Η περιστροφή ενός άλμπουμ πάνω σε ένα πικάπ με σταθερή ταχύτητα 33 1/3 στροφές το λεπτό, είναι μία κίνηση που σημάδεψε την ποπ κουλτούρα.
Οι εκδόσεις Οξύ, σε συνεργασία με το Avopolis, παρουσιάζουν με μεγάλη χαρά στο ελληνικό κοινό τη διεθνώς αγαπημένη μουσική σειρά βιβλίων ‘’33 ⅓’’, που επικεντρώνεται σε δίσκους– ορόσημα της ροκ –και όχι μόνο– μουσικής, από τους Beatles, τους Rolling Stones, τους Led Zeppelin, τον Elvis Presley, τον Bob Dylan και τον Miles Davis μέχρι τους Joy Division, τους Public Enemy, τους Metallica, τον Tom Waits, τον Brian Eno και πολλούς ακόμη. Μέσα από συνεντεύξεις με δημιουργούς και συντελεστές, προσωπικές αφηγήσεις και διεξοδικές μουσικές αναλύσεις, συγγραφείς και κριτικοί συνεισφέρουν στη σειρά ‘’33 ⅓’’ φωτίζοντας το ιστορικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο του κάθε δίσκου, καθώς και άγνωστες πλευρές της σύνθεσης, της ηχογράφησης και της απήχησης των άλμπουμ που σημάδεψαν την παγκόσμια μουσική σκηνή, έδωσαν το έναυσμα για καλλιτεχνικά και κοινωνικά κινήματα, επέδρασαν καταλυτικά στη σύγχρονη μουσική ιστορία και κοσμούν διαχρονικά τις δισκοθήκες βινυλίου εκατομμυρίων μουσικόφιλων σε όλο τον κόσμο.
Στο πλαίσιο της ελληνικής τους έκδοσης, την οποία επιμελείται ο Μάκης Μηλάτος, τα βιβλία έχουν μεταφραστεί από γνώστες της μουσικής και προλογίζονται από καταξιωμένους Έλληνες μουσικούς δημοσιογράφους, των οποίων τα κείμενα -συνδυασμός βαθειάς γνώσης και αγάπης για το αντικείμενο- αξίζουν από μόνα τους ειδική μνεία.
Φιλοξενούμε μερικούς από αυτούς τους προλόγους-κομψοτεχνήματα στις σελίδες του Avopolis, σκεπτόμενοι ότι αυτές οι συναρπαστικές ιστορίες εμβληματικών δίσκων ίσως σας δώσουν την ιδέα φέτος τα Χριστούγεννα να κάνετε δώρο κάποιο βιβλίο της σειράς σε αγαπημένα σας πρόσωπα ή στον εαυτό σας. Σειρά σήμερα έχει το κείμενο του δημοσιογράφου και ραδιοφωνικού παραγωγού Παναγιώτη Μένεγου για το ντεμπούτο των Joy Division.
Joy Division - Unknown Pleasures
(FAC 10, 15 Ιουνίου 1979)
40+ χρόνια μετά αυτό που έχει σημασία είναι να ξεχωρίσουμε τον Μύθο από την Αξία.
Τα συστατικά που έκαναν το Unknown Pleasures ένα από τα σημαντικότερα άλμπουμ όλων των εποχών έχουν επισημανθεί επανειλημμένα σε διαφορετικές στιγμές και γλώσσες από διαφορετικές γενιές και γραφίδες. Είναι τα στοιχεία που πια απαρτίζουν τον μύθο του: το Μάντσεστερ —> ένα λογοτεχνικό ανέκδοτο θέλει Μαρξ κι Ένγκελς να επινοούν τον κομμουνισμό όταν είδαν πόσο άσχημη ήταν η ζώη στην περήφανη βιομηχανική πόλη του βρετανικού βορρά / το Πανκ —> ο νέος τρόπος που τα έκανε όλα πιο ανοιχτά, πιο πιθανά, πιο δημοκρατικά / ο Ίαν Κέρτις —> ένας χαρισματικός (anti)frontman που για μια τριετία (μέχρι να αφαιρέσει ο ίδιος τη ζωή του) πάσχισε να δραπετεύσει από το μικροαστικό του πεπρωμένο ως o crooner που έγραψε και τραγούδησε εφιάλτες όπως κανένας άλλος πριν από αυτόν / η Factory Records —> μια μεγαλειώδης καταστασιακή αποτυχία με υπεύθυνους «πέντε υπερβολικά ετεροφυλόφιλους, ερωτευμένους μεταξύ τους, άνδρες» όπως τους περιέγραψε κάποτε ένας εξ΄αυτών, ο Τόνι Γουίλσον / το εξώφυλλο —> η έμπνευση του Πίτερ Σάβιλ που δεν περιλάμβανε το όνομα της μπάντας ή τον τίτλο του άλμπουμ κι έγινε (μεταξύ άλλων) αφίσα, κούπα, t-shirt ή παπλωματοθήκη, αλλά και ποπ αναφορά από το Sex & the City ως τον Kanye, μετατρέποντάς τον δημιουργό της σε έναν από τους σημανικότερους designers των τελευταίων 50 χρόνων.
Το Unknown Pleasures έχει πάρει τη θέση που του αξίζει στη μουσική ιστορία. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Θεωρείται (και είναι) ένα από τα σπουδαιότερα ντεμπούτο άλμπουμ όλων των εποχών. Υπήρξε εκείνος ο δίσκος που μαζί με 2-3 ακόμα έβαλαν το post πριν από το punk, αποκαλύπτοντας έναν ωκεανό απέραντων δυνατοτήτων που καθόρισε τη μουσική που ακούσαμε τις επόμενες δεκαετίες. Αλλά σε αντίθεση με πολλά εμβληματικά άλμπουμ που προκάλεσαν big bang στην εποχή τους μόνο και μόνο για να κακογεράσουν ως μουσειακά εκθέματα, το Unknown Pleasures παραμένει ευρηματικό, αιχμηρό, απειλητικό (παρότι τα θέματά του - η υπαρξιακή αγωνία, η αναμέτρηση με το δαίμονα εαυτό - θα μπορούσαν εύκολα να ξεθωριάσουν στον χρόνο ως υπερβολικά «εφηβικά»). Κι αυτό ακριβώς το στοιχείο, η διαχρονική «επικαιρότητά» του είναι που πιστοποιεί την σταθερή αξία του.
Κάπου εδώ μπαίνει στην κουβέντα ο Μάρτιν Χάνετ κι ο Ρομπ Γκρέτον.
(Ευτυχώς να λέμε που υπήρξαν όλα αυτά τα βιβλία και, κυρίως, το 24 Hour Party People για να υπογραμμίσουν την παρουσία τους.)
O δεύτερος ήταν ο sui generis τύπος που αυτοπροτάθηκε για μανάτζερ του γκρουπ, ανέλαβε περίπου με το έτσι θέλω κι έβαλε την μπάντα σε σειρά. Τους απομάκρυνε μια για πάντα από το φλερτ με τη ναζί μυθολογία (που υπήρχε, έστω στο μυαλό του Κέρτις, όσο κι αν το αρνούνται σήμερα ως elder statesmen) και τους έβαλε να ηχογραφήσουν ξανά το παρθενικό EP An Ideal Living που ακουγόταν φριχτά στην πρώτη κοπή (αλλάζοντας και το εξώφυλλο με το αγόρι με τη Hitler Youth στολή). Ο Γκρέτον έκανε πράξη, δηλαδή, έναν άλλον διάσημο αφορισμό του Τόνι Γουίλσον: «Aλοίμονο μας αν πιστέψουμε ότι οι μουσικοί ξέρουν κάτι άλλο από μουσική, εκτός από το να παίζουν τα όργανά τους».
Κι ο πρώτος, αυτός ο παλαβός μα ιδιοφυής, παραγωγός ήταν εκείνος που υποχρέωσε τους Joy Division να βρουν τον εαυτό τους. Ίσως χωρίς τον Χάνετ οι Joy Division να είχαν γίνει απλά ένα ακόμα πανκ συγκρότημα που όχι μόνο δε θα ήταν επίκαιροι 40 χρόνια μετά (και για πάντα), αλλά δε θα τους θυμόταν κανείς στο τέλος των 80s. Ο Χάνετ επέβαλλε στον Hooky (Πίτερ Χουκ, μπασίστας) και τον Barney (Μπέρναρντ Σάμνερ, κιθάρα - πλήκτρα) να πάψουν να «μαϊμουδίζουν τον ήχο του πανκ» και να στοιχηθούν στο όραμα του για έναν μεταλλικό ήχο με μοναδική σημασία στη λεπτομέρεια. Εκείνοι αντιστάθηκαν, ήθελαν να μοιάσουν στους Clash και υπήρξαν απόλυτα δυσαρεστημένοι όταν άκουσαν τα πρώτα masters. (Μόνο που αυτό δεν επηρέασε το τελικό αποτέλεσμα, αφού η σχέση του Χάνετ με το γκρουπ συνοψιζόταν στην εξής φράση: «αν ο Μάρτιν τους έλεγε να πηδήξουν, εκείνοι απλά ρωτούσαν: πόσο ψηλά;»).
Η μετεωρική πορεία του γκρουπ στο πέρασμα του χρόνου, με την μετεξέλιξη τους σε New Order μετά την αυτοκτονία του Κέρτις, προφανώς αποδεικνύει την σπάνια ποιότητα των μονάδων. Όμως, σήμερα, ακόμα και οι ίδιοι παραδέχονται ότι ο Χάνετ είδε το μέλλον. Το Unknown Pleasures μας νοηματοδότησε τον μοντέρνο ορισμό του μίνιμαλ αποτελώντας έκτοτε σημείο αναφοράς. Είναι ένας δίσκος που ακούγονται τα απολύτως απαραίτητα, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του «χώρου». Είναι ένα άλμπουμ που όσο κανένα άλλο ακύρωσε τον προγκρέσιβ βερμπαλισμό με τον οποίο αναμετρήθηκαν τα 70s σε όλη τη διάρκειά τους.
Ο Χάνετ, δέκα χρόνια μεγαλύτερός τους, σκότωσε τον αυθορμητισμό των 20ρηδων που είχε δίπλα του (εμφανής ίσως στο σχεδόν hard rock “Interzone”). Σχεδίασε ένα απογυμνωμένο ηχητικό περιβάλλον που το μπάσο του Hooky δεν ήταν πια στιβαρή ραχοκοκαλιά αλλά ερχόταν μπροστά για να γράψει ιστορία (“She’s Lost Control”, “Disorder”) ή να ορίσει τη θεατρικότητα της ατμόσφαιρας (“Candidate”). Σε αυτό το πλαίσιο τα τύμπανα του Στίβεν Μόρις είχαν σκοπό να αφαιρέσουν κι όχι να προσθέσουν όγκο (“New Dawn Fades”), άλλωστε ο μύθος θέλει τον παραγωγό να διατάζει τον ντράμερ να διαλύσει το σετ των τυμπάνων για να πετύχει τον ήχο που ήθελε (ή να τον βάζει να χρησιμοποιεί σπρέι για τον ήχο στην εισαγωγή του “She’s Lost Control”). Τα πλήκτρα του Σάμνερ σηματοδοτούν την αυγή μια νέας γενναίας synth εποχής, την οποία η μπάντα φυσικά θα υπηρετούε στο έπακρο με την επόμενη ταυτότητά της.
Με κατάληξη «έναν ήχο που δεν τον ένιωθες στο κεφάλι, αλλά στο στομάχι σου», όπως έγραψε μια από τις πρώτες κριτικές για το άλμπουμ. Πιο σοφιστικέ από το μέχρι τότε πρωτοεπίπεδο πανκ ξέσπασμα, παντοτινό καταφύγιο των παιδιών που ψάχνουν «κάτι πιο γκοθ», μήτρα της ταλαιπωρημένης έννοιας του «σκοτεινού». Στο κέντρο, η φωνή ενός 23χρονου που ούτε κι ο ίδιος μάλλον δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί την οριακή απόγνωση της χροιάς και των στίχων του. Όπως στην εισαγωγή του “Shadowplay”, εκεί που κλείνει όλους τους Joy Division στην αποστασιοποιημένη εκφορά ενός διστίχου:
“To the centre of the city where all roads meet, waiting for you”.
Παναγιώτης Μένεγος, δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παραγωγός
Το Joy Division - Unknown Pleasures της σειράς μουσικών βιβλίων 33 1/3 κυκλοφορεί σε μετάφραση των Αλέξη Καλοφωλιά - Πάνου Τομαρά, από τις εκδόσεις Οξύ και το Avopolis:
[Αγορά]
33 1/3: Μία σειρά βιβλίων για κορυφαίους δίσκους που διαβάζεται δυνατά