που πέθανε δηλαδή και ο ήρωας του βιβλίου απάντησε ότι θα φύγει, θα επιστρέψει στη ζωή του και θα έρθει πάλι κάποια άλλη φορά. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον πως λειτουργεί το υποσυνείδητο, νομίζω ότι ούτε οι επιστήμονες γνωρίζουν πολλά γι αυτό… 

«Στα νοσοκομεία ο δικός σου πόνος σου αθροίζεται με όλους τους πόνους που βρίσκονται γύρω σου»;

Στα νοσοκομεία, στα κέντρα αποκατάστασης, παντού όπου βρίσκονται μαζί άνθρωποι με θέματα υγείας, δεν βιώνει κάποιος μόνο τον δικό του Γολγοθά, δεν έχει μόνο την δική του αγωνία. Αναπόφευκτα συναντάει τους πόνους των άλλων, με έναν τρόπο γίνεται μια μοιρασιά, ακούς διηγήσεις των άλλων που μέχρι ήταν άγνωστοι από την ζωή που είχες και νιώθεις ότι μιλάς με έναν δικό σου άνθρωπο, εκεί μέσα συμβαίνει κάτι εντυπωσιακό, ο φόβος που είναι κοινός συνδέει τους ανθρώπους μεταξύ τους, γίνονται φίλοι, εμψυχώνει ο ένας τον άλλο, δακρύζει ο ένας για τον άλλο…

Να δούμε λίγο «το ασθενοφόρο» και ως «χώρο εξομολογήσεων», όπως το περιγράφεις;

Μια διαδρομή με ασθενοφόρο με έναν ασθενή ο οποίος δεν γνωρίζει καν αν θα φτάσει στο νοσοκομείο είναι συγκλονιστική, σε μικρό χρόνο αναρωτιέται τι θα συμβεί αν αυτό είναι το τελευταίο ταξίδι του, τι θα κάνουν οι δικοί του άνθρωποι όταν φύγει, οτιδήποτε μπορεί να έρθει στο μυαλό εκείνη την ώρα. Ο ήρωας της ιστορίας σκεφτόταν και κάτι που μοιάζει ανορθόδοξο, σε ποια χέρια θα πέσουν τα βιβλία του, από τα πιο σημαντικά υπάρχοντά του. Μάλιστα με ένα τρόπο το είχε τακτοποιήσει στο μυαλό του το θέμα αυτό, κάθε βιβλίο θα πήγαινε σε συγκεκριμένο αποδέκτη…

«Οργανικό» ρόλο στην αφήγηση έχει το ιστορικό μπαρ “56”. Θα ήθελα να μιλήσουμε για τη σχέση σου με την jazz και με τα malt

Στο μπαρ 56 όπου αργά τα βράδια έχουν γίνει οι μεγαλύτερες εξομολογήσεις και οι πιο ωραίες κουβέντες υπό τους ήχους της jazz και με το αλκοόλ να έχει κάνει την δουλειά που πρέπει, ο ήρωας του βιβλίου συναντάει τους φίλους του και μιλάει για όλα όσα συνέβησαν, αποτελεί τον ιδανικό τρόπο για να αφήσει τις λέξεις να βγαίνουν αβίαστα και χωρίς κόμπους, να διηγείται από μια σεβαστή χρονική απόσταση όσα βίωσε. Για τη τζάζ υπάρχει ένας έρωτας για τα malt ένας σεβασμός. Ο Παναγιώτης που έχει το μπαρ με έναν τρόπο σε οδηγεί να ακολουθείς αυτούς τους ‘’κανόνες’’.

Το soundtrack του βιβλίου συνθέτουν οι Tom Waits, Etta Jones («το πιο αυτοκαταστροφικό κορίτσι της σόουλ»), Nick Waterhouse, το “Pale Blue Eyes” των Velvet Underground (και η εκτέλεση της Patti Smith). Με βάση ποιες εμπειρίες επέλεξες τους παραπάνω;

Είναι απλά μερικές από τις μουσικές που ακούω οι περισσότερες από τις οποίες έρχονται από πολύ παλιά, μας ακολουθούν και τις ακολουθούμε. Ειδικά το Pale Blue Eyes το θεωρώ ένα μικρό ύμνο. Ξέρεις, υπάρχουν στιγμές, σε όλους νομίζω έχει συμβεί αυτό, που ακούς ένα τραγούδι και μοιάζει σαν να γράφτηκε για σένα γιατί ταιριάζει στην φάση που είσαι την συγκεκριμένη στιγμή. Ποτέ δεν έχουν γραφτεί τραγούδια για τους περισσότερους από μας αλλά είναι ωραία ψευδαίσθηση να νομίζουμε κάτι τέτοιο .

Στο κεφάλαιο «Όταν στάθηκε όρθιος» αναφέρεσαι στη λειτουργία του ονείρου. Σε ενδιαφέρει η ερμηνεία των ονείρων, με τη φροϋδική έννοια; Ο αφηγητής σου ονειρεύεται ότι σουλατσάρει στη Μαδρίτη και καταλήγει στο Τσικότε Μουσέο, όπου τα έπινε ο Hemingway και κατέγραφε ιστορίες του Ισπανικού Εμφυλίου.

Να πω την αλήθεια δεν με ενδιαφέρει η ερμηνεία του ονείρου γενικά, δεν έχω ιδέα για όλα αυτά, δεν έχω αναζητήσει ποτέ απαντήσεις. Όμως, το συγκεκριμένο όνειρο με το μπαρ που τα έπινε ο Hemingway στη διάρκεια του εμφυλίου γνωρίζω ακριβώς τους λόγους για τους οποίους το είδα. Συνδέεται με ένα προηγούμενο βιβλίο μου για τους Έλληνες και Κύπριους εθελοντές του Ισπανικού βιβλίου και στο μπαρ αυτό που δεν είχα πάει ποτέ ο Hemingway συνάντησε έναν Έλληνα εθελοντή και την συζήτησή τους την είχε καταγράψει στο βιβλίο ‘’Τέσσερεις ιστορίες για την Ισπανία’’. Αφού είχα γράψει το βιβλίο κατάφερα να πάω στη Μαδρίτη και να δω το μπαρ. Το όνειρο που έβλεπα υλοποιήθηκε. 

Με αφετηρία τους στοχασμούς πάνω στο θέμα του θανάτου, καταλήγεις να γράφεις για τη ζωή. Το να γράφεις για τη ζωή, «είναι κι αυτό μια ερωτική ιστορία»;

Ναι, είναι μια ερωτική ιστορία νομίζω, γιατί τι άλλο είναι η επιθυμία σου να ζήσεις με κάθε τρόπο, να παλεύεις στις εντατικές, στα νοσοκομεία, στα κέντρα αποκατάστασης ; Η θέληση σου να ζήσεις, ο έρωτας για τη ζωή…

Θα ήθελα, τέλος, να μας πεις δύο λόγια και για τα προηγούμενα βιβλία σου. Πρώτα για τη «Χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας». Ως δημοσιογράφος και ο ίδιος, πώς κρίνεις την πορεία του χώρου μερικά χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου; Ενισχύθηκαν, ενδεχομένως, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληγες τότε; Ο τίτλος (αλλά και εφόρμηση για τη συγγραφή του) ήταν παράφραση του σπουδαίου μυθιστορήματος του Heinrich Bell: 

Η «Χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας» δυστυχώς έχει αποκτήσει ένα διαχρονικό χαρακτήρα, μπήκε σε σχολές δημοσιογραφίας, συζητήθηκε πολύ αλλά δεν κατάφερε όχι να αλλάξει σε κάτι στην λειτουργία των ΜΜΕ αλλά δεν μπόρεσε τουλάχιστον να βάλει τις βάσεις για προβληματισμό στον χώρο μας ο οποίος συνεχώς διολισθαίνει. Η κατάσταση είναι χειρότερη σήμερα από το 2019 που εκδόθηκε το βιβλίο, ο βαθμός αξιοπιστίας των ΜΜΕ έχει μειωθεί ακόμα περισσότερο, τα Ελληνικά μέσα βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις παγκοσμίως .

Πώς ξεπήδησε η ιδέα για τη συγγραφή του «Los Buenos Antifasistas, Η ιστορία των Ελλήνων εθελοντών του ισπανικού Εμφυλίου μέσα από τα άγνωστα αρχεία των Διεθνών Ταξιαρχιών»; Ως μελετητής του Ισπανικού Εμφυλίου, θεωρείς ότι υπάρχουν κι άλλες άγνωστες πλευρές που θα άξιζε να εξερευνηθούν; Προτιμάς τον όρο «Ισπανικός Εμφύλιος» ή «Ισπανική Επανάσταση», υπό την έννοια ότι στην Ισπανία ήταν σε εξέλιξη μια αριστερή, κοινωνική επανάσταση την οποία κατέστειλαν ο Φράνκο και οι εθνικιστές/φασίστες;    

Η ιδέα ήταν να αναδειχθεί η παρουσία, ο ρόλος και η συμμετοχή περισσότερων από 400 Ελλήνων και Κυπρίων εθελοντών στον Ισπανικό εμφύλιο. Με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως ένα μικρό βιβλίο του Δημήτρη Παλαιολογόπουλου πριν πολλά χρόνια) οι άνθρωποι αυτοί αγνοήθηκαν στη χώρα μας, ακόμα και η Αριστερά στην οποία ανήκαν οι περισσότεροι δεν τους τίμησε νομίζω όπως τους άξιζε. Σε ότι αφορά τον όρο, αντικειμενικά ήταν ένας εμφύλιος, αλλά και η Ισπανική επανάσταση ήταν μια πρωτόγνωρη διαδικασία, νομίζω μοναδικό παγκόσμιο παράδειγμα, που εξελισσόταν στη διάρκεια του εμφυλίου. Και ο Ισπανικός εμφύλιος και η επανάσταση μέσα στο εμφύλιο για μένα αποτελούν δυο από τα πιο σημαντικά ιστορικά γεγονότα...

Γιάννης Παντελάκης, Για ένα φανάρι

Θεμέλιο, 2024
σελ. 134

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured