Το περιοδικό New Yorker φημίζεται για τις πραγματικές ιστορίες και τα εκτενή δημοσιογραφικά ρεπορτάζ που δημοσιεύει, τα οποία διαθέτουν την ποιότητα ενός απαιτητικού (μη-μυθοπλαστικού) λογοτεχνικού έργου και την τεκμηρίωση που συνήθως απαντά στην ιστοριογραφία. Από τα έντυπα που υποστήριξαν εξαρχής το ρεύμα του new journalism (Truman Capote, Hunter S. Thompson, Norman Mailer, Joan Didion, Terry Southern, Robert Christgau, George Plimpton), σύμφωνα με το οποίο “searching for the story is the story”, το New Yorker υπέδειξε νέες διαδρομές στον χάρτη της ερευνητικής δημοσιογραφίας.
Ο Patrick Radden Keefe συγκαταλέγεται στους κορυφαίους άρθογράφους του περιοδικού τα τελευταία 20 χρόνια. Ιρλανδικής καταγωγής, γεννημένος το 1976 στο Ντόρτσεστερ της Μασαχουσέτης, ο Keefe σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στη Νομική Σχολή του Γέιλ, καθώς και στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και το LSE. Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία. Το 2014 τιμήθηκε με το Βραβείο Feature Writing του National Magazine, ενώ το 2015 και το 2016 ήταν φιναλίστ για το Βραβείο Ρεπορτάζ του National Magazine. Ζει στη Νέα Υόρκη. Η κειμενογραφία του καλύπτει ένα μεγάλο εύρος θεμάτων: από το αστυνομικό και το οικονομικό ρεπορτάζ ως την πολιτική τρομοκρατία και από την κάλυψη σημαντικών δικαστικών υποθέσων ως τους «πολέμους της κουλτούρας» και την κοινωνική πλευρά των σπορ.
Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε με το βιβλίο του Μην πεις λέξη. Βία και προδοσία στη Βόρεια Ιρλανδία - Η κρυφή ιστορία του ΙRA (Μεταίχμιο, 2021, μτφρ. Κωστής Πανσέληνος), μια ενδελεχή πολιτική-δημοσιογραφική έρευνα, καμουφλαρισμένη πίσω από το ύφος ενός αγωνιώδους αστυνομικού θρίλερ.
Τον Δεκέμβριο του 1972, μασκοφόροι εισβολείς αρπάζουν από το σπίτι της στο Μπέλφαστ την Τζιν Μακόνβιλ, μια μητέρα δέκα παιδιών. Τα παιδιά της δεν την ξανάδαν ποτέ. Η απαγωγή της ήταν ένα από τα πλέον περιβόητα επεισόδια της άγριας διαμάχης που είναι γνωστή ως oι Ταραχές. Όλη η γειτονιά ήξερε ότι υπεύθυνος ήταν ο IRA, όμως κανείς δεν μιλούσε. Το 2003 ανθρώπινα οστά ανακαλύφθηκαν σε μια παραλία. Τα παιδιά της Μακόνβιλ κατάλαβαν ότι ήταν η μητέρα τους όταν τους είπαν πως στο φόρεμα ήταν γαντζωμένη μια μπλε παραμάνα – με τόσα παιδιά, την είχε πάντα πρόχειρη για πάνες και σχισμένα ρούχα. Ο Patrick Radden Keefe αποκαλύπτει τον τρόμο, την απώλεια και τη σπαρακτική ματαιότητα ενός ανταρτοπόλεμου, οι συνέπειες του οποίου δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ. Από τους ακραίους τρομοκράτες του IRA, όπως η Ντολόρς Πράις, η οποία από νεαρή ηλικία έβαζε βόμβες στο Λονδίνο, τα κατασκοπικά παιχνίδια και τα βρόμικα κόλπα και εγκλήματα του Βρετανικού Στρατού, μέχρι τον Τζέρι Άνταμς, που διαπραγματεύτηκε την ειρήνη αλλά πρόδωσε τους σκληροπυρηνικούς συντρόφους του, τo “Μην πεις λέξη” παρουσιάζει έναν κόσμο πάθους, εκδίκησης και οδύνης.
Το τελευταίο βιβλίο του Patrick Radden Keefe που κυκλοφορεί στα ελληνικά έχει τον τίτλο Καθάρματα, “Rogues” στο πρωτότυπο. Ο υπότιτλος “Απατεώνες, δολοφόνοι, επαναστάτες και εγκληματίες” είναι καθόλα επεξηγηματικός, αν και θεωρώ ότι η λέξη “rebel” προσλαμβάνει εδώ την έννοια του “ρέμπελου” και όχι του “επαναστάτη”.
Σε αυτό το βιβλίο ο Patrick Radden Keefe, με τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του, τις αποκαλυπτικές συνεντεύξεις του και με βάση την ενδελεχή έρευνα που έχει προηγηθεί, παρουσιάζει/επανεξετάζει δώδεκα αληθινές ιστορίες εγκλήματος και τιμωρίας. Έγκλημα και διαφθορά, μυστικά και ψέματα.
Η εναρκτήρια ιστορία “Τα μπουκάλια του Τζέφερσον”, με θέμα την αμφισβητούμενη γνησιότητα μιας συλλογής παλιών κρασιών που πουλήθηκε έναντι μυθικού ποσού, θυμίζει ως προς τη δομή και τους προβληματισμούς που εγείρει το περίφημο διήγημα του Έντγκαρ Άλαν Πόε “Το βαρέλι του Αμαντιλιάνο”. Διαβάζουμε συνεχίζοντας την ιστορία του Eρβέ Φαλσιανί που, σαν άλλος Έντουαρντ Σνόουντεν, τα Χριστούγεννα του 2008 τόλμησε να αποκαλύψει το ξέπλυμα χρήματος που γίνεται στην ελβετική τράπεζα HSBC (και γενικά στο ελβετικό τραπεζικό σύστημα) και δέχθηκε ασφυκτικές πιέσεις και ανελέητο κυνηγητό∙ ο συγγραφέας αναρρωτιέται πάντως αν ήταν ήρωας ή παραμυθάς. Για τον πολυετή αγώνα σύλληψης του διαβόητου Σύριου εμπόρου όπλων Μονζέρ Αλ-Κασάρ (ο οποίος είχε άκρες και στην Ελλάδα), που εφοδίαζε με την ίδια άνεση με τα πιο σύγχρονα όπλα την παλαιστινιακή PLO, τους ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς της Κολομβίας και τους Τσετσένους ισλαμιστές αυτονομιστές. Για τη δράση του περιβόητου Χοακίν Γκουσμάν, του επονομαζόμενου Ελ Τσάπο, του πιο ισχυρού και αδίστακτου χέφε (αφεντικό) ανάμεσα στους ναρκέμπορους του Μεξικού, ο οποίος, μεγαλομανής γαρ, προσέγγισε τον Keefe για να γράψει τη βιογραφία του (το σχέδιο τελικά δεν προχώρησε, όμως ξέρεις τι είναι να σηκώνεις το τηλέφωνο και να συνειδητοποιείς ότι μιλάς με τον Ελ Τσάπο;). Για τον τηλεοπτικό παραγωγό Μαρκ Μπερνέτ, που με τη σειρά reality The Apprentice αναζωογόνησε τον –τότε χρεοκοπημένο- Ντόναλντ Τραμπ, τον μυθοποίησε και τον μετέτρεψε σε σύμβολο της αμερικανικής επιτυχίας, και τελικά του έστρωσε το χαλί στον δρόμο προς τον Λευκό Οίκο. Ο συγγραφέας αναζητά επίσης το παρελθόν της μαζικής δολοφόνου Έμιλι Μπίσο, ενώ σκιαγραφεί το προφίλ της παθιασμένης δικηγόρου Τζούντι Κλαρκ, η οποία υπερασπίζεται τις ζωές διαβόητων δολοφόνων καταδικασμένων σε θάνατο, όχι για την πλουσιοπάροχη αμοιβή της ή επειδή πιστεύει στην αθωότητά τους, αλλά επειδή αντιμάχεται τον θεσμό της θανατικής ποινής. Αποκαλύπτει ακόμα πώς τα πλούσια κοιτάσματα σιδήρου και μεταλλευμάτων της πάμπτωχης Γουινέας, που δυνητικά θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη της χώρας, πέρασαν στον έλεγχο του Ισραηλινού δισεκατομμυριούχου Μπένι Στάινμετζ, ενδεχομένως μια υπόμνηση ότι η αποτρόπαια περίοδος της αποικιοκρατίας ουσιαστικά δεν παρήλθε ποτέ στην πολύπαθη Αφρική. Στην τελευταία ιστορία του βιβλίου, αναφέρεται στην προσωπική σχέση που ανέπτυξε με τον Αντονί Μπουρντέν. Οι δύο τους συναντήθηκαν για πρώτη φορά όταν ο Keefe πήρε συνέντευξη από τον Μπουρντέν σε κάποιο λαϊκό μαγειροπωλείο στο Ανόι του Βιετνάμ, πίνοντας φιδόκρασο και τρώγοντας –κατόπιν προτροπής του Μπουρντέν- την τοπιτική σπεσιαλιτέ που ακούει στο όνομα bun cha: μακρόστενα στενά νουντλς, καπνιστό λουκάνικο, χοιρινή κοιλιά στα κάρβουνα, που σερβίρεται μέσα σε γλυκό ζωμό. Ο Keefe σκιαγραφεί διεξοδικά το πορτρέτο του Μπουρντέν από την εποχή που ήταν ακόμα άγνωστος, όμως εστιάζει στα τελευταία χρόνια της ζωής του διάσημου σεφ-συγγραφέα (που ανάπτυξε προς το τέλος ένα πάθος για το ζίου-ζίτσου) έως την αυτοκτονία του το 2018.
Παρατηρητικότητα, σπουδή και αταλάντευτη τεκμηρίωση – αυτά είναι τα τρία στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις ιστορίες του Patrick Radden Keefe. Κυκλώνει τα θέματά του από κάθε πιθανή πλευρά. Ή έρευνά του στα αρχεία το λιγότερο σχολαστική. Όταν προσεγγίζει μιαν υπόθεση, επιδιώκει να πάρει συνεντεύξεις από όσο το δυνατόν περισσότερους εμπλεκόμενους. Με αυτόν τον τρόπο οι ιστορίες του προκύπτουν πολυπρισματικές, πολυφωνικές και αναδεικνύουν τις αλήθειες των άλλων. Από κει και πέρα, αναλαμβάνει η άνεση και η μαεστρία του στην κατάστρωση μιας χορταστικής αφήγησης, την οποία συχνά διανθίζει με πλήθος από ιστορικές, πολιτικές, λογοτεχνικές, μουσικές, κινηματογραφικές και άλλες εγκυκλοπαιδικές αναφορές.
Σπουδαία, ολοζώντανα δημοσιογραφικά κείμενα , που ερευνά σε βάθος και αναδεικνύουν τις πολλαπλές όψεις της πραγματικότητας, χωρίς να δικάζουν.
Patrick Radden Keefe, Καθάρματα. Απατεώνες, δολοφόνοι, επαναστάτες και εγκληματίες - 12 αληθινές ιστορίες
Εκδ. Μεταίχμιο, 2023
μτφρ. Κωστής Πανσέληνος, σελ. 472