«Δεν ήταν πάντα αυτό το ζήτημα. Ο Doc Pomus έπασχε από πολιομυελίτιδα, και καθώς ήταν σε αναπηρικό καροτσάκι στο γάμο του, ενόσω έβλεπε τη γυναίκα του να χορεύει
με τον αδερφό του, έγραψε τους στίχους για το “Save The Last Dance For Me”. Όσο καταπληκτική και σπαρακτική κι αν είναι αυτή ιστορία, μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι μειώνει κάπως το τραγούδι, καθώς αντικαθιστά αυτό που μέχρι πρότινος ήταν ένα παγκόσμιο μήνυμα αγάπης με ένα πολύ συγκεκριμένο σύνολο εικόνων. Είναι δύσκολο να θεωρήσεις τη δική σου ρομαντική ιστορία ανώτερη από εκείνη του Doc μόλις μάθεις τη φοβερή αυτή ιστορία.
Αυτό μπορεί να είναι κι ο λόγος που τόσο λίγα τραγούδια που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου κατέληξαν να θεωρούνται «πρότυπα»: είμαστε
εγκλωβισμένοι στο μήνυμα των στίχων των τρίτων. Αλλά ως εκ θαύματος, το “Old Violin” πετυχαίνει την υπέρβαση».
(αγγλικά* στο πρωτότυπο, απόδοση συντάκτη)
Chapter 31. Old Violin – Johnny Paycheck
Ας κάνουμε μια άσκηση, εκτός συρμού. Ας μείνουμε εντός θέματος. Εν προκειμένω, στο παραπάνω κεφάλαιο του βιβλίου που συνολικά αφιερώνεται στο σπουδαίο Doc Pomus, μαθαίνουμε ή έστω βλεφαριάζουμε την ιστορία του Johnny Paycheck, πιθανολογώ σχετικώς αγνώστου σε όσους εξ ημών δεν ασχολούμαστε με την country δισκογραφία. Με την ίδια ζέση, και στα υπόλοιπα 65 κεφάλαια του The Philosophy Of Modern Song, ο Bob Dylan μιλά για τραγούδια και μουσικούς, εν πρώτοις, με τον τρόπο που μασκαρευόταν, μπλόφαρε, κι απολύτως προσωπικά αφηγούνταν στις Theme Time Radio εκπομπές του.
Από τον Bobby Bare και τον Costello, έως τον Elvis, τον Bobby Darin και τον Ray Charles, διαβαίνοντας τους Fugs, Grateful Dead, Clash, Little Walter, Cher, Nina Simone, και πόσους ακόμη, μέχρι την κατάληξη στον Dion. 18 χρόνια μετά το πρώτο μέρος του Chronicles, με ένα coffee table στήσιμο, φωτογραφίες διαλεχτές που σχολιάζουν συμπληρωματικά κι ένα εξώφυλλο με ένα «άγνωστο» κορίτσι ανάμεσα στους Eddie Cochran και Little Richard, o Bob Dylan μας παραδίδει 66 κεφάλαια για 66 τραγούδια, χωρισμένα στα δύο. Από τη μια, γραμμένα με την απόλυτα προσωπική του πρόζα κι «ερμηνεία» των τραγουδιών, κι απ’ την άλλη, με μια πιο «πληροφοριακή» για τις ηχογραφήσεις και τους αντίστοιχους δημιουργούς τους.
Ας κάνουμε μια παρένθεση, συνεχίζοντας βασανιστικά εντός θέματος. «Η εξερεύνηση του πλανήτη Dylan, μία περιπέτεια ζωής που οδηγεί στον Woody Guthrie, τον Big Joe Turner, την Bessie Smith, το Sam Peckinpah, την καρδιά που (έχουν ξεχάσει που) κρύβουν οι τραχείς Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και μαζί στον Proust, τον Όμηρο, τον Άγιο Αυγουστίνο. Στο νήμα που όταν δεν υπάρχει υφαίνει ο ίδιος, του οποίου η μία άκρη κρέμεται από το παντελόνι του Verlaine, την άλλη πατά η αριστερή μπότα του Hank Williams. Σε ένα παιχνίδι κρυφτό με το Marcel Proust για χρόνια να πλαγιάζει νωρίς και τον Robert Johnson να ξυπνά απ’ τα άγρια χαράματα…» έγραφε πριν χρόνια ο Δήμος Πασσάς για το που θα παρέπεμπε η δισκογραφία του Dylan, ενώ δεν παρέλειπε να αποπειραθεί και να διαβάσει την ταυτότητά του:
«Αν και παιδί των 50’s, στα οποία έζησε την εφηβεία του, συγκλονισμένος από τους beat ποιητές, το Rock & Roll, τα doo wop, τους folk, blues, country τραγουδιστές, την ίδια του τη χώρα, θα μπορούσε να έχει γεννηθεί 130 χρόνια νωρίτερα ή μία μέρα πριν από το τώρα. Το ιστορικό αίσθημα τον υποχρεώνει ως δημιουργό να γράφει όχι μόνο με τη δική του γενιά μέσα στα κόκαλά του, αλλά και με την αίσθηση ότι ολόκληρη η λογοτεχνία-μουσική δημιουργία της Αμερικής πρωτίστως, από τη γέννησή της μέχρι σήμερα και μέσα σ’ αυτήν ολόκληρη η παράδοση του τόπου του, αποτελεί μία ταυτόχρονη τάξη. Ένας άνθρωπος εκτός εποχής που όρισε την εποχή του και επηρέασε όσο κανείς άλλος της γενιάς του, αλλά και οποιασδήποτε γενιάς πριν και μετά και μάλιστα ως μονάδα και όχι ως ομάδα ότι αναπτύχθηκε μαζί του και ότι τον ακολούθησε, αλλάζοντας τις ζωές των ανθρώπων κυρίως τότε που η μουσική ακόμα μπορούσε να τις αλλάξει. (…) Μία παράδοση πάντα παρούσα σε οτιδήποτε κάνει, χωρίς ποτέ όμως να περιορίζει τον ορίζοντα του οράματός του. Καταφέρνοντας να είναι παραδοσιακός και ταυτόχρονα ριζοσπαστικός, καταλαβαίνοντας το παλιό και το νέο, όσο γίνεται ένας άνθρωπος να καταλαβαίνει και τα δύο, έχοντας γνωρίσει τη ζωή και το θάνατο, όσο μπορεί ένας θνητός, κρίνοντας τη μακραίωνη έριδα μεταξύ παράδοσης και ανακάλυψης, τάξης και περιπέτειας, δίνοντας υπόσταση στα φαντάσματα, πολεμώντας στο μέτωπο του απεριόριστου. (…) Με όπλο τη διαίσθηση, τη δίψα για γνώση, αληθινή ζωή, τη μοναδική αντίληψη του χρόνου, την οξύτατη παρατηρητικότητά, την ασύγκριτη ικανότητα του να ρουφάει σαν σφουγγάρι μουσικές, στίχους, κείμενα ολόκληρα και να τα εμπλουτίζει με τις εμπειρίες των δικών του βιωμάτων, το θράσος του και την αυτοπεποίθησή του έγραψε τραγούδια για τους πλούσιους και τους φτωχούς, τους μαύρους και τους λευκούς, τις καλές και τις κακές στιγμές της ζωής, τις αντιθέσεις ανάμεσα σ’ αυτά που διδάσκουν στο σχολείο ή στην τηλεόραση και σε όσα πραγματικά συμβαίνουν. Για όλα αυτά που νιώθουμε, αλλά δύσκολα μπορούμε να εκφράσουμε. Αυτοί που γεννήθηκαν το ’59, το ’79, αυτοί που γεννιούνται τώρα και θα γεννηθούν σε 50 χρόνια.».
Αναγκαία η άνωθεν μακροσκελής παρένθεση για να μείνουμε εντός θέματος, διότι είναι τελικά απόλυτα επιτακτική αυτή η συνθήκη, ώστε να αφεθεί ο αναγνώστης στο «αλητοδιανοούμενο» - που θα’λεγε κι ο Κ. Πλάνης - σύμπαν του Philosophy.
Μπαίνουμε στον πειρασμό να παραθέσουμε αποσπάσματα, που λογικά δε θα αποτελέσουν -ούτως ή άλλως - εμπορικό κίνητρο για κάποιον εγχώριο εκδοτικό οίκο, ώστε να δούμε μια μεταφρασμένη εκδοχή του βιβλίου του Dylan. Θα είναι όμως κρίμα να τα διαβάσετε στα πλαίσια ενός κειμένου παρουσίασης, έστω και ως promo δολώματα, χωρίς το χτίσιμο, δίχως το σχήμα που δίνεται στη συγκεκριμένη έκδοση. Ή, ακόμη καλύτερα, συνδυαστικά με το audiobook των 6 CDs. Εκεί που, ενώ έχει κανείς ήδη αναγνώσει τα κεφάλαια του βιβλίου, μπορεί να τα ακούσει και από τις φωνές των Jeff Bridges, Steve Buscemi, John Goodman, Oscar Isaac, Helen Mirren, Rita Moreno, Sissy Spacek, Alfre Woodard, Jeffrey Wright, Renee Zellweger. Κι από τον ίδιο τον Dylan. Ή μήπως όλοι διαβάζουν ως Dylan;
“Art Is Disagreement. Money Is an Agreement” γράφει στο κεφάλαιο 8, στο κεφάλαιο για το "Money Honey" του Elvis από το LP για την RCA του 1956. Αν ψάχνετε για ατάκες, χιουμοριστικά τσιτάτα, την Αμερική ως μυθολογία, την ειρωνεία για κάποιον που στριμάρει μια ταινία στο κινητό του και καπάκι τα πεπραγμένα του Jesse James, παράπονο δε θα έχετε. Κι όμως, η κριτική νέας κοπής διακρίνει τα παραπάνω ως παθολογία. Από τους NY Times και το New Yorker, έως το Esquire, διαβάσαμε λίγο έως πολύ πως πρόκειται για ένα γεροξεκούτη μισογύνη που στέρεψε από λόγια και κατέφυγε στις ιστορίες των άλλων, αποκλείοντας τη rap και τη jazz, χωρίς τελικά να προκύπτει μια φιλοσοφική ερμηνεία των τραγουδιών, τραγουδιών που δεν τραγουδούν γυναίκες, ή έστω χωρίς ποσόστωση, αραδιασμένων ανάμεσα σε περίεργες φωτογραφίες. Μια κριτική με παρόμοια ανεδαφικά χαρακτηριστικά με ένα κείμενο που θα μιλούσε για την έμφυλη βία στο παλιό ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Ή για ένα καλογραμμένο σκωπτικό άρθρο για τα όρια στη σάτιρα του Gervais. Εκτός θέματος, εν ολίγοις.
Το παιχνίδι στο Philosophy παίζεται στο ποια να είναι άραγε η Alis Lesley, τι συνέβη στον John Trudell, στην καθυστερημένη εκτέλεση του "By The Time I Get To Phoenix" από τον ίδιο τον Jimmy Webb, ποιος μένει όρθιος στο φινάλε του El Paso. Αυτές οι αράδες έχουν σημασία, χωρίς να πρόκειται για μια ανθολογία σαν εκείνη του Harry Smith, χωρίς να είναι μια clickbait λίστα με «τα 50 καλύτερα τραγούδια για να χυλώσει σωστά το ριζότο στις 14 Φεβρουαρίου». Κι αν η απάτη των 900 υπογεγραμμένων αντιτύπων είναι η είδηση που σας έστειλε εδώ, το είπαμε και το ξαναείπαμε. Είστε εκτός. Γενικώς και ειδικώς.
Bob Dylan - The Philosophy of Modern Song
Book, 2022 / Simon & Schuster
* “This is not always the case. Polio victim Doc Pomus was in a wheelchair at his wedding, watching his bride dance with his brother, while he wrote the lyrics to “Save the Last Dance for Me.” As amazing and heartbreaking as this story is, one can argue that it diminishes it as a song because it takes what used to be universal message of love and replaces it with a very specific set of images. It’s hard to have your own romance supersede Doc’s once you know the poignant backstory.
This may also be the reason so few songs that were made during this video age went on to become standards; we are locked into someone else’s messaging of the lyrics. But miraculously, “Old Violin” transcends.”