«Στην Αργεντινή κάθε μέρα τρως πρωινό παρέα με μια γυναίκα που κάποιος έχει δολοφονήσει». Ενεργή ακτιβίστρια εναντίον της ενδοοικογενειακής βίας και υπέρ των δικαιωμάτων της γυναίκας, η Κλαούδια Πινιέιρο (Claudia Piñeiro) γεννήθηκε στο Μπουρσάκο το 1960. Eίναι η τρίτη πιο μεταφρασμένη συγγραφέας της Αργεντινής, μετά τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες και τον Χούλιο Κορτάσαρ.
Οι ιδεολογικές της ανησυχίες αποτυπώνονται στην πρόζα της η οποία, εκκινώντας από το νουάρ, εκφράζει τους πολιτικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς της: πιο συγκεκριμένα, η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι αποτέλεσμα ψυχικής ασθένειας αλλά κοινωνικών σχέσων∙ εκπορεύεται από τις πατριαρχικές υπερδομές. Η βία της Μήδειας είναι αποτέλεσμα της βίας του Ιάσονα.
Μέχρι σήμερα έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά δύο βιβλία της (από τις εκδόσεις Carnίvora, σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη): τα μυθιστορήματα Η Ελένα Ξέρει (2021) και Δικιά Σου Για Πάντα (2023).
Το πρώτο περιστρέφεται γύρω από τον θάνατο της Ρίτα. Όλοι πιστεύουν ότι αυτοκτόνησε. Όλοι, εκτός από την Ελένα, τη μητέρα της. Επειδή η Ελένα ξέρει, όσο και αν είναι γεμάτη βεβαιότητες που οδηγούν σε αβεβαιότητες.
«Η θηλυκή υποκειμενικότητα, το γυναικείο σώμα και τα καταπιεστικά δεσμά του αποκτούν διαβρωτική δύναμη μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, οδηγώντας μια μάνα και μια κόρη σε μια συνύπαρξη σκληρά οριακή και τραγικά ανθρώπινη».
Στο Δικιά Σου Για Πάντα, η Ινές, μια νοικοκυρά της μεγαλοαστικής τάξης, ανακαλύπτει ότι ο άντρας της την απατά. Μετά το πρώτο σοκ, θα αποδυθεί σε μια αγωνιώδη προσπάθεια προκειμένου να πείσει τον εαυτό της ότι τα πάντα εξακολουθούν να είναι τέλεια στον επίπλαστο μικρόκοσμο του γάμου της. Δε θα διστάσει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να κρατήσει τα προσχήματα που επιβάλλει η κοινωνία και ο ρόλος της. Γραμμένο με χιούμορ αλλά και με ευαισθησία, πρόκειται για ένα αριστοτεχνικά δουλεμένο ψυχολογικό θρίλερ, που κριτικάρει την υποκρισία που σε μεγάλο βαθμό αποτελεί τον συνεκτικό ιστό του θεσμού της σύγχρονης μεγαλοαστικής (και όχι μόνο) οικογένειας.
Το τελευταίο έως τώρα μυθιστορήματος της Κλαούδια Πινιέιρο έχει τον τίτλο El tiempo de las moscas («Ο καιρός των μυγών»). Αποτελεί συνέχεια του Δικιά Σου Για Πάντα και θα κυκλοφορήσει και αυτό στα ελληνικά από τις εκδόσεις Carnivora.
Και στα δύο μυθιστορήματα έχουμε να κάνουμε με οικογενειακά δράματα (ή και τραγωδίες). Θεωρείτε τον μικρόκοσμο της οικογένειας ως αντανάκλαση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει γενικά η κοινωνία, στην περίπτωση αυτή, η κοινωνία της Αργεντινής;
Αναμφίβολα, ό,τι συμβαίνει σε κάθε οικογένεια έχει απήχηση στον κοινωνικό ιστό. Αλλά, φυσικά, τη λογοτεχνία την ενδιαφέρουν, όπως σημειώνεται στην αρχή της Ανα Καρένινα, κυρίως οι δυστυχισμένες οικογένειες, επειδή οι ευτυχισμένες μοιάζουν μεταξύ τους, ενώ σε εκείνες στις οποίες κυριαρχούν οι συγκρούσεις αυτό γίνεται με έναν εντελώς ξεχωριστό τρόπο. Οι συγκεκριμένες οικογένειες ενδιέφεραν ανέκαθεν τη λογοτεχνία και θα εξακολουθήσουν να την ενδιαφέρουν, είμαι σίγουρη.
Στο «Δικιά σου για πάντα» ειδικότερα, πρόκειται για μια οικογένεια της μεγαλοαστικής τάξης. Επιλέξατε αυτό το σχήμα, ενδεχομένως, για να σχολιάσετε το ότι ο κίνδυνος και οι κακοτοπιές παραμονεύουν εκεί όπου επικρατεί μια φαινομενική ευμάρεια;
Στη δουλειά μου με ενδιαφέρει η υποκρισία, το φαίνεσθαι, η προσπάθεια να δείχνεις προς τα έξω μια εικόνα που δεν αντιστοιχεί με ό,τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες. Υπό αυτή την έννοια, πιστεύω πως υπάρχει μεγαλύτερη απόκρυψη, περισσότερα μυστικά και ψεύτικες εικόνες στις οικογένειες που έχουν λυμένα τα βασικά οικονομικά προβλήματα. Όταν σε απασχολεί το πώς θα ζήσεις ή πώς θα δώσεις στα παιδιά σου να φάνε, η εικόνα περνάει σε δεύτερο πλάνο.
Η Ινές προσπαθεί με νύχια και με δόντια να σώσει τον γάμο της. Αν και αρχικά είναι το θύμα, γίνεται τελικά, έστω και ακούσια, ο θύτης. Είναι ωστόσο μια γυναίκα εγλωβισμένη, στην πραγματικότητα καταπιεσμένη από τον γάμο της (πιο σωστά από την αδιαφορία του συζύγου της), έτσι δεν είναι;
Η Ινές είναι μια γυναίκα που έπλασε τον εαυτό της με σκοπό να είναι «η γυναίκα τού» Και όλα τα χρόνια του γάμου της πασχίζει να πετύχει αυτόν το στόχο. Αν καταρρεύσει το ψέμα που εκείνη δημιούργησε, θα εξαφανιστεί και η ίδια ως άτομο. Η Ινές θα κάνει τα πάντα για να μην συμβεί κάτι τέτοιο. Είναι θέμα επιβίωσης.
Η κόρη της Ινές, η Λάλι, με τον τρόπο της επαναστατεί εναντίον της υποκρισίας και των δύο γονιών της. Είναι ως χαρακτήρας ο φορέας μέσω του οποίου ασκείται η κριτική σας στο σύστημα αξιών της σημερινής κοινωνίας;
Σε όλα σχεδόν τα μυθιστορήματά μου υπάρχει ένας έφηβος που βλέπει όσα οι ενήλικες δεν μπορούν να δουν. Και ο οποίος με κάποιον τρόπο επαναστατεί. Με αποτέλεσμα, πολλές φορές, οι συγκεκριμένοι έφηβοι να μοιάζουν με συγκρουσιακές προσωπικότητες, ενώ, στην πραγματικότητα, αυτό που κάνουν είναι να δείχνουν τα λάθη του συστήματος. Αλλά στους ενήλικες, τις περισσότερες φορές, δεν τους αρέσει να τους δείχνουν τέτοιους είδους πράγματα. Έτσι λειτουργεί και η Λάλι σε αυτό το μυθιστόρημα. Δείχνει στον πατέρα της και τη μητέρα της όσα δε θέλουν να δουν.
Αν και πρόκειται για ψυχολογικό θρίλερ με μπόλικο σασπένς, το μυθιστόρημα έχει πολύ χιούμορ (και ειρωνεία). Το κανατε προκειμένου να αποφύγετε τους μελοδραματικούς τόνους;
Πιστεύω ότι το χιούμορ είναι ανεκτίμητο λογοτεχνικό μέσο. Πολλές φορές αποφεύγεται, επειδή υπάρχει η άποψη πως η υψηλή λογοτεχνία δεν θα έπρεπε να έχει χιούμορ. Να, όμως, που υπάρχει ο Ντέιβιντ Λοτζ, για να αποδεικνύει ότι μπορεί να γράφει κανείς μεγάλη λογοτεχνία με χιούμορ. Το χιούμορ σου επιτρέπει να αγγίζεις θέματα που διαφορετικά θα τρόμαζαν τον αναγνώστη. Ο οποίος, συχνά, βρίσκει τον εαυτό του να αναρωτιέται: «Πώς γίνεται να γελάω, διαβάζοντας κάτι τόσο σκληρό;» Διότι, όπως λέει ο Πιραντέλο, το χιούμορ που αξίζει τον κόπο είναι αυτό που αμέσως μετά οδηγεί στο στοχασμό.
Επιστρέφοντας στο «Η Ελένα ξέρει», θεωρείτε ότι η αυτοκτονία είναι ζήτημα-ταμπού ακόμα και στις μέρες μας;
Είναι κάτι που προκαλεί αναστάτωση, δεν ξέρω αν φτάνει στο ταμπού. Εν γένει, οι άνθρωποι προσπαθούν να βρουν μια λογική αιτία σε μια πράξη που κατά κύριο λόγο δεν έχει και η οποία, κατά το στιλ της Βιρτζίνια Γουλφ, οφείλεται στο γεγονός ότι δεν μπορείς να υποφέρεις τις ώρες που περνούν.
Τι σημαίνει για σας η έννοια του «νουάρ»; Από πολλούς θεωρείται απλώς παρακλάδι του αστυνομικού, όμως θα έλεγα ότι ο όρος αφορά περισσότερο την ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος και τους χαρακτήρες, όπως η στα δικά σας βιβλία.
Για μένα, το νουάρ μπορεί να υπάρχει σε μυθιστορήματα αυστηρά αστυνομικά, καθώς και σε άλλα που δεν ανήκουν στο είδος με την αυστηρή έννοια του όρου. Αν υπάρχει βία, αν υπάρχει αγωνία, ανησυχία, θάνατος, σίγουρα είμαστε κοντά στο νουάρ. Νομίζω ότι τα δικά μου μυθιστορήματα έχουν κάτι από αυτό, συγχρόνως όμως ωθούν διαρκώς τα όρια του κλασικού είδους.
Θα μας πείτε δυο λόγια και για το μυθιστόρημά σας “Catedrales” που επίσης θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Carnivora; Τιμηθήκατε με το βραβείο Dashiell Hammet γι’ αυτό το βιβλίο.
Λοιπόν, ακριβώς σε αυτό το μυθιστόρημα αντιστρέφεται η τυπική ερώτηση της κλασικής αστυνομικής λογοτεχνίας: «Ποιος σκότωσε το θύμα και γιατί;» Διότι το Catedrales ξεκινάει τριάντα χρόνια αφότου βρέθηκε το πτώμα της Άνα, καμένο και τεμαχισμένο, σε μια αλάνα. Και τριάντα χρόνια μετά, ο πατέρας της και η μία από τις αδελφές της εξακολουθούν να ψάχνουν την αλήθεια και να ζητούν δικαιοσύνη. Τις οποίες δεν έχουν καταφέρει ακόμα να βρουν ακριβώς επειδή οι παραπάνω ερωτήσεις δεν απαντούν στο τι πραγματικά συνέβη στην Άνα. Το μυθιστόρημα καταπιάνεται με διάφορες οπτικές γωνίες και δίνει το λόγο σε διάφορους αφηγητές για να μας πουν τι είναι αυτό που ξέρουν και ποιο είναι το ποσοστό της ευθύνης που αναλαμβάνουν για ό,τι συνέβη.
Είναι ίσως ερώτηση-κλισέ, ωστόσο οι δυο πιο γνωστοί Αργεντίνοι συγγραφείς στην Ελλάδα είναι ο Χόρχε Λούις Μπόρχες και ο Χούλιο Κορτάσαρ. Σας έχουν επηρεάσει και αν ναι, με ποιους τρόπους; Ποιους άλλους Αργεντίνους (και όχι μόνο) συγγραφείς ξεχωρίζετε;
Όλοι μας, φυσικά, έχουμε διαβάσει Μπόρχες και Κορτάσαρ και προσωπικά τους θαυμάζω βαθύτατα. Δεν νομίζω, ωστόσο, ότι υπάρχει κάποια απευθείας επιρροή, περά από το γεγονός ότι μου έχουν χαρίσει μερικές από τις καλύτερες αναγνωστικές στιγμές της ζωής μου. Νιώθω, αντιθέτως, ότι ο Μανουέλ Πουίχ έχει μεγαλύτερη συνάφεια με τους κόσμους στους οποίους κατοικώ και ότι αφηγείται ιστορίες τις οποίες αισθάνομαι πιο κοντινές.
Στα βιβλία σας είναι ευδιάκριτη η κοινωνική ευαισθησία, ειδικά προς τους πιο ευάλωτους. Τα τελευταία χρόνια στη Λατνική Αμερική παρατηρείτε μιας εναλλαγή «αριστερής στροφής» και «δεξιάς παλινόρθωσης». Πώς κρίνετε την κατάσταση σήμερα, εστιάζοντας στην πατρίδα σας;
Είναι λιγάκι παραπλανητικό να εστιάσω μόνο στην πατρίδα μου, επειδή η στροφή προς την δεξιά και την άκρα δεξιά παρατηρείται σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Ενώ, αντιθέτως, ακούγονται επιχειρήματα εναντίον της δεξιάς και υπέρ της αποκατάστασης των αδικιών των στρατιωτικών δικτατοριών, τα οποία ήταν αδιανόητα μερικά χρόνια πριν. Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν την επαναφορά των δικαιωμάτων που κέρδισαν οι μειονότητες και τον έλεγχο μιας ιστορικής δίκης, όπως αυτής που υπήρξε η δίκη των συντελεστών των στρατιωτικών δικτατοριών της Αργεντινής. Μακάρι κάτι τέτοιο να συμβεί σύντομα και να ξαναγυρίσουμε στο δρόμο του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των μειονοτήτων που ανέκαθεν αποτελούσε προτεραιότητα για την πατρίδα μου.