Μια αναδρομή στον κινηματογράφο του Τζον Κασαβέτη με αφορμή την κυκλοφορία του συλλογικού τόμου Μην πιστεύεις την αλήθεια (εκδ. Κυψέλη, 2022), με κείμενα για τη ζωή και το έργο του.
“In the cinema of John Cassavetes, it’s all about the faces”
–Martin Scorcese
Ο Τζον Κασαβέτης (1929 – 1989) αναγνωρίζεται καθολικά ως ο πρωτοπόρος του αμερικανικού ανεξάρτητου κινηματογράφου, μαζί με ορισμένους άλλους κινηματογραφιστές που έκαναν την εμφάνισή τους, με έδρα κυρίως τη Νέα Υόρκη, στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1950 (Τζόνας Μέκας, Σίρλεϊ Τζάκσον, Ρόμπερτ Φρανκ, Άλφρεντ Λέσλι κ.ά.). Σε διαλογική σχέση με ανάλογα ρεύματα που εμφανίστηκαν παράλληλα σε άλλες χώρες, όπως στην Αγγλία (το New Cinema των Τέρι Ρίτσαρντσον, Λίντσεϊ Άντερσον κλπ. ) και στη Γαλλία (nouvelle vague), οι «νέοι Αμερικανοί κινηματογραφιστές» επιδίωξαν να σπάσουν τη μονοκρατορία των μεγάλο στούντιο, να αντιπαραβάλλουν την «κάμερα στο χέρι» απέναντι στις πολυδάπανες παραγωγές, να εμπιστευθούν άγνωστους ηθοποιούς (Τζένα Ρόουλαντς, Μπεν Γκαζάρα, Σίμουρ Κάσελ στην περίπτωσή μας), όχι αναγκαστικά της Μεθόδου των Actor Studios, και τελικά, να αναδείξουν με τις ταινίες τους, όχι εντυπωσιακά γκρο πλαν και εντυπωσιακές σκηνές δράσης, αλλά τα νοήματα και τα συναισθήματα που εκφράζονται στα πρόσωπα των ηθοποιών∙ τελικά να εισάγουν έναν νέο, πρωτόφαντο ρεαλισμό στον αμερικανικό κινηματογράφο. Αναμέσά τους, ο Κασαβέτης στάθηκε αναντίρρητα ο κορυφαίος.
Η έκδοση του συλλογικού τόμου Μην πιστεύεις την αλήθεια πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία της συντακτικής ομάδας του περιοδικού CineDogs. Τα κείμενα παρακολουθούν γραμμικά την σκηνοθετική πορεία του δημιουργού, από την πρώτη του ταινία, το θρυλικό πια Shadows (Σκιές, 1959) έως την προτελευταία του, το Love Streams (Ερωτική Θύελλα, 1984) – ο ίδιος ο Κασαβέτης είχε αποκηρύξει το τελευταίο του φιλμ Big Trouble του 1986.
Στο εισαγωγικό κείμενο «Η Ιστορία πίσω από τον Μύθο, το Κίνημα πίσω από το Άτομο» ο Αχιλλέας Παπακωνσταντής εγγράφει το σινεμά του Κασαβέτη στα συμφραζόμενα της εποχής του, αναδεικνύοντας συγχρόνως την πρωτοτυπία του. Ακολουθεί το κείμενο για το Shadows, στο οποίο ο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου εστιάζει στο ζήτημα της ταυτότητας (φυλετικής, σεξουαλικής κλπ.) στη Μεγάλη Πόλη που απασχολεί τον σκηνοθέτη, ενώ παράλληλα υπογραμμίζεται ο «υποχθόνιος μοντερνισμός» του. Ακολουθεί το κείμενο του Κώστα Γ. Καρδερίνη για την ταινία Too Late Blues (1961), ενώ ο ίδιος λίγο πιο κάτω ξανακούει τη μουσική στις ταινίες του σκηνοθέτη, όπου κυριαρχούν η jazz και γενικά οι αυτοσχεδιατικές φόρμες (Τσαρλς Μίνγκους, Μπένι Κάρτερ, Γιαν Άκερμαν, Μπούκερ Τ. Τζόουνς, Μπο Γιάρμπρο κ.ά.).
Ο αρχισυντάκτης Γιώργος Παπαδημητρίου γράφει για δύο ταινίες, το A Child Is Waiting (1963) και το περίφημο Faces (Πρόσωπα, 1968), για πολλούς την καλύτερη ταινία του Κασαβέτη: «Απότομο cut από τους τίτλους έναρξης της ταινίας μέσα στην ταινία στο πρόσωπο-χάρτη της Τζένα Ρόουλαντς [...] Πρώτα απ’ όλα, (το Faces) συνιστά έναν θρίαμβο του κασαβετιανού DIY σινεμά,όχι τόσο επειδή κόστισε ψίχουλα, αλλά κυρίως επειδή αποσυνθέτει και υπερπηδά την αναγκαιότητα και το θέσφατο της τεχνικής κατάρτισης». Αντίστοιχα, ο Ηλίας Δημόπουλος, στο κείμενό του για το Husbands (1970), υπογραμμίζει ότι οι Σύζυγοι (aka Μπεν Γκαζάρα, Πίτερ Φολκ, Τζον Κασαβέτης) «χτυπούν υπαρξιστικά στο ψαχνό, περπατώντας, κατά πως λένε, με τις μπότες τους πάνω στ’ αυγά της ανδρικής ψυχολογίας».
Έπεται το απολογιστικό «Τζον Κασαβέτης: Να είσαι ο εαυτός σου», στο οποίο ο Νίκος Οικονομίδης αξιολογεί την ενότητα ύφους και θεματικών που διέπει τις ταινίες του, θεωρώντας ότι αυτό εκφράζει και μια «ηθική στάση». Ο Σπύρος Θεωδορόπουλος χαιρετίζει τον άδολο ρομαντισμό που αποπνέει το περιθωριακό ζευγάρι των Minnie and Moskowitz (Μίνι και Μόσκοβιτς, 1971), με την Τζένα Ρόουλαντς και τον Σίμουρ Κέσελ, ενώ η Γκέλυ Μαδεμλή, στο κείμενό της «Unmastered: Για ένα σινεμά της επιθυμίας» ανατρέχει μεταξύ άλλων σε στίχους τραγουδιών noise συγκροτημάτων του underground (Fugazi, Savages, Sleater Kinney, Le Tigre) που αναφέρονται στον σκηνοθέτη. Ο Γιώργος Παπαδημητρίου επανέρχεται, επιχειρώντας μια ανατομία της ταινίας A Woman Under The Influence (Μια γυναίκα εξομολογείται, 1974), γράφοντας ότι ερχεται για να κουμπώσει στα Faces, Husbands και Minnie and Moskovitz, ως κορύφωση, ως «μια ατόφια, καθάρια και συγκινητική γυναικεία εξομολόγηση».
Ο Φίλιππος Χατζίκος ορθά εξετάζει τη σχέση του The Killing of A Chinese Bookie (Η δολοφονία ενός Κινέζου πράκτορα στοιχημάτων, 1976) με την παράδοση του φιλμ νουάρ, τονίζοντας ωστόσο ότι συνιστά μια λοξή και αντισυμβατική ματιά στο νουάρ. Από την άλλη, ο Γιάννης Βασιλείου, στο κείμενό του «Ο “άλλος” Τζον Κασαβέτης», ανατρέχει στους σημαντικότερους ρόλους του ως ηθοποιού στον κινηματογράφο (Edge of the City, Killers, The Dirty Dozen, Rosemary’s Baby, κλπ.) – κάτι που ο ίδιος ο Κασαβέτης, παρά τις έξοχες ερμηνείες του, έκανε συνήθως απρόθυμα, μόνο και μόνο για να χρηματοδοτεί τις δικές του ταινίες με τις αμοιβές του ως ηθοποιός. Ο Δημοσθένης Ξιφιλίνος αναλαμβάνει το Opening Night (Νύχτα Πρεμιέρας, 1978), μια ταινία που δεν κρύβει τις θεατρικές καταβολές του, καθώς ο Κασαβέτης κάνει ουσιαστικά θέατρο μέσα στον κινηματογράφο, με την Τζένα Ρόουλαντς στον ρόλο της ζωής της ως πρωταγωνίστρια στα πρόθυρα νευρικής κατάπτωσης, απόρροια τις πίεσης που ασκεί πάνω της «ο χρόνος που περνάει». Η Ρόουλαντς αποθεώνεται ξανά ως Gloria στο ομώνυμο ημι-γκανγκστερικό φιλμ του 1980, το οποίο ο Βασίλης Μόσχος στο σχετικό κείμενό του χαρακτηρίζει και ως μια τοιχογραφία της παρακμής στην οποία είχε περιπέσει η Νέα Υόρκη στα τέλη του ’70 και στις αρχές του ’80. Το προτελευταίο κείμενο του τόμου, γραμμένο από τον Γιώργο Παππά, αντιστοιχεί στην προτελευταία ταινία του Κασαβέτη, το προαναφερθέν Love Streams, το οποίο συμπληρώνει, αναφορικά με τη φιλοσοφία του Κασαβέτη, το κείμενο «Σχεδόν όχι νεκροί» του σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Σαμαρά.
Συντιθέμενα, τα παραπάνω κείμενα κυκλώνουν το συνολικό έργο του Τζον Κασαβέτη, αναδεικνύοντας στο έπακρο τους θεματικούς προβληματισμούς και τις αισθητικές επιλογές του. Είναι γραμμένα με βαθιά γνώση (ως και σπουδή) αυτού του έργου και συνδυάζουν την αναλυτική ματιά του κριτικού με το μεράκι του σινεφίλ που έχει πραγματικά αγαπήσει τις ταινίες του.
Ένας από αυτούς που αγάπησαν πραγματικά τις ταινίες του Τζον Κασαβέτη είναι και ο Τζιμ Τζάρμους. Απευθυνόμενος υποθετικά στον ομότεχνό του, σημειώνει στο κείμενο του οπισθοφύλλου:
«Κάθε φορά που ετοιμάζομαι να δω μια ταινία σου, με κατακλύζει ένα ξεχωριστό συναίσθημα – μια τόσο ιδιαίτερη προσμονή [...] Είναι σαν να περιμένω μια κινηματογραφική επιφοίτηση [...] Δες όμως τι συμβαίνει: με το που ξεκινήσει η ταινία σου, βυθίζομαι στον κόσμο της, χάνομαι μια για πάντα. Και η προσδοκία της επιφοίτησης εξαφανίζεται. Με αφήνει εκεί, στο σκοτάδι, ολομόναχο. Οι άνθρωποι που βλέπω στο πανί κατοικούν κι αυτοί στον ίδιο κόσμο. Μοιάζουν κι αυτοί χαμένοι, τόσο μόνοι. Τους παρακολουθώ. Παρακολουθώ κάθε λεπτομέρεια στις κινήσεις, τις εκφράσεις και τις αντιδράσεις τους. Ακούω με προσοχή τι λέει ο καθένας, τον σπασμένο τόνο στη φωνή του ενός, την κατεργαριά που κρύβει ο άλλος στον ρυθμό της ομιλίας. Δεν σκέφτομαι πια τις ερμηνείες. Αγνοώ τους “διαλόγους”. Έχω ξεχάσει ότι υπάρχει κάμερα».