Ο Γάλλος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων Caryl Férey καθιερώθηκε στην Ελλάδα χάρη σε βιβλία του όπως τα Μαπούτσε (2013), Χάκα  (2015), Ούτου (2016), Κόνδωρ  (2017), ΠΑΣ-ΕΙΡΗΝΗ (2020), Πάγος (2021), όλα από τις εκδόσεις Άγρα, τα οποία εκτυλίσσονται σε χώρες όπως η Χιλή και η Αργεντινή της περιόδου της δικτατορίας, η Νέα Ζηλανδία των Μαορί, η Κολομβία του μακροχρόνιου εμφυλίου πολέμου ανάμεσα σε ακροδεξιούς, αριστερούς αντάρτες και ναρκέμπορους, και η παγωμένη Σιβηρία, τόπος εξόριστων στην εποχή της Σοβιετικής Ένωσης όσο και σε αυτή του Πούτιν. Ο Férey στα βιβλία του υπερασπίζεται τους περιθωριακούς, τους καταπιεσμένους, τους πολιτικούς κρατούμενους, τους αυτόχθονες πληθυσμούς, τους ομοφυλόφιλους, τις μειονότητες. Στο μυθιστόρημά του Ζουλού, που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2008 και επανεκδόθηκε πρόσφατα από την Άγρα, αναφέρεται στη χαοτική κατάσταση που επικρατεί  στη Νότια Αφρική στα χρόνια λίγο μετά την πτώση του Απαρτχάιντ. Αν και δεν εμφανίζονται ως λογοτεχνικοί χαρακτήρες (ούτε καν ως δευτερεύοντες), τις σελίδες του μυθιστορήματος βαραίνει η ανάμνηση δύο ανθρώπων: (προφανώς) αυτή του Nelson Mandela και αυτή του δημοσιογράφου και ακτιβιστή Steven Biko.

Γράφει ο Férey (μτφρ. Αργυρώ Μακάρωφ): «Όταν το Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο κηρύχθηκε παράνομο, ο φύλαρχος Μπουτελέζι ίδρυσε το Ζουλού-Ινκάτα, ένα κόμμα που, αν και διακήρυσσε ότι ήταν κατά του Απαρτχάιντ, είχε δεχθεί να αναλάβει την ηγεσία του μπαντουστάν (κοινότητα) του Κουα Ζουλού. Θεωρώντας τη συνεργασία αυτή διπλό παιχνίδι, ο πατέρας του Άλι είχε στραφεί προς το Κίνημα της Μαύρης Συνείδησης με επικεφαλής τον Στίβεν Μπίκο, του οποίου οι μαχητικές παρεμβάσεις κατά του Απαρτχάιντ είχαν κινητοποιήσει ένα αντιστασιακό κίνημα με σοβαρό αντίκρυσμα λόγω της δεκαπενταετούς αστυνομικής καταστολής».

caryl_ferey_zulu_page_1

Ο Steven Biko γεννήθηκε στο Ανατολικό Ακρωτήριο της Νότιας Αφρικής τον Δεκέμβριο του 1946. Καταγόταν από την εθνοτική ομάδα των Κόσα. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Νατάλ όπου έγινε μέλος της Εθνικής Ένωσης Σπουδαστών Νότιας Αφρικής. Ο Biko ριζοσπαστικοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο και αφιέρωσε τη ζωή και το έργο του στον αγώνα κατά του ρατσιστικού καθεστώτος του Απαρτχάιντ. Ίδρυσε αρχικά τον Οργανισμό Σπουδαστών Νότιας Αφρικής, προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά τους άπορους μαύρους σπουδαστές (στους οποίους απαγορευόταν με νόμο να συμμετέχουν σε άλλες φοιτητικές ενώσεις). Η ένωσή του μαζικοποιήθηκε και εξελίχθηκε   στο Κίνημα της Μαύρης Συνείδησης που είχε ευρύτερους πολιτικούς προσανατολισμούς∙ δεν συμμετείχε σε γενικές εκλογές, μόνο και μόνο επειδή αυτό ήταν απαγορευμένο για τους κομματικούς σχηματισμούς των μαύρων. Ο Μπίκο πρότεινε η φοιτητική ένωση να οργανωθεί σαν εργατικό συνδικάτο και καλούσε σε μποϊκοτάζ για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους, προσπαθώντας να εμψυχώσει ένα ενεργό αντιστασιακό κίνημα.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο Biko έγραφε φυλλάδια και μπροσούρες και δημοσίευε κείμενα σε εφημερίδες (με το ψευδώνυμο Frank Talk) όπου στηλίτευε το Απαρτχάιντ. Παναφρικανιστής στην ιδεολογία του, καλούσε τους μαύρους σε απεργίες και πορείες διαμαρτυρίας, υπογράμμιζε το πόσο αναγκαίο είναι να διεκδικήσουν μια αξιοπρεπή μόρφωση και, τέλος, υπενθύμιζε ότι η πολιτική χειραφέτηση φιλτράρεται μέσα από την οικονομική ανεξαρτησία. Η «αποαποικιοποίηση του νου», έννοια που χρησιμοποίησε αργότερα και ο Joe Strummer, ήταν ένα από τα αγαπημένα του λεκτικά σχήματα.

Όπως είναι φυσικό ο Biko ενόχλησε το καθεστώς. Συνελήφθη, φυλακίστηκε και κακοποιήθηκε ουκ ολίγες φορές. Η τελευταία ήταν η μοιραία: ενώ η αστυνομία τον καταζητούσε, τον Σεπτέμβριο του 1977, ο Biko ταξίδεψε στο Κέιπ Τάουν για να συναντηθεί και να συντονίσει τη δράση του με τον μαρξιστή Neville Alexander (αργότερα συγκρατούμενο του Mandela) του Κινήματος Ενότητα. Έπεσε σε μπλόκο του στρατού και συνελήφθη εκ νέου. Στις 6 Σεπτεμβρίου, τον μετέφεραν στο κελί 619 του αρχηγείου της αστυνομικής διεύθυνσης του Πορτ Ελίζαμπεθ. Εκεί ανακρίθηκε και βασανίστηκε απάνθρωπα επί 22 συνεχόμενες ώρες. Όταν λιποθύμησε, κλήθηκε ιατροδικαστής για να τον εξετάσει. Εκείνος απεφάνθη ότι «δεν φέρει εμφανή τραύματα και δεν χρίζει ιατρικής φροντίδας». Τον ξαναπέταξαν στο κελί, όπου πέθανε μερικές ώρες μετά από εγκεφαλική αιμορραγία. Στην είδηση της δολοφονίας του, τα γκέτο (ειδικά αυτό της παραγκούπολης του Σοβέτο) πήραν φωτιά.   

Αν και προκάλεσε μεγάλο δημοσιογραφικό ντόρο στην εποχή της, η υπόθεση του Steven Biko έγινε ευρύτερα γνωστή στον δυτικό κόσμο χάρη στο τραγούδι “Biko” του Peter Gabriel (1980) και την ταινία “Cry Freedom” (“Κραυγή Ελευθερίας”) του Richard Attenborough (1987).

Το τραγούδι του Gabriel περιλαμβάνεται στο τρίτο του προσωπικό album, το επονομαζόμενο Peter Gabriel 3, που κυκλοφόρησε το 1980 από την εταιρεία Charisma, σε παραγωγή του Steve Lillywhite (XTC, Psychedelic Furs, Siouxsie & the Banshees κ.ά). Συμμετέχουν τα περισσότερα μέλη των Genesis και ακόμη ο Tony Levin (μπάσο) και ο Robert Fripp (κιθάρα) από τους King Crimpson, ο Paul Weller (κιθάρα) και η Kate Bush, η οποία κάνει φωνητικά στο “Games Without Frontiers”. Το τελευταίο, μαζί με το “Biko”, αποτελούν τα highlights του δίσκου, όμως δίπλα τους αξιώνουν μια θέση τραγούδια όπως τα "No Self Control" και "I Don't Remember". Περίτεχνες συνθέσεις-ενορχηστρώσεις, μουσικοί κλάσης, θεατρική ερμηνεία (σήμα κατατεθέν του Gabriel ήδη από την εποχή των Genesis), στίχοι αλληλεγγύης...Όλα τα προσωπικά album του Peter Gabriel, από το ομώνυμο πρώτο του 1977 έως το “So” του 1986, συμπεριλαμβανομένου και του soundtrack της ταινίας Birdy του Alan Parker (1985), κρίνονται αψεγάδιαστα. Το “3” όμως είναι αναμεσά τους primus inter pares.

p

Εξίσου αξιόλογη είναι και η ταινία Cry Freedom του Richard Attenborough (στην οποία ακούγεται το τραγούδι του Peter Gabriel). Η πρώτη ύλη (σενάριο) είναι εμβριθής, καθώς βασίζεται σε βιβλία του δημοσιογράφου Donald Woods, αρχισυντάκτη της εφημερίδας  Daily Dispatch, ο οποίος αντιπολιτευόταν το Απαρτχάιντ και ήταν στενός φίλος του Biko. Η σκηνοθεσία είναι πετυχημένη, ενώ είναι συγκλονιστικός και ο Denzel Washington στον ρόλο του δολοφονημένου ακτιβιστή (προβάροντας, θα’ λεγε κανείς, τον ρόλο που θα παίξει μερικά χρόνια μετά στο Malcolm X του Spike Lee).

cry-freedom-poster

Παρόλα αυτά, παρά τις αγνές προθέσεις και το αισθητικό αποτέλεσμα, τόσο το τραγούδι του Gabriel όσο και η ταινία του Attenborough, εμφανίζουν μιαν αντίφαση: παρουσιάζουν έναν υπέρ το δέον εξιδανικευμένο, πράο και ευγενή Steven Biko. Είναι λογικό. Η ταινία και το τραγούδι σκόπευαν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη απέναντι στο αποτρόπαιο Απαρτχάιντ. Βρισκόμαστε εξάλλου στο 1987, ο Mandela είναι ακόμα στη φυλακή, το καθεστώς είναι ακόμα πανίσχυρο. Χρειάζονται οπωσδήποτε εξωτερικές πιέσεις για να καταπέσει. Έτσι, φιλοτεχνούν την εικόνα ενός πασιφιστή, οσιομάρτυρα Biko, που να μπορεί να συγκινήσει το ευρύτερο κοινό της Δύσης.

Η ιστορική πραγματικότητα είναι λίγο διαφορετική. Γνωρίζουμε ότι ο Steven Biko εμπνεύστηκε από δύο κυριως πηγές, από δύο στοχαστές: τον Malcolm X και τον Franz Fanon. Σε ό,τι αφορά τον πρώτο, ο Biko αντλεί από το περίφημο σύνθημα “by any means necessary” . Όσο για τον Fanon, ο ψυχίατρος από τη Μαρτινίκα, χάρη κυρίως στα κείμενά του για την επανάσταση των Αλγερινών κατά των Γάλλων, έγινε ο θεμελιωτής της «μεταποικιακής θεωρίας», δηλαδή της ιδεολογίας των αντιαποκιακών επαναστάσεων στην Ασία και στη Αφρική (λιγότερο επιδραστικός στη Λατινική Αμερική). Ο Fanon αμφισβήτησε το «κρατικό μονοπώλειο της βίας» που διατύπωσε πρώτος στο “Λεβιάθαν” (1651)   ο πολιτικός επιστήμονας και πατριάρχης του συντηρητικού φιλελευθερισμού Thomas Hobbes (και αργότερα επεξεργάστηκε ο Max Weber). Ο Fanon έκανε διάκριση ανάμεσα σε «δικαιωμένη βία» (δηλαδή αυτή των καταπιεζόμενων) και «αυθαίρετη βία» (αυτή των καταπιεστών). Πρέπει όμως να δούμε για τι είδους βία μιλάμε και ποια είναι η διαλεκτική της με την «παθητική αντίσταση».

Με τον όρο «παθητική αντίσταση» χαρακτηρίζεται η στρατηγική που ακολούθησε ο Nelson Mandela στη Νότια Αφρική (και πριν από αυτόν ο Γκάντι στην Ινδία). Στη σημερινή εποχή, η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα προσπαθεί να μας πείσει ότι «παθητική αντίσταση» σημαίνει «παθητικότητα», «αδιαφορία για τα κοινά» ή, το χειρότερο, «κάτσε σπίτι σου». Ο Mandela νεαρός συμμετείχε σε ένοπλες ενέργειες και σαμποτάζ. Στη διάρκεια της μακρόχρονης φυλάκισής του (από το 1962 έως το 1989), συνειδητοποίησε ότι τα μεμονωμένα χτυπήματα είναι αδιέξοδα και ότι θα πρέπει να δομηθεί ένα μαζικό κίνημα από τα κάτω. Απέρριπτε τη φυσική, σωματική βία, ωστόσο καλούσε τους μαύρους να συμμετέχουν μαζικά σε πορείες, γενικές απεργίες, καθιστικές διαμαρτυρίες, εμπορικά μποϊκοτάζ κλπ. Σε αυτά συνίσταται η «παθητική αντίσταση», η οποία πηγάζει ακριβώς από την Πολιτική Ανυπακοή του Henry David Thoreau (Οξύ, 2020, μτφρ. Θάνος Καραγιαννόπουλος).

Σ’ αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο θα πρέπει να ειδωθεί η δράση και η αγκικάτσια του Steven Biko. Αυτοί που τον δολοφόνησαν και που δεν το έκαναν κατά λάθος, είχαν επίγνωση ότι δεν σκοτώνουν έναν άνθρωπο πράο και πασιφιστή∙ γνώριζαν καλά ότι βγάζουν από τη μέση έναν μαχητή της δημοκρατίας, έναν δυνάμει επικίνδυνο αντίπαλο.

Όπως έγραψε και ο ποιητής Michael Weeder στο “Poem for Biko”:

Biko falling/ like Walter Rodney / like Maurice Bishop in the Spring of our longing.
Blessed Biko told no lies/ Claimed no truth other than that/
 Victory shall come forth from the heart/ of the struggle/ of the love/ of the people οrganised

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured