Ένα κόκκινο νήμα συνδέει τον Μπωντλαίρ, τον Μπρετόν, τον Μπένγιαμιν, και τον Ντεμπόρ
«Λέγαμε: Όποιος δεν δημιουργεί, δεν δακρύζει [...] Όποιος δεν βουρκώνει δεν γελάει. Όποιος δεν σκάει στα γέλια, δεν ξέρει τι θα πενθήσει. Όποιος δεν γυρίζει, δεν μυρίζει. Όποιος δεν μελετάει Έγελο, πώς θα νιώσει Άκη Πάνου; Όποιος αγαπάει, δεν πονάει. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται ότι la vie est belle, πώς θα αντιληφθεί ότι είναι et facile; Όποιος δεν καπνίσει, πώς θα βήξει; Όποιος τις νύχτες περπατεί, τις νύχτες περπατεί, τις νύχτες περπατεί [...] Όποιος δεν είναι σκακιστής της πρόζας, είναι ανήμπορος να γράψει πειστικό παραλλήρημα. Όποιος δεν ξέρει τι κάνανε στην Τέχνη οι ντανταϊστές, δεν θα καταφέρει να γράψει πειστικό νατουραλισμό...»
Αθήνα σήμερα. Αθήνα μπρος και πίσω στον χρόνο. Σε αυτό το βιβλίο ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης με τη χειμαρρώδη, σχεδόν καταιγιστική αφήγηση γίνεται ο χρονικογράφος «των στοιχειών και των αερικών της Κυψέλης» και «της Shakespeare Squadron»... Ανασταίνει πολύ παραστατικά μια εποχή και την επανασυστήνει στους νεότερους, την ίδια στιγμή σύγχρονοί μας καλλιτέχνες, διανοούμενοι, συγγραφείς γίνονται ήρωες, συνομιλούν και περπατούν στους δρόμους της Κυψέλης, της γειτονιάς-καταφύγιο και ορμητήριο του συγγραφέα.
Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Έχει εργαστεί στην ελληνική ραδιοφωνία (Δεύτερο πρόγραμμα, ΕΡΑ4, Εν Λευκώ, Στο Κόκκινο, Κανάλι 1 Πειραιάς και 24/7). Διατήρησε τη στήλη του βιβλίου Radio Bookspottinh στη Lifo και συνεργάστηκε με την Ελευθεροτυπία για δέκα χρόνια. Ίδρυσε και διήυθυνε τις επιθεωρήσεις Propaganda και Κορέκτ. Έγραψε την “Τριλογία του χάους” (Εστία) και την “Τριλογία της Αβανγκάρντ” (Κριτική) Στη Βραχεία Λίστα για το Κρατικό Βραβείο Μετάφρασης 2018 (George Saunders, “Λήθη και Λίνκολν”, Ίκαρος). Στη Βραχεία Λίστα για το Κρατικό Βραβείο Μαρτυρίας 2021 (“Η Κοκό τη Κοπεγχάγη”).
Ας ξεκινήσουμε με τον τίτλο. Πώς προέκυψε; Προοιωνίζεται «νουάρ» καταστάσεις… Πώς συνδέεται με τις ντρίπλες του Ζιντάν, το Τούνελ του Γουίλιαμ Γκας, την Κλέφτρα των φρούτων και τον κινηματογράφο του Καουρισμάκι;
Συχνάζω, καιρό τώρα, σε στέκια που ανθίστανται στην αδυσώπητη εκσυγχρονιστική/εξευγενιστική (my eye!) λαίλαπα, όπου έξοχοι τύποι κάποιας ηλικίας βρίσκουν θαλπωρή, κουβεντιάζουν, καλαμπουρίζουν, λογομαχούν, συνδιαλέγονται, τραγουδάνε, και χορεύουν απολαμβάνοντας τάχατες ντεμοντέ (αλλά διαχρονικά) μεζεδάκια, κρασάκι, και τσίπουρο. Πάντα έχω το σημειωματάριο μαζί μου, καταγράφω τι λένε, τους φωτογραφίζω, τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας.
Στο μαγέρικο «Μυρτιά», στην οδό Αληθείας, ένα απομεσήμερο, έπεφταν μπινελίκια καθότι ένας απ᾽ αυτούς (όπως έχει συμβεί και σ᾽ εμένα πολλές φορές) κοπάνησε οδυνηρά την κνήμη του σ᾽ έναν αναθεματισμένο κοτσαδόρο. Κι έτσι ακούστηκε, κάποια στιγμή, η απίστευτη ντοκιμαντερίστικη αληθής φράση περί νεκροφόρων και κοτσαδόρων. Τωόντι, μόνο οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο — τι να τον κάνουν; Η φράση έγινε τατουάζ στο μυαλό μου, ενέχει μια λοξή αισιοδοξία, αν την καλοσκεφτείς, ένα αίθριο χιούμορ. Ό,τι αγαπάω, διαπίστωσα, δεν έχει κοτσαδόρο: το στρατηγικό παιχνίδι του Ζιντάν, το μεγαλειώδες Τούνελ, οι περιπλανήσεις στην Κλέφτρα των φρούτων, ο βαθύτατος και, ναι, ηδύτατος ανθρωπισμός του Κουρισμάκι.
Την αφήγηση εισάγει μια υπόρρητη διαλεκτική ανάμεσα στον Γιόνας Μέκας και τον Γκυ Ντεμπόρ. Πώς κατέληξες στη μεταξύ τους σύνδεση; Ο Ντεμπόρ και οι situationnistes (καταστασιακοί) είναι λίγο-πολύ γνωστοί, όμως θα ήθελα να ανοίξουμε το κεφάλαιο «Μέκας».
Λειτουργώ καλειδοσκοπικά και, συνάμα, συνδυαστικά. Διακρίνω ότι η εργασία του Μέκας αποτελεί συμπλήρωμα στην εργασία του Ντεμπόρ. Εμμένουν, και οι δύο, στην εποποιΐα της καθημερινής ζωής, υπάρχει ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο στις δημιουργίες τους — ο Μέκας, άλλωστε, ήθελε να σπουδάσει φιλοσοφία και σ᾽ όλη του τη ζωή μελετούσε Νίτσε, Καντ, Χέγκελ, και Χάιντεγκερ.
Το κινηματογραφικό του στυλ είναι μοναδικό, όπως και του Ντεμπόρ. Παίρνει θραύσματα και τα μοντάρει, συνθέτει ένα φιλμικό φιλοσοφικό σύστημα από fragmenta, ένα σύστημα που εκθειάζει την αγάπη και τη φιλία, ένα σύστημα που καταφάσκει στη ζωή, κι εδώ συνδέεται πολύ με το άλλο μεγάλο ανάρχι, τον Χένρυ Μίλλερ. Όλο το έργο του Μέκας είναι ένα ύψιστο Ναι! Ναι! Ναι! στο συναίσθημα, στη συγκίνηση, στο γέλιο, στην ύπαρξη. Κινηματογραφεί χορτάρια, κύματα, λουλούδια, χειρονομίες, χαμόγελα, βλέμματα, πάντα με ανυπέρβλητη τρυφερότητα. Ο Γιόνας Μέκας είναι ένα αέναο μανιφέστο αισιοδοξίας μες στο ζόφο, μια πηγή κελαρυστής αντίστασης στους περιορισμούς και τις συμβάσεις. Μέγας Μέκας! Μέγιστο ανάρχι!
Τι συνδέει τον Φλανέρ με τον Λετριστή; Η αέναη πλάνη; Οι Λετριστές είναι κατά κάποιο τρόπο «ξεχασμένοι» ανάμεσα στις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα. Rewind?
Ουσιαστικά πρόκειται για την ίδια στάση ζωής με διαφορά μερικών δεκαετιών. Ένα κόκκινο νήμα συνδέει τον Μπωντλαίρ, τον Μπρετόν, τον Μπένγιαμιν, και τον Ντεμπόρ. Πρόκειται για την ιστορία της αβανγκάρντ. Οι λετριστές θέλησαν να πραγματώσουν το πρόγραμμα του μοντερνισμού μέσα στην καθημερινή ζωή και να ξαναπιάσουν τα όσα ρηξικέλευθα έμειναν στη μέση λόγω ναζισμού και Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ανάμεσα στα οποία ήταν και η εξερεύνηση της μεγαλούπολης, η ριζοσπαστική μελέτη του αστικού τοπίου, η μετατροπή του εν λόγω τοπίου σε επαναστατικό παιγνιότοπο.
Ο Ντεμπόρ το προχώρησε, εισήγαγε την έννοια και πρακτική της dérive — πρόκειται ακριβώς για περιπλάνηση/εξερεύνηση που οδηγεί στον σχεδιασμό ανατρεπτικών καταστάσεων. Επίσης εισήγαγε την οιονεί επιστήμη της ψυχογεωγραφίας, ένα είδος χαρτογράφησης του χάους στην πόλη, και της υπέρβασής του.
Ω ναι rewind, αλλά όχι νοσταλγικό. Rewind, διότι πολλά απ᾽ όσα συνέβησαν στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 επανέρχονται στην επικαιρότητα, συγκινούν, προσφέρουν τρόπους κρίσιμης εναντίωσης στα όσα μας ταλανίζουν σήμερα. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι πρόσφατα κυκλοφόρησε μια πολυσέλιδη βιογραφία του Ιζιντόρ Ιζού (Isidore Isou,1925 – 2007), ιδρυτή του Λετρισμού, ότι πέφτουν βροχή τα διδακτορικά, τα βιβλία, και οι εκθέσεις σχετικά με τον Ντεμπόρ, τους λετριστές, και τους καταστασιακούς.
Θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι οι Νεκροφόρες είναι μυθιστόρημα ψυχογεωγραφικής τεκμηρίωσης, μυθιστορηματική έκθεση ιδεών και πρακτικών που επεξεργάστηκαν οι leader της αβανγκάρντ του 20ού αιώνα.
Περισσότερο και από τον Τζόυς ή τους μπητ, στον πυρήνα αυτού του βιβλίου σου διακρίνω τον Πέτερ Χάντκε και τον Σάμιουελ Μπέκετ. Με ποιους τρόπους σε έχουν επηρεάσει ο καθένας τους;
Υπάρχουν συνδετικά σημεία ανάμεσα σε όλους αυτούς. Οι μπητ πασιφανώς επηράστηκαν από τον Τζόυς, ομοίως και οι καταστασιακοί, ιδίως από την έμφαση του μεγάλου εξόριστου Ιρλανδού στην καθημερινή ζωή, αλλά και λόγω της ακάματης επιμονής του να εισάγει καινοτομίες στη γραφή.
Ο Μπέκετ και ο Χάντκε είναι σπουδαίοι οδοιπόροι και περιπατητές, έχουν γυρίσει την Ευρώπη με τα πόδια. Κι ακόμα, ο Μπέκετ είναι ένας μεγάλος διερευνητής του εσωτερικού σύμπαντος, που τον συμπληρώνει ο Χάντκε ως μεγάλος εξερευνητής του εξωτερικού σύμπαντος. Οι Νεκροφόρες είναι ένα εκκρεμές ανάμεσα στο μέσα και στο έξω.
Κάνεις λόγο για «διαγουαλασιακούς στη Ρώμη», «πυντσονολάτρες στο Εδιμβούργο» και «μπολανιομανείς» στη Βαρκελώνη. Σε ποιους αναφέρεσαι και, αν θα ήθελες, ένα σχόλιο για τον καθένα από τους τρεις εν λόγω συγγραφείς.
Δεν λείπει το χιούμορ από τις Νεκροφόρες. Καίτοι δεν στερείται αληθείας, φαντάστηκα ένα κίνημα φανατικών του Πύντσον, του Μπολάνιο, και του Γουάλας σε διάφορες μεγαλουπόλεις. Στην Αθήνα είναι ευτύχημα το ότι διαθέτουμε τέτοιους φανατικούς και το ότι μελετούν και συζητούν περιπαθώς τους τρεις αυτούς ιλιγγιώδεις συγγραφείς.
Ο Τόμας Πύντσον είναι μια επίμονη παρουσία στο γραφείο και στο μυαλό μου, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 (σαράντα χρόνια, oh my God!), την οποία παρουσία συνοδεύουν πια αυτή του Μπολάνιο (που τον έμαθα εδώ και καμιά εικοσαριά χρόνια από τον ποιητή Ντίνο Σιώτη), και του λεγόμενου πυραυλοκίνητου Γουάλας (δεν θα πάψω ποτέ να εκφράζω, όπου βρεθώ κι όπου σταθώ, την ευγνωμοσύνη μου στον comrade Κώστα Καλτσά που επέμεινε να διαβάσω Γουάλας).
Αυτοί οι τρεις δημιουργοί έχουν προλογίσει τη μυθιστοριογραφία του 21ου αιώνα.
Επικαλείσαι τον Μαρξ (απόσπασμα επιστολής του στον Ένγκελς) – όπως κι αυτός με τη σειρά του τον Χέγκελ: «Μπορεί να γελοιοποιηθείς. Αλλά με λίγη διαλεκτική μπορεί κανείς πάντα να τα βγάλει πέρα». Με ποιο τρόπο προέκτεινε αυτή τη συλλογιστική ο Ντεμπόρ;
Σε μιαν επιστολή του, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Ντεμπόρ έγραψε: «Με τη διαλεκτική διευθετούνται τα πάντα», κλείνοντας εμφανώς το μάτι στον Μαρξ, τον οποίο διάβαζε συστηματικά — όπως άλλωστε και τον Χέγκελ. Σε όλο του το βίο, ο leader των καταστασιακών, δεν έπαψε να σκέφτεται, και να δρα, διαλεκτικά.
Έχεις μελετήσει συστηματικά το έργο του Ουίλιαμ Μπάροουζ και έχεις δημοσιεύσει σχετικά το βιβλίο William S. Burroughs – Το ιλιγγιώδες καλειδοσκόπιο(εκδ. Κριτική).Ο «Γέρος του Βουνού» είναι πανταχού παρόν και σε αυτό το βιβλίο σου, όμως θα ήθελα να σταθούμε περισσότερο στο κεφάλαιο Beat Hotel. Τι ήταν το Beat Hotel και ποιες πρωτοπορίες φιλοξένησε;
Το περιλάλητο Beat Hotel ήταν ένα ελεεινό και τρισάθλιο πανδοχείο, κοντά στη Νοτρ Νταμ, συγκεκριμένα στη Rue Gît-le-Cœur, ίσως το πιο φτηνό σε όλο το Παρίσι. Το διηύθυνε η Μαντάμ Ρασού, που αγαπούσε τους καλλιτέχνες και τους πρόσφερε ό,τι μπορούσε, μάλιστα δεχόταν να πληρώνεται, από τους μη έχοντες επαρκές παραδάκι, όχι με χρήματα αλλά με σκίτσα και χειρόγραφα.
Εκεί βρήκαν κατάλυμα οι ενδεείς τότε πρωτοσύγκελοι της Beat Generation: ο Μπάροουζ, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ (μοναδικό στόλισμα στην κάμαρά του ήταν μια φωτογραφία του Αρθούρου Ρεμπώ κομμένη από περιοδικό και καρφωμένη στον γεμάτο ραγισματιές τοίχο), και ο Γκρέγκορι Κόσμο, ο οποίος μάλιστα βάφτισε το πανδοχείο Beat Hotel.
Το σημαντικό είναι ότι εκεί συνεργάστηκε ο Μπάροουζ με τον Μπράιον Γκάιζιν και, συμφωνώντας ότι η λογοτεχνία είναι 50 χρόνια πίσω από τις καινοτομίες στα εικαστικά (ιδίως του κυβισμού και του ντανταϊσμού), επινόησαν τη φημισμένη μέθοδο των cut-up και fold-in, ένα είδος λογοτεχνικού κολάζ. Είχε, βέβαια, προηγηθεί, κατά μία δεκαετία, η μέθοδος détournement (μεταστροφή) που εισήγαγε και άσκησε τολμηρά ο Ντεμπόρ. By the way, εδώ και χρόνια σκαλίζω τις σχέσεις, έως τώρα ελάχιστα εξιχνιασμένες, ανάμεσα στην Beat Generation και τους καταστασιακούς. Δεν είναι λίγες.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι υπήρξε και ένας συνδετικός κρίκος: ο Αλεξάντερ Τρόκκι (Alexander Trocchi, 1925 - 1984), ο οποίος είχε την τιμή να είναι ο μοναδικός άνθρωπος που συμμετείχε ενεργά στο μπητ, στο λετριστικό, και στο καταστασιακό κίνημα, όντας φίλος τόσο του Μπάροουζ όσο και του Ντεμπόρ. Ο Τρόκκι κάνει, φυσικά, την εμφάνισή του και στις Νεκροφόρες!
Τι ήταν το ιστορικό Αλαμούτ και πώς μπορεί κανείς να «οχυρώσει» στη συγχρονία το δικό του Αλαμούτ, προσωπικό ή συλλογικό;
Ήταν το απόρθητο οχυρό του θρυλικού Χασάν-ι-Σαμπάχ (1050-1124), που είναι γνωστός ως Γέρος του Βουνού. Αυτός ίδρυσε το περιβόητο Τάγμα των Ασασίνων. Φημολογείται ότι τα τελευταία του λόγια ήταν: «Τίποτα δεν είναι αληθινό, τα πάντα επιτρέπονται», τα οποία έχει σχολιάσει ο Νίτσε. Λέει πολλά το ότι χρησιμοποιήθηκαν πλειστάκις από τον Μπάροουζ, ενώ τη συναντάμε, σε κρίσιμο σημείο, στο έργο In girum imus nocte et consumimur igniτου Ντεμπόρ, ως τη φράση-σύνθημα-κλειδί της έμπρακτης φιλοσοφίας του.
Το Άλαμουτ για μένα, είναι σύμβολο της ψυχονοητικής οχύρωσης, σε καιρούς κατακερματισμού της πραγματικότητας, έκλειψης της λογικής, και ύφεσης των συναισθημάτων, της συγκίνησης, και της δημιουργικότητας.
Το εκάστοτε γραφειόσπιτό μου το λέω Νέο Άλαμουτ. Φιλεύω φίλους, συζητάμε για τα όσα συμβαίνουν, γλεντάμε, κλαίμε, κάνουμε σχέδια για το μέλλον, γελάμε, στήνουμε εκθέσεις εικαστικών, ακούμε δίσκους. Είναι τόσο προσωπική όσο και συλλογική οχύρωση, με άρωμα Κυψέλης, με θάλπος, με όσο κέφι καταφέρνουμε κάθε φορά να επιστρατεύσουμε.
«Though they go mad they shall be sane/Though they sink through the sea they shall rise again;/Though lovers be lost love shall not;/And death shall have no dominion». To “And death shall have no dominion” του Ντύλαν Τόμας έχει ρόλο λαιτμοτίβ; Αναθυμάσαι φίλους που έφυγαν, ενδεχομένως;
Μέγας Ντύλαν Τόμας! Ναι, το ποίημα αυτό είναι μια από τις προσευχές μου. Δυστυχώς, πολλοί πολύτιμοι φίλοι μου αναχώρησαν, όπως λέω, για τους λειμώνες τ᾽ ουρανού. Μπορείς να πεις ότι ζω ανάμεσα στα φαντάσματα των τεθνεώτων φίλων μου και των ζώντων φίλων μου. Και καθώς δεν είναι λίγοι οι ζώντες φίλοι μου που έτυχε (;) να είναι επίσης φίλοι των τεθνεώτων φίλων μου, συχνά-πυκνά μιλάμε γι᾽ αυτούς, είναι σαν να τους διατηρούμε ζωντανούς μνημονεύοντάς τους.
Λέω ενίοτε ότι τα βιβλία μου είναι κηδειόχαρτα και προκηρύξεις. Οι σελίδες μου είναι τίγκα σε τεθνεώτες φίλους, λες και συνεχίζουμε τον διάλογο που μας πύρωνε όσο ζούσαν, αλλά και τα γλέντια, τις γιορτές μας, τις ευφρόσυνες αφροσύνες μας.
Το μότο «Ονειρεύομαι τους φίλους μου» επανέρχεται σταθερά στα βιβλία σου. Θα ήθελες να μας μιλήσεις πιο συγκεκριμένα για τρεις από αυτούς; Ηλίας Λάγιος, Νίκος Καρούζος, Νικόλας Τριανταφυλλίδης.
Το μότο το οφείλω στο βιβλίο του φίλου μου Δημήτρη Νόλλα και στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου με αυτόν τον τίτλο.
Με τον Λάγιο συνδεθήκαμε πολύ μετά το θάνατο του κοινού μας φίλου Χρήστου Βακαλόπουλου. Για ένα διάστημα, το 1993, συγκατοικήσαμε στην Κυψέλη. Μεγάλος ποιητής, εξαίσιος εγλεντζές, αδιανόητος γνώστης αδιανόητων πραγμάτων, σπουδαίος μάγειρας, ανεκτίμητος συνομιλητής.
Ο Καρούζος με τίμησε με τη φιλία του από το 1983 έως τα τελευταία του, το 1990. Πρόκειται για έναν μείζονα φιλόσοφο που συγκρότησε με σπαράγματα υψηλής ποίησης το σύστημά του. Έχουμε διανύσει χιλιάδες χιλιόμετρα περιπλανώμενοι στο κέντρο της Αθήνας, έχουμε συζητήσει σχεδόν για τα πάντα, η μνήμη του ήταν θηριώδης, τα ελληνικά του (γραπτά και προφορικά) μεγαλειώδη, το ήθος του αδαμάντινο. Ξημερώσαμε αναρίθμητες φορές παρέα πίνοντας ούζο στο «υπόγειο υπερώο» του, στο καμαράκι, το μοναστικό κελί που διατηρούσε στην Πλατεία Μαβίλη. Από κοντά και οι ποιητές Θάνος Σταθόπουλος και Γιώργος Κακουλίδης.
Με τον Τριανταφυλλίδη ήμασταν σαν αδέρφια. Συμφωνούσαμε σ᾽ ένα σωρό πράγματα, μας έδεσαν πολλά, όπως η αγάπη μας για τον Άκι Καουρισμάκι, τους Fall, το νουάρ, το Au Revoir (όπου περνούσαμε τις Πρωτοχρονιές μας), τον Νίκο Νικολαΐδη, τον Θωμά Γκόρπα, και πάει λέγοντας. Συνεργαστήκαμε στενά στη σειρά «Στέκια» που θεωρώ ότι είναι σπουδαία πατριδογνωσία.
Με τιμά και με συγκινεί καθημερινά το ότι γράφω και μελετάω στο παλαιό μαύρο ξύλινο γραφείο του Νικόλα, το οποίο μου δώρισε η Μαρίνα Δανέζη, η σύντροφός του. Πολλές φορές, έχω την, όχι και τόσο μεταφυσική, εντύπωση ότι πίνουμε στη Φωκίωνος Νέγρη και τα λέμε, σκάζοντας ξαφνικά στα γέλια, ή εκθειάζοντας με πάθος τον Γκοντάρ, ο Νικόλας, και τον Ντεμπόρ, εγώ.
Αν, όπως γράφεις, «ο Φέθρυ Ντακ είναι ο ντανταϊστής του Ντίσνεϋ», τότε θα συμφωνούσες, ενδεχομένως, ότι «ο Ντάφυ Ντακ είναι ο καταστασιακός των Looney Tunes»;
Όχι ενδεχομένως, απολύτως! Παρεμπιπτόντως, ναι μεν είμαστε παιδιά του Μπακούνιν και του Μπαγιαντέρα, όπως μ᾽ αρέσει να λέω, αλλά είμαστε και παιδιά του Χέγκελ και της ροκενρόλλας, και διατηρούμε, ελέω διαλεκτικής, τόσο το δικαίωμα να ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια με τα κόμιξ και τα κινούμενα σχέδια όσο και το δικαίωμα να εντρυφούμε στον Χέγκελ, στον Μαρξ, και στον Ντεμπόρ.
Εξακολουθείς να συχνάζεις στο Au Revoir;
Βεβαίως! Με πάθος και παρησσία δηλώνω ότι το Au Revoirείναι το σπίτι μου στο διηνεκές. Πήγα στον «ναό», όπως το λέγαμε με τον Τριανταφυλλίδη, το 1977 για πρώτη φορά, και δεν έχω σταματήσει να πηγαίνω. Ακόμα και σε περιόδους που διακόπτω το ποτό, προκειμένου να μελετήσω και να γράψω, πηγαίνω και πίνω απανωτά ντοματόζουμα.
Για μένα το «ποτοσχολαστήριο» αυτό, σύμφωνα με τον ορισμό του Καρούζου για τα μπαρ, είναι η απάντηση στο υπέροχο ερώτημα που θέτει ο Ευγένιος Αρανίτσης στον τίτλο του πολυαναμενόμενου έργου του Τι δεν θα άλλαζε αν άλλαζαν όλα;— ναι, λοιπόν, για μένα, αν άλλαζαν όλα, αυτό που δεν θα άλλαζε είναι το να πηγαίνω στο Au Revoir.
Να δούμε λίγο και το σάουντρακ του βιβλίου. Διαβάζοντας τις σελίδες, ακούμε συγχρόνως, μεταξύ άλλων, Coltrane, Cave, Waits, Who, Procol Harum, Μάρκο Βαμβακάρη… Τι άλλο ακούς αυτό τον καιρό; Κάτι καινούργιο (ή επανέκδοση) που σε ενθουσίασε; Ακούς πάντα «κλασική τζαζ και τζαζεμένη κλασική»;
Δεκαετίες τώρα λάτρης των CAN, επανέρχομαι διαρκώς στα ηχοτοπία τους, και αυτό τον καιρό τους ακούω πάλι συστηματικά σε συνδυασμό με το σπαραγμένο και σπαρακτικό αριστούργημα της Γιόκο Όνο Season of the Glass, μιας και αποτελούν τον κορμό του σάουντρακ του βιβλίου που συνθέτω εδώ και δεκαέξι μήνες. Με ενθουσίασαν τα καινούργια του παλαίμαχου Τζον Κέιλκαι των Depeche Mode. Μέγκλα, μεγαλείο! Ναι, πάντα ακούω «κλασική τζαζ και τζαζεμένη κλασική»!
Πώς σου φάνηκαν τα δύο τελευταία άλμπουμ του Ντύλαν, το Rough And Rowdy Ways και τα τραγούδια από τοShadow Kingdom; Ανυπομονείς για την κυκλοφορία (τον Νοέμβριο) του The Complete Budokan 1978; Θα μας πεις δύο λόγια και για τα The Double Life Of Bob Dylan Vol.1 & 2 του Clinton Heylin;
Θα επαναλάβω μια λέξη του αείμνηστου φίλου μου Χρήστου Βακαλόπουλου, ο οποίος είχε χαρακτηρίσει έναν δίσκο του Νίκου Παπάζογλου συγκινημένο, ναι, έτσι, όχι συγκινητικό αλλά συγκινημένο. Ο λατρεμένος νομπελίστας μας είχε (και πάλι) τη γενναιοψυχία να μας κεράσει δύο έργα συγκινημένα. Μάλιστα, το Rough And Rowdy Ways το θεωρώ διακήρυξη και μανιφέστο, ιδίως το συγκλονιστικό έπος “Murder Most Foul” για τον JFK. Ο Ντύλαν είναι, εκτός όλων των άλλων, ένας μείζων χρονικογράφος του 20ού αιώνα!
Αυτές τις μέρες έχω πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα του δεύτερου τόμου του Κλίντον Χέιλιν, 840 σελίδες τίγκα στις πληροφορίες, στις εξιχνιάσεις, στις μαρτυρίες, στις ιδέες. Δεν τον έχουν χαρακτηρίσει άστοχα «ντυλανικότερο του Ντύλαν» και πιο σημαντικό ντυλανολόγο όλων των ντυλανολόγων. Οφείλω να σημειώσω, πάντως ότι δεν είναι στυλίστας στο ύψος του Γκρέιλ Μάρκους. Αλλά η προσφορά του είναι πολύτιμη.
Αναμένω αναμμένος το Budokan, γιατί είναι το live που έχω λατρέψει περισσότερο από όλα τ᾽ άλλα. Επίσης αναμμένος, αναμένω τον ογκώδη τόμο Bob Dylan: Mixing up the Medicine, έναν τόμο-λεύκωμα 608 σελίδων μεγάλου σχήματος με φωτογραφίες, δακτυλόγραφα, χειρόγραφα, σκίτσα και σχόλια, αντλημένα από τα αρχεία του Bob Dylan Center, άγνωστα έως σήμερα, ένα σεντούκι με τιμαλφή, ένα φορητό μουσείο Ντύλαν. Θα κυκλοφορήσει στις 24 Οκτωβρίου, αδημονώ, τικ-τακ, τικ-τακ, τικ-τακ…
Ποιο/ποια βιβλία, από αυτά που μετάφρασες τελευταία, ξεχωρίζεις; Θα ήθελες επίσης να αναφέρεις ορισμένα βιβλία, αμετάφραστα στα ελληνικά, με τα οποία θα ήθελες κάποια στιγμή να καταπιαστείς;
Ξεχωρίζω την πολυσέλιδη, πολύ στυλιστικά γραμμένη, έμπλεη ειλικρίνειας, αυτοβιογραφία του Bono με τίτλο Surrender (εκδ. Ψυχογιός). Επίσης τον τόμο Μέρα απελευθέρωσηςμε διηγήματα του George Saunders (εκδ. Ίκαρος), του οποίου έχω μεταφράσει άλλα τρία βιβλία και αν είχα την ευκαιρία θα του έδινα ένα ωραιότατο Νόμπελ. Θα ήθελα πολύ να μεταφράσω το σημαντικότατο Lipstic Traces: The Secret History of 20th Century του αγαπημένου Γκρέιλ Μάρκους, που το έχω συμβουλευτεί επανειλημμένα, και μάλιστα είναι το πρώτο πόνημα που πιάνει τα νήματα τα οποία οδήγησαν από τον ντανταϊσμό στους καταστασιακούς και στο πανκ. Και ό,τι έχει γράψει αυτός ο απίθανος συγγραφέας-μοντέρ David Markson.
Δεν θα σε ρωτήσω αν έχεις ξεκινήσει να γράφεις καινούριο βιβλίο, γιατί ειμαι σίγουρος. Σε τι θα αναφέρεται αυτή τη φορά; Θα αποτελέσει συνέχεια της «Μυθολογίας της Κυψέλης» ή πρόκειται για κάτι διαφορετικό;
Εδώ και σχεδόν ενάμισι χρόνο συνθέτω ένα έργο αυτοβιολογίας, όπως το αποκαλώ, που θα είναι το τελευταίο μέρος της Τριλογίας της Ηδύτητας — έχουν προηγηθεί η Κοκό στην Κοπεγχάγη, που είναι το μυθιστόρημα της Μεταπολίτευσης, και το Γιατί οι νεκροφόρες δεν έχουν κοτσαδόρο, που είναι το μυθιστόρημα της Κυψέλης. Το έργο έχει τον τίτλο Ιδρυτική Συνθήκη, τον οποίο οφείλω στον φίλο Θάνο Σταθόπουλο, θα ολοκληρωθεί σε δώδεκα μήνες, και θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις νήσος, όπως τα τα προηγούμενα δύο της Τριλογίας της Ηδύτητας.
Στο έργο παίζουν δύο, όλοι κι όλοι, χαρακτήρες, μια γυναίκα με μπλίτσκριγκ ματιά/φωτιά, μυδραλιοβόλο βλέμμα, και συνήθειες Ινδιάνας, ένα πλάσμα εκστρατείας· και ένας άντρας που καθήκον του είναι, against all odds, ο συνδυασμός των φράσεων/προταγμάτων «… μαζί της μοιραζόταν τους καημούς κι αντίδωρη της έδειχνε αγάπη» (Βιργίλιος) και “Just want to stay in the business of making you happy’’ (Νικ Κέιβ).