61 ολόκληρα χρόνια από τη χρονιά που σχηματίστηκαν, οι Rolling Stones -αγέραστοι και ακμαίοι, χάρη σε κάποιο μυστικό μαγικό φίλτρο αιώνιας νεότητας- καταφέρνουν να παραμένουν ενεργοί και δημιουργικοί, να αποτελούν ακόμα μέρος της παγκόσμιας pop κουλτούρας και να διατηρούν επίπεδα ενέργειας που δεν έχουν άνθρωποι με τα μισά τους χρόνια. Παράλληλα, τα κομμάτια τους, ιδίως εκείνα που γράφτηκαν στα 60s και στα 70s, εξακολουθούν να ακούγονται σε ραδιόφωνα, μαγαζιά, γάμους, διαφημίσεις, τηλεοπτικές και κινηματογραφικές σκηνές και εκατομμύρια φορές σε YouTube και Spotify, επιβεβαιώνοντας με κάθε play την καλλιτεχνική τους αξία και την διαχρονική τους απήχηση. Με αφορμή την κυκλοφορία του νέου τους δίσκου Hackney Diamonds, που έχει προκαλέσει παγκοσμίως μια σχετική φρενίτιδα με τους Stones φέτος το φθινόπωρο, η πολυσυλλεκτική ομάδα του Avopolis διαλέγει ένα (μόνο ένα) κομμάτι από τη δισκογραφία του θρυλικού βρετανικού συγκροτήματος, εν είδει φόρου τιμής.
"Street Fighting Man"
(Beggars Banquet, 1968)
Άγγελος Κλειτσίκας
Δεν ήταν μόνο οι Beatles που αφουγκράστηκαν το τεταμένο, κοινωνικοπολιτικό κλίμα που επικρατούσε το καλοκαίρι του 1968 κυκλοφορώντας το “Revolution”, αλλά και οι Stones, οι οποίοι με ένα από τα πιο επίμαχα τραγούδια της δισκογραφίας τους, το “Street Fighting Man”, πήραν θέση ενάντια στην κρατική βιαιότητα, διχάζοντας μαζικό κοινό και μουσικοκριτικούς, με τους πρώτους να υιοθετούν για πρώτη φορά αμήχανη στάση απέναντι στο γκρουπ και τους δεύτερους να τους αποθεώνουν για τη μουσική τους ιδιοφυία. Μάλιστα, πολλοί ραδιοφωνικοί σταθμοί αρνήθηκαν να το παίξουν με αποτέλεσμα να αποτελέσει ένα από τα λιγότερο επιτυχημένα singles του γκρουπ ως τότε. Σήμερα βέβαια θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια, όχι μόνο της δεκαετίας του 1960, αλλά και όλων των εποχών, με τον ενορχηστρωτή του, Brian Jones, να αντλεί έμπνευση για ακόμη μία φορά από το σιτάρ και την Ινδική μουσική που είχε εισχωρήσει στον ψυχεδελικό, ροκ ήχο, αποπνέοντας μία αλλόκοτη πνευματικότητα. Θα μείνει για πάντα ως το απόλυτο, επαναστικό κομμάτι των Rolling Stones για μία γενιά που επέλεξε να δώσει τις μάχες της, ακόμη και αν έχασε τις περισσότερες.
"Shine A Light"
(Exile On Main St., 1972)
Άγγελος Κυρούσης
Αν ρωτήσεις τώρα πια, τον ίδιο τον Mick, για το αγαπημένο του κομμάτι από την περιπέτεια του Exile On Main St., θα σου μιλήσει για εκείνο που είναι κατάδικό του, ασχέτως τυπικών credits, ξέχωρα από επιτυχίες, ανεξαρτήτως του ότι το είχε αφήσει για χρόνια πίσω, όπως τετελεσμένα έμεινε εκτός και ο άνθρωπος που τον ενέπνευσε για να το γράψει επικλητικά. Είναι άλλωστε εκείνο που κουβαλούσε χρόνια, από το 1968, πριν του δώσει τη μορφή που γνωρίζουμε, εκείνο που κλωθογύρισε ως “Get a Line on You”, με τον Leon Russell να πρωτοκάθεται σε στουντιακά πλήκτρα, μέχρις ότου να βρεθεί ο Billy Preston στη θέση του. Ο τελευταίος λέγεται πως έσυρε τον Mick σε μια τοπική εκκλησία, για την gospel εμπέδωση. Επί της ουσίας, η τρίτη ηχογράφηση στο λονδρέζικο Olympic Sound Studio, τον Δεκέμβριο του 1971, αποτέλεσε την τελική αφιέρωση του Mick, των Rolling Stones, προς τον Brian Jones. Come On Up Now...
"Angie"
(Goats Head Soup, 1973)
Άννα Γεωργάτου
Το κομμάτι με το οποίο θα κλαίω πάντα και θα θέλω να με χωρίζουν για να παίζει μέρες στο repeat, είναι η μπαλάντα της νιότης μας και το soundtrack κάθε χαμένου εφηβικού έρωτα και βόλτας με αυτοκίνητο και μουσική στη διαπασών στα 18. Φήμες λένε ότι θα πλανάται για πάντα ένα μυστήριο σχετικά με τον τίτλο, αλλά who cares after all, το θέμα είναι ότι κάθε γενιά χρειάζεται μια ροκ μπαλάντα για να βγάζει τα εσώψυχά της κι αυτή ήταν δίπλα σε άλλες των Metallica, των Scorpions και των Def Leppard η δική μας. 50 χρόνια μετά δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η πραγματική «Angie» για την οποία Mick και Keith -τα υπόλοιπα μέλη των Rolling Stones αναφέρουν μόνο τον Richards ως στιχουργό- «έπεσαν στα πατώματα». Άλλοι θα πουν την Angela Bowie -η οποία βρήκε Bowie-Jagger γυμνούς στο κρεβάτι κι ένα κομμάτι αφιερωμένο σε αυτήν ήταν ένας τρόπος να εξιλεωθούν και να μην δημοσιοποιηθεί το συμβάν- και άλλοι την κόρη του Richards, άλλοι θα αναφέρουν ως έμπνευση το τέλος της σχέσης Mick Jagger-Marianne Faithfull -γυναίκα-φωτιά που ενέπνευσε άλλωστε πολλά κομμάτια των Rolling Stones, ανάμεσα στα οποία τα "Sympathy for the Devil", "You Can’t Always Get What You Want", "Wild Horses" και "She’s A Rainbow",- άλλοι θα παραθέσουν χωρία από την αυτοβιογραφία του Richards για να αποδείξουν ότι ήταν το προσωπικό του «αντίο» στην ηρωίνη και όχι κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο- άλλωστε στην αγγλική slang «angie» σημαίνει «βαριά ναρκωτικά»-, ενώ δεν είναι και λίγοι αυτοί που συνδέουν το "Angie" με την ηθοποιό Angie Dickinson ή με τον Andy Warhol. Το 2005 το "Angie" χρησιμοποιήθηκε στην προεκλογική καμπάνια της Angela Merkel εν αγνοία των Rolling Stones, ενώ ο Γερμανός τρομοκράτης Hans-Joachim Klein χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο "Angie" προς τιμήν των Rolling Stones. Eγώ θα πω είτε έτσι, είτε αλλιώς, η δική μου "Angie" συνοψίζεται στο τρίστιχο "With no loving in our souls / And no money in our coats / You can't say we're satisfied" και λίγο με νοιάζουν τα υπόλοιπα.
"Gimme Shelter"
(Let It Bleed, 1969)
Άρης Καζακόπουλος
Το “Gimme Shelter” αποτελεί προϊόν της -κατά κοινή ομολογία- πιο ακμαίας περιόδου της δισκογραφίας των Rolling Stones, η οποία οριοθετείται μεταξύ 1968 και 1972. Αποτελεί το εναρκτήριο κομμάτι του Let It Bleed (1969) και έχει χαρακτηριστεί από τον Alexis Petridis του Guardian ως «ίσως το πιο δυνατό άνοιγμα δίσκου στην rock ιστορία». Είναι πράγματι σαρωτικό, σε όλες του τις εκφάνσεις: από την στιχουργική του ωμότητα καθώς πραγματεύεται τη φρικαλεότητα του πολέμου, μέχρι τα πεντατονικά, νοτισμένα στην blues παράδοση κιθαριστικά riffs του Keith Richards, τα οποία θερίζουν κεφάλια παρά την απλότητά τους. Και βέβαια τα φωνητικά∙ όχι μόνο του Mick Jagger, αλλά -κυρίως- της Merry Clayton, η οποία κλήθηκε τελευταία στιγμή στο στούντιο ως guest vocalist και χάρισε στην μπάντα την ερμηνεία της ζωής της, οδηγώντας το κομμάτι σε μια κλιμάκωση πραγματικό όλεθρο, με την καλύτερη των εννοιών. Από τις σπάνιες περιπτώσεις κομματιών για τα οποία ο χαρακτηρισμός «αθάνατο» δεν ηχεί καθόλου υπερβολικός.
"Miss You"
(Some Girls, 1978)
Βασίλης Σπανός
Rolling Stones και disco; Και όμως, το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησαν οι Stones σε remix -και ένα από τα μεγαλύτερα και διαχρονικότερα mega hits της μπάντας- προήλθε από την επιθυμία του, σταθερού θαμώνα εκείνη την εποχή στο Studio 54 Mick Jagger, να «αγκαλιάσουν» ένα μουσικό ύφος που απείχε παρασάγγας από το δικό τους. Η ηχητική απόσταση που χώριζε όμως την disco σκηνή του ’78 από την χορευτική r’n’b και funky κατεύθυνση που έπαιρνε σιγά-σιγά η μουσική των Rolling Stones ήταν στην πραγματικότητα μηδαμινή, κάτι που επιβεβαίωσε μερικούς μήνες μετά το LP Some Girls – ένα album που έμπλεξε με τον καλύτερο τρόπο την μέχρι τότε μουσική ταυτότητα της μπάντας με τα trends της εποχής, δημιουργώντας έναν ασύλληπτα φρέσκο μουσικό αποτέλεσμα. Το τζαμμάρισμα Jagger και Billy Preston παρέσυρε αμέσως στο ρυθμό του τους Bill Wyman, Ronnie Wood και Charlie Watts, οι Sugar Blue, Ian McLagan και Mel Collins ανέλαβαν την φυσαρμόνικα, τα πλήκτρα και το σαξόφωνο, ενώ ο Keith Richards «ευλόγησε» την τελική version του κομματιού με ένα υπέροχα smooth groovy solo. Ένα ακόμα μουσικό στεγανό είχε σπάσει και πολλοί νέοι καλλιτέχνες έκαναν το επόμενο βήμα, εξαιτίας μιας παρέας πολύχρωμων μουσικών σάτυρων από το Λονδίνο που ήξερε πάντα να προσαρμόζεται στους καιρούς -αλλά παράλληλα να διατηρεί ατόφια και την ιδιαίτερη ταυτότητά της.
"Undercover Of The Night"
(Undercover, 1983)
Δημήτρης Λιλής
Οι Stones των 80s. Το αγαπήμενο controversy θέμα των φίλων της μπάντας. Η εποχή που τα media λατρεύουν να μισούν γιατί η μπάντα πήδηξε τελευταία στο disco βαγόνι όμως για τους πιο μυημένους στην dance κουλτούρα σε αυτή την δεκαετία υπάρχουν παραπάνω από μια πεντάδα «φιλέτα». Έχει προηγηθεί το Tattoo You του ’81 από όπου οι Kasper Bjorke και Nicolas Jaar τσίμπησαν το αέρινο “Heaven" και έρχεται το dark - πλην καλογυαλισμένο industrial disco του Undercover να ξεκλειδώσει -δεκαετίες μετά- τα eclectic DJ σετ καλά κρυμμένων diggers της Νέας Υόρκης όπως οι Dope Jams που θα το «βόλευαν» σε ένα από τα θρυλικά bootleg δωδεκάϊντσα τους. To Ηalloween πνεύμα είναι παρών, ο Jagger διαλέγει την σκοτεινή πλευρά της disco και φτήνει τους πιο πολιτικοποιημένους και beatnick στίχους του μέχρι τότε ενώ οι Richards, Wood και Watts υποδεικνύουν στους P.I.L. πώς χτίζεται το σοβαρό death disco groove.
"She's a Rainbow"
(Their Satanic Majesties Request, 1967)
Εύη Χουρσανίδη
Πώς στο διάβολο η μελωδία αυτού του κομματιού αντικατοπτρίζει ακριβώς τους στίχους. Με το που ακούγονται οι πρώτες νότες στο πιάνο -και πριν καν μπουν τα υπόλοιπα όργανα, οι πολυφωνίες και τα α λα Beatles «ούλαλα-ούλαλα»- σε έχει ήδη παρασύρει μια πολύχρωμη δίνη κι όλα τα δεινά του κόσμου έχουν μπει σε παύση. “She comes in colors everywhere” είχαν γράψει οι Love, o Jagger έκλεψε ευθαρσώς τη φράση και μαζί με τον Richards γράψανε ένα διαγαλαξιακό σουξέ για τους αιώνες. Βρισκόμαστε 50πόσα χρόνια μετά από εκείνη τη στιγμή ανεπανάληπτης έμπνευσης, κι ακόμα το δανείζονται διαφημίσεις, σειρές, ταινίες, DJs. Μια θέση για πάντα δική του στο προσωπικό μου νοερό folder με τα «ω, τι έβαλε!», για εκείνες τις πρώτες πρωινές ώρες που βρίσκεις τον εαυτό σου μεθυσμένο από αλκοόλ και ευδαιμονία σε κάποιο μπαρ, και θέλεις να αγκαλιάσεις όχι μόνο τους φίλους σου αλλά και όλους τους θαμώνες, για ένα (αναπολογητικά παράφωνο) singalong αναπόδραστης ευφορίας.
"Sympathy for the Devil"
(Beggars Banquet, 1968)
Ευτυχία Διαμαντή
H επιτομή της επαναστατικής πνοής του rock n’ roll, σε ένα κομμάτι. Υπόγεια και φανερά νοήματα συμπλέκονται με ιδιοφυείς στίχους, ως μια μελέτη της μοχθηρής πλευράς του ανθρώπου. Κυκλοφορεί σε μια αρκετά ταραχώδη εποχή, όπου τα σκάνδαλα στην Αμερική διαδέχοναι το ένα, το άλλο. Μια χώρα στα πρόθυρα της τρέλας, με έναν πόλεμο -που δεν καλύπτεται ευρέως με τη σημασία και τη σοβαρότητα που του πρέπει από τα ΜΜΕ- να μαίνεται στο Βιετνάμ, δολοφονίες με ρατσιστικά κίνητρα και τρομοκρατικό υπόβαθρο να σοκάρουν, αυτό το κομμάτι «συμβαίνει» ακριβώς την πιο κατάλληλη στιγμή. Δείχνει με το δάχτυλο τον κακό της υπόθεσης κι αφήνει ελεύθερο τον ακροατή να επισύρει κατηγορίες. Yπνωτιστικός ρυθμός με τα bongos στο background, το σόλο της κιθάρας και τα δυσοίωνα μα φλογερά φωνητικά του Jagger που καταδεικνύουν μια μεγαλοφυή σύλληψη. Τι κι αν κατηγορήθηκαν ότι επευφημούν το Διάβολο, τι κι αν δεν το έπαιζαν στην αρχή στα ραδιόφωνα, οι Rolling Stones με κάτι τέτοια δημιουργήματα, μας αποδεικνύουν ότι δε θα ξεπεραστούν ποτέ.
"Wild Horses"
(Sticky Fingers, 1971)
Σταύρος Γαρεδάκης
Κι όμως, ένα από τα δημοφιλέστερα κομμάτια των Stones (έφτασε #28 στο Billboard Hot100, #193 ανάμεσα στα 500 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών κατά το Rolling Stone magazine, 10o σε streams στο Spotify για τη μπάντα), το "Wild Horses" δεν πρωτοχαράχτηκε στα αυλάκια του Sticky Fingers άλμπουμ των Stones όπου περιεχόταν. Η country μπαλάντα αυτή αντιθέτως ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τους Flying Burrito Brothers του εμβληματικού Gram Parsons (διαβάστε για τον θρύλο της country rock στο άρθρο του Θανάση Μήνα). Αυτό συνέβη αφότου την επομένη της σκοτεινότερης στιγμής για τη μπάντα, του Altamont Free Festival, ο συνθέτης του κομματιού Keith Richards έδωσε στον Parsons, με τον οποίο βρέθηκαν μαζί backstage και δούλεψαν πάνω στο κομμάτι, μια πρώτη demo ηχογράφηση. Το οποίο “Wild Horses”, σε αντίθεση με τις φήμες πως γράφτηκε για την Marianne (Faithful, ή οποία είχε προσφάτως παρατήσει τον Jagger), ο Richards είχε γράψει το ρεφραίν αναφερόμενος στην σύζυγό του Anita και τον νεογεννηθέντα γιό του Marlon, τους οποίους αποχωριζόταν με βαριά καρδιά για μια περιοδεία στις Η.Π.Α., πρωτού μετατραπεί τελικά σε ευαίσθητη ερωτική μπαλάντα από το χέρι του συν-δημιουργού Mick Jagger.
"Paint it Black"
(Aftermath, 1966)
Τάνια Σκραπαλιώρη
Το ημερολόγιο γράφει 1966. Το “(I Cant’t Get No) Satisfaction" τρέχει ακόμα ζεστό στα charts με όλη τη στόφα ενός international No1 hit, πλαισιωμένο από μερικές ακόμα σερί επιτυχίες όπως το “The Last Time” (λίγο πριν) και το “Get Off of my Cloud” (λίγο μετά) με τις οποίες ξεκινά πια να αναδύεται και να εδραιώνεται ταχύτατα το συνθετικό δίδυμο αστέρων Jagger/Richards. Οι Rolling Stones βρίσκονται μαζεμένοι στο αγαπημένο τους studio της RCA στο Los Angeles και δουλεύουν με τον manager και παραγωγό τους Andrew Loog Oldham και τον μηχανικό ήχο Dave Hassinger το υλικό για την επόμενη κυκλοφορία τους. H πίεση για το επόμενο hit, για τη διατήρηση στις κορυφές των charts και -γιατί όχι; - για μια ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία είναι πολύ μεγάλη.
Tο “Paint It Black” -μια νέα σύνθεση των Keith Richards και Mick Jagger- είναι στη σκαλέτα αλλά το πράγμα συνέχεια κάπου κολλάει. Οι στίχοι του Jagger που κινούνται σε έναν πιο σκοτεινό και πολύ διαφορετικό προσανατολισμό σε σχέση με τα αιχμηρά μότο των προηγούμενων επιτυχιών τους που εκπροσωπούσαν σε μεγάλο βαθμό τα οργισμένα αμερικανικά νιάτα. Ενώ και η βασική μελωδική γραμμή του Keith Richards φαίνεται να κρατάει καλά κλειδωμένη τη μυστική ακόμα δυναμική της. (Λέγεται ότι) η μπάντα είναι έτοιμη να τα παρατήσει. And the rest is history.
Η ιστορία αυτή θέλει τον Bill Wyman να έχει μια αναλαμπή για μια ασυνήθιστη δεύτερη και θαυματουργή μπασογραμμή πάνω στα πεντάλια του Hammond και τον Brian Jones να ξεκλειδώνει τη νέα του ανακάλυψη -για την ακρίβεια την ανακάλυψη του George Harrison στο “Norwegian Wood”- το σιτάρ νέες εξωτικές διαστάσεις στη μουσική των Stones. Όλα παίρνουν τον δρόμο τους προς την πιο μαζική μέχρι τότε επιτυχία των Rolling Stones και το 1966 αποκτά ένα ιδανικό soundtrack. Οι αντισυμβατικές ποιότητες του κομματιού βάζουν τους Rolling Stones στην τροχιά του ψυχεδελικού καλπασμού που θα ακολουθήσουν στα αμέσως επόμενα επεισόδια με μεγάλη επιτυχία, πλήρως εναρμονισμένοι με το γενικότερα πνεύμα της δεκαετίας. Ενώ οι αρχικά «περίεργοι» στίχοι του Jagger για το πένθος, τη μαυρίλα και την απελπισία ηχούν τώρα κομμένοι και ραμμένοι για το δράμα του Βιετνάμ και τις σειρήνες ενός συλλογικού πολιτικού, κοινωνικού, ανθρώπινου κινδύνου.
Είπαμε το ημερολόγιο γράφει 1966. Αλλά και σήμερα που γράφει 2023 το μαύρο χρώμα των Rolling Stones φοριέται ακόμα, πολύ, χωρίς το παραμικρό ξεθώριασμα.
Οι φωτογραφίες έχουν παραχωρηθεί από την MINOS EMI/Universal. Το νέο άλμπουμ των Rolling Stones, Hackney Diamonds, κυκλοφορεί από την Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023 σε βινύλιο και σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.