Ο Claude McKay υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της λεγόμενης «Αναγέννησης του Χάρλεμ» (δεκαετία του 1930). Γεννημένος το 1898 στη Τζαμάικα, μετοίκησε το 1912 στη Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ, στον Βαθύ Νότο, όπου ήρθε αντιμέτωπος με τον ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις. Δύο χρόνια αργότερα εγκαταστάθηκε στο Χάρλεμ, όπου επηρεασμένος από τον σπουδαίο Αφροαμερικανό κοινωνιολόγο W. E. Du Bois (βλέπε το έργο του The Souls of Black Folk), στράφηκε στην ποίηση και στην πεζογραφία. Τα πρώτα του δείγματα δημοσιεύθηκαν σε περιοδικά. Το 1919 εξέδωσε το ποίημά του If we must die, που έμεινε εμβληματικό ως κάλεσμα αντίστασης ενάντια στην καταπίεση της μαύρης κοινότητας. Δούλεψε επίσης ως εργάτης και οργανώθηκε συνδικαλιστικά στους μαχητικούς Wobblies (International Workers of the World), που είχαν αναρχοκομμουνιστικό προσανατολισμό –και ήταν επίσης το μοναδικό τότε συνδικάτο που ενέγραφε μαύρους.
Ο McKay έπεσε θύμα διώξεων και γι’ αυτό φυγαδεύθηκε στο Λονδίνο το 1922. Εκεί μυήθηκε στις ιδέες του σοσιαλισμού, συνδέθηκε με τη σουφραζέτα Sylvia Pankhurst και συμμετείχε στην ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Μεγάλης Βρετανίας. Το 1922 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη και έγινε συνεκδότης του περιοδικού The Liberator. Ενθουσιασμένος από την Οκτωβριανή Επανάσταση, στη συνέχεια ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση και πήρε μέρος στο 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, θέλοντας να προβάλλει διεθνώς τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι μαύροι ως υπο-προλεταριάτο στις ΗΠΑ και όχι μόνο. Ταξίδεψε επίσης στο Μαρόκο και έζησε για ένα διάστημα στη Γαλλία, στη Νίκαια και τη Μασσαλία. Δίχως οικονομικούς πόρους και με την υγεία του εξασθενημένη, κατάφερε να ολοκληρώσει την Επιστροφή στο Χάρλεμ (Home to Harlem) το 1928. Πολλά έργα του εκδώθηκαν μετά από τον θάνατό του. Φτωχός και ενώ η υγεία του χειροτέρευε, εγκαταστάθηκε στο Σικάγο κατά τη δεκεατία του 1930 και εργάστηκε στην καθολική οργάνωση Catholic Youth Organization, όπου δίδασκε αφροαμερικανική ιστορία και λογοτεχνία. Πέθανε το 1948 από καρδιακή προσβολή. Το έργο του επηρέασε μια σειρά σηματικών Αφροαμερικανών λογοτεχνών, όπως ο James Baldwin, ο Langston Hughes και ο Richard Wright.
Η Επιστροφή στο Χάρλεμ στο μεγαλύτερο μέρος της αποτελεί ένα λογοτεχνικό σουλάτσο στο Χάρλεμ του 1919. Κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ο Τζέικ Μπράουν, ο οποίος κρύβεται στο Χάρλεμ, αφού έχει λιποτακτήσει από τον αμερικανικό στρατό κατά τη διάρκεια του Ά Παγκοσμίου Πολέμου∙ η λιποταξία του δεν οφείλεται σε λιποψυχία, αλλά στην αγανάκτησή του απέναντι στους λευκούς αξιωματικούς που τον αντιμεώπιζαν, όχι σαν στρατιώτη που πολεμάει για την πατρίδα του, αλλά σαν σκλάβο. Βέβαια, ο σοσιαλιστής McKay αφήνει να διαφανεί η δυσφορία του απέναντι στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εν γένει, καθώς θεωρεί ότι σ’ αυτή τη σύγκρουση δεν υπήρχαν καλοί και κακοί, αλλά αλληλοσυγκρουόμενοι καπιταλισμοί (Αγγλογάλλοι, Αμερικανοί vs Κεντροευρωπαϊκές Αυτοκρατορίες).
Ο Τζέικ θα βιώσει τη σκληρή πραγματικότητα της μητροπολιτικής μεγαλούπολης και θα περιπλανηθεί στη φαντασμαγορική νυχτερινή ζωή της. Θα συναστραφεί με πόρνες, νταβατζήδες, στοιχηματζήδες, μουσικούς της jazz, σερβιτόρους σε νυχτερινά κέντρα. Θα γνωρίσει τον Ρέι, σερβιτόρο από την Αϊτή που αγαπά τις τέχνες και τα γράμματα και ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας, ο οποίος θα του μιλήσει για την επανάσταση των μαύρων της Αϊτής το 1800 (η πρώτη επανάσταση μαύρων στη σύγχρονη ιστορία) και θα τον αφυπνίσει κοινωνικοπολιτικά.
Η πλοκή δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο στο μυθιστόρημα και το φινάλε δεν καταλήγει κάπου. Τον συγγραφέα ενδιαφέρει η περιπλάνηση του ήρωά του αυτή καθαυτή, τόσο ως ταξίδι αυτογνωσίας, όσο και ως μια διαδρομή που σχεδιάζει μια τοιχογραφία του Χάρλεμ της εποχής εκείνης.
Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο McKay είναι ωμή, τολμηρή, και αφτιασίδωτη, με έντονη προφορικότητα (στη μετάφραση έγινε εξαιρετική δουλειά στη μεταφορά της αργκό του Χάρλεμ στα ελληνικά). Η ζωή των κατώτερων ταξικά μαύρων στα μεγάλα αστικά κέντρα των ΗΠΑ αμέσως μετά τον Μεγάλο Πόλεμο σκιαγραφείται σαν ένας ημιυπόγειος κόσμο, στον οποίο κυριαρχούν η φτώχεια, η βία και η εκμετάλλευση. Στο επίκεντρο της αφήγησης δεσπόζει το Χάρλεμ της νύχτας, σαγηνευτικό αλλά και επικίνδυνο, με όλα του τα συμπαρομαρτούντα: τζόγος, πορνεία, ναρκωτικά, ο συγκοπτόμενος ρυθμός της τζαζ, ο νταλγκάς του μπλουζ:
«Ρυθμός που στοιχειώνει, συναπάντημα αγνού καημού και σαγηνευτικής ευθυμίας, πότε αλλάζει προκαλώντας ξέφρενη εξεγερσιακή χαρά, πότε γίνεται σαν μάσκα της ζούγκλας –αλλόκοτη, ανοίκεια, ανατριαχιαστική-, πότε βουτάει με το κεφάλι στα μακρινά θολά βάθη της αβύσσου και μετά σκάει στο φως τόσο άξαφνα όσο ένα απλό, παιδικό χαμόγελο. Και οι λευκοί επισκέπτες γελούν. Βλέπουν μόνο το χαμόγελο. Εδώ δεν υπάρχει κανένα από τα καλοφτιαγμένα και καλοβαλμένα συναισθήματα του κόσμου της ευπρέπειας. Ένα γέλιο μπορεί να καταλήξει σε πλάνταγμα. Ο στεναγμός μπορεί να καταλήξει σε πανηγυρισμό. Ο γοριλένιος τύπος που χορεύει σπασμωδικά και τα χέρια του αγκαλιάζουν τόσο παράξενα την παρτενέρ του μπορεί απόψε να την στραγγαλίσει. Αλλά τώρα δεν έχει καμία τέτοια σκέψη. Είναι ερωτευμένος με τον καυτό, σπασμωδικό χορό και έχει χαθεί μέσα του. Απλά, ωμά συναισθήματα και αληθινά. Ίσως φοβίζουν και απωθούν τα εκλεπτυσμένα πνεύματα επειδή είναι τόσο αληθινά ακριβώς σαν με τον κοινό αγροίκο που μπροστά στα ευγενή συναισθήματα στέκει αποκαρδιωμένος και, αυτομάτως, τα εκλαμβάνει ως ψεύδη».
Το μυθιστόρημα του McKay επικρίθηκε από μερίδα της μαύρης διανόησης. Όπως αναφέρεται και στο επίμετρο της έκδοσης, «θεωρήθηκε ότι αναπαρήγαγε την υπερσεξουαλικότητα που στερεοτυπικά αποδιδόταν στους μαύρους, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο την εργένικη ζωή των θαμώνων της νυχτερινής ζωής, που πίνουν, χορεύουν, ερωτοτροπούν, κάνουν ναρκωτικά και σφάζονται μεταξύ τους οδηγούμενοι από τα πρωτόγονα πάθη τους».
Ο ίδιος αντιπαρέβαλλε στους κριτικούς του την έννοια της «διπλής συνείδησης»: οι συνδηλώσεις του μαύρου από τη μία αποτελούν αντανάκλαση της εικόνας που έχει ήδη προσχηματίσει για τους μαύρους ο κυρίαρχος λευκός και από την άλλη εκφράζουν έναν υπαρκτό πριμιτιβισμό που είναι απότοκος της συλλογικής εμπειρίας αιώνων ξεριζωμού, σκλαβιάς, καταδίωξης και φυλετικών διαχωρισμών. «Ο μαύρος έχει ανάγκη από μια νέα παιδεία», όπως λέει στο μυθιστόρημα ο διανοούμενος Ρέι, όχι τα ξεροκόμματα που του πετάει ο λευκός. «Πεταμένα πράγματα που αυτή η εποχή δεν έχει τι να τα κάνει», συνεχίζει. Διαλεκτικά, «ως πότε θα επιμένουν να μας κρατάνε κάτω;», απαγγέλει σε ένα ποίημά του ο Gil Scott-Heron.
Όπως γράφτηκε και πιο πάνω, ο Claude McKay επηρέασε με το έργο του σημαντικούς συγγραφείς της μεγάλης μαύρης διαποράς. Ένας από αυτούς είναι και ο Ralph Ellison, που θα βασιστεί στην προβληματική του McKay και θα την προεκτείνει στον αριστουργηματικό Αόρατο Άνθρωπο (1952).
Claude McKay - Επιστροφή στο Χάρλεμ
εκδ. Έρμα, 2002, σελ. 296, μτφ. Όλγα Καρυώτη