Ένα παράξενο σηµειωµατάριο απορροφά τις ώρες του Χάρη καθώς επιδίδεται µε µανία στην ανάγνωσή του στο υπόγειο του σπιτιού του. Αναζητώντας τον εαυτό του στις σελίδες του, ο Χάρης πασχίζει να διακρίνει τα όρια µεταξύ της πραγµατικότητας που ζει και των αφηγηµατικών κόσµων που εντός τους εγκλωβίζεται. Είναι πράγµατι ο µεσήλικας πατέρας τριών κοριτσιών ή µήπως ο Γάλλος ορνιθολόγος Κονστάν Λεφέβρ; Καθώς προχωρά η ανάγνωση, ο Χάρης έρχεται αναπόφευκτα αντιµέτωπος µε µια σειρά τραυµατικών γεγονότων, όπως τον άδικο θάνατο του αδερφού του και την εξαφάνιση της µεγάλης κόρης του. Τα κείµενα και η ζωή του Χάρη εισβάλλουν στη ζωή της εκκεντρικής αφηγήτριας του βιβλίου, στη διάρκεια του σεµιναρίου δηµιουργικής γραφής που συντονίζει. Καθώς βιώνει κι εκείνη µια παράλληλη εσωτερική αναζήτηση, παραδίδει τα αλλόκοτα γραπτά του και µαζί παραδίδεται στις σκέψεις του Χάρη που απλώνονται σαν πλοκάµια στις δικές της σκέψεις και επιθυµίες.
Οι ήρωες αυτού του βιβλίου θέλουν όσο τίποτε άλλο να αυτοσυστηθούν, να µιλήσουν για τον εαυτό τους και κυρίως να µιλήσουν στον εαυτό τους για τον εαυτό τους. Το Λίγα λόγια για µένα συγκροτεί έτσι ένα γοητευτικό παράθυρο προς τις δαιδαλώδεις διαδροµές του µυαλού: τις εικόνες, τα κείµενα, τις αντιφάσεις, τα γεγονότα που συνθέτουν το περίπλοκο οικοδόµηµα που ονοµάζεται παρελθόν, µνήµη και εντέλει πραγµατικότητα.
To “Λίγα λόγια για μένα” συνιστά τη συνείδηση μιας καταπιεσμένης ζωής από την καθημερινότητα - δομημένη σε θρυμματισμένους μονολόγους. «Δέχομαι επίθεση από εικόνες που η λεπτομερή τους περιγραφή δεν θα μου άφηνε χώρο και χρόνο για να ζήσω και κυρίως να διαβάσω…» Πώς την υφίστασαι η ίδια;
Νιώθω συχνά ότι δεν μπορώ να αφομοιώσω ό,τι γίνεται γύρω μου, ακόμη κι αν προσπαθήσω πολύ. Είναι αυτός ο «πόλεμος σε χαμηλή ένταση» για τον οποίο κάνουν λόγο οι θεωρητικοί και ο οποίος δημιουργεί αυτήν την περίεργη αίσθηση ότι είσαι διαρκώς αποδέκτης εικόνων που ελάχιστα σε αφορούν και ακόμη λιγότερο θα έπρεπε να σε ενδιαφέρουν, ενώ την ίδια στιγμή γεγονότα πιο σημαντικά εξισώνονται με όσα έχουν επουσιώδη σημασία. Κάπου εδώ μας χτυπάει την πόρτα η Αμερικάνικη Λήθη του Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας.
Θα ήθελα να μιλήσουμε για τη διερεύνηση της σχέσης Κατρίν και Κριστόφ Λεφέβρ.
Ναι, η αιμομιξία είναι πολυπαιγμένο λογοτεχνικό τερτίπι. Θα έλεγα μάλιστα ότι ίσως συνιστά και μια κάποια ευκολία, ειδικά στα χέρια ενός συγγραφέα που δεν μπορεί να τη χειριστεί σωστά. Είχα δεύτερες και τρίτες σκέψεις για το πώς περιγράφεται η σχέση της Κατρίν και του Κριστόφ στο Λίγα Λόγια. Πρέπει να σου ομολογήσω ότι υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι της αφήγησης που το αφαίρεσα από το βιβλίο πριν καταθέσω την εκδοτική πρόταση στις Εκδόσεις Τόπος και το οποίο αφορούσε ακριβώς την περιγραφή αυτής της σχέσης. Ένιωσα ότι έπρεπε να αφαιρεθεί, γιατί ήταν αδύναμο, και ήταν αδύναμο, γιατί δεν κατάφερα να αποδώσω στον γραπτό λόγο με τον τρόπο που θα ήθελα τις ακριβείς λεπτομέρειες που είχα στο μυαλό μου για τη σχέση μεταξύ των δύο αυτών χαρακτήρων. Το κομμάτι που έμεινε και τελικά βρήκε τον εκδοτικό του δρόμο πιστεύω πως αγγίζει αυτό το λεπτό ζήτημα τόσο όσο απαιτείται για να μην το ευτελίσει.
Από την άλλη, ας σκεφτούμε και μερικούς μεγάλους συγγραφείς που χρησιμοποιούν μια αιμομικτική σχέση σαν ένα υπόστρωμα, προκειμένου να εμβαθύνουν σε ακόμη μία πτυχή ενός (ή/και περισσότερων) πολυδιάστατου χαρακτήρα. Πρόσφατο παράδειγμα, και είμαι σίγουρη ότι σκέφτεσαι ό,τι σκέφτομαι, αυτό του Κόρμακ Μακάρθι στα δύο τελευταία του μυθιστορήματα, τον Επιβάτη και το Stella Maris. Εκεί ο συγγραφέας έγραψε όχι ένα αλλά δύο βιβλία που πραγματεύονται μια τέτοια ιδέα. Δύο πραγματικά καλά βιβλία.
Πώς «Ο χρόνος πνίγεται από τη μονοτονία του χώρου»;
Θα μπορούσε λες να διατυπωθεί και αλλιώς; Αντί για το: «πώς ο χρόνος πνίγεται από τη μονοτονία του χώρου», να επιλέξουμε το: «πώς ο χώρος πνίγεται από τη μονοτονία του χρόνου»;. Τώρα που το σκέφτομαι και οι δύο διατυπώσεις οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Κάτι σαν ιδιότυπη καρκινική γραφή. Στο Λίγα λόγια η φράση αυτή συμπυκνώνει την επικρατούσα συναισθηματική διάθεση του κεντρικού χαρακτήρα, το γεγονός δηλαδή του αυτοεγκλωβισμού του σε μια καθημερινότητα που όχι απλώς δεν του είναι επιθυμητή, αλλά επιπροσθέτως τον οδηγεί σταδιακά στην απώλεια της αίσθησης του χωροχρόνου, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να διακρίνει τι είναι πραγματικό και τι αποτελεί προϊόν της δικής του ή μιας ξένης (ή τέλος πάντων λιγότερο οικείας στον ίδιο) φαντασίας.
Σε σχέση με το “Κανείς δεν μιλάει για τα πεύκα”, το πρώτο σου βιβλίο, η αφήγηση είναι πιο πολυφωνική. Ο Χάρης, η Φλώρα, ο Γιάννης. Σε ποιες υποκειμενικότητες αντιστοιχούν;
Με ενδιαφέρει η πολυφωνία στον μυθιστορηματικό λόγο, αν και πολλές φορές όταν ένας συγγραφέας την επιδιώκει νιώθει ότι από πάνω του επικρέμαται μια δαμόκλειος σπάθη με τέσσερα γράμματα που λέγεται: δομή. Στα Πεύκα πράγματι ο αφηγηματικός φακός εστίαζε ως επί το πλείστον σε έναν χαρακτήρα ανά διήγημα. Αντιθέτως, στο Λίγα λόγια υπάρχει μια πολυμελής οικογένεια και μερικοί επιπρόσθετοι χαρακτήρες που συνδέονται -με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- με αυτήν και για όλα αυτά τα πρόσωπα, κλείνοντας το βιβλίο, έχει κανείς συνήθως κάτι να θυμάται· μια λεπτομέρεια της ζωής τους που τους διακρίνει σε σχέση με τους υπόλοιπους: ο Χάρης έχει πάθος με την ορνιθολογία, η Φλώρα είναι νευρική, ο Γιάννης έζησε μερικά απαιτητικά χρόνια στο Παρίσι, και ούτω κάθε εξής. Μπορεί να μη γνωρίζουμε παρά αποσπασματικά την εξωτερική εμφάνιση των χαρακτήρων, κάτι όμως μας μένει σε σχέση με τον ψυχισμό τους, σε σχέση με τα φορτία που ο καθένας τους κουβαλά εντός του.
Διακρίνονται αυτοβιογραφικά στοιχεία στο κείμενο;
Πες μου έναν που λέει ότι καθόλου δεν διακρίνει αυτοβιογραφικά στοιχεία στα κείμενα του! Ειδικά αυτήν την εποχή της νεκρανάστασης του είδους της αυτομυθοπλασίας!
Θυμάμαι μια ωραία –ωραία για την πεζότητά της- απάντηση που είχε δώσει ο Χέμινγουεη στο Paris Review, όταν τον ρώτησαν πόσο αποστασιοποιημένος πρέπει να είσαι για να αντιμετωπίσεις με όρους μυθοπλασίας μια βιωματική εμπειρία. Αν και μπορώ πολύ εύκολα σ’ αυτήν την ερώτηση να φανταστώ τον Χέμινγουεη να λέει «Πρέπει να είσαι αποστασιοποιημένος περίπου για διάστημα τριών ετών, δύο μηνών και σαράντα οχτώ ωρών» ας σταθούμε στην επαρκέσταση απάντησή του ότι άλλοτε ένα κομμάτι του εαυτού σου βλέπει την εμπειρία παντελώς αποστασιοποιημένα και άλλοτε ένα άλλο κομμάτι του εαυτού σου εμπλέκεται σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Κατά αναλογία, λοιπόν, νομίζω ότι άλλοτε περνάνε –και αναπόφευκτα- αυτοβιογραφικά στοιχεία στο κείμενο, ενώ άλλοτε η προσωπική εμπειρία απομακρύνεται κατά πολύ από τον κόσμο των χαρακτήρων. Για παράδειγμα, με αφορμή τη συγγραφή του Λίγα Λόγια, δοκίμασα μία φορά την ορνιθοπαρατήρηση και γύρισα στο σπίτι τόσο κουρασμένη, σκέφτηκα το Κοράκι του Πόε, only this and nothing more είπα στον εαυτό μου, και κοιμήθηκα δέκα ώρες σερί.
Διακρίνω μια υπόρηττη συνομιλία με τον Ντεμπόρ και τον Κορτάσαρ. Θα ήθελες να μας μιλήσεις λίγο παραπάνω;
Δεν θα ξεπεράσω ποτέ το σοκ των γραπτών του Κορτάσαρ και πάντα επιστρέφω. Αντίστοιχα, την κοινωνία του θεάματος τη διάβασα στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών μου πάνω στην λογοτεχνία και κατευθείαν είπα στον εαυτό μου κάτι συμβαίνει εδώ. Ξέρεις, αυτά τα μυαλά που έγραφαν αυτά που έγραφαν, τα ζούσαν όσα έγραφαν, ήταν βουτηγμένοι στην εποχή τους, διαμορφωτές της εποχής τους. Εμείς πια, όσοι γράφουμε και σπουδάζουμε λογοτεχνία και διαβάζουμε papers για τη λογοτεχνία, και λογοτεχνικά δοκίμια και πάει λέγοντας πολλές φορές πέφτουμε στην παγίδα να γράφουμε ό,τι διαβάζουμε και όχι ό,τι ζούμε. Υπάρχει μεγάλη διαφορά εδώ. Δεν θέλω να γίνω γραφική ούτε νοσταλγική μιας εποχής για την εικόνα της οποίας έχω ίσως αποκτήσει και εγώ με τη σειρά μου μια κατασκευασμένη άποψη. Ας συμφωνήσουμε όμως στο εξής: η τέχνη του λόγου στον σημερινό κόσμο δεν λειτουργεί με τον τρόπο που λειτουργούσε άλλοτε. Η βαρύτητα ενός καλού κειμένου σήμερα σημαίνει κάτι για κάποιους ανθρώπους (ορισμένους μόνο, ορισμένοι ήταν πάντα, δεν είναι αριθμητικό το θέμα) και για τους ίδιους αυτούς ανθρώπους, τους ορισμένους, ενδέχεται σήμερα μια εικόνα ή ένα βίντεο στο οποίο πρωταγωνιστούν οι ίδιοι και το οποίο μπορούν ανά πάσα στιγμή και μετά μανίας να μοιραστούν μέσω του διαδικτύου, να σημαίνουν πολλά περισσότερα.
Τι άλλο διαβάζεις αυτήν την εποχή;
Μου έστειλε μια φίλη ένα ψηφιακό άρθρο της Λάνα Μπάστασιτς με τίτλο ‘Revisiting Belgrade’ και με αφορμή αυτό το υπέροχο κείμενο διαβάζω το μυθιστόρημά της Πιάσε το Λαγό που έχει εκδοθεί στη σειρά Aldina του Gutenberg σε μετάφραση Ισμήνης Ραντούλοβιτς. Είναι ένα βιβλίο που εντείνει την επιθυμία μου να ταξιδέψω με τους αγαπημένους μου ανθρώπους στα χωριά της Βοσνίας. Πόσο ωραίο θα ήταν ένα roadtrip εκεί!
Η δολοφονία του Lennon -και η εικονογραφία της- έχει καίρια σημασία στην αφήγηση. Πού σε βρήκε εκείνη η εποχή;
Δεν είχα γεννηθεί τότε. Γελάς;
Θα σου πω, όμως, μια ιστορία. Είμαι περίπου δέκα ετών, είναι σίγουρα μετά τα μεσάνυχτα, όταν φτάνουμε επιτέλους στο σπίτι μετά από μια έξοδο με τους γονείς μου· με έπαιρναν σχεδόν πάντα μαζί τους. Στον πατέρα μου άρεσε να ακούει δίσκους βινυλίου. Έβαλε Beatles. Ήξερα ότι ο κύριος με τα γυαλάκια λέγεται Τζον Λένον. Τα ονόματα των υπολοίπων δεν τα ήξερα. Εκείνο το βράδι έμαθα ότι ο Λένον δολοφονήθηκε πριν από περίπου είκοσι χρόνια. Πρώτα ρώτησα γιατί. Μετά ρώτησα από ποιον. Ο μπαμπάς είπε: «γιατί κάποιος ήθελε να γίνει διάσημος, επειδή δολοφόνησε τον Τζον Λένον». Ένιωσα ένοχη που είχα ρωτήσει από ποιον, διότι μέσω αυτής της ερώτησης, δικαίωνα το ευτελές κίνητρο κάποιου να γίνει γνωστός με αυτόν τον τρόπο. Για πολύ καιρό δεν μπορούσα να βγάλω από το μυαλό μου αυτήν την πληροφορία, ότι ο Λένον δολοφονήθηκε.
«Η πόλη αποτελεί ένα απειλούμενο οικοσύστημα […] από την άνεση της υποτέλειας»;
«Η πόλη αποτελεί ένα απειλούμενο οικοσύστημα και, αν δεν το γνωρίζετε ήδη αυτό, τότε μάλλον σας αρέσει η άνεση της υποτέλειας και το γεγονός πως αυτή αποτελεί μια περίτεχνη ψευδαίσθηση». Ο θηλυκός χαρακτήρας, η καθηγήτρια δημιουργικής γραφής του Χάρη, καταθέτει αυτήν την άποψη και λίγο πιο κάτω παραδέχεται ότι «οι συνειρμοί είναι μια περίεργη ιστορία και η καταγραφή τους μια σκοτεινή υπόθεση». Ορμώμενη ίσως από το πάθος του Χάρη για την ορνιθολογία, αλλά και από τον απειλητικό για τον ίδιο αυτοεγκλωβισμό του σε ένα comfort zone που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές του επιθυμίες, η καθηγήτρια εκφράζει συνειρμικά μια γενικότερη άποψη, ότι δηλαδή τελικά σημείο ενδιαφέροντος δεν είναι μόνο όσα πτηνά απειλούνται με εξαφάνιση, αλλά κατ’ επέκταση απειλείται ολόκληρος ο σύγχρονος τρόπος ζωής, έστω και αν οι καθημερινές -υλικές κυρίως- ανέσεις δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως, τουλάχιστον για το ανθρώπινο είδος, όλα βαίνουν καλώς.
Η αναφορά στην “ορνιθολογία” συνιστά ίσως ένα κλείσιμο του ματιού στον Ναμπόκοφ;
Όχι εμπρόθετα νομίζω, σίγουρα όμως τα κείμενα μεταγενέστερων συγγραφέων παραπέμπουν άλλοτε ευθέως και άλλοτε εμμέσως σε κλασικά κείμενα. Στην αυτοβιογραφία του Ναμπόκοφ, για παράδειγμα, μιας και τον ανέφερες, θυμάμαι ότι υπάρχει μια υπέροχη φράση, όταν ο συγγραφέας μας μιλά για την Μαντεμουαζέλ Ο, μια από τις γκουβερνάντες του, η οποία και διάβαζε στη βεράντα του σπιτιού στον μικρό Ναμπόκοφ και τον αδερφό του σπουδαία βιβλία του κλασικού πολιτισμού, όπως τους Άθλιους, τον Κόμη Μοντε Κρίστο, τον Γύρο του κόσμου σε ογδόντα ημέρες κ.α. Ανακαλώντας, λοιπόν, ο συγγραφέας αυτές τις αναγνώσεις από την γκουβερνάντα, γράφει: «τα ματογυάλια με τον μαύρο σκελετό αντανακλούσαν αιωνιότητα». Θα μπορούσε απλά να πει: «μάς διάβαζε κλασικά βιβλία». Η χρήση, όμως, αυτής της μεταφοράς είναι που μετουσιώνει ένα απλό κείμενο σε μια υπέροχη αυτοβιογραφία. Εν προκειμένω, πρέπει να πω ότι μου αρέσει και η μεταφραστική επιλογή «ματογυάλια» αντί για σκέτο «γυαλιά» ή «γυαλιά μυωπίας» γιατί νομίζω ότι έτσι διαφαίνεται και μια λεπτή ειρωνεία προς το πρόσωπο της Μαντεμουαζέλ Ο η οποία, αν και επιδιδόταν σε αυτές τις αναγνώσεις κάνοντας το χρέος της ως γκουβερνάντα, δεν φαίνεται να είχε κάποιο ειδικότερη ή πιο ουσιαστική σχέση με αυτά τα αναγνώσματα.
“Λίγα λόγια για μένα”. Ο τίτλος ίσως παραπέμπει κάπως στο “Ο μαιτρ και η Μαργκαρίτα” του Μπουλγκάκοφ – όσο και οι σχετικοί στίχοι του Jagger, και η αφήγηση.
Ο αρχικός τίτλος του έργου δεν διατηρήθηκε για λόγους ηθικής και δεοντολογίας. Ο αρχικός εκείνος τίτλος παρέπεμπε σε παρεμφερή τίτλο άλλου έργου που έχει εκδοθεί στην Ελλάδα και σε αντίστοιχο εφάμιλλο τίτλο άλλου έργου που έχει εκδοθεί στην Κύπρο. Πρέπει να σου πω ότι όταν αποφάσισα να αλλάξω αυτόν τον αρχικό τίτλο, πέρασα ίσως τις πιο δύσκολες ώρες από τότε που ξεκίνησα να γράφω και αργότερα προσπαθώντας να εκδώσω το συγκεκριμένο βιβλίο. Τελικά, και διακρίνοντας πλέον από ασφαλή απόσταση το συγκεκριμένο γεγονός, νομίζω ότι το Λίγα Λόγια για μένα είναι ένας πετυχημένος τίτλος. Πέρα από τον προφανή λόγο ότι εντάξει αποτελεί επαναλαμβανόμενο μοτίβο μίας εκ των βασικών προσώπων του έργου, του θηλυκού χαρακτήρα που δεν κατονομάζεται στα κεφάλαια με τη μονή αρίθμηση, είναι και ένας τίτλος που παραπέμπει εκ πρώτης όψεως σε αυτοβιογραφία ή για τους πιο αφοσιωμένους στη λογοτεχνική μόδα, σε αυτομυθοπλασία. Με αυτόν τον τρόπο, το λογοτεχνικό παιχνίδι, στο οποίο εντάσσεται ο αναγνώστης, εκκινεί ήδη από το εξώφυλλο, ήδη από τον τίτλο του βιβλίου, ήδη από την αφιέρωση, θα έλεγε κανείς.
Τι υποδηλώνουν οι ασύμμετροι κύκλοι στο εξώφυλλο;
Μου αρέσει πολύ που το ρωτάς αυτό, γιατί είμαι χαρούμενη με αυτό το εξώφυλλο! Η ιδέα μιας σειράς επάλληλων και εφαπτόμενων κύκλων με όλο και μεγαλύτερη διάμετρο, μια απλούστερη εκδοχή από εκείνα τα rotoreliefs που σχεδίαζε ο Μαρσέλ Ντισάν, ήταν του συγγραφέα και κριτικού λογοτεχνίας, Άρη Μαραγκόπουλου, ο οποίος είναι και Ιδρυτής της σειράς για την ελληνική πεζογραφία των εκδόσεων Τόπος. Όπως επεσήμανε και ο ίδιος σε σχετική μας συζήτηση, τόσο η υπόθεση του έργου όσο και ο τρόπος που πραγματεύομαι το υλικό μου για αναπτύξω αυτήν την υπόθεση συνδέονται με αυτούς τους κύκλους: υπάρχει μια σπειροειδής διαπλάτυνση του θέματος, το οποίο στη αρχή και φαινομενικά μοιάζει με την ιστορία απλώς ενός μπερδεμένου με τον εαυτό του και τον κόσμο οικογενειάρχη, αλλά, στη συνέχεια αφορά σε κάποιον ο οποίος δεν μπορεί να αποτινάξει την εμπειρία της ανάγνωσης από πάνω του και επιθυμεί όσο τίποτε άλλο να γίνει ο άνθρωπος κείμενο. Το κίτρινο χρώμα ήταν δική μου επιλογή, πάντα ήθελα ένα βιβλίο με κίτρινο εξώφυλλο, και εν προκειμένω επειδή ο βασικός χαρακτήρας είναι σαν να φωνάζει προσέξτε με είμαι εδώ, σκέφτηκα ότι το κίτρινο είναι το καταλληλότερο χρώμα για να αποδώσει το συναίσθημά του.
Η Καλλιρρόη Παρούση γεννήθηκε στην Ερµούπολη της Σύρου. Σπούδασε Νοµικά, Ευρωπαϊκό Πολιτισµό και Λογοτεχνία στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και στο Παρίσι. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το πρώτο βιβλίο της, η συλλογή διηγηµάτων Κανείς δε µιλάει για τα πεύκα (Κέδρος, 2016), τιµήθηκε µε το Βραβείο Πρωτοεµφανιζόµενου Συγγραφέα στην Πεζογραφία του περιοδικού Αναγνώστης.