O Kris Kristofferson, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών, ήταν η προσωποποίηση της outlaw country - όπως ονομάστηκε αυτή η μικρή ομάδα εικονοκλαστών μουσικών, που δραστηριοποιήθηκαν κυρίως στη δεκαετία του 1970 και ριζοσπαστικοποίησαν το συντηρητικό περιβάλλον της σκηνής του Νάσβιλ∙ μπόλιασαν την country με το πνεύμα της Αντικουλτούρας του ’60, με τα αντισυμβατικά πρότυπα που έθεσε ο Johnny Cash και με την πρόσληψη του παράνομου της Δύσης ως «εξεγερμένου», ιδέα που επεξεργάστηκε πρώτος ο Dylan στο album John Wesley Harding (Columbia, 1968). Ανάμεσά τους, ξεχωρίζουν ο Willie Nelson, ο Waylon Jennings, ο Merle Haggard, ο Johnny Paycheck, ο David Allan Coe και, βεβαίως, ο Kris Kristofferson.  

Ο Kris Kristofferson εξισορρόπησε ιδανικά την καριέρα του στη μουσική και στην υποκριτική. Ως συνθέτης, έγραψε κομμάτια που ανέβασαν στις υψηλότερες θέσεις των chart καλλιτέχνες όπως η Janis Joplin (“Me & Bobby McGee”), ο Elvis και η Gladys Knight (“Help Me Make It Through the Night”, αμφότεροι), ο Bobby Bare ("Come Sundown"), ο Johnny Cash (“Sunday Morning Coming Down”, “ For The Good Times”). Τα τραγούδια του μπορούσαν να είναι αιχμηρά σαν αγκάθια κάκτου στην έρημο της Μοχάβε και συγχρόνως ευάλωτα σαν ρόδα. Αυτός ο συναισθηματικός δυισμός χαρακτήριζε και τις κορυφαίες κινηματογραφικές του ερμηνείες: ως Billy the Kid στο Pat Garrett & Billy the Kid (1973) και Martin 'Rubber Duck' Penwald στο Convoy (1978) του Sam Peckinpah, David στο Alice Doesn't Live Here Anymore του Martin Scorsese (1974), John Norman Howard στο A Star Is Born του Frank Pierson (1976).

O Kris Kristofferson γεννήθηκε στο Brownsville του Τέξας, στις 22 Ιουνίου του 1936. Φοίτησε σε γυμνάσιο στην Καλιφόρνια. Αρχικά ήθελε να γίνει μυθιστοριογράφος. Δεκαεπτά ετών έγραψε τα πρώτα του διηγήματα ("The Rock", "Gone Are the Days"), που δημοσιεύθηκαν στη σημαντική λογοτεχνική επιθεώρηση The Atlantic Monthly.  Στη συνέχεια σπούδασε αμερικανική φιλολογία στο Κολέγιο Πομόνα στη Νότια Καλιφόρνια και κατόπιν παρακολούθησε μαθήματα ανθρωπιστικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και εκπόνησε μεταπτυχιακό στην αγγλική λογοτεχνία. Στη Μ.Βρετανία, εξάλλου, επηρεασμένος από την έκρηξη του rock'n'roll, έκανε τις πρώτες δοκιμές του στη μουσική, με το ψευδώνυμο Kris Carson∙ οι ηχογραφήσεις αυτές παραμένουν ανέκδοτες.  

Ο Kristofferson καταγόταν από οικογένεια στρατιωτικών. Οι γονείς του φιλοδοξούσαν ότι θα ακολουθούσε κι αυτός παρόμοια καριέρα. Πράγματι, τελειώνοντας τις σπουδές του, ο Kristofferson υπηρέτησε για λίγο στον αμερικανικό στρατό (όπου έγινε πιλότος ελικοπτέρου), όμως η αυστηρή πειθαρχία δεν του ταίριαζε. Παραιτήθηκε το 1965.

Ο Kristofferson βγήκε «Στο Δρόμο» στην αμερικανική ενδοχώρα. Έπιασε δουλειά ως εργάτης σε μια βιομηχανική μονάδα πετρελαίου στο Λαφαγιέτ της Λουιζιάνα, πολύ κοντά στη Νέα Ορλεάνη.

«Ήμουν περήφανος που ήμουν ο καλύτερος εργάτης ή ο τύπος που μπορούσε να σκάψει τα χαντάκια πιο γρήγορα», είπε αργότερα. «Κάτι μέσα μου με έκανε να θέλω να κάνω τα δύσκολα […] Ήθελα να γίνω συγγραφέας και κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω, να περιπλανηθώ και να ζήσω».

Από τις εμπειρίες του ως εργάτης και ως σιδηροδρομικός, περιπλανώμενος hobo στη Λουιζιάνα, ο Kristofferson  εμπνεύστηκε τους στίχους του “Me & Bobby McGee”.

Busted flat in Baton Rouge, waitin' for a train
When I's feelin' near as faded as my jeans
Bobby thumbed a diesel down, just before it rained
And rode us all the way into New Orleans

Αφού περιπλανήθηκε σε διάφορες Πολιτείες του Νότου, τελικά εγκαταστάθηκε στο Νάσβιλ του Τενεσί, το επίκεντρο της σκηνής της country, όπου εργάστηκε ως μπάρμαν και κατόπιν ως θυρωρός στα στούντιο ηχογράφησης της Columbia. Εκεί, ο εκκολαπτόμενος συγγραφέας συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να μετατρέψει τις ιδέες του σε νότες και στίχους. Στα τέλη της δεκαετίας του '60 έγραψε τραγούδια για τον Jerry Lee Lewis και για ερμηνευτές της country όπως ο Ray Stevens, ο Faron Young και ο Billy Walker.

Στο Νάσβιλ ο Kristofferson γνωρίστηκε με τον Johnny Cash. Σύμφωνα με τον θρύλο, ο Kristofferson προσγείωσε ένα ελικόπτερο της Εθνικής Φρουράς στο σπίτι του Cash και του παρέδωσε μια κασέτα με τα τραγούδια του. Ο Cash ενθουσιάστηκε με το “Sunday Mornin' Comin' Down”, το ηχογράφησε και το σχετικό single ανέβηκε στην κορυφή των chart της country το 1970. Με τις ευλογίες του «Ανθρώπου με τα Μαύρα», ο Kristofferson καθιερώθηκε αμέσως ως συνθέτης/τραγουδοποιός.

Την ίδια χρονιά, ο Kristofferson ηχογράφησε το πρώτο από τα 18 στούντιο album που θα κυκλοφορούσε κατά τη διάρκεια της καριέρας του. Το ντεμπούτο του και ίσως καλύτερό του album, με τίτλο το όνομά του, κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1970 από το label της Monument. Το, λιτό, σκοτεινό εξώφυλλο εικονίζει ελλειπτικά τη φιγούρα του μαυροντυμένο Kristofferson με τσιγάρο στα ακροδάχτυλα – έξι χρόνια μετά, ο Tom Waits θα αντιγράψει συνειδητά, κάπως πιο εξπρεσιονιστικά, αυτή την πόζα στο εξώφυλλο του Blue Valentine.

Το Kristofferson περιλαμβάνει ορισμένα από τα κομμάτια που σφράγισαν την καριέρα του: “Help Me Make It Through The Night,” “For The Good Times,” Sunday Mornin' Comin' Down”, “Me and Bobby McGee”. Το τελευταίο εντυπωσίασε την Janis Joplin, που έβγαινε μαζί του για ένα σύντομο διάστημα. Λίγο μετά τον θάνατό της, τον Οκτώβριο του 1970, η εκτέλεση της θεϊκής Janis στο “Me and Bobby McGee” έγινε Νο 1 στο επίσημο chart του Billboard, χαρίζοντας στον Kristofferson τη μεγαλύτερή του επιτυχία, και διασφαλίζοντας διά παντός την υστεροφημία του ως singer-songwriter.

Tο τέταρτο album του με τίτλο Jesus Was a Capricorn (Monument) έφτασε στην κορυφή των chart της country το 1972. Την ίδια χρονιά ο Kristofferson έκανε την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση στο νεο-γουέστερν The Last Movie του Dennis Hopper, πλάι στον ίδιο τον σκηνοθέτη και στον Peter Fonda. Ο Kristofferson υποδύεται τον σκληρό, αλλά ευαίσθητο Minstrel Wrangler, δαμαστή αλόγων στο Κάνσας. Η ερμηνεία του τράβηξε την προσοχή του Sam Peckinpah, που του προσέφερε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο Pat Garrett & Billy The Kid. Ακολούθησαν οι ρόλοι του στο Alice Doesn't Live Here Anymore του Martin Scorsese (πλάι στην Ellen Burstyn), στην κωμική περιπέτεια Semi (πλάι στον Burt Reynolds), στο A Star Is Born (πλάι στην Barbra Streisand και στην πολυβραβευμένη συγγραφέα Joan Didion), για το οποίο βραβεύτηκε με Χρυσή Σφαίρα, και στο Convoy, επίσης του Peckinpah. Το 1980 πρωταγωνίστησε στο επικό, αλλά τελείως αποτυχημένο εμπορικά, τετράωρο γουέστερν Heaven's Gate του  Michael Cimino - ο υπογράφων πάντως το θεωρεί εξαιρετική ταινία. Άλλη μια αξιοσημείωτη κινηματογραφική του εμφάνιση είναι η ταινία Lone Star του θαυμάσιου, ανεξάρτητου John Sayles (1996). Κι αυτό νεο-γουέστερν, με θέμα τη μετανάστευση από το Μεξικό στο Νότιο Τέξας και τον ρατσισμό που είναι διάχυτος στην τοπική κοινωνία. Ο Kristofferson υποδύεται τον κακό σερίφη Charlie Wade, πλάι στους Chris Cooper και Matthew McConaughey.

Το 1979 ο Wllie Nelson ηχογράφησε ένα επιτυχημένο albuim με διασκευές σε κομμάτια του Kristofferson και το 1982 οι δύο τους συνεργάστηκαν με την Dolly Parton και την Brenda Lee σε μια συλλογή από τραγούδια τους από τα μέσα της δεκαετίας του '60. Το 1985 ο Kristofferson και ο Nelson δημιούργησαν το supergroup των Highwaymen, μαζί με τους Johnny Cash και Waylon Jennings. Το ντεμπούτο τους, με τίτλο το όνομά τους, ηχογραφήθηκε στο Νάσβιλ και εκδόθηκε από την Columbia. Μεταξύ άλλων, ο Kristofferson τραγουδά το ομότιτλο κομμάτι (“The Highwayman”), σύνθεση του μεγάλου συνθέτη Jimmy Webb ("Wichita Lineman", “By The Time I Get To Phoenix”, και τα ρέστα), που ανέβηκε στο Νο1 του καταλόγου επιτυχιών. Εδώ ο Kristofferson δεν ερμηνεύει απλώς, αλλά βιώνει τον ρόλο της ζωής του: τον ρόλο του παράνομου.

"I was a highwayman
Along the coach roads I did ride
With the sword and pistol by my side
And many a young maid lost her baubles to my trade
And many a soldier shed his life blood on my blade
They fin'lly hung me in the spring of '25
But I am still alive"

Στη δεκαετία του 1980, όταν το mainstream της country υποστήριζε ανοιχτά την πολιτική των Ρεπουμπλικάνων του Ronald Reagan, ο Kristofferson ήταν σφοδρός επικριτής της πολιτικής του υπερσυντηρητικού πολεμοχαρή προέδρου. Χαρακτήρισε «υποκριτικό» τον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών» που κήρυξε ο Αμερικανός πρόεδρος και στηλίτευσε την εξωτερική πολιτική των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην Κεντρική και Νότια Αμερική, όπου οι ΗΠΑ χρηματοδοτούσαν τους ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς κατά των αριστερών ανταρτών στο Ελ Σαλβαδόρ και κατά των Sandinistas στη Νικαράγουα. Το album Repossessed (Mercury Records, 1986), ένα από τα πιο αξιόλογα της καριέρας του, αντλεί στιχουργικά τη θεματολογία του από αυτές τις συγκρούσεις.

Ο Kristofferson αποσύρθηκε το 2021. Ο τελευταίος του ρόλος ήταν στο δράμα Blaze (2018), σε σκηνοθεσία του Ethan Hawke. Τελευταίο του album το The Cedar Creek Sessions του 2016.

Η οικογένεια του Kris Kristofferson ανακοίνωσε τον θάνατό του το βράδυ της Κυριακής. «Έφυγε ειρηνικά στο σπίτι του. Είμαστε όλοι τόσο ευλογημένοι για τον χρόνο μας μαζί του», αναφέρει η δήλωση, την οποία υπογράφουν η σύζυγός του Lisa, τα οκτώ παιδιά και τα επτά εγγόνια του. «Σας ευχαριστώ που τον αγαπάτε όλα αυτά τα χρόνια και όταν βλέπετε ένα ουράνιο τόξο, να ξέρετε ότι χαμογελάει σε όλους μας».

Στο πλατό εναλλάσσεται το πρώτο album του Kristofferson με το Blonde On Blonde του Dylan. Το τελευταίο, που μεγάλο μέρος του ηχογραφήθηκε στο Νάσβιλ, τον Μάιο του 1966, έγινε η αφορμή να γνωριστούν οι δυο τους – περίοδο κατά την οποία ο Kristofferson εργαζόταν ως θυρωρός στα στούντιο της Columbia. Με το πέρασμα του χρόνου, μεταξύ τους αναπτύχθηκε αμοιβαία αλληλεκτίμηση.

«Ο Dylan είναι ίσως ο μεγαλύτερος ήρωάς μου ως συνθέτης και τραγουδιστής, γενικά ως καλλιτέχνης», έχει πει ο Kristofferson.

Ο Dylan ανταποδίδει:

«Όλα ήταν ήρεμα έως ότου ήρθε ο Kristofferson στην πόλη (το Νάσβιλ). Ω, δεν είχαν δει κανέναν σαν αυτόν! Ήρθε στην πόλη και σαν αγριόγατος που ήταν, προσγείωσε ένα ελικόπτερο στην αυλή του Johnny Cash […] Όταν ο Sam Peckinpah μου πρότεινε τον ρόλο του Elias στο “Pat Garrett & Billy the Kid”, το πρώτο πράγμα που τον ρώτησα ήταν ποιος θα παίξει τον Billy. Ο Kristofferson, μου απάντησε. Τότε δέχθηκα..»

Καλό ταξίδι Billy.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured