Όπως αναφέρεται και στον τίτλο, το μυθιστόρημα της Sylvia Avallone, γνωστής ίσως κυρίως από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου της Acciaio (Ατσάλι, 2010), αφηγείται την διακεκομμένη ιστορία μιας φιλίας: μιας νεανικής φιλίας ανάμεσα στην Ελίζα (Έλι) και την Μπεταρίτσε (Μπέα).
Οι δυο τους γνωρίζονται στο σχολείο, στην πόλη Τ. (υπονοείται ενδεχομένως το Τορίνο;) όπου μεγαλώνουν. Η Έλι προέρχεται από χωρισμένη οικογένεια, ζει με τον άχρωμο πατέρα της και τον αδελφό της, τον Νικολό που ακούει punk, αναπολεί τη νεαρή μητέρα της και είναι μια κοπέλα με αρκετές συστολές και ανασφάλειες. Η Μπέα, από την άλλη, είναι μεγαλύτερη σε ηλικία, πιο έμπειρη, πιο περπατημένη. Αρχικά λειτουργεί ως μέντορας για την Έλι. Με την παρότρυνσή της δεύτερης, βιώνουν μαζί τους πρώτους έρωτες, τα πρώτα ξενύχτια χωρίς επιστροφή στο σπίτι, δοκιμάζουν τα πρώτα τσιγαριλίκια, ενδίδουν στις πρώτες κλεψιές και αταξίες. Έχουμε, κατά συνέπεια, να κάνουμε και με ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης.
«Αν ρωτούσε κάποιος την Ελίζα πότε ακριβώς ξεκίνησε η φιλία τους, δεν θα ήταν σε θέση ν' απαντήσει. Ίσως να ήταν τη νύχτα που η Μπεατρίτσε εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά της σ' εκείνη την παραλία, σαν διάττων αστέρας. Ή μήπως αργότερα, τότε που έκλεψαν ένα πανάκριβο τζιν και το 'σκασαν τρέχοντας σαν τρελές με το μηχανάκι; Σ' αυτό που μπορούσε ν' απαντήσει με σιγουριά ήταν πότε τελείωσε η φιλία τους και πως, παρόλο που έχουν περάσει δεκατρία χρόνια, την πονάει ακόμα».
Η Μπέα μπορεί να είναι ο αδιαμφισβήτητος οδηγός στη φιλία τους, όμως η σχέση τους είναι αμφίδρομη. Και η Έλι συστήνει στην Μπέα τον δικό της κόσμο και την μυεί σε πρωτόγνωρες γι’ αυτήν εμπειρίες.
(Έλι): «Στην Μπιέλα υπάρχει ένα μαγαζί που λέγεται Μπαμπιλόνια. Οι νέοι που συχνάζουν εκεί έχουν μπλε, πράσινα,πορτοκαλί και φούξια μαλλιά σαν εσένα, αλλά ξυρισμένα στο πλάι κι ένα λοφίο στη μέση, και τραγουδούν Offspring ενώ σαλτάρουν, καπνίζουν και απευθύνουν χειρονομίες στους πάντες και τα πάντα», είπα.
(Μπέα): «Τι θα πει “σαλτάρουν”;»
«Θα πει πως δεν χορεύουν. Απλώς χοροπηδούν, καθένας μόνος του ανάμεσα στον κόσμο, και δέχονται σπρωξίματα και κουτουλιές. Εκεί, ανάμεσα στους οριζώνες του Ποτεράνο, είχαν έρθει να παίξουν και οι Rancid. Η Μπιέλα είναι πολύ πιο διαφορετική από την Τ.»
«Και ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου τραγουδιστές;»
«Οι Offspring. Αλλά και οι Blink-182.»
Η αφήγηση ξεδιπλώνεται σε δύο περιόδους, με αφηγήτρια πάντα την Έλι. Ο πρώτος, παρελθοντικός χρόνος της αφήγησης, αφορά το ξεκίνημα της φιλίας τους, τα κοινά βιώματα, αλλά και τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις τους, εν μέσω της αναδυόμενης ψηφιακής εποχής, στις αρχές του 21ου αιώνα. Παρόλα αυτά, πρόκειται,όπως φαίνεται αρχικά, για μια φιλία άνευ όρων. Αυτό όμως που τελικά θα δοκιμάσει τη φιλία των δύο κοριτσιών, σε συνδυασμό με τη διαφορά στην ηλικία τους, είναι το πέρασμα του χρόνου που επιφέρει διαφορετικές επιλογές για τον καθένα, καθώς το σχολείο σταματά να είναι ένας de facto ενοποιητικός παράγοντας. Στον παροντικό χρόνο, τα κορίτσια έχουν αποσυνδεθεί, όμως η Έλι εξακολουθεί να παρακολουθεί την πορεία της φίλης της, που έχει μετατραπεί σε διασημο μοντέλο και φιγουράρει σε διαφημίσεις, που θέλοντας και μη, πέφτει πάνω τους, ιδίως στο διαδίκτυο.
«Με τα μαλλιά της σαν γυαλόχαρτο, καθόταν και θαύμαζε τα πορτέτα της λες και ήταν κάποιας άγνωστης. Η Μπέα σε μια διαφήμιση υψηλής μόδας με μια πλεξίδα-διάδημα γύρω από το κεφάλι της και μια τρυφερή έκφραση παιδιού, έκπληκτα μάτια και κόκκινα μάγουλα από το μέικ απ. Η Μπέα σκούρα κοκκινομάλλα, ίσως δωδεκάχρονη, στην πασαρέλα με μαγιό. Πάντοτε και αποκλειστικά με ίσια μαλλιά. Το χαμόγελό της ήταν ίδιο μ’ εκείνο που τώρα επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον στις ιστοσελίδες και που είναι γνωστό σ’ όλον τον κόσμο: αδιαπέραστο και μυστηριώδες σαν το χαμόγελο της Τζοκόντας».
Η Sylvia Avallone γράφει με νοσταλγία και αισθαντικότητα για τα δύο κορίτσια. Κατορθώνει να διεισδύσει βαθιά στην ψυχοσύνθεσή τους, με αποτέλεσμα οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες να μοιάζουν ολοζώντανοι στο χαρτί. Εξερευνά τις εμμονές και τις ανομολόγητες επιθυμίες τους. Ειδικά για την Έλι, η σχέση της με την Μπέα ξεπερνά τα όρια της φιλίας. Είναι μια σχέση ιδανικοποιημένη, όμοια με έρωτα που λανθάνει, μια σχέση που φτάνει στο σημείο της εξάρτησης.
Η συγγραφέας συλλογίζεται επίσης πάνω στις επιλογές που κάνουμε στη ζωή, το πόσο αβέβαιες είναι αυτές και το πώς πολλές φορές, ενώ φαινομενικά είναι σωστές, καταλήγουν να μας πονάνε συναισθηματικά. Πάντα κάτι χάνεις μεγαλώντας, είναι σαν να λέει, μια φιλία ή ίσως την αθοώτητα των παιδικών χρόνων, και η πραγματικότητα που σε περιβάλλει είναι γεμάτη από όνειρα που διαψεύονται. Η συγγραφέας θεωρεί ιδιαίτερα σημαντική την παιδικότητα, που λιγότερο ή περισσότερο, κρύβει κανείς μέσα του ακόμη και όταν είναι ενήλικος.
Αυτοί οι προβληματισμοί αποσχολούν και την αφηγήτρια Έλι καθώς, στο μέσο περίπου του μυθιστορήματος, αναθυμάται:
«Και τότε, ξαπλωμένη πάνω στα πρασιωπά πλακάκια, μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι θα ήταν υπέροχο να παραμέναμε στην Τ για πάντα, χωρίς να τελειώσουμε το σχολείο. Αν εκείνο το βράδυ μέναμε έγκυες κι εκείνοι μας παντρεύονταν, θα ζούσαμε μαζί, η μια δίπλα στην άλλη, για όλη μας τη ζωή – εσύ στο πάνω διαμέρισμα κι εγώ στο κάτω ή αντιστρόφως. Ούτε θα φεύγαμε ούτε θα γράφαμε ούτε θα επιχειρούσαμε οποιαδήποτε άλλη εμπειρία. Τα παιδιά μας θα μεγάλωναν μαζί σαν αδέλφια κι εμείς θα μέναμε στο σπίτι όλη μέρα χωρίς να κάνουμε τίποτα. Αχώριστες – μάλλον κάτι παραπάνω: σιαμαίες.
Αργότερα, όταν ανεβήκαμε στην ταράτσα για να δούμε τα βεγγαλικά, εγώ έπιασα το χέρι της Μπεατρίτσε, όχι του Λορέντσο, και της το’ σφιξα. Η παλιά πόλη, τα νησιά, το κάστρο φωτίζονταν μ’ εναλασσόμενο φως, πότε πράσινο και πότε κόκκινο. Ένοιωθα ευτυχισμένη. Πλησίασα στο αυτί της Μπεατρίτσε και τη ρώτησα:
“Δεν θα χωριστούμε ποτέ, έτσι δεν είναι;”
Δεν μου απάντησε. Μπορεί να μην άκουγε∙ γινόταν μεγάλη φασαρία».
Σίλβια Αβαλόνε - Μια φιλία
Εκδόσεις Αίολος, 2022, σελ. 558, μτφ. Λούλα Καραγιαννάκη