Το Λιγότερο από μηδέν (1985), λογοτεχνικό ντεμπούτο-γκολ-από-τα-αποδυτήρια του Bret Easton Ellis, κουβαλά ένα άδικα ιονισμένο αρνητικά φορτίο: αν και το ίδιο το βιβλίο προκάλεσε μεγάλο εκδοτικό ντόρο στην εποχή του, η φήμη του γιγαντώθηκε εξαιτίας της μετριότατης ομώνυμης ταινίας του Marek Kanievska (1987), με τους Andrew McCarthy και Robert Downey Jr. (εξαιρετική επιλογή και για τον ρόλο του αντιπαθή γιάπη-ηπερήρωα Iron Man στον κόσμο της αγαπημένης μου κατά τα άλλα Marvel Comics), το σενάριο της οποίας (Harley Peyton) είχε αμυδρή και μόνο σχέση με το μυθιστόρημα. Δεν αναφέρομαι στην πλοκή της ιστορίας, αλλά στην ουσία: εκεί όπου το μυθιστόρημα κατέγραφε (αν όχι στιγμάτιζε) την οντολογική και κοινωνική εντροπία της νέας –τότε- αμερικανικής συνείδησης (δεν πολυσυμπαθώ τον γενικόλογο όρο «γενιά» και τα παράγωγα «σύγκρουση», «χάσμα» γενεών και τα ρέστα), η ταινία την ενστερνιζόταν (αν όχι την αποθέωνε).
Το στόρι εν συντομία: Λος Άντζελες, αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο νεαρός Κλέι έχει μόλις ολοκληρώσει το πρώτο του τετράμηνο στο κολέγιο και είναι πεπεισμένος (φαντασιώνεται, πιο σωστά) ότι ο κόσμος του ανήκει. Γίνεται μέλος μια κλειστής κάστας προνομιούχων που φαινομενικά τα έχουν όλα (ή πιο σωστά τα βρήκαν έτοιμα∙ δεν χρειάστηκε ποτέ να μπουν στον κόπο να τα αναζητήσουν): λαμπερό παρουσιαστικό, γρήγορα αυτοκίνητα, ανεξάντλητες προοπτικές, άφθονο χρήμα για ξόδεμα και άδειες πολυτελείς επαύλεις για ατελείωτα πάρτι, σεξ, ναρκωτικά. Όμως ο αχαλίνωτος υλιστικός ηδονισμός σύντομα θα διολισθήσει στην κενότητα, την πλήξη και την απελπισία.
Το ίδιο το Λος Άντζελες βαραίνει πολύ με την τοπογραφία του τους χαρακτήρες του. Η επιρροή του αστικού περιβάλλοντος στη συμπεριφορά και ψυχοσύνθεση των κατοίκων είναι αδιαμφισβήτη (και ο χώρος δεν επαρκεί για να επεκταθώ). Σε ένα θαυμάσιο δοκίμιό της, η Σώτη Τριανταφύλλου έχει υποστηρίξει ότι το L.A., σε αντίθεση με τη Νέα Υόρκη ή το Σικάγο, «αναπτύσσεται κάθετα και όχι οριζόντια»∙ δεν είναι Πόλη, αλλά συνάθροιση διαδοχικών οικισμών, χωρίς αστική συνοχή, ενιαίο ιστό και χωρίς διακριτό κέντρο. Πέρα από τους μυθοποιημένους «πειρασμούς του Χόλιγουντ», το ίδιο το πολεοδομικό συγκρότημα δημιουργεί στους κατοίκους μια ψευδεπίφαση ελευθεριασμού, που εν τέλει απολήγει στον εγωτισμό και την αποξένωση. Αυτές τις συναισθηματικές καταστάσεις ως αλληλεπιδράσεις κοινωνικών παραγόντων και ανθρώπινου ψυχισμού πραγματεύεται προτωγενώς ο Ellis στο Λιγότερο από μηδέν∙ θα συνεχίσει να το κάνει, παρατηρώντας τις μεταλλάξεις της παραπάνω αλληλεπίδρασης, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο επιτυχημένα με λογοτεχνικούς όρους, στα επόμενα πιο συζητημένα βιβλία του: στην πρώτη κατηγορία φιγουράρει το American Psycho (Αμερικανική ψύχωση, εκδ. Οξύ/Brainfood, 2020, μτφρ. Χρίστος Τόμπρας), όπου η αλλοτροίωση μετουσίωνεται στην ακραία ψυχασθένεια ενός serial-killer, στη δεύτερη το Imperial Bedrooms (Αυτοκρατορικές απολαύσεις, Κέδρος, 2011, μτφρ. Δημήτρης Αθηνάκης), μια πλαδαρή επιστροφή στους ήρωες του Λιγότερο από μηδέν, ενώ κάπου στη μέση κυμαίνεται το Glamorama (Μέδουσα - Σέλας Εκδοτική, 2000, μτφρ. Χρίστος Τόμπρας), όπου ακτινογραφεί κριτικά τον κόσμο των διασημοτήτων του star system και των media στην καμπή του εικοστού αιώνα. Ενδεχομένως και ο ίδιος o Ellis θα ήθελε να ξεχάσει το δοκιμιακό White (Λευκός. Η τυραννία της ταυτότητας στη σύγχρονη εποχή, Οξύ/Brainfood, 2019, μτφρ. Ιωάννα Χονδρού), όπου ναι μεν επιχειρεί να αποδομήσει «τα κυρίαρχα "αγαθά" της εποχής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ξεκινώντας από την επικίνδυνη λατρεία των likes και φτάνοντας ως την ωμή καταγγελία της αυτολογοκρισίας», όμως ο φιλιππικός του, δηλ. η πολεμική του επί «δικαίων και αδίκων της πολιτικής ορθότητας», φλερτάρει με τον ρατσισμό και με την ιδεολογία της alt-right (ακόμα κι αν δεν την ασπάζεται ο ίδιος, η πρόκληση για την πρόκληση δεν οδηγεί από μόνη της πουθενά).
Έχει υποστηριχθεί ότι οι ήρωες στο Λιγότερο από μηδέν είναι κενοί συναισθημάτων, ότι είναι ψυχικά άδειοι, ότι δεν είναι αυθύπαρκτες προσωπικότητες αλλά αθύρματα των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Ισχύει. Μόνο που αυτό γίνεται επί τούτω, οι χαρακτήρες λειτουργούν ως φορείς των ιδεολογικών προβληματισμών του συγγραφέα, με δεδομένο ότι ο Ellis είναι μεταμοντέρνος per se –ο όρος «μεταμοντέρνος» έχει γίνει του συρμού και χρησιμοποιείται συνήθως αδόκιμα∙ δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητικά φορτισμένος. Με όρους λογοτεχνικής θεωρίας και κριτικής, υποννοεί τον κατακερματισμό στην αφήγηση, σε αντίθεση με τις μεγάλες ενιαίες αφηγήσεις του 19ου αιώνα, καθώς τα σύγχρονα υποκείμενα είναι πολυκόρεστοι νοητικοί και ψυχολογικοί μηχανισμοί που διαμορφώνονται υπό τον καταιγισμό πολυδιασπασμένων και συχνά αντικρουόμενων πληροφοριακών ερεθισμάτων. Ορισμένοι από τους αγαπημένους μας συγγραφείς είναι κατεξοχήν μεταμοντέρνοι: ο Roth, ο Pynchon, ο Delillo…
Είναι εξορισμού λάθος η θεώρηση ότι ο συγγραφέας ταυτίζεται με τους χαρακτήρες του ή ότι με κάποιον τρόπο τον εκπροσωπούν. Με αυτή τη λογική, ο Σαίξπηρ θα έπρεπε να ταυτίζεται με τον Ιάγο, ο Ντοστογιέφσκι με τον Ρασκόλνικοφ, ο Κόνραντ με τον συνταγματάρχη Κουρτζ (ο Μπράντο στο Αποκάλυψη Τώρα! για τους σινεφίλ) ή ο Καμύ με τον Καλιγούλα - ο οποίος, ως λογοτεχνικός ήρωας, θα αισθανόταν πολύ άνετα στην παρέα στο Λιγότερο από μηδέν. Οι χαρακτήρες είναι στην περίπτωσή μας τα αντιηχεία του συγγραφέα, απηχούν τη ματαιοδοξία του «αμερικανικού ονείρου» στην εποχή της ρηγκανικής ηγεμονίας, τον κρότο της απίσχανσης του κοινωνικού ιστού.
Το Λιγότερο από μηδέν καταγράφει τα σημεία των καιρών του, που όμως ήδη προδιαγράφουν μια ισχυρή τάση, μια εγγενής ροπή. Δεν είναι «προφητικό μυθιστόρημα» (άλλος αδόκιμος μεταφυσικός όρος∙ ο Χάξλεϊ και ο Όργουελ δεν προέβλεπαν εξ’ αποκαλύψεως, παρατηρούσαν), όμως δεν είναι και μια «στιγμιαία φωτογραφία». Μετεξελιγμένοι, οι νεαροί γιάπηδες του μυθιστορήματος θα αποτελέσουν την πρωτόλεια μαγιά για τους κατοπινούς, λιγότερο φιγουρατζήδες, λιγότερο προκλητικούς, αλλά πολύ πιο αμείλικτους κοινωνικά, νεοφιλελεύθερους. Αυτό που δεν θα μπορούσε να δει ο Ellιs είναι η σημερινή όσμωση των νεοφιλελεύθερων με την ακροδεξιά.
Bret Easton Ellis, Λιγότερο από μηδέν
Εκδ. Οξύ – Brainfood, 2023
Μετάφραση: Αλέξης Καλοφωλιάς
σ. 224