Ο Ben Lerner γεννήθηκε στην Τοπήκα του Κάνσας το 1979. Έχει δημοσιεύσει τρία βιβλία ποίησης, τρία μυθιστορήματα και ένα βιβλίο κριτικής. Το πρώτο μυθιστόρημά του με τίτλο Leaving the Atocha Station δημοσιεύτηκε το 2011. Αφορούσε έναν Αμερικανό ποιητή, ονόματι Adam Gordon, που ζει στη Μαδρίτη με υποτροφία. Συχνάζει σε μουσεία, σερφάρει στο Διαδίκτυο «κοιτάζοντας βίντεο με τρομερά πράγματα», καπνίζει χασίς και θρηνεί την αδυναμία του να έχει μια «βαθιά εμπειρία τέχνης». Ο σημαντικός κριτικός λογοτεχνίας (και μουσικοκριτικός της jazz) Geoff Dyer το χαρακτήρισε στον Guardian «ένα έργο τόσο φωτεινά πρωτότυπο σε στυλ και μορφή που μοιάζει με προαίσθημα, ένας κομήτης από το μέλλον».
Το δεύτερο μυθιστόρημα του Lerner με τίτλο 10:04 εκδόθηκε το 2014 και είχε ως ήρωα έναν συγγραφέα που διδάσκει σε πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και έχει μόλις εκδώσει το πρώτο του βιβλίο με μεγάλη αναγνώριση. Προσομοιάζοντας με έργα άλλων σημαντικών νέων Αμερικανών συγγραφέων, όπως η Rachel Cusk, διαβάζεται σαν ένα μυθοπλαστικό δοκίμιο για την τέχνη και τη λογοτεχνία, στο οποίο σχολιάζεται η δυνατότητα (ή η αδυναμία) της αυθεντικής δημιουργίας στην εποχή του Διαδικτύου
Ο Lerner ήταν φιναλίστ για το βραβείο Pulitzer, το National Book Award και το National Book Critics Circle Award. Είναι καθηγητής αγγλικής φιλολογίας στο Brooklyn College. Κείμενα και δοκίμιά του για την τέχνη και τη λογοτεχνία έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και επιθεωρήσεις όπως τα Harper's, The London Review of Books, The New York Review of Books και The New Yorker.
Ο πρωτότυπος τίτλος του τρίτου μυθιστορήματος του Lerner είναι The Topeka School, από την ονομασία του τοπικού σχολείου που βρίσκεται στο επίκεντρο της πλοκής. Μια πιστή μετάφραση στα ελληνικά πιθανότατα δεν θα έλεγε τίποτα στον αναγνώστη. Αντίθετα, η Αμερικανική αγωγή είναι πολύ πετυχημένη απόδοση, καθώς εμπεριέχει την ουσία του μυθιστορήματος.
Το βιβλίο καταγράφει, με άξονα την ιστορία μιας οικογένειας, μια εποχή τεκτονικών μετατοπίσεων στο εσωτερικό της αμερικανικής κοινωνίας: βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, εποχή κατά την οποία, με ιδεολογικό όχημα το υποτιθέμενο, διακηρυγμένο «τέλος της Ιστορίας» και τον θρίαμβο του νεοφιλελευθερισμού, αναδύεται μια νέα κουλτούρα τοξικής αρρενωπότητας, ως αποτέλεσμα της αναβίωσης του συντηρητισμού που επιβεβαιώνεται με την εκλογική άνοδο της ετικέτα της «νέας Δεξιάς» ή, αλλιώς, Alt-Right – φαινόμενο που θα κορυφωθεί με την εκλογή του Τραμπ στην προεδρία της χώρας.
Στις πρώτες σελίδες του μυθιστόρηματος παρακολουθούμε τον έφηβο Άνταμ Γκόρντον να μπαίνει κατά λάθος σαν κλέφτης σε ένα ξένο σπίτι, που νομίζει ότι είναι αυτό της κοπέλας του. Στο μπάνιο παρατηρεί ότι τα προϊόντα περιποίησης δεν είναι της φίλης του. «Μαζί με τον απόλυτο τρόμο ότι βρέθηκε σε λάθος σπίτι», γράφει ο Lerner, «με την διαπίστωση της διαφοράς των σπιτιών, ήρθε, λόγω της ομοιότητας, και μια αίσθηση ότι βρισκόταν ταυτόχρονα σε όλα τα σπίτια της λίμνης∙ ιδού η πεμπτουσία της πανομοιότυπης δόμησης». Με αφορμή αυτό το επεισόδιο, ο Lerner σχολιάζει την τυποποιημένη ομοιομορφία που που χαρακτηρίζει, όχι μόνο την αρχιτεκτονική ή την πολεοδομία, αλλά την καθημερινότητα της προαστιακής Αμερική στις Μεσοδυτικές Πολιτείες – στην περίπτωσή μας, το Κάνσας.
Το μυθιστόρημα δομείται σε τρεις αλληλένδετες αφηγήσεις, που εναλλάσσονται. Η μία αφορά τον Άνταμ και τις προοπτικές που ανοίγονται στη ζωή του, οι άλλες δύο τους γονείς του, τον Τζόναθαν και την Τζέιν, που είναι παιδιά της Αντικουλτούρας του ‘60. Ο Τζόναθαν και η Τζέιν είναι ψυχίατροι της Νέας Υόρκης που μετακόμισαν στην Τοπέκα για να εργαστούν σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα που αποτελεί προοδευτικό θύλακα σε μια κατά τα άλλα συντηρητική πόλη. Η Τζέιν είναι αναγνωρισμένη επιστήμονας και συγγραφέας σε εθνικό επίπεδο, χάρη σε ένα βιβλίο της σχετικά με τις διαπροσωπικές σχέσεις και την τοξική αρρενωπότητα. Ο Τζόναθαν είναι θεραπευτής ο οποίος φέρεται να ανακάλυψε το φαινόμενο της «σκίασης του λόγου».
Παρακολουθούμε επίσης την ιστορία του Ντάρεν, ενός νεαρού με προβλήματα κοινωνικής ένταξης, τον οποίο κατά κάποιο τρόπο υιοθετεί ο Άνταμ στον σχολικό σύλλογό του. Ο Ντάρεν, που αντιμετωπίζει δυσλειτουργία στην άρθρωσή του, είναι εν μέρει μασκότ, εν μέρει διασκεδαστής. Του συμπεριφέρονται με φαινομενική στοργή, αλλά στην πραγματικότητα με ειρωνική σκληρότητα. Τον χλευάζουν σε ένα πάρτι, όπου μια μεγάλη παρέα νεαρών λευκών της μεσαίας τάξης προσπαθούν κάνουν freestyle rap, επηρεασμένοι από τον Eminem. Ο Λέρνερ δεν χρησιμοποιεί τυχαία ως παράδειγμα τον Eminem. Οι νεαροί λευκοί μεσοαστοί πράγματι θα μπορούσαν να τονώσουν το street-gang φαντασιακό τους με τους στίχους και την πόζα του∙ δεν θα μπορούσαν όμως με τίποτα να ταυτιστούν, ούτε καν να προσεγγίσουν, τους Public Enemy ή τους Niggers With Attitude.
Σε αντίθεση με τον Ντάρεν, ο Άνταμ διαθέτει αξιοθαύμαστη ευγλωττία και συγκρότηση λόγου, και πρωταγωνιστεί στις λεγόμενες «ανταγωνιστικές συζητήσεις» και στους «διττούς λόγους» που οργανώνονται στο σχολείο∙ υποτίθεται ότι καλλιεργούν την κριτική σκέψη και τη ρητορική ικανότητα των μαθητών, όμως στην πραγματικότητα είναι λυσσαλέοι «ανταγωνισμοί ανάδειξης αρίστων». Όμως ο Άνταμ, επηρεασμένος από την ποίηση του rap, ονειρεύεται να γίνει ποιητής, και μαθαίνει να αυτοσχεδιάζει. Είναι αυτή η λεκτική μαγεία που απογειώνει το μυθιστόρημα, γεμάτη διακειμενικές αναφορές, από την ποίηση του Τ.Σ. Έλιοτ και του Γουάλας Στίβενς ως το “All Eyez on Me” του Tupac και από εκεί σε διαλόγους από ταινίες του Χίτσκοκ και του Τζον Στέρτζες.
Η αφήγηση είναι πυκνή με ακριβείς περιγραφές αλλά και με μικροδοκίμια που αφορούν διάφορα θέματα, από οπτικά φαινόμενα (που παραπέμπουν σε τεστ κηλίδων μελάνης Rorschach) μέχρι κριτικούς σχολιασμούς των «ανταγωνιστικών συζητήσεων».
Οι δυνατότητες της χρήσης της γλώσσας ως εργαλείο και ως όπλο είναι στο επίκεντρο των προβληματισμών του συγγραφέα. Η «ανταγωνιστική συζήτηση» εξαρτάται από μια στρατηγική, σύμφωνα με την οποία, πολλά επιχειρήματα παρουσιάζονται με ταχεία πυρά, με τρόπο που καθιστά δύσκολη την ανταπόκρισή τους.
«Τα συνηθέστερα επικριτικά σχόλια κατά του “σφυροκοπήματος” ήταν ότι απέκοπτε τους αγώνες ρητορικής από τον αληθινό κόσμο, ότι, με εξαίρεση ίσως τους δημοπράτες, κανένας δεν χρησιμοποιούσε τη γλώσσα με τον τρόπο που τη χρησιμοποιούσαν εκείνα τα παιδιά. Κι όμως, ακόμα και οι έφηβοι ήξεραν πως αυτό δεν ήταν αλήθεια, πώς οι ανώνυμες εταιρείες χρησιμοποιούσαν συνεχώς μια δική τους εκδοχή του “σφυροκοπήματος”: τα παιδιά άκουγαν τις προειδοποιήσεις στο τέλος κάθε διαφήμισης φαρμακευτικού προϊόντος στην τηλεόραση, όπου η πληροφορία σχετικά με τους κινδύνους δινόταν με τέτοια ταχύτητα ώστε να είναι ακατανόητη∙ άκουγαν τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαβάζονταν απνευστί στο τέλος των ραδιοφωνικών διαφημίσεων∙ είχαν έστω και μικρή εξοικίωση με τα “ψιλά γράμματα” των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών∙ όλες αυτές οι χιλιάδες λέξεις δεν προορίζονταν να γίνουν κατανοητές».
Η καταιγιστική διασπορά γλωσσικών και ηχητικών μηνυμάτων, που προκαλούν σύγχηση, όπως σημειώνει ο Lerner, προσιδιάζει κάπως στους προβληματισμούς του Don Delillo στον περίφημο Λευκό Θόρυβο. Ο Lerner εμπνέεται επίσης από το διήγημα του Έρμαν Έσσε Ένας νέος ονόματι Ζίγκλερ, στο οποίο ο κεντρικός ήρωας παίρνει ένα χάπι που του επιτρέπει να μιλάει με ζώα. Όμως, λόγω της νέας οικειότητας που αποκτά, αδυνατεί πλέον να κατανοήσει τη διαφορά μεταξύ ανθρώπου και ζώου. Ο Άνταμ εκπροσωπεί έναν πολιτισμό στον οποίο η γλώσσα είναι πηγή δύναμης και άσκησης ρητής ή υπόρρητης λεκτικής βίας∙ είναι όμως προσιτή μόνο στους προνομιούχους που διδάσκονται πώς να την χειριστούν οφελιμιστικά, προκειμένου να ανελιχθούν στην κοινωνική ιεραρχία. Αντίθετα, ο Ντάρεν είναι αποκλεισμένος από αυτό το «προνόμιο», λόγω της προβληματικής άρθρωσής του, και έτσι εξαναγκάζεται να καταφύγει στη φυσική βία.
Αγώνες ρητορικής, μονομαχίες ραπ αυτοσχεδιασμού, ψυχαναλυτικές συνεδρίες, ποίηση, εν μέσω της κυριαρχίας των macho προτύπων και της ανόδου της Alt-Right: μια δυναμική αυτοπροσωπογραφία των ΗΠΑ, που εξερευνά τη γλώσσα ως εργαλείο χειραγώγησης και πολιτικό όπλο.
Ben Lerner, Αμερικανική αγωγή
Εκδόσεις Δώμα, 2023
Σελ. 404, μετάφραση: Παλμύρα Ισμυρίδου