Ο Γκυ ντε Μωπασάν δεν υπήρξε απλώς ο σημαντικότερος Γάλλος νατουραλιστής διηγηματογράφος του 19ου αιώνα∙ ήταν μια περίπτωση sui generis. Αν και τυπικά δεν θεωρείται poète maudit, το έργο του διεκδικεί μια έκκεντρη θέση πλάι σ’ αυτό των «καταραμένων» (Βερλέν, Ρεμπώ, Μποντλέρ)∙ συγχρόνως, θέλγεται από τους αλλόκοτους κόσμους του Πόε, απηχεί την απαισιοδοξία του Σοπενάουερ και προοικονομεί τις δυστοπίες του Κάφκα. Έγραψε σε μια διαρκή παραζάλη αυτοκαταστροφής, κινούμενος ανάμεσα στη μεγαλοφυία και την παραίτηση, με την αρρώστια να κατατρώει το κορμί και το μυαλό του. Ο τρόμος της ψυχασθένειας και η ροπή προς την αυτοχειρία επανέρχονται με αδιάπτωτη συναισθηματική ένταση στα γραπτά του. Στα καθ’ημάς, θα μπορούσαν να εντοπιστούν εκλεκτικές συγγένειες με τη ζωή και το έργο του Γιώργου Βιζυηνού.
Ο Γκυ ντε Μωπασάν (Henri Rene Albert Guy de Maupassant) γεννήθηκε το 1850 στο Τουρβίλ-συρ-Αρκ της Νορμανδίας. Η παιδική και εφηβική του ηλικία στιγματίστηκε από τις συγκρούσεις ανάμεσα στους γονείς του και τον χωρισμό τους, αλλά και από τη φοίτησή του ως οικοτρόφου στο εκκλησιαστικό Κολέγιο της πόλης Ιβετό (1863-1869). Ξεκίνησε να γράφει σε ηλικία δεκατριών χρόνων και συνέχισε να δουλεύει εντατικά μέχρι το τέλος της ζωής του. Σε ηλικία δεκαεννέα ετών άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στη Νομική Σχολή της γαλλικής πρωτεύουσας και αργότερα προσλήφθηκε στο δημόσιο. Το 1867 γνωρίστηκε με τον Γκυστάβ Φλωμπέρ, που θα εξελισσόταν σε μέντορά του. Τον Αύγουστο του 1870, λίγο μετά την έκρηξη του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, επιστρατεύτηκε. Τα βιώματά του από τον ταπεινωτικό για τη Γαλλία πόλεμο τα μετέπλασε αργότερα σε μερικά από τα καλύτερα διηγήματά του, στα οποία απορρίπτει τον σοβινισμό και τον πολεμοκάπηλο ρεβανσισμό και υιοθετεί μια αποστασιοποιημένη από την κυρίαρχη ιδεολογία ματιά. Μετά την αποστράτευσή του εργάστηκε στο υπουργείο Ναυτιλίας.
Το 1874 γνωρίστηκε στο σπίτι του Φλωμπέρ με τον Εμίλ Ζολά. Ο συγγραφέας του Κατηγορώ και της Νανά τον εισήγαγε σ' έναν κύκλο μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής. Στα μέσα της δεκαετίας του 1870 ο Μωπασάν έγινε δεκτός στον παρισινό λογοτεχνικό κύκλο που περίβαλλε τον Ζολά, τους αδελφούς Γκονκούρ, τον Ντωντέ, τον αυτοεξόριστο από την τσαρική Ρωσία Ιβάν Τουργκένιεφ. Ο Μωπασάν παραιτήθηκε από το υπουργείο και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στη συγγραφή, δημοσιεύοντας κείμενά του κυρίως στην επιθεώρηση Gil Blas και στο εκδοτικό οίκο Le Gaulois.
Το 1880, με τη βοήθεια του Ζολά, εκδόθηκε το διήγημά του Χοντρομπαλού χάρη στο οποίο αναγνωρίστηκε ως μείζων διηγηματογράφος. Την ίδια εποχή, ο Μωπασάν παραδόθηκε ψυχή τε και σώματι στα παρισινά θέλγητρα. Σύντομα κόλλησε σύφιλη, που στάθηκε η αιτία για τη σταδιακή κατάρρευση της υγείας του και τον πρόωρο θάνατό του, το 1893, σε ψυχιατρική κλινική στο Παρίσι. σε ηλικία μόλις σαράντα τριών ετών. Πρόλαβε ωστόσο να δημιουργήσει, κυρίως κατά τη δεκαετία του 1880, ένα έργο εντυπωσιακό σε όγκο (περισσότερα από τριακόσια διηγήματα, έξι μυθιστορήματα, χρονογραφήματα, θεατρικά έργα κ.ά.), θεματικό εύρος και υφολογική ποικιλία.
Στα 310 διηγήματά του έχει καταγράψει την πραγματικότητα σε όλες της τις εκφάνσεις, αποστασιοποιημένα, χωρίς να αναπτύσσει κοινωνικούς προβληματισμούς, με ύφος λιτό και ακριβές, άλλοτε ανάλαφρο και περιπαικτικό και άλλοτε πικρό και ζοφερό.
Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά:
Στις Πόρνες, ο Μωπασάν παραθέτει εννέα διηγήματα με θεματικό άξονα τις «κοινές γυναίκες» στη Γαλλία της περιόδου 1870-1890: μικρές ιστορίες δοσμένες νατουραλιστικά, άλλοτε σκληρές και σκοτεινές κι άλλοτε τρυφερές ή χιουμοριστικές. Χωρίς να ηθικολογεί, και με τη γνωστή του λεπτή ειρωνεία, ο Μωπασσάν περιγράφει όλες τις πτυχές του κοινωνικού φαινομένου της πορνείας, ταξινομώντας κατά κάποιον τρόπο μέσα από την αφήγησή του όλους τους «τύπους» της πόρνης.
Στους Αυτόχειρες ο Μωπασάν διερευνά την ενόρμηση θανάτου που απαντά στην τρέλα: τη διαταραχή της ταυτότητας του εγώ, την κατάλυση της ενότητάς του. Η θανατολογία του Μωπασάν συνιστά μια κατάδυσή στον ζοφερό εσωτερικό κόσμο τού ανθρώπου και την αποτυπώνει όσα συμβαίνουν στις βαθύτερες ζώνες της ανθρώπινης συνείδησης. Ο συγγραφέα ως ψυχολόγος περατώνει την εμμονή του: τη λογοτεχνική μελέτη του θανάτου.
Στο Μια ζωή αφηγείται τον έρωτα της νεαρής Ζαν, η οποία έχει μόλις βγει από το μοναστήρι, γεμάτη προσδοκίες για την ευτυχία. Ο υποκόμης Ντε Λαμάρ τη γοητεύει με τη χάρη, την ευγένεια και τη διακριτική του τρυφερότητα. Ανεπιφύλακτα η Ζαν δέχεται να γίνει γυναίκα του. Αμέσως μετά το γαμήλιο ταξίδι, οι αυταπάτες αρχίζουν να γκρεμίζονται.
Οι Ιστορίες της μέρας και της νύχτας μάς ταξιδεύουν στις απόκρημνες ακτές της Νορμανδίας, στο γλυκό φως του γαλλικού Νότου, όμως και στην άγρια και σκληρή Κορσική: αγάπη, τρυφερότητα, επιθυμίες, αλλά και φόνος γονιών, μέθυσοι, δειλοί αστοί, πανούργοι χωριάτες, εικόνες από έναν κόσμο γεμάτο αντιθέσεις, όπου ο συγγραφέας αποτυπώνει τη ροή της ζωής, τη μέρα και τη νύχτα, σε μια συνέχεια, δίχως τέλος.
Η Χοντρομπαλού (1880) θεωρείται το magnum opus του συγγραφέα. Νορμανδία, 1870. Μέσα στη δίνη του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, δέκα πολίτες της Ρουέν προσπαθούν να διαφύγουν από την κατεχόμενη πόλη, επιβαίνοντας σε μια άμαξα. Οι επιβάτες αποτελούν μικρογραφία της γαλλικής κοινωνίας: ευγενείς, αστοί και δύο μοναχές συνιστούν την ομάδα των καθωσπρέπει, που εκπλήσσονται δυσάρεστα όταν ανακαλύπτουν ότι συνταξιδεύουν με μια νεαρή πόρνη. Κατά τη διάρκεια του αναγκαστικού συγχρωτισμού τους τα εθνικά και κοινωνικά στερεότυπα ανατρέπονται: ενώ τα ευυπόληπτα πρόσωπα τηρούν στάση ιδιοτελούς ουδετερότητας απέναντι στον κατακτητή, η Χοντρομπαλού εκφράζει έναν αγνό και πηγαίο πατριωτισμό. Επιπλέον, με την αξιοπρέπεια, τη γενναιοδωρία της και τα ειλικρινή της αισθήματα, σε αντιδιαστολή με την υποκρισία των συνεπιβατών της, διαψεύδει τις προκαταλήψεις που συνδέονται με το ήθος και την κοινωνική της θέση.
Ο Εξαποδώ (Le Horla) δημοσιεύθηκε στις 25 Μαΐου του 1887 στην επιθεώρηση Gil Blas – που εξέλαβε την ονομασία της από το ομώνυμο, αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Alain-René Lesage (γράφτηκε μεταξύ του 1715 και του 1735). Η λέξη Horla συνιστά νεολογισμό∙ προέρχεται από τις γαλλικές λέξεις hors (έξω) και là (εκεί) και ερμηνεύεται ως ο Εξωτερικός, ο Εκεί έξω ή ο Εξαποδώ, ενδεχομένως ο Διάβολος. Την εποχή που έγραφε το έργο, ο Μωπασάν είχε ήδη προσβληθεί από σύφιλη και αναγνώριζε τα σημάδια της αρρώστιας που εξελισσόταν στο κορμί και στο μυαλό του.
Έντονα αυτοβιογραφικό, το εκτενές διήγημα αποτυπώνει ένα μοτίβο που χαρακτήρισε και τον ίδιο τον συγγραφέα όσο ζούσε: τρέλα, αλλοιωμένη κατάσταση συνείδησης και τρόμος μπροστά σ’ εκείνες τις ανεξήγητες επιδράσεις που αφήνουν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στο σώμα.
Η ζωή ενός ανθρώπου σ' ένα χωριό στις όχθες του Σηκουάνα ταράζεται όταν αρχίζει να ονειρεύεται πως ένα μυστηριώδες, άυλο ον τον επισκέπτεται κάθε νύχτα και προσπαθεί να ρουφήξει τη ζωή από μέσα του. Πιστεύει πως «κάποιος» τον ακολουθεί παντού, τον παραμονεύει, θέλει να τον υποδουλώσει, να τον κάνει κτήμα του. Κι όταν, μετά από μια σειρά από πειράματα, βεβαιώνεται για την ύπαρξη του απρόσκλητου επισκέπτη, αρχίζει να μηχανεύεται τρόπους για την εξόντωσή του.
Ο Εξαποδώ είναι κλασικό σημείο αναφοράς στη λογοτεχνία του φανταστικού. Ο Μωπασάν εισάγει μια σειρά από καινοτομίες, από τις οποίες η σημαντικότερη έγκειται «στο στοιχείο της έντονης υπαρξιακής κρίσης που πυροδοτεί το ανεξήγητο καθώς και στην εγκατάσταση του τρομακτικού μέσα στην ίδια την καθημερινότητα του πρωταγωνιστή, που χάνει σταδιακά τα καθησυχαστικά χαρακτηριστικά της και καταλήγει ανοίκεια και βασανιστική».
Στο ημερολόγιο του ανώνυμου αφηγητή καταγράφονται οι δυσοίωνες εμπειρίες του μέσα σε διάστημα τεσσάρων περίπου μηνών. Διακατέχονται από αμεσότητα και ειλικρίνεια που εμπλέκουν εξαρχής τον αναγνώστη και τον καθιστούν συνένοχο. Από την πρώτη κιόλας καταχώριση γίνεται φανερό ότι η ταυτότητα του αφηγητή δέχεται, θα λέγαμε, μια εξωτερική, απροσδιόριστη επίθεση από ένα απειλητικό και αταξινόμητο πλάσμα (κάτι σαν τον Μεγάλο Άλλο του Φρόυντ). Ο Εξαποδώ θα θελήσει να οικειοποιηθεί ύπουλα το ζωτικό χώρο του αφηγητή και να τον εκτοπίσει.
Ο αφηγητής επιχειρεί να διαφύγει στο Μον-σεν-Μισέλ για να ξαναβρεί τη λογική του. Η επιλογή του τόπου δεν είναι τυχαία: στη μοναστηριακή κοινότητα του Μον-Σεν-Μισέλ μεταφράστηκε, με πηγή της προγενέστερες αραβικές μεταφράσεις, για πρώτη φορά στα λατινικά ο Αριστοτέλης. Όμως η θρησκεία και η φιλοσοφία δεν του προσφέρουν διαφωτιστικές απαντήσεις. Ο αφηγητής-ήρωας επιστρέφει στο Παρίσι, αναζητώντας τη συνδρομή της επιστήμης, που επίσης δεν του προσφέρει ικανοποιητικές λύσεις.
Μπροστά την επέλαση του υπερφυσικού και του παράδοξου, ο αφηγητής αισθάνεται ηττημένος από την αλλόκοτη αυτή ύπαρξη που εξασκεί πάνω του εξουσία και του απομυζά όλο το σφρίγος, προκαλώντας του ψυχοσωματικά συμπτώματα που κάνουν τη ζωή του αφόρητη κι εξουθενωτική.
Η αγωνία και η δυσφορία του αφηγητή δεν θα αργήσει να καταλήξει σε παροξυσμό και παραλήρημα. Σ’ ένα κρεσέντο παράνοιας, στη πιο εμβληματικό επεισόδιο του βιβλίου, ο ήρωας διαπιστώνει έντρομος μπροστά στον καθρέφτη πως δεν διαθέτει αντανάκλαση. Η ψυχασθένεια έχει απορροφήσει ολοκληρωτικά την ταυτότητά του.
Το Εξαποδώ συμπληρώνουν τα διηγήματα Κόμη και Όραμα που είναι εξίσου εμποτισμένα από τη ζοφερή/νοσηρή ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στο λογοτεχνικό σύμπαν του Μωπασάν.
Την έκδοση εικονογραφούν οι πίνακες του Μάουρο Κασιόλι (Mauro Cascioli, Μπουένος Άιρες, 1978). Αυτοδίδακτος, ο Κασιόλι άρχισε να σχεδιάζει επαγγελματικά σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Έχει δημιουργήσει πολυάριθμες αφίσες για ταινίες μεγάλου μήκους και εξώφυλλα περιοδικών, ενώ είναι δραστήριος και στον χώρο των κόμικ. Έχει συνεργαστεί τόσο με την DC όσο και με την Marvel. Επηρεασμένος από υπερβατική ποίηση του Λοτρεαμόν και του Ουίλιαμ Μπλέικ, ως καλλιτέχνης είναι επηρεασμένος από το αισθητικό ύφος του Άλμπρεχτ Ντίρερ, του Κιταγκάβα Ουταμάρο, του Ένμουντ Ντιλάκ και από τους συμβολιστές του 19ου αιώνα. Ο ίδιος σημειώνει ότι «η εικονογράφηση για μένα είναι ένα όχημα που μου επιτρέπει να αποκαλύψω τα μυστήρια που κρύβονται στα βάθη της ψυχής, τα οποία, σε πολλές περιπτώσεις, δεν μπορούν να εξηγηθούν λεκτικά». Στον Εξαποδώ οι εικονογραφήσεις του, σκιάσεις ή παραλλαγές της ώχρας, που συνδυάζουν το ιμπρεσιονισμό με το γκροτέσκο, υπερβαίνουν κάθε σωματικό ή ψυχικό πλαίσιο, συστήνοντάς ένα ανεξιχνίαστο σύμπαν που αποκαλύπτει τη στενότητα της λογικής ματιάς.
Ο Εξαποδώ Και άλλες υπερφυσικές ιστορίες
Οξύ – Brainfood, 2023
Μετάφραση: Ιλέην Ρήγα, Χαρά Σκιαδέλλη
Εικονογράφηση: Mauro Cascioli
σελ. 72