Ο χίπστερ (hipster), με τη σημερινή έννοια που δίνουμε στον όρο, ταυτίζεται με κάποιον που στυλιστικά, φοράει T-shirt με λογότυπο (ίσως κάποιου συγκροτήματος, ακόμα και uncool) ή με κάποιο quote, τζινς από δεύτερο χέρι και συνήθως ταλαιπωρημένα All Star. Εξερευνά το urban landscape και συχνάζει σε στέκια που εξωτερικά δείχνουν το ίδιο ταλαιπωρημένα ή δίνουν έστω μια αίσθηση παρακμής. Η μουσική που ακούει θεωρείται ψαγμένη, όμως δεν είναι κατ’ ανάγκη δύσκολη και ουδέποτε πολιτικοποιημένη∙ είναι περισσότερο αυτάρεσκη σαν τον ίδιο τον χίπστερ, και έχει μια διαρκή εμμονή με το αν ακούγεται αρκούντως vintage. Άλλωστε η ανακύκλωση και επαναχρήση του vintage είναι το πιο προσφιλές του τρικ και το πρόθεμα «επανα» παράγει τις πιο αγαπημένες του λέξεις: rethink, restart, remodel, re-evaluate, «ρε άει και στο διάολο», όπως έγραφε και ένα σύνθημα σε τοίχο των Εξαρχείων. Ο χίπστερ επίσης ηδονίζεται με τον σνομπισμό και έχει ως ύστατο όπλο την καταφυγή στην ειρωνεία.

Ο Greogory Pierrot, καθηγητής αφροαμερικανικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, ο οποίος έχει επιμεληθεί έχει την πολύ ενδιαφέρουσα ανθολογία An Anthology of Haitian Revolutionary Fictions (2022), προχωρά σε μια βαθύτερη ανάλυση του φαινομένου. Επιχειρεί να εγγράψει τον χίπστερ στην νεο-καπιταλιστική συνθήκη και να τον συνδέσει με την αποικιοκρατία, τον πολιτισμικό ιμπεριαλισμό, τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές και την άνοδο της alt-right.

Ο χιπστερισμός του 21ου αιώνα τα χωράει όλα: κάθε πολιτική άποψη και καλλιτεχνική έκφραση γίνεται μέρος ενός μενού από το οποίο επιλέγει κανείς για να δημιουργήσει την ατομική του ταυτότητα. Ωστόσο οι σύγχρονοι χίπστερ είναι επίσης η τελευταία παραλλαγή μιας παλιάς πολιτισμικής παράδοσης. Τα θεμελιώδη στοιχεία του χιπ, τα ρούχα, η συμπεριφορά, η μουσική, η λογική του γνώστη, μας οδηγούν στην ιστορία της αποικιοκρατίας και του δουλεμπορίου. Οι χίπστερ, εμπροσθοφυλακή της αστικής και πολιτισμικής αποικιοκρατίας, είναι επίσης η αιχμή του δόρατος του εξευγενισμού, που διαγράφει τη μνήμη της διαφορετικότητας, καλύπτοντας το παρελθόν με τη μονοχρωμία της κουλ ομογενοποίησης. Ο Γκρέγκορι Πιερρό, ανατρέχοντας στην ιστορία του φαινομένου, μας οδηγεί να το ξανασκεφτούμε, να το αντιστρέψουμε, να το αποδιαρθρώσουμε, και εντέλει να το αποαποικιοποιήσουμε.

Ο Greogory Pierrot επιχειρεί επίσης να καταρτίσει μια γενεαλογία του χίπστερ. Ορθά υπογραμμίζει ότι ο όρος δεν είναι σημερινός∙ πρωτογενώς, απαντά στα τέλη της δεκαετίας του 1930 και τότε σήμαινε κυρίως τους Αφροαμερικανούς που σύχναζαν στα στέκια του Χάρλεμ, άκουγαν φανατικά be bop και διάβαζαν υπαρξισμό. Οι τότε χίπστερ συνδέθηκαν και με το ευρύτερο καλλιτεχνικό κίνημα που ονομάστηκε Αναγέννηση του Χάρλεμ, και προετοίμασε το έδαφος για την Beat Generation. Εξάλλου, ο ίδιος ο χίπστερ απαντά στο πιο εμβληματικό ποιητικό έργο της beat λογοτεχνίας, το “Ουρλιαχτό” του Alain Ginsberg (1957):

«Είδα τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου χαλασμένα από την
τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά,
να σέρνονται μεσ’ απ’ τους νέγρικους δρόμους την αυγή
γυρεύοντας μια φλογισμένη δόση,
χίπστερς αγγελοκέφαλοι που καίγονταν για τον αρχαίο επουράνιο δεσμό με το αστρικό
δυναμό στη μηχανή της νύχτας…»

Ο Grégory Pierrot τονίζει τη συμβολή του κλαμπ Minton’s Playhouse, το οποίο διηύθυνε στο Χάρλεμ από τη δεκαετία του 1930 ο Αφρομαρικανός συνδικαλιστής Henry Milton. Ήταν γνωστό απλώς ως Minton’s και προσέφερε στους Αφροαμερικανούς της jazz στέγη, φαγητό και αξιοπρεπή αμοιβή, καθώς και τη δυνατότητα του ελεύθερου τζαμαρίσματος (jamming), κάτι που δεν επέτρεπαν άλλα μαγαζιά. Γράφει ο Pierrot για την εποχή του be bop και των πρώτων χίπστερς:

«Το Minton’s ήταν ένας ασφαλής χώρος, και καθώς οι μαύροι μουσικοί που συναντιούνταν εκεί αργά το βράδυ ήταν ελεύθεροι να πειραματιστούν μακριά από τις προσδοκίες του κοινού, αυτό που γεννήθηκε έφερε μια θεμελιώδη επανάσταση στη μουσική. Λέγεται ότι οι Τσάρλι Πάρκερ, Ντίζι Γκιλέσπι, Θελόνιους Μονκ, Μάιλς Ντέβις κ.ά. ήθελαν μια μουσική που οι λευκοί μουσικοί δεν θα μπορούσαν να παίξουν...»

Μια πολύ παραστατική –και νοσταλγική- περιγραφή της ατμόσφαιρας του Χάρλεμ μας δίνει ο Αφροαμερικανός συγγραφέας Τζέιμς Μπόλντουιν στη συλλογή κειμένων του Δεν είμαι ο νέγρος σου” (Εκδόσεις Πόλις, 2019, μτφρ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου):

«Μου έλειπαν τα κυριακάτικα πρωινά στο Χάρλεμ
και το τηγανητό κοτόπουλο και τα μπισκότα,
μου έλειπε η μουσική,
μου έλειπε το στυλ –
εκείνο το στυλ που δεν συναντάς σε κανένα άλλο
μέρος του κόσμου.
Μου έλειπε ο τρόπος που το μαύρο πρόσωπο σκληραίνει,
ο τρόπος που τα μαύρα μάτια σε κοιτούν
κι ο τρόπος που το μαύρο πρόσωπο, όταν μαλακώνει,
μοιάζει σαν να σκορπίζει ολόγυρα φως.
Με δυο λόγια, μου έλειπαν οι δεσμοί μου,
μου έλειπε η ζωή που με γέννησε
και με ανέθρεψε και με συντήρησε.
Τώρα, παρόλο που ήμουν ξένος,
ήμουν στο σπίτι μου.»

 Ανάλογες περιγραφές απαντούν και στο έκτασης 9.000 λέξεων δοκίμιο του Norman Mailer, με τον τίτλο The White Negro: Superficial Reflections on the Hipster” (City Lights, 1957)∙ αναφέρεται  στη ζωή του αρχετυπικού λευκού χίπστερ, του κλαρινετίστα της jazz Mezz Mezzrow (1899 – 1972), ο οποίος έζησε κυρίως στο Χάρλεμ και αυτοπροσδιοριζόταν ως «Λευκός Νέγρος».

Όπως υπογραμμίζει ο Grégory Pierrot στο θαυμάσιο αυτό δοκίμιό του, ο σημερινός χίπστερ δεν έχει παραμικρή σχέση με τον χίπστερ της δεκαετίας του 1940—1950, πέρα από το ό,τι οικιοποιήθηκε τον όρο για πάρτη του. Στη συγχρονία, ο ίδιος ο όρος φανερώνει κάτι ρηχό, κάτι το δήθεν και τραγικά ευφήμερο. Ο χίπστερ ίσως δεν ακολουθεί συνειδητά τη μόδα, όμως αρέσκεται να την προικονομεί και είναι πάντα πρόθυμος να εγκαταλείψει κάποιο trend προς χάρη κάποιου καινούριου, αρκεί να δείχνει vintage.

Ο σημερινός χίπστερ άντλησε κατά κόρον από το ριζοσπαστικό ηθος των οποίο διέθεταν προηγούμενες υποκουλτούρες, όμως το μετέτρεψε σε έναν ακίνδυνο χυλό. Φαινομενικά, ο χίπστερ αρέσκεται να προκαλεί, το κάνει όμως μόνο και μόνο για την ίδια την πρόκληση. Ενδόμυχα, ο σνομπισμός του μετατρέπεται σε ρατσισμό. Γι’ αυτό τον λόγο πολυάριθμοι χίπστερ στις ΗΠΑ στράφηκαν προς την alt- right και υποστήριξαν τον Τραμπ στις εκλογές, ενώ υπό αυτό το πρίσμα εξηγούνται και τα κείμενα που εμφανίζονται κατά καιρούς σε περιοδικά όπως το ViceΒίβλος του χίπστερ), τα οποία υπερασπίζονται την ανωτερότητα της λευκής φυλής και ειρωνεύονται τους μαύρους και τους λατίνους.

Ο χίπστερ επιθυμεί να δείχνει εμφατικά ότι αποστρέφεται το politically correct,  γι’ αυτό και τα πάντα ειρωνικά σχόλιά του είναι συνήθως φουλαρισμένα με γερές δόσεις ρατσισμού, μισογυνισμού, ομοφοβίας και μισαλλοδοξίας. Όταν του υπογραμμίζουν το τελευταίο, συνήθως η απάντησή του είναι «έλα μωρέ, ένα αστείο ήταν».

Σε αυτού του είδους τα «αστεία» απάντησε κάποτε, όπως έπρεπε, ο θρυλικός μουσικοκριτικός και κήρυκας του punk ήθους, Lester Bangs:

«Ένας ακόμα λόγος για να κόψουμε αυτές τις μικρές σπόντες είναι ότι ανεξάρτητα από την πρόθεση που έχεις όταν τις λες, πάντοτε κινδυνεύεις να τις παρερμηνεύσει κάποιος άλλος μισαλλόδοξος μαλάκας. Η δική σου ειρωνία μπορεί να θρέφει το δικό του μίσος».     

 

Grégory Pierrot, Ο αποικιοκράτης χίπστερ

Εκδόσεις Αντίποδες, 2023

Σελ. 160, μετάφραση: Δημήτρης Μ. Μόσχος

apoikiokratis-hipster-book-cover

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured