«Έκλεισα πίσω μου την πόρτα του διαμερίσματος, ακούμπησα το πακέτο στο τραπέζι, το κοίταξα κάμποση ώρα. Μετά βάλθηκα να λύσω τον σπάγκο, δεν τα κατάφερα, τον έκοψα μ’ ένα ψαλίδι. Μέσα στο πακέτο βρήκα ένα γυάλινο μπουκαλάκι, σαν αυτά του φαρμακείου, μ’ ένα διαφανές υγρό. Επάνω στο μπουκαλάκι είχες γράψει με σινική μελάνι: ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΒΡΟΧΗ. Βρήκα κι αυτό το σημείωμα: Τη μάζεψα με μια κατσαρόλα, απ’ το παράθυρο. Το μανίκι μου έγινε μούσκεμα. Γρηγόρης».
Με το χαρακτηριστικότερο ίσως απόσπασμα από το Τάλγκο, το χαρακτηριστικότερο ίσως βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη γέμισαν τα προφίλ πολλών βιβλιόφιλων (και όχι μόνο) τη Δευτέρα 11 Ιανουαρίου, αμέσως μόλις έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του σπουδαίου έλληνα συγγραφέα, από λοίμωξη του αναπνευστικού. Κι αν συνέχιζες την περιήγηση, ακόμα και στις σελίδες ανθρώπων που δεν τους το ‘χες να ασχολούνται με την ελληνική πεζογραφία, έδιναν και έπαιρναν οι προσωπικές ιστορίες έμπνευσης από το έργο του Αλεξάκη, ο καθένας είχε κάτι να πει και να μοιραστεί. Όπως συχνά συμβαίνει με τους μεγάλους καλλιτέχνες, έτσι και ο Βασίλης Αλεξάκης, έχει επηρεάσει και αγγίξει πολλούς περισσότερους από όσους θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, σχεδόν αθόρυβα έγινε ένα σύγχρονο λογοτεχνικό ορόσημο ευρείας αποδοχής και υπέροχου βάθους. Από το Τάλγκο μέχρι το Κλαρινέτο, και από τον Ξαφνικό Έρωτα του Γιώργου Τσεμπερόπουλου μέχρι την ιστορία για τον διασώστη του ΕΚΑΒ που έβαλε τα κλάματα, καλούμενος να διαπιστώσει τον θάνατό του (όπως μοιράστηκε ο γιος του Βασίλη Αλεξάκη στα δικά του social media) ο βίος και η πολιτεία αυτής της σπουδαίας λογοτεχνικής διάνοιας ήταν αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής διάστασης της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, με έναν τρόπο που δεν μπορεί να αναπληρωθεί έτσι απλά στη γρήγορη και εύκολη εποχή μας.
Αθήνα – Παρίσι
Ο Βασίλης Αλεξάκης γεννήθηκε τα Χριστούγεννα του 1943, στους κόλπους φτωχής οικογένειας. Ο πατέρας του, ιδιωτικός υπάλληλος και ερασιτέχνης ηθοποιός, ήθελε να τον σπρώξει στο σανίδι για να γίνει ίσως όσα ο ίδιος δεν κατόρθωσε. Όμως, ο Βασίλης Αλεξάκης γλίστρησε παραπλεύρως, σε μια άλλη σπουδαία τέχνη, στην κειμενική προϋπόθεση του θεάτρου, στο γράψιμο. Ήξερε και δήλωνε από μικρός ότι θα γίνει συγγραφέας, φοίτησε στην Λεόντειο και με τη βοήθεια μιας υποτροφίας και των περιορισμένων οικογενειακών οικονομιών, έφυγε σε ηλικία δεκαεπτά ετών για τη Γαλλία, για σπουδές στην ανώτατη σχολή δημοσιογραφίας της Λιλ.
Μπορεί μια καριέρα στο τμήμα βιβλίου της Le Monde να ακούγεται σήμερα σε πολλούς ως ένα όνειρο ζωής, για τον Βασίλη Αλεξάκη, ωστόσο, ήταν πρωτίστως μια βιοποριστική επιλογή, που δεν θα έθετε εκποδών τα συγγραφικά του όνειρα. Μια επιλογή που κέρδισε με το προσωπικό του ταμπεραμέντο και το καλώς εννοούμενο θράσος των φιλόδοξων καλλιτεχνικά νέων της εποχής εκείνης, κόντρα στις πιθανότητες ενός εικοσιπεντάχρονου Έλληνα στη μεγαλύτερη εφημερίδα της Γαλλίας.
Μέσα από την δημοσιογραφία και τον γαλλικό Τύπο ο Βασίλης Αλεξάκης, θα διαφύγει μια και καλή από την συνεχώς ταραχώδη ελληνική πραγματικότητα και θα ξεκλειδώσει τη συγγραφική του καριέρα, γράφοντας μάλιστα το πρώτο του βιβλίο στην γαλλική γλώσσα, με τίτλο Σάντουιτς. Η μόνιμη, πολυετής διαμονή του στο Παρίσι, η εμπλοκή του με τον γαλλικό πολιτισμό (βλέπε πλήθος γαλλικών λογοτεχνικών διακρίσεων και βραβείων με σημαντικότερο ίσως το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 2007 για το βιβλίο του μ.Χ.) και η προεπιλογή της γαλλικής ως της συγγραφικής του γλώσσας (τα περισσότερα βιβλία του τα έγραψε στα γαλλικά, μεταφράζοντας τα ο ίδιος μετά στα ελληνικά) οδήγησαν στη θεώρησή του ως ελληνογάλλου συγγραφέα. Και μπορεί, αντικειμενικά, αυτό να μην απέχει και ιδιαίτερα από την αλήθεια, υποκειμενικά, πάντως, για τα πολύπαθα και περήφανα ελληνικά γράμματα δεν θα πάψει ποτέ να είναι ένας από τους ελάχιστους αλύγιστους πυλώνες της μεταπολιτευτικής ιστορίας τους.
«Οι λέξεις είναι η ζωή μου, επιπλέω σε ένα πέλαγος λέξεων»
Πράγματι, αν και ο Βασίλης Αλεξάκης έγραφε πλείστα όσα πρωτότυπα των μυθιστορημάτων του στη γαλλική γλώσσα, εκτιμούσε γνήσια και με έναν σπάνιο και συγκινητικό τρόπο τις ύψιστες δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας, συνηθίζοντας να λέει ότι, «η ελληνική γλώσσα αξίζει περισσότερο κι από την Ακρόπολη». Η πεποίθησή του αυτή αποδεικνύεται έμπρακτα από τον τρόπο που μεταφράζει τα γαλλικά του μυθιστορήματα, χωρίς την παραμικρή έκπτωση, σαν να γράφει το βιβλίο στα ελληνικά εξαρχής και από το ασύλληπτο βάθος που καταφέρνει να αντλεί ακόμα και από τις πιο απλές ελληνικές λέξεις.
Η ποιότητα αυτή ξεχειλίζει από το πρώτο ελληνικό βιβλίο του Τάλγκο, που κυκλοφόρησε το 1980 από τις εκδόσεις Εξάντας, μια αριστουργηματική άσκηση ερωτικής ιστορίας, που αναβλύζει συναίσθημα, χωρίς να αγγίξει -χάρη και στην απολαυστικά σαρκαστική δυναμική της- το cheesy μελόδραμα που παγίδευσε και συνεχίζει να παγιδεύει πολλούς σύγχρονους ικανούς συγγραφείς.
Το αέναο κολύμπι του στο πέλαγος των λέξεων το συνοψίζει το 2003 στο αυτοβιογραφικό εγχείρημά του Οι ξένες λέξεις, ένα από τα πιο δύσκολα ίσως βιβλία του, που ανταμείβει ωστόσο τον φιλόπονο αναγνώστη με μια μοναδική στοχαστική και υπαρξιακή γλωσσολογική ανάλυση, ιδιαίτερα ελκυστική μέσα στο μυθοπλαστικό της περιτύλιγμα – δεν είναι τυχαίο ότι γι’ αυτό ακριβώς το έργο τιμήθηκε το 2004 με το ελληνικό Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.
«Δεν υπάρχει Θεός, είμαι σε θέση να το γνωρίζω»
«Δεν υπάρχει Θεός, είμαι σε θέση να το γνωρίζω», φέρεται να είναι η πρώτη φράση του εφήβου συγγραφέα Βασίλης Αλεξάκης, στη γαλλική γλώσσα, μια φράση που ήθελε να χαραχτεί στον τάφο του. Ο ειρωνικός αυτός στόμφος από έναν άγουρο φοιτητή είναι χαρακτηριστικός του τρόπου που αυτός εξελίχθηκε σε έναν μεγάλο ευρωπαίο συγγραφέα με τεράστιο ειδικό βάρος για την σύγχρονη ελληνική γραμματεία και την αλληλεπίδραση αυτής με την καθημερινή ζωή. Ο Βασίλης Αλεξάκης ήταν από τις πένες που μπορούσε να πει τα πάντα με μία και μόνο λέξη, την πρώτη του.