Ακόμη ένα βιβλίο της διαλεχτής σειράς μουσικών αφιερωμάτων «33 ⅓», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Οξύ, έχει έρθει για να υπογραμμίσει την αξία ενός μαγικού που συνεχίζει την πορεία του ακάθεκτο, με μόνο κριτή τον χρόνο και την αγάπη του ακροατή. Αυτήν τη φορά, ο Eric Davis, φωτίζει το backstage περιβάλλον ενός εμβληματικού δίσκου, ο οποίος αναμφίβολα συγκαταλέγεται στο πάνθεον του rock n’ roll τόσο για την βαρύτητα των ονομάτων που βρίσκονται πίσω από αυτόν όσο και για την αρτιότητα που ενέχει η συνοχή των κομματιών.
Η αναφορά γίνεται στον τέταρτο δίσκο των Led Zeppelin, το γνωστό κατά κύριο λόγο Led Zeppelin IV, που όμως του έχουν αποδοθεί και άλλες ονομασίες όπως Four Symbols, Zeso, Runes και Untitled. Η ανάλυση ξεκινάει με τη θαυμάσια εισαγωγή του γνωστού μουσικού συντάκτη Γιάννη Αλεξίου, ο οποίος πραγματοποιεί μια γενική αποτίμηση στο έργο αυτού του θρυλικού συγκροτήματος αλλά και μια ειδική στο συγκεκριμένο άλμπουμ, για να ακολουθήσει στην πορεία η προσέγγιση του δημοφιλούς δημοσιογράφου Eric Davis, που πέρα από την αγάπη του για τη ροκ μουσική, τρέφει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον εσωτερισμό, κάτι που σχετίζεται άμεσα με το έργο των Led Zeppelin, όπως διαφαίνεται κατά τη διάρκεια και της ανάγνωσης, αν και είναι ήδη γνωστό, τουλάχιστον στο αειθαλές κοινό των Led Zeppelin, πως ο Jimmy Page ήταν από μικρός «ταγμένος» στο πνευματικό ψάξιμο του αποκρυφισμού και δεν ήταν λίγες οι φορές που προσπάθησε να τοποθετήσει διάφορα τέτοια στοιχεία στη μουσική του συγκροτήματος, γεγονός που γέννησε πολλές φήμες και γεγονός που παραμένει άγνωστο αν γινόταν με τη συγκατάβαση των υπόλοιπων μελών.
Έτσι, λοιπόν, τον Νοέμβριο του 1971, βγήκε ένας δίσκος που λόγω της εμμονής του συγκροτήματος και συγκεκριμένα του «ηγέτη» Jimmy Page, να παραμείνει άτιτλο, τα εμπορικά σημάδια φαίνονταν κάτι μακρινό για το δυναμικό της Atlantic, το οποίο ήταν ενάντιο σε αυτήν την κίνηση. Ενδιαφέρον έχει πως η επιλογή αυτή είχε διττή συμβολική σημασία για την μπάντα. Από τη μία, η έλλειψη συγκεκριμένου ονόματος ήταν η έμμεση απάντηση στους κριτικούς που είχαν προηγουμένως θάψει τον τρίτο δίσκο. Από την άλλη, αυτό το «κενό» έδινε στον ακροατή / καταναλωτή την ευκαιρία να επικεντρωθεί μονάχα στη μαγεία της μουσικής, προσδίδοντάς της ένα αινιγματικό ηχόχρωμα.
Η αινιγματική διάθεση του άλμπουμ, ενισχύθηκε και από την επιλογή του εξωφύλλου, όπου μια γέρικη μορφή κοιτάζει μυστηριωδώς την ευθεία μέσα σε μια προφανή παύση από αγροτικές εργασίες εν μέσω μιας ακαθόριστης έκτασης της βρετανικής επαρχίας. Οι απόψεις διίστανται έως και σήμερα σχετικά με την ταυτότητα του γέροντα αλλά και το σημείο. Άλλοι ισχυρίζονται πως η στάση και το βλέμμα του προσώπου δηλώνουν τον κόπο των απλών ανθρώπων και άλλοι ότι η επιλογή της φύσης για background, είναι μια δήλωση ενάντια στη βιομηχανοποίηση της εποχής, που όμως, όπως όλες οι επιλογές, έχει και αυτή το τίμημά της, καθώς η επαφή με τη φύση και τα πάρεργά της δεν είναι μια «εύκολη» υπόθεση.
Είναι προφανές το πόσο συντάραξε και συνταράσσει μια έξυπνα επιλεγμένη λίστα, αριστοτεχνικά δημιουργημένη, που περιέχει κατά τα άλλα κάποια από τα "hit" της μπάντας, όπως το "Black Dog", το "Rock n’ Roll", το "Stairway to Heaven" και το "When the Levee Breaks", αλλά και κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα τραγούδια της όλης πορείας τους, όπως το "The Battle of Evermore", το "Misty Mountain Hop", το "Four Sticks" και το "Going to California". Ο δίσκος διένυσε πρωτοφανή εμπορική επιτυχία, που βασίστηκε κυρίως στο συνθετικό μεγαλείο των τεσσάρων «τεράτων» της rock μουσικής αλλά και στη διαδικασία αγοράς από τους μύστες των βινυλίων εκείνη την εποχή. Η αγορά και η ακρόαση ενός βινυλίου αποτελούσε ολόκληρη ιεροτελεστία, ιδίως όταν ένας καλλιτέχνης δεν κυκλοφορούσε συχνά single, όπως στην προκειμένη περίπτωση.
Έτσι, το παλιρροϊκό κύμα των Led Zeppelin συνεπήρε και συνεπαίρνει έως και σήμερα έναν ατελείωτο αριθμό ακολουθών στον διάβα του. Πυρήνας αυτής της επιτυχίας ίσως να είναι ονειροπόληση, η ύπνωση και η σεξουαλική διέγερση που γεννάται με την πολύμορφη ένταση της μουσικής που φυσικά δεν έλειπε από τις συναυλίες τους ή η εκρηκτική λίστα του IV που δεν αφήνει σε ησυχία τον ακροατή λόγω της σαγηνευτικής της ενέργειας ή ο συγκερασμός στοιχείων από τα blues αλλά και την ανατολή (περισσότερο στο κομμάτι της σύνθεσης και όχι στην επιλογή μουσικών οργάνων), μα κυρίως, ο διαβολεμένα ηλεκτρισμένος ήχος και ηγετικός ρόλος του Jimmy Page, η μοναδική ερμηνευτική τοποθέτηση του Robert Plant μέσω της επιβλητικής του φωνής, η ενορχηστρωτική μαεστρία του πολυεργαλείου που λέγεται John Paul Jones και μπορούσε να καταπιαστεί με πολλά όργανα και τέλος, ο εκρηκτικός μηχανισμός που δημιουργείται από το παίξιμο των τυμπάνων του John Bonham, που ακούγεται λες και προέρχεται από τα έγκατα της γης, από το καρδιοχτύπι του κόσμου.
Παρά την επίμονη έως και εμμονική αναφορά του Davis στα αποκρυφιστικά στοιχεία του Jimmy Page και τον επηρεασμό του από τον Aleister Crowley, που συχνά συγκαλύπτει το ενδιαφέρον για περαιτέρω πληροφορίες της δημιουργίας αυτού του δίσκου, ο Davis ουσιαστικά κάνει μια αυτονόητη δήλωση. Αυτό το γκρουπ δημιουργήθηκε με έναν σκοπό, να μείνει στην ιστορία. Όχι απλά τον πέτυχε αλλά συνεχίζει να τον πετυχαίνει κάθε μέρα, παρόλο που η διάλυσή τους βρίσκεται πλέον τόσο πίσω λόγω της αιφνίδιας απώλειας του Bonham (1980) από αναρρόφηση, γεγονός που έκανε κυρίως τον Plant να απομακρυνθεί από την οποιαδήποτε επίσημη σύμπραξη του συγκροτήματος υπό την σκέπη του ίδιου ονόματος.
Το Led Zeppelin - IV της σειράς μουσικών βιβλίων 33 1/3 κυκλοφορεί σε μετάφραση Πάνου Τομαρά, από τις εκδόσεις Οξύ και το Avopolis:
[Αγορά]
33 1/3: Μία σειρά βιβλίων για κορυφαίους δίσκους που διαβάζεται δυνατά