Ρετσιτάβο: μουσική απαγγελία, όπου η φωνή ακολουθεί πιστά τον ρυθμό του προφορικού λόγου, ενώ συχνά πολλές λέξεις τραγουδιούνται στην ίδια νότα. Απαντά στην όπερα, την καντάντα ή το ορατόριο.
Η ανασύσταση του προφορικού λόγου της αφροαμερικανικής κοινότητας και οι μεταλλάξεις του στη διάρκεια της παρουσίας της στις ΗΠΑ, αποτελεί συστατικό στοιχείο της λογοτεχνίας της Toni Morrison (1931 – 2019). Τονίζεται σκόπιμα στα έργα της, με την επίγνωση ότι σε μια χώρα που βρίσκεται εσαεί σε εγρήγορση ως προς τους φυλετικούς κώδικες, όπου οι χαρακατηριστικοί «μαύροι» και «λευκοί» τόνοι στην αμερικανική ομιλία αποτελούν διαχωριστικές γραμμές, σε μια χώρα συνηθισμένη σε κατηγοροιοποιήσεις, οι περισσότεροι νομίζουν ότι μπορούν να εντοπίσουν με κλειστά μάτια τον μαύρο ή λευκό ομιλητή, εξαιτίας του τόνου και του ρυθμού που προσιδιάζουν στη γλώσσα τους. Η τεχνική αυτή ξεδιπλώνεται και χαρακτηρίζει τα κορυφαία έργα της νομπελίστριας (το μοναδικό αφροαμερικανικό Νόμπελ Λογοτεχνίας), όπως είναι η Jazz, η Sula, Το τραγούδι του Σόλομον ή η Αγαπημένη. Το Ρετσιτάβο ωστόσο, όπως δηλώνει η ίδια, αποσκοπούσε να είναι «ένα πείραμα κατάργησης όλων των φυλετικών κωδίκων σε μια αφήγηση για δύο πρόσωπα από διαφορετική φυλή, για τα οποία η φυλετική ταυτότητα είναι σημαντική».
Το Ρετσιτάβο (1983) αποτελεί το μοναδικό εκτενές διήγημα που έγραψε η Morrison (περίπου 40 σελίδες), η οποία ήταν κατεξοχήν συγγραφέας της μεγάλης φόρμας και των μυθιστορηματικών συνθέσεων (έντεκα συνολικά). Η Τουάιλα και η Ρομπέρτα γνωρίζονται σε ηλικία οκτώ ετών και περνούν τέσσερις μήνες μαζί στο Ίδρυμα Σεντ Μποναβέντσουρ. Γίνονται αχώριστες φίλες, χάνονται καθώς μεγαλώνουν και ξαναβρίσκονται αργότερα. Παρότι διαφέρουν, οι δύο γυναίκες δεν μπορούν να αρνηθούν τον βαθύ δεσμό που έχει δημιουργηθεί μέσα από τις κοινές τους εμπειρίες. Η συγγραφέας διαχειρίζεται με αφηγηματική δεινότητα τη φυλετική καταγωγή της Τουάιλα και της Ρομπέρτα. Γνωρίζουμε ότι η μία είναι λευκή και η άλλη είναι μαύρη, αλλά δεν μαθαίνουμε ποτέ ποια είναι ποια. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ως αφηγήτρια μαύρη θα πρέπει να είναι η Τουάιλα, όμως δεν γίνεται ξεκάθαρο. Ακόμα και όταν επανασυνδέονται ως ώριμες γυναίκες, αν και εμφανίζονται στοιχεία που αποκαλύπτουν το διαφορετικό κοινωνικό-οικονομικό τους status (υπονοείται ότι η Ρομπέρτα είναι σαφώς πιο πλούσια), αυτά δεν είναι και πάλι αρκετά ώστε να διασαφηνίσουν τη φυλετική καταγωγή τους.
Καθώς αναθυμούνται τα παιδικά-εφηβικά χρόνια τους στο ίδρυμα, οι δύο γυναίκες εστιάζουν σε ένα συγκεκριμένο γεγονός: την διαπόμπευση και τον ξυλοδαρμό της ανάπηρης μαγείρισσας Μάγκι («με τις γάμπες σαν παρενθέσεις») από τα λεγόμενα gar-girls (συντομογραφία του gargoyle-girls), δηλαδή από τα μεγάλυτερα σε ηλικία κορίτσια του Σεντ Μποναβέντσουρ. Εδώ όμως οι δύο φίλες διαφωνούν ριζικά: πρώτον, στο αν συμμετείχαν και οι ίδιες στον ξυλοδαρμό της Μάγκι, δεύτερον, στο ποια τον υποκίνησε και, τρίτον,ως προς το χρώμα της τελευταίας. Η Μάγκι ήταν λευκή, μαύρη ή κάτι άλλο; Στον ξυλοδαρμό της συμμετείχαν λευκές και μαύρες. Μήπως ανήκε σε μια γκρίζα ζώνη; Μήπως είναι άλλα τα αίτια για τα οποία έγινε ρατσιστικός στόχος;
Πειραματιζόμενη στη γραφή της, όπως που αναφέρθηκε παραπάνω, με την «κατάργηση όλων των φυλετικών κωδίκων σε μια αφήγηση για δύο πρόσωπα από διαφορετική φυλή», σκοπός της Morrison σε αυτό το διήγημα είναι να καταδείξει ότι στην σύγχρονη εποχή τα πράγματα είναι πιο σύνθετα απ’ ό,τι στο παρελθόν και οι διαχωρισμοί μπορεί να υπερβαίνουν τους φυλετικούς. Μπορεί να είναι διαχωρισμοί που ανάγονται στο φύλο, στον σεξουαλικό προσανατολισμό, σε μια αναπηρία, στην οικονομική δύναμη, σε ένα τρίτο χρώμα, πέρα από το λευκό-μαύρο. Ως αντίδοτο, η συγγραφέας αναζητά λοιπόν έναν «νέο ανθρωπισμό», έναν ανθρωπισμό δυναμικό.
Όπως σημειώνει και η συγγραφέας και δοκιμιογράφος Zadie Smith στην εισαγωγή της, «ιστορικά, όμως αυτή η αναγνώριση ότι είμαστε άνθρωποι –ότι ανήκουμε σε μια κοινή, αναπόδραστη κατηγορία –έχει παίξει επίσης ρόλο στο έργο των υπερασπιστών της ελευθερίας, των πολέμιων της δουλείας, των αντιαποικιοκρατών, των συνδικαλιστών, των ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστών, των υπερμάχων της χειραφέτησης των γυναικών και στη σκέψη του Φραντς Φανόν, του Μάλκολμ Χ, του Στιούαρτ Χολ, του Πολ Γκιλρόι, της ίδιας της Μόρισον και των ομοίων τους. Αν υπάρχει ανθρωπισμός, αυτός είναι ριζασπαστικός. Ένας ανθρωπισμός που αγωνίζεται για την αλληλεγγύη μέσα στην ετερότητα, για τη δυνατότητα και την υπόσχεση της ενότητας πέρα από διαφορές. Και όταν εφαρμόζεται σε φυλετικά ζητήματα, αναγνωρίζει ότι παρόλο που η κατηγοριοποίηση της φυλής είναι βιωματικά και δομικά “πραγματική”, δεν έχει καμία απόλυτη ή ουσιαστική πραγματικότητα από μόνη της».
Αν και σύντομο σε έκταση, το Ρετσιτάβο, με την ψυχολογική λεπτότητα που το χαρακτηρίζει και τις ηθικές-κοινωνικές περιπλοκότητες που προτάσει, είναι εφάμιλλο των μεγάλων αριστουργημάτων της Morrison. Και ως συνήθως, ο λόγος της αποπνέει ενσυναίσθηση και οξυδέρκεια, ενώ η γραφή της έχει την οξύτητα και τον συγκοπτόμενο ρυθμό της Jazz, όπως είναι και ο τίτλος του πιο διάσημου ίσως βιβλίου της.
Με το Ρετσιτάβο, η Morrison προσπαθεί να ξεδιαλύνει τις καταπιεστικές δομές που βασίζονται είτε στην υλική δύναμη είτε στην προκατάλυψη, εντός και εκτός του φυλετικού ζητήματος. Υπερασπίστηκε τη λεγόμενη «μαυρότητα», τη negritude στις διάφορες εκφράσεις της (μουσική, ποίηση, ομιλία), όχι για να περιχαρακωθεί σ’ αυτή, αλλά για να την αντιτάξει στην κατηγορία του «κανένα», του αποδιοποπαίου τράγου, του δεινοπαθούντος, που επέβαλαν στους μαύρους αυτές οι δομές. Όπως σημειώνει ξανα η Zadie Smith, «η Μόρισον απαρνήθηκε αυτή την κατηγορία όπως είχε εφαρμοστεί επί αιώνες στους μαύρους και έτσι ενίσχυσε την κατηγορία του “κάποιου” για όλους μας, μαύρους, λευκούς ή τίποτα από τα δύο. Το να ετεροποιούμε όποιον μας έχει ετεροποιήσει δεν συνιστά απελευθέρωση – απελευθέρωση είναι η αναγνώριση του “κάποιου” σε όλους».
Toni Morrison, Ρετσιτατίβο. Μια ιστορία
Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2022, μτφ. Κατερίνα Σχινά