Η περιστροφή ενός άλμπουμ πάνω σε ένα πικάπ με σταθερή ταχύτητα 33 1/3 στροφές το λεπτό, είναι μία κίνηση που σημάδεψε την ποπ κουλτούρα.
Οι εκδόσεις Οξύ, σε συνεργασία με το Avopolis, παρουσιάζουν με μεγάλη χαρά στο ελληνικό κοινό τη διεθνώς αγαπημένη μουσική σειρά βιβλίων ‘’33 ⅓’’, που επικεντρώνεται σε δίσκους-ορόσημα της ροκ –και όχι μόνο– μουσικής, από τους Beatles, τους Rolling Stones, τους Led Zeppelin, τον Elvis Presley, τον Bob Dylan και τον Miles Davis μέχρι τους Joy Division, τους Public Enemy, τους Metallica, τον Tom Waits, τον Brian Eno και πολλούς ακόμη. Μέσα από συνεντεύξεις με δημιουργούς και συντελεστές, προσωπικές αφηγήσεις και διεξοδικές μουσικές αναλύσεις, συγγραφείς και κριτικοί συνεισφέρουν στη σειρά ‘’33 ⅓’’ φωτίζοντας το ιστορικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο του κάθε δίσκου, καθώς και άγνωστες πλευρές της σύνθεσης, της ηχογράφησης και της απήχησης των άλμπουμ που σημάδεψαν την παγκόσμια μουσική σκηνή, έδωσαν το έναυσμα για καλλιτεχνικά και κοινωνικά κινήματα, επέδρασαν καταλυτικά στη σύγχρονη μουσική ιστορία και κοσμούν διαχρονικά τις δισκοθήκες βινυλίου εκατομμυρίων μουσικόφιλων σε όλο τον κόσμο.
Συμπληρωματικά στη σειρά «33 1/3» οι εκδόσεις Οξύ συνεχίζουν τη δημιουργία μιας σειράς από μουσικές μονογραφίες ελληνικών άλμπουμ που έγραψαν τη δική τους, σπουδαία ιστορία. Κυκλοφορούν: το βιβλίο του Γιώργου I. Αλλαμανή για το εμβληματικό Φλου του Παύλου Σιδηρόπουλου και του γκρουπ Σπυριδούλα, του Χριστόφορου Κάσδαγλη για Το Βρώμικο Ψωμί του Διονύση Σαββόπουλου και του Αλέξη Βάκη για τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου Χατζιδάκι, ενώ στις 18 Μαρτίου 2024 κυκλοφορεί και το βιβλίο του Θάνου Σαρρή για το Έγινε η απώλεια συνήθειά μας, τον πρώτο δίσκο των Διάφανων Κρίνων (διαθέσιμο για προπαραγγελία).
Ακολουθεί, σε αποκλειστική προδημοσίευση, το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου:
1 - Τα πρώτα ανταμώματα
Είχαν περάσει περίπου επτά χρόνια από τις ημέρες εκείνες της Απώλειας, όταν κυκλοφόρησε ο τέταρτος δίσκος των Διάφανων Κρίνων. Στο δεύτερο τραγούδι του, ο Παντελής Ροδοστόγλου αποτύπωσε σε στροφές το ταξίδι μιας παρέας. «Κινήσανε πριν χρόνια σαν τα τρένα, που ολόφωτα διασχίζαν τα όνειρά τους», ξεκινούσαν οι στίχοι και ολοκληρώνονταν με τη φράση «...τη μοναξιά, η μόνη τους αλήθεια». Η παρέα εκείνη δεν σταμάτησε ποτέ να διασχίζει τα όνειρά της. Κι αν αισθανόταν τη μοναξιά ως τη μόνη της αλήθεια, κάθε φορά που επιβιβαζόταν στο μουσικό τρένο κατάφερνε να την ξορκίσει μακριά. Γιατί η μπάντα αυτή είχε στον πυρήνα της την παρέα, τη συναναστροφή.
O Θάνος Ανεστόπουλος, ο Τάσος Μαχάς και ο Κυριάκος Τσουκαλάς, οι άνθρωποι δηλαδή που ήταν στα Διάφανα Κρίνα από την πρώτη μέρα μέχρι την τελευταία, έζησαν τα κρίσιμα χρόνια της διάπλασης του χαρακτήρα τους στην ίδια γειτονιά. Στη Νέα Ζωή Περιστερίου, που για αρκετούς ήταν αυτό ακριβώς που περιγράφει η ονομασία της. Ο Κυριάκος Τσουκαλάς μεγάλωσε σε μια παρέα που άκουγε περισσότερο hard συγκροτήματα, με τους ήχους των Led Zeppelin και των Deep Purple να ξαγρυπνούν στις αναμνήσεις του. Εκείνον, ωστόσο, τον γοήτευσε περισσότερο ο ήχος της ψυχεδέλειας. Οι πλατείες τότε γέμιζαν με μουσικές παρέες και, επηρεασμένος από όσα άκουγε, αποφάσισε να παίξει κι ο ίδιος. Έπιασε την κιθάρα περίπου την ίδια εποχή που ξεκίνησε τα ταξίδια στη θάλασσα, όταν ήταν 14 ετών. Ένα βιβλίο με μουσική, παρέα με την εξάχορδη, του κρατούσαν συντροφιά όταν κλεινόταν στην καμπίνα.
Ο Τάσος Μαχάς, από το δημοτικό ακόμα, στεκόταν μπροστά στο ραδιόφωνο προσπαθώντας να αντιγράψει σε ένα παλιό κασετοφωνάκι μουσικές εκπομπές. Οι Led Zeppelin, οι Queen, οι Doors, οι Police, περνούσαν από τη μαγνητική ταινία στους νευρώνες του εγκεφάλου του. Αργότερα, στο γυμνάσιο, μυήθηκε στα πιο «σκληρά». Deep Purple, Motörhead και Black Sabbath έγιναν τα νέα του ακούσματα και τα χτυπήματα της μπότας έχτιζαν στο μυαλό του έναν ρυθμό που επαναλαμβα-νόταν παντού. Με τα δάχτυλα στο θρανίο, με το πόδι στο πάτωμα, με τις αόρατες μπαγκέτες στο στρώμα. Χωρίς, ακόμα, να έχει καν στο μυαλό του ότι θα πιάσει πραγματικά drumsticks.
Ο Θάνος Ανεστόπουλος γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, καρπός ενός εσωτερικού μετανάστη πατέρα και μιας μητέρας που παράτησε το όνειρο της νομικής για να τον ακολουθήσει. Ήταν ο μεγαλύτερος από τους δύο αδερφούς του. Αναζήτη-σαν στην πρωτεύουσα μια καλύτερη ζωή και βρέθηκαν στα δυτικά, εκεί που όπως έλεγε ο ίδιος σε συνέντευξή του στη Lifo και τον Φώτη Βαλλάτο, οι δρόμοι έσφυζαν από όνειρα κι ελπίδες για καινούργια ξεκινήματα: «Εκεί λάμβανες διαρκώς την καθημερινή υπενθύμιση πως οι γειτονιές χτίζονταν από τους εσωτερικούς πρόσφυγες, δίνοντάς τους ονόματα που μέσα τους είχαν κρύψει τα μύχια όνειρά τους και τις ελπίδες τους για καινούργια ξεκινήματα. Αλλοτριώθηκαν, βέβαια, μέσα στα χρόνια αρκετοί απ’ αυτούς, μην μπορώντας πλέον να διακρίνουν και να ταυτίσουν τη δικιά τους ιστορία με των σημερινών προσφύγων την άθλια μοίρα». Θυμόταν πάντα τον ήχο του δικού του ξυπνητηριού, που έβγαινε από την κορδέλα του γειτο-νικού ξυλουργείου, καθώς και τον Θέμη, τον διασκεδαστή της γειτονιάς. Έκανε τα παιδιά να πιστέψουν στη μαγεία με τα ταχυδακτυλουργικά του και μπήκε στις καρδιές τους όταν απελευθέρωσε τ’ αδέσποτα από το φορτηγάκι του μπόγια. Γνώ-ρισε από τους γονείς του τον Ντοστογιέφσκι, τον Μαρξ, τον Ιούλιο Βερν, αλλά και τους Βάρναλη και Ρίτσο, με τους πλανό-διους πωλητές να εφοδιάζουν το σπίτι κι εκείνον να ανυπομονεί για το επόμενο χτύπημα στο κουδούνι.
Ένα ακόμη παιδί που είδε τον δρόμο του να συναντιέται με την παρέα εκείνη ήταν ο Σωτήρης Σταμπουλίδης. Έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αυστραλία, επαναπατρίστηκε στο χωριό της μητέρας του κοντά στη Μονεμβασιά για μια σχολική χρονιά στην πέμπτη δημοτικού κι έπειτα εισήλθε στον αστικό ιστό της Αθήνας των ’80s. Ήταν συμμαθητής με τον Τάσο Μαχά και στο γυμνάσιο γνώρισε τον αδερφό του Κυριάκου Τσουκαλά, τον Νίκο, ο οποίος έριξε και την πρώτη ιδέα για τη δημιουργία μπάντας. «Οι παρέες του λυκείου είχαν μεγάλο πάθος για τη μουσική. Έτσι, η σκέψη για τον σχηματισμό μπάντας ερχόταν φυσικά, αυθόρμητα, σαν αναγκαιότητα. Η μουσική όριζε την κοινωνική μας συμπεριφορά, το ντύσιμο, την εμφάνιση γενικότερα», τονίζει ο Μαχάς.
Στον Σωτήρη η ιδέα άρεσε πολύ. Πιτσιρικάς, στην Αυστραλία, χοροπηδούσε στο κρεβάτι με μια ζώνη δεμένη σε ρακέτα του τένις και φανταζόταν ότι σόλαρε με τους AC/DC. Του έλαχε, στη νοερή μπάντα του Νίκου Τσουκαλά, ο ρόλος του μπασίστα. Από την άλλη, η σχολική παρέα του Τάσου Μαχά σχεδίαζε κάτι ανάλογο, με τον ίδιο να παίρνει τον ρόλο του τραγουδι-στή, μιας και οι υπόλοιπες θέσεις είχαν καταληφθεί χωρίς καν να υπάρχουν τα όργανα. Τελικά, το παιδί που προοριζόταν για τα τύμπανα αποχώρησε, με αποτέλεσμα ο Τάσος να δηλώσει «παρών» για τη θέση του ντράμερ. «Όλοι ήθελαν να κάνουν ένα γκρουπ τότε. Κάναμε λοιπόν κι εμείς ένα. Μόνο που δεν είχε όργανα, δεν είχε τίποτα. Απλά κάναμε μια μπάντα, η οποία δεν έπαιζε. Τελικά, αποκτήσαμε μια κιθάρα και εγώ τα τύμπανά μου. Αλλά δεν προλάβαμε να παίξουμε μαζί», θυμάται ο αυτοδίδακτος ντράμερ, ο οποίος απέκτησε ένα σετ Remo από τον Σπύρο Χαρίση, που χτυπούσε τα τύμπανα της Λευκής Συμφωνίας. Οι ιδέες έμειναν στα χαρτιά, όμως η μουσική βρισκόταν παντού στη ζωή των μαθητών, που τότε είχαν τραβήξει ήδη τον δρόμο του rock n’ roll. Την αναζητούσαν και τους αναζητούσε. Στις παρέες, στα στέκια, στα μοναχικά βράδια δίπλα στο κασετόφωνο. Και φυσικά, στη λέσχη Rainbow.
«Εγώ το βίωσα με τέτοιον τρόπο, που νόμιζα τότε ότι ήταν όλοι έτσι, σαν εμάς. Δεν ήταν μόνο ο διαχωρισμός ροκάδες–καρεκλάδες–πάνκηδες, αλλά ότι όλο αυτό είχε να κάνει με τη μουσική. Μας χαρακτήριζε η μουσική. Και θυμάμαι περιπτώσεις ανθρώπων που το όνειρό τους ήταν να πάνε στην Αμερική, να ταξιδέψουν το Route 66. Κάποιοι το έκαναν. Κυρίως λόγω μουσικών καταβολών, αλλά και λόγω ταινιών. Ορισμένοι ασχοληθήκαμε με τη μουσική, όμως οι περισσότεροι είχαμε στο μυαλό μας ότι ζούσαμε κάτι ημιπαράνομο, κάτι underground που ξέφευγε από τα καθιερωμένα. Υπήρχε αρκετή πολιτικοποίηση εκείνη την εποχή και γενικά ήμασταν μια γενιά που συνειδητοποιούσε ότι τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς όπως παρουσιάζονται, αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Αισθανόμασταν μια αμφισβήτηση, η οποία ήταν πιο υγιής, κατά την άποψή μου, από το να ασπάζεσαι ότι “αυτό είναι και τίποτα άλλο, δεν υπάρχει άλλος τρόπος”», διηγείται ο Τάσος Μαχάς.
Η Rainbow ήταν το στέκι όλων των ροκαμπιλάδων του Περιστερίου, αλλά και άλλων περιοχών, όπως του Κολωνού. Φλιπεράκια, μπιλιάρδα, φραπές, μπύρα και ατελείωτα ακούσματα, κουβέντες, μουσικά όνειρα. Από τη μία τα παραδοσιακά ροκαμπίλια, από την άλλη οι σαϊκομπιλάδες με τα πέτσινα, τις αλυσίδες, τις μηχανές. Εκεί γνωρίστηκαν λίγο–πολύ όλοι μεταξύ τους. Ο Θάνος Ανεστόπουλος, ο οποίος εμφανιζόταν με γάντια κομμένα στα δάχτυλα, καμπαρντίνα και μια κιθάρα στα χέρια, ο Νίκος Τσουκαλάς που είχε ήδη τη δική του μπάντα, τα αδέρφια Ταρατίτα που ήρθαν κοντά με τα μετέπειτα παιδιά των Κρίνων. Ο Ανεστόπουλος έπαιζε τότε συνήθως μόνος του, σε πλατείες, πάρκα και σε σχολεία. «Ο Θάνος και οι υπόλοιποι ήταν λίγο μεγαλύτεροι. Τους θυμάμαι σε μια συναυλία στο σχολείο, που είχαν ανέβει στη σκηνή 14 άτομα. Ήταν κάτι σαν stand–up comedy της εποχής. Έκαναν χαβαλέ. Αργότερα αποφάσισε να αφήσει αυτή τη φάση και να κάνει κάτι πιο ροκ», λέει ο Μαχάς.
Ενίοτε η κατάσταση ξέφευγε. Μια φορά, ο ιδιοκτήτης της λέσχης είχε φύγει για μια δουλειά, αφήνοντας τους θαμώνες να προσέχουν το μαγαζί. Όταν επέστρεψε, βρήκε τα φλιπεράκια στο πεζοδρόμιο και τον κόσμο να παίζει απολαμβάνοντας τον ήλιο. Μια άλλη φορά, παραμονές νέου έτους, ένας θαμώνας είχε ανοίξει το κεφάλι του από το πολύ ποτό. Παγωμένοι, όσοι βρίσκονταν τριγύρω του φοβούνταν τα χειρότερα. Εκείνος σηκώθηκε, σκούπισε το αίμα και έδωσε το έναυσμα για τη συνέ-χεια με δύο λέξεις: «Βάλτε Bowie».
Ο David Bowie επηρέασε πολύ και τον Θάνο. Ο πρώτος δίσκος που αγόρασε με δικά του χρήματα ήταν το Space Oddity. Νέα ακούσματα, νέες επιρροές εξαπλώνονταν, δημιουργώντας το υπόβαθρο για τη μουσική έκφραση που θα έπαιρνε τις μεγάλες αγάπες και θα τις μετέτρεπε στο δικό της, ξεχωριστό στιλ. Παράλληλα με τη λέσχη, ξεκίνησαν όλοι να ανταμώνουν σε μπαράκια του Περιστερίου και των γύρω περιοχών, όπου με κάθε αφορμή στήνονταν μικρά live, τα οποία συγκέντρωναν αρκετό κόσμο. Εκεί συναντούσαν συχνά και τον Κυριάκο Τσουκαλά, που έπαιζε σ’ ένα συγκρότημα με το όνομα Λαβύρινθος. Κινούνταν σε πιο μελωδικά μονοπάτια, ένα σχήμα χιπ–ροκ που κρατούσε από τον ρομαντισμό των παιδιών των λουλουδιών.
Το 1984, ο Σωτήρης Σταμπουλίδης αγόρασε το πρώτο του Echo, ενώ την εποχή εκείνη γνωρίστηκε και με τον αδερφό του Θάνου Ανεστόπουλου, τον Βασίλη. Τον Θάνο τον γνώριζε από τη γειτονιά κι από τη λέσχη, όμως ήταν δύο τάξεις μεγαλύτερός του, αφού «κέρδιζε» χρόνο. Αντίστοιχα, κι ο Τάσος Μαχάς γνώρισε τον άνθρωπο με τον οποίο έμελλε να μοιραστεί τη μουσική του ζωή μέσω του αδερφού του. Οι τρεις τους ήταν στο δωμάτιο του Βασίλη Ανεστόπουλου, με ένα μπάντζο, τον Μαχά να προσπαθεί να βρει ρυθμό χτυπώντας μαξιλάρια και τους Country Joe and the Fish να παίζουν στο κασετόφωνο, όταν ο Θάνος άνοιξε την πόρτα του δωματίου. «Ψηλέ, Τάσο, ελάτε, φτιάχνουμε μπάντα». «Τι μπάντα ρε, τώρα μαθαίνουμε», του απάντησαν. «Όχι, είπα φτιάχνουμε μπάντα».
Το Διάφανα Κρίνα - Έγινε η απώλεια συνήθειά μας κυκλοφορεί στις 18 Μαρτίου από τις Εκδόσεις Οξύ και το Avopolis και είναι ήδη διαθέσιμο για προπαραγγελία.
[Αγορά]
33 1/3: Μία σειρά βιβλίων για κορυφαίους δίσκους που διαβάζεται δυνατά