«Βάλανε βόμβα στο Μπέλφαστ, είπε [...] Μια νάρκη που προοριζόταν για μια περίπολο του Βρετανικού Στρατού εξερράγη πρόωρα, σκοτώνοντας δύο αγόρια κοντά στα σύνορα. Πέθαναν ακαριαία. Νάρκη. Εκρηκτικός μηχανισμός. Βόμβα μολότοφ. Λαστιχιένιες σφαίρες. Τεθωρακισμένο Sarecen. Φυλάκιση χωρίς δίκη. Νόμος περί Ειδικών Εξουσιών. Εμπροσθοφυλακή του Όλστερ. Το λεξιλόγιο ενός εφτάχρονου παιδιού τώρα».
Το μυθιστόρημα Υπερβάσεις της Λουίζ Κένεντι αναφέρεται στη Βόρεια Ιρλανδία της περιόδου των Ταραχών, με επίκεντρο το πολύπαθο Μπέλφαστ – που τότε το αποκαλούσαν «Βηρυτό της Δυτικής Ευρώπης». Η ίδια η συγγραφέας, γεννημένη το 1967, μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη έξω από το Μπέλφαστ, ενώ σήμερα ζει στο Σλάιγκο, στη βορειοδυτική Ιρλανδία. Οι Υπερβάσεις είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο διακρίθηκε ως το “Ντεμπούτο της Χρονιάς” στα British Book Awards, ως το “Μυθιστόρημα της Χρονιάς” στο πλαίσιο των An Post Irish Book Awards, ενώ συμπεριλήφθη στη βραχεία λίστα για το Women’s Prize for Fiction, για το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα των βιβλιοπωλείων Waterstones και για το αντίστοιχο Βραβείο των βιβλιοπωλείων Barnes and Noble. Έχει ακόμα δημοσιεύσει τη συλλογή διηγημάτων The End of the World Is a Cul de Sac, η οποία τιμήθηκε με το John McGahern Prize. Κείμενά της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα όπως The Guardian, The Irish Times, αλλά και στο BBC Radio 4.
Με τον όρο «Οι Ταραχές» (The Troubles) οι Ιρλανδοί περιγράφουν τις βίαιες συγκρούσεις και το ανεξέλεγκτο κύμα βίας που κατέκλυσε τη χώρα, ειδικά το βόρειο κομμάτι της, στις δεκαετίες του ’60, ’70 και, ως έναν βαθμό, του ’80. Αποκορύφωμα στο λουτρό αίματος αποτέλεσε η επονομαζόμενη «Ματωμένη Κυριακή» ("Bloody Sunday" – απ΄όπου και το τραγούδι των U2), στις 30 Ιανουαρίου του 1972, όταν ο βρετανικός στρατός άνοιξε απρόκλητα πυρ κατά του συγκεντρωμένου πλήθους στη διάρκεια ειρηνικής πορείας στο Μπόγκσαϊντ του Ντέρι, δολοφονώντας εν ψυχρώ 26 άοπλους πολίτες. «Οι Ταραχές» ήταν στην ωμή τους πραγματικότητα ένας απελευθερωτικός αλλά και συγχρόνως εμφύλιος πόλεμος: Ιρλανδοί εναντίον Βρετανών, Ιρλανδοί εναντίον Ιρλανδών, Καθολικοί εναντίον Προτεσταντών, Εθνικιστές εναντίον Ενωτικών, ρεπουμπλικάνοι (όχι με την αμερικανική έννοια) εναντίον μοναρχικών, σοσιαλιστές εναντίον συντηρητικών, ο IRA εναντίον του Βρετανικού Στρατού, της Βασιλικής Αστυνομίας και των εξοπλισμένων παραστρατιωτικών ομάδων του Όλστερ. Ταυτόχρονα ένας υπόγειος εμφύλιος σοβούσε και στο εσωτερικό του IRA και της πολιτικής του εκπροσώπησης, δηλαδή του κόμματος Sinn Féin (Εμείς οι ίδιοι): μετά την πρώτη διάσπαση της δεκαετίας του ’50 σε «αυθεντικό» (original) και «προσωρινό» (provincional) IRA, ο Ιρλανδικός Απελευθερωτικός Στρατός γνωρίζει μια ακόμα διάσπαση στη δεκαετία του ’70, με την ίδρυση από τα σπλάχνα του και από μια ομάδα διαφωνούντων, του πιο σκληροπυρηνικού Irish National Liberation Army (INLA).
Στην εξαιρετική μελέτη του Μην πεις λέξη: Βία και προδοσία στη Βόρεια Ιρλανδία – Η κρυφή ιστορία του IRA (Μεταίχμιο, 2023, μτφρ. 2021, μτφρ. Κωστής Πανσέληνος), ο ιρλανδικής καταγωγής Αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος Patrick Radden Keefe σημειώνει:
«(Η περίοδος των Ταραχών) αποκαλύπτει τον τρόμο, την απώλεια και τη σπαρακτική ματαιότητα ενός ανταρτοπόλεμου, οι συνέπειες του οποίου δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ. Είτε πρόκειται για τους ακραίους τρομοκράτες του IRA, όπως η Ντολόρς Πράις, η οποία από νεαρή ηλικία έβαζε βόμβες στο Λονδίνο, είτε για τα εγκλήματα, τα κατασκοπικά παιχνίδια και τα βρόμικα κόλπα του Βρετανικού Στρατού, είτε για τον Τζέρι Άνταμς, που διαπραγματεύτηκε την ειρήνη αλλά πρόδωσε τους σκληροπυρηνικούς συντρόφους του. Ήταν ένας κόσμος πάθους, εκδίκησης και οδύνης, στον οποίο δεν ίσχυαν κανόνες».
Αυτό είναι το συγκείμενο, δηλαδή το ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο που περιβάλλει τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος της Λουίζ Κένεντι. Βόρεια Ιρλανδία, μέσα της δεκαετίας του ’70. Σε έναν τόπο και μια εποχή όπου περισσότερη σημασία έχει η προέλευση παρά οι πράξεις και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Στη σκιά των Ταραχών, μέσα σε καθημερινές αναφορές περιστατικών βίας, η 24χρονη Κούσλα ζει με τη μάλλον αλκοολική μητέρα της μια ήσυχη ζωή σε μια μικρή πόλη κοντά στο Μπέλφαστ. Την ημέρα διδάσκει σε ένα Καθολικό δημοτικό σχολείο και τα βράδια σερβίρει στην παμπ της οικογένειας, την οποία κουμαντάρει ο αδερφός της. Εκεί συναντά τον Μάικλ Αγκνιού, Προτεστάντη, δικηγόρο, παντρεμένο, με τα διπλάσια χρόνια της. Σε ένα μέρος όπου η αγάπη δεν απέχει πολύ από τη βία, η συνάντησή τους θα αλλάξει για πάντα τη ζωή και των δύο. Η Κούσλα αφήνεται να παρασυρθεί στον κόσμο του και να ξεπεράσει όρια που ποτέ δεν πίστευε ότι θα διάβαινε. Παράλληλα, ο πατέρας ενός μαθητή της, του Ντέιβι, ξυλοκοπείται άγρια, πυροδοτώντας μια αλυσιδωτή αντίδραση γεγονότων που θα απειλήσει όσους και όσα επιθυμεί η Κούσλα να συγκρατήσει και να προστατεύσει.
Γράφει η Κένεντι: «Την Κούσλα δεν την ένοιαζε η κατηγορία που υπονοούνταν στις κουβέντες τους, ότι δηλαδή η ζωή της οικογένειάς της ήταν εύκολη επειδή η κωμόπολη στην οποία ζούσαν ήταν “ανάμεικτη”, και γι’ αυτό δεν είχαν πολλούς μπελάδες. Στην παμπ η Κούσλα είχε ακούσει να λένε ότι “παραήταν ανάμεικτη”, πλαταγίζοντας τη γλώσσα με απέχθεια επειδή ήταν αναγκασμένοι να μοιράζονται το μέρος με Καθολικούς, κι ας αποτελούσαν μόλις το δέκα τοις εκατό του πληθυσμού. Ο Έιμον είχε πάψει ν’ αγοράζει εφημερίδες του Μπέλφαστ για την παμπ, διότι η επιλογή μπορούσε να μαρτυρούσε κάτι γι’ αυτόν. Και σ’ εμάς δεν πάνε πολύ καλά τα πράγματα. Ο αδερφός μου στέκεται κάθε βράδυ πίσω από την μπάρα και φοβάται να ν’ ανοίξει το στόμα του μην τυχόν και προσβάλει κάποιον και καταλήξει στη λίστα των στόχων των Ενωτικών».
Φόβος και ως αποτέλεσμα Σιωπή – αυτό είναι το συναίσθημα που διαποτίζει τις σελίδες του μυθιστορήματος. Όμως, όσο ξεκάθαρες κι αν είναι οι πολιτικές συνδηλώσεις, η Κένεντι δεν εξιστορεί την πολιτική κατάσταση και δεν είχε πρόθεση να γράψει ένα βιβλίο για τους επώνυμους (ήρωες ή εγκληματίες). Για παράδειγμα, δεν αναφέρεται ούτε στον πολιτικό ηγέτη του Sinn Féin Τζέρι Άνταμς, ούτε στο αγωνιστή-απεργό πείνας Μπόμπι Σαντς, ούτε στο ακροδεξιό Προτεστάντη ιερέα Ίαν Πέισλι, ηγέτη των Ενωτικών του Όλστερ. Ενδιαφέρεται περισσότερο για «τους από κάτω». Το μυθιστόρημα είναι ανθρωποκεντρικό∙ εξετάζει το πώς οι πολιτικές συγκρούσεις και η πολεμική βία διαπερνούν την καθημερινότητα των απλών πολιτών του Μπέλφαστ και για τις συντριπτικές επιπτώσεις που αποφέρουν στις επαγγελματικές, οικογενειακές, διαπροσωπικές, φιλικές ή ερωτικές τους σχέσεις. Το ρομάντζο ανάμεσα σε μια μετριοπαθή Καθολική (την εργατική Κούλσα) και σε έναν εξίσου μετριοπαθή Προτεστάντη (τον σοσιαλιστή Μάικλ) αυτά ακριβώς φιλοδοξεί να αναδείξει.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί η Κένεντι είναι περίτεχνη χωρίς να είναι κατ’ ανάγκη «λόγια». Απηχώντας την πλούσια προφορική-ποιητική, λαϊκή ιρλανδέζικη παράδοση, είναι μια γλώσσα κελλαριστή καί δροσάτη, όμοια με «δροσοσταλίδα του Τιούλαμορ» (Tullamore Dew). Εντοπίζονται επίσης εκλεκτικές συγγένεις, τόσο στη θεματική όσο και στο ύφος: οι Υπερβάσεις αξιώνουν μια θέση πλάι στα καλύτερα μυθιστορήματα των τελευταίων χρόνων που πραγματεύονται το ιρλανδικό ζήτημα, όπως το Η Οδύσσεια του Ινίας ΜακΝάλτυ του Σεμπάστιαν Μπάρυ (Εκδόσεις Πόλις, 2003, μτφρ. Θεόδωρος Τσαπακίδης) ή τo Ο Γαλατάς της Anna Burns (Gutenberg, 2019, μτφρ. Μαρία Αγγελίδου). Σπουδαίο λογοτεχνικό ντεμπούτο.
Σημ: Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1970, όμως δεν γίνεται ακριβής χρονολόγηση, δεν κατονομαζεται έστω. Μπορούμε όμως να την υποθέσουμε με βάση της εξής αναφορά. Σελ 130: «Ο Τζέρι είπε κάτι για τη Λιντς Γιουνάιτεντ και ο Έιμον χαμογέλασε εμφανώς. Ήταν και οι δύο οπαδοί της ομάδας [...] Ήταν μεγάλη πιθανότητα να περάσει στον τελικό του Ευρωπαϊκού Κυπέλου, ίσως δε και να το κέρδιζε, καταφέρνοντας να γίνει μόλις ο δεύτερος σύλλογος από την Αγγλία που θα είχε πετύχει κάτι τέτοιο. Μπρέμνερ, Λόριμερ, Τζάιλς (δύο Σκωτσέζοι και ένας Ιρλανδός), αχτύπητη μεσαία γραμμή».
Η Λιντς πράγματι πρόκρθηκε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Κυπέλου, ο οποίος διεξήχθη στο Καυτατζόγλειο Στάδιο της Θεσσαλονίκης, στις 16 Μαΐου 1973. Δυστυχώς για τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, αλλά και για τον υποφαινόμενο που είναι επίσης φανατικός της Λιντς, ηττήθηκε με 1-0 από τη Μίλαν.
Λουίζ Κένεντι, Υπερβάσεις
εκδ. Ψυχογιός, 2023
μτφ. Δέσποινα Δρακάκη, σελ. 352