Ο χαρακτηριστικός νότιος τρόπος με τον οποίο τόνιζε τις ρίμες απηχεί στο φαλτσέτο του Dan Stewart των Green On Red ή στις φωνητικές αρμονίες των Long Ryders. Τα κουρδίσματά του στην κιθάρα ανασαίνουν στις πιο country συγχορδίες του Steve Wynn. H Cosmic American Music, όπως την οραματίστηκε, σε υπόρρητη διαλεκτική με τους Band, προοικονομεί τους Uncle Tupelo και τους Son Volt, τις παραγωγές του Jeff Tweedy και των Wilco. Υπήρξε το πιο χαρισματικό τέκνο του Hank Williams, ήταν στενός φίλος του Keith Richards, επηρέασε τους Stones προς την κατεύθυνση του country-rock, ανέδειξε την υπέροχη Emmylou Harris. Χωρίς την παρέμβασή του, έννοιες όπως alternative country και americana ίσως να μην υπήρχαν στο μουσικό μας λεξιλόγιο. Στις 19 Σεπετεμβρίου συμπληρώνται ακριβώς 50 χρόνια από τον θάνατό του.
Γεννήθηκε στο Γουίντερ Χέιβεν της Φλόριντα, στις 5 Νοεμβρίου του 1946, με το όνομα Ingram Cecil Connor III. Γονείς του ήταν ο επισμηναγός Ingram Cecil Connor II και η Avis Connor, που τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά “Gram”. Η οικογένειά του ήταν εύπορη. Ο παππούς του κατείχε το ένα τρίτο των εκτάσεων με οπωρώδη εσπεριδοειδή στη Φλόριντα. Ωστόσο οι γονείς του ήταν αλκοολικοί, ενώ η μητέρα του υπέφερε από κατάθλιψη. Ο πατέρας του αυτοκτόνησε δύο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1958. Η μητέρα του παντρεύτηκε στη συνέχεια τον Robert Parsons, ο οποίος υιοθέτησε τον Gram και την μικρότερη αδελφή του, που εξέλαβαν το επώνυμό του πατριού. Ο δωδεκάχρονος Parsons γράφτηκε στο γυμνάσιο Μπόλες, στο Τζάκσονβιλ της Φλόριντα. Για ένα διάστημα η οικογένεια βίωσε μια σταθερότητα. Διαλύθηκε στις αρχές του 1965, όταν ο πατριός του μπλέχτηκε σε εξωσυζυγική σχέση και η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ οδήγησε τη μητέρα του στον θάνατό από κίρρωση, στις 5 Ιουνίου 1965. Την ίδια ημέρα ο Gram αποφοιτούσε από το γυμνάσιο.
Από τον Elvis στον Merle Haggard
Μια τοπική εμφάνιση του Elvis, στις 22 Φεβρουαρίου του 1956, ήταν αρκετή για να κάνει τον Parsons να δείξει ενδιαφέρον για τη μουσική και δη για το rock‘n’roll. Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών σχημάτισε τους Pacers και κατόπιν τους Legends, ενώ δύο χρόνια μετά προσχώρησε στους Shilohs, την πρώτη του, τρόπον τινά, επαγγελματική μπάντα. Οι Shilohs έπαιζαν με επιτυχία σε τοπικούς χορούς και λοιπές εκδηλώσεις και απέκτησαν κάποια φήμη. Το καλοκαίρι του 1964 τους κάλεσαν για εμφανίσεις στη Νέα Υόρκη, στο Café Rafio, στην περίφημη –λόγω Bob Dylan- Bleecker Street, στο Greenwich Village. Εκεί αναφέρεται ότι τους άκουσε ο διαβόητος Albert Grossman, ο μάνατζερ του Dylan, ο οποίος όμως αρνήθηκε να συνεργαστεί μαζί τους όταν ανακάλυψε ότι ήταν ακόμα μαθητές γυμνασίου.
Παρά τους χαμηλούς βαθμούς του στις εξετάσεις, ο Parsons έγινε δεκτός στο Χάρβαρντ το 1966∙ πιθανότατα άσκησε επιρροή ο πλούσιος παππούς του. Τυπικά σπούδαζε θεολογία, ωστόσο σπάνια παρακολουθούσε τις παραδόσεις των μαθημάτων. Παρέμεινε τελικά στο Χάρβαρντ για ένα μόνο εξάμηνο. Εκεί όμως άρχισε να ενδιαφέρεται για την country, αφότου άκουσε για πρώτη φορά Merle Haggard.
Αποσυνάγωγος, προς τα τέλη του 1966 σχημάτισε, μαζί με άλλους folk μουσικούς από τη Βοστώνη, τους International Submarine Band. Τον επόμενο χρόνο μετακόμισαν στο Λος Άντζελες, όπου υπέγραψαν συμβόλαιο με την LHI Records του Lee Hazlewood. Ηχογράφησαν για λογαριασμό της το album “Safe at Home”, τυπικό δείγμα καλιφορνέζικου folk-rock, στο ύφος ας πούμε των Byrds, το οποίο όμως εκδόθηκε τελικά στα μέσα του 1968. Οι International Submarine Band είχαν πια διαλυθεί.
Sweetheart of the Rodeo
Γύρω στο 1968 ο Parsons συνδέθηκε φιλικά με το μπασίστα των Byrds, τον Chris Hillman. Οι Byrds βρίσκονταν τότε σε φάση ανακατάταξης: ο Gene Clark, ο Michael Clarke και ο David Crosby είχαν αποχωρήσει, στο σχήμα απέμειναν ο Hillman και ο Roger McGuinn. Λόγω των διατυπώσεων του συμβολαίου της μπάντας με την Columbia, ο Parsons προσλήφθηκε, όχι ως «ισότιμο μέλος», αλλά ως «βοηθητικός» (session) μουσικός. Αρχικά στρατολογήθηκε ως «πιανίστας της τζαζ», αλλά σύντομα μεταπήδησε στη ρυθμική κιθάρα και στα φωνητικά.
«Το να είμαι με τους Byrds με μπέρδεψε λίγο», έλεγε ο ίδιος αργότερα. «Δεν μπορούσα να βρω τη θέση μου. Δεν τραγουδούσα αρκετά. Αρχικά με προσέλαβαν επειδή έψαχναν κάποιον να παίζει πλήκτρα. Όμως είχα εμπειρία ως frontman. Ο Roger (McGuinn) που ήταν πολύ οξυδερκής, το συνειδητοποίσε και με βοήθησε να περάσω μπροστά».
Το Sweetheart of the Rodeo, που ηχογραφήθηκε τόσο στο Λος Άντζελες όσο και στο Νάσβιλ, εν μέσω προστριβών ανάμεσα στα μέλη της μπάντας, κυρίως ανάμεσα στον Parsons και στον McGuinn, είναι ένας από τους πιο φιλόδοξους και συναρπαστικούς δίσκους στην ιστορία της αμερικανικής λαϊκής μουσικής. Η βάση του είναι η country, όμως εγκολπώνει στον ήχο του στοιχεία από bluegrass, western, jazz, rhythm ‘n’ blues και rock ‘n’ roll. O Parsons συνεισέφερε ως συνθέτης τραγούδια όπως το "One Hundred Years from Now" και το "Hickory Wind", ενώ το album συμπληρώνουν διασκευές σε συνθέσεις του Dylan ("You Ain't Goin' Nowhere", "Nothing Was Delivered"), του Woody Guthrie ("Pretty Boy Floyd"), του William Bell ("You Don't Miss Your Water"), του Merle Haggard ("Life in Prison") κ.ά. «Αυτός ο δίσκος, που ξάφνιασε τους πάντες εκείνη την εποχή, αποδείχτηκε ότι ήταν η θερμοκοιτίδα του country rock», σημειώνει ο Keith Richards στην αυτοβιογραφία του.
Οι προστριβές είχαν ως αιτία τα φωνητικά. Ο Parsons κατηγόρησε τον McGuinn ότι έσβησε τη φωνή (του Parsons) σε ορισμένα κομμάτια και προσέθεσε τη δική του και «τα γάμησε». Εμφανίζεται πάντως ως βασικός ερμηνευτής στα "You're Still on My Mind", "Life in Prison" και "Hickory Wind".
Το καλοκαίρι του 1968 οι Byrds περιόδευαν στην Αγγλία, όταν ο Parsons ανακοίνωσε ότι αποχωρεί από την μπάντα. Δύο ήταν οι αιτίες: πρώτον, οι Byrds είχαν στη συνέχεια προγραμματισμένες εμφανίσεις στη Νότια Αφρική και ο Parsons εξέφρασε αντιρρήσεις λόγω του καθεστώτος του Απαρτχάιντ∙ δεύτερον, κόλλησε με τους Rolling Stones, ειδικά με τον Keith Richards.
Ένας όλόκληρος θρύλος έχει καλλιεργηθεί γύρω από τη σχέση του Parsons και του Richards. Η υπεραπλουστευμένη, ηρωική εκδοχή λέει ότι «ο Parsons δίδαξε στον Richards τα κουρδίσματα (της κιθάρας) της country, και ο Richards δίδαξε στον Parsons τα μυστικά της πρέζας». Παρά τα ψήγματα αλήθειας που εντοπίζονται σ’ αυτό το ερμηνευτικό σχήμα, οι δυο τους δεν ήταν απλώς junk-buddies. Συνδέθηκαν με ειλικρινή φιλία και μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια γόνιμη μουσική διαλεκτική. Οι Stones είχαν ήδη δείξει ενδιαφέρον για τις παραλλαγές του country/folk/rock, ακούγοντας το οριακό “Music From The Big Pink” των Band (1968), επιρροές που διαφαίνονται ήδη στο “Beggars Banquet”. Σύμφωνα με τον κοινό, στενό τους φίλο Phil Kaufman, «οι δυο τους κάθονταν για ώρες παίζοντας σκοτεινούς δίσκους country και ανταλλάσσοντας ιδέες με τις κιθάρες τους». Η σχέση τους πάντως μυθοποιήθηκε αργότερα, στις αρχές του 1971, όταν ο Parsons έζησε για έξι περίπου μήνες στη βίλα Nellcôte, στη Γαλλία, όπου οι Stones ηχογραφούσαν επεισοδιακά το “Exile on Main Street”∙ «Μια Εποχή στην Κόλαση», που γράφει και ο Ρεμπώ. Ο Parsons συμμετείχε σε ορισμένες από τις ηχογραφήσεις, σε κάποιες μάλιστα χωρίς να αναφέρεται στα credits. Π.χ. στο “Sweet Virginia” η φωνή του ακούγεται στη χορωδία, όπως σημειώνει ο Richards στην αυτοβιογραφία του.
Ιπτάμενα Μπουρίτο
Επιστρέφοντας στο Λος Άντζελες, επηρεασμένος από τα τζαμαρίσματά του στην Αγγλία με τους Stones, ο Parsons σχημάτισε, σε συνεργασία με τον Chris Hillman, τους The Flying Burrito Brothers. Τo 1969 ηχογράφησαν το album The Gilded Palace of Sin (A&M Records), που σηματοδότησε το αποκορύφωμα του μουσικού οράματος του Parsons: Cosmic American Music, μια πανσπερμία ισόποσων δόσεων blues, country, folk, soul και rock, που, συντιθέμενες, διαθέτουν την πρωτεϊκή ικανότητα να μεταλάσσονται στο διηνεκές. Το συγκρότημα εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του άλμπουμ φορώντας παραδοσιακά κοστούμια του Νάσβιλ, ραμένα από τη θρυλική ράφτρα Nudie Cohn, που έντυνε τον Elvis και τον Hank Williams, διακοσμημένα όμως με κεντημένα παραφερνάλια της Αντικουλτούρας (όπως μυστικιστικά σύμβολα και φύλλα μαριχουάνας). Επηρεασμένοι ξανά από τους Stones, οι Parsons και Hillman αφήνουν στην άκρη τις δωδεκάχορδες ηλεκτρακουστικές κιθάρες των Byrds, και ροκάρουν ηλεκτρισμένα σε κομμάτια όπως τα "Hot Burrito No. 1 (I'm Your Toy)", "Christine's Tune" και "Sin City". Τα highlights είναι όμως οι δύο υπέροχες soul διασκευές: στο "The Dark End of the Street" του παραγνωρισμένου, ισόθεου του Otis Redding, James Carr, και στο "Do Right Woman", όπου τραγουδάει ο David Crosby, προσπαθώντας φιλότιμα να πιάσει τις ψηλές νότες της Aretha.
Ο Parsons πάντως είχε πια κολλήσει για τα καλά στην πρέζα. Σαν να μην έφτανε μόνος του, το καλοκαίρι του 1969 οι Stones μετακόμισαν στο Λος Άντζελες για να ηχογραφήσουν το Let It Bleed και για να προετοιμάσουν τη φθινοπωρινή τους τουρνέ στις ΗΠΑ. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1969, οι Flying Burrito Brothers πήραν μέρος, ως προσκεκλημένοι των Stones, στο Φεστιβάλ του Altamont, με τις συμμετοχές ακόμα των Santana, Jefferson Airplane, Crosby, Stills, Nash & Young. Την περιφρούρηση του free-concert είχαν αναλάβει οι κολαούζοι των Grateful Dead, οι περιβόητοι bikers Hell’s Angels. Από την ώρα κιόλας που άνοιξαν οι πύλες του φεστιβάλ, οι Άγγελοι άρχισαν να παρενοχλούν το ετερόκλητο κοινό. Οι Flying Burrito Brothers πρόλαβαν να παίξουν ένα σύντομο σετ που αποτελείτο από τα "Six Days on the Road","Christine's Tune", "Sin City" και "Bony Moronie". Την ώρα που ανέβηκαν επί σκηνής οι Jefferson Airplane, τα επεισόδια κλιμακώθηκαν, και οι Άγγελοι ανέβηκαν στη σκηνή και έδειραν τον τραγουδιστή τους, Marty Balin. Όταν βγήκαν στη σκηνή οι Stones, ξέσπασε χάος. Ο Jagger τραγουδούσε το “Street Fighting Man” όταν στις μπροστινές σειρές οι Άγγελοι ενοχλήθηκαν από έναν Αφροαμερικανό, ονόματι Meredith Hunter, ο οποίος χόρευε επιδεικτικά και τον μαχαίρωσαν μέχρι θανάτου. Κάμποσοι άλλοι χίπις μαχαιρώθηκαν ή χτυπήθηκαν «στο όνομα της μουσικής και της αγάπης». Το φεστιβάλ τελείωσε άδοξα, οι Stones φυγαδεύτηκαν με ελικόπτερο, όπως και ο Parsons.
Το δεύτερο και τελευταίο album της μπάντας με τίτλο Burrito Delux” κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1970. Οι συνθέσεις είναι σαφώς λιγότερο εμπνευσμένες από αυτές του πρώτου του δίσκου. Εξαιρετική είναι πάντως η country-rock σύνθεση "Older Guys" των Parsons-Hillman και ψυχωμένη η ερμηνεία του Gram στο "Wild Horses” των Jagger και Richards, που εκδόθηκε εδώ για πρώτη φορά, πριν ακόμα εμφανιστεί στο Sticky Fingers.
Όπως και το ντεμπούτο του, έτσι και το “Burrito Deluxe” αποτέλεσε εμπορική αποτυχία. Κάτι η απογοήτευση, κάτι ο αντιεπαγγελματισμός του, λόγω της έξης του, εξώθησαν τον Hillman και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας να απαιτήσουν την αποχώρηση του Parsons.
Fallen Angel
Ο Parsons υπέγραψε σόλο συμβόλαιο με την A&M Records και έκανε ηχογραφήσεις με τον Terry Melcher (Byrds, Beach Boys), που όμως δεν διασώθηκαν. Δεν είναι να απορεί κανείς. Ο Melcher ήταν επίσης εθισμένος. Η συμφωνία ακυρώθηκε. Στη συνέχεια συνόδευσε τους Rolling Stones στην περιοδεία τους στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1971 με την ελπίδα να υπογράψει με τη νεοσύστατη Rolling Stones Records . Σε αυτή τη συγκυρία, ο Parsons και ο Richards είχαν σκεφτεί την πιθανότητα ηχογράφησης ενός album ως ντουέτο.
Μετά τη διαμονή του στη βίλα Nellcôte, στη διάρκεια των ηχογραφήσεων του Exile στην Main Street, τα πάρε-δώσε του με τους Stones αραίωσαν. Ο Parsons προσπάθησε μάταια να αναθερμάνει τη σχέση του με τους Jagger και Richards στην αμερικανική περιοδεία τους το 1972.
Ακολούθησε o αποτυχημένος γάμος του με την Gretchen Burrell, που πιθανότατα κατέρρευσε επειδή ήταν και οι δύο εξαρτημένοι από την ηρωίνη. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Parsons, προσπαθώντας να απεξαρτηθεί, ταξίδεψε ειδικά στο Λονδίνο, όπου ακολούθησε το πρόγραμμα ελεγχόμενης χρήσης-απεξάρησης με απομορφίνη, που είχε προτείνει ο William Burroughs, χωρίς όμως αποτέλεσμα
Όταν επέστρεψε στις ΗΠΑ, ύστερα από ένα τελευταίο live με τους Burritos, πήγε ύστερα από προτροπή του Hillman να ακούσει σε κάποιο μικρό κλαμπ στην Ουάσιγκτον μια τότε άγνωστη τραγουδοποιό: την Emmylou Harris. Έγιναν σύντομα σύντροφοι και μετακόμισαν μαζί στο Λος Άντζελες.
Το 1972 ο Parsons υπέγραψε συμβόλαιο με την Reprise Records και ηχογράφησε το album “GP”. Τον συνοδεύουν session μουσικοί που είχαν συνεργαστεί με τον Elvis, με επικεφαλής τον κιθαρίστα James Burton. Εδώ ο Parsons παραδίδει τρεις από τις ωραιότερες country μελωδίες που έγραψε ποτέ: "Still Feeling Blue", "A Song for You", "How Much I've Lied". Από τις διασκευές του στα «κλασικά της country» ξεχωρίζουν η ωδή στους losers "Streets of Baltimore" των Tompall Glaser & Harlan Howard, το "We'll Sweep Out the Ashes in the Morning" του Joyce Allsup και, κυρίως, το "That's All It Took", το γεμάτο νταλγκά και ουίσκι ντουέτο του George Jones και της Tammy Wynette∙ αντάξιο αποδεικύνεται το ντουέτο του Parsons και της Emmylou Harris! Οι φωνητικές αρμονίες της εικοσιτετράχρονης τότε Harris στο "We'll Sweep Out the Ashes in the Morning" (τι τίτλος!) προοιωνίζονται την πορεία μιας από τις σημαντικότερες συνθέτριες/ερμηνεύτριες που ανέδειξε η μεταπολεμική Αμερική.
Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, περιόδευσαν στις ΗΠΑ ως Gram Parsons and the Fallen Angels. Οι συναυλίες πήγαν γενικά καλά. Ο road manager Phil Kaufman προσπάθησε να προφυλάξει τον Parsons από τις κακοτοπιές, ενώ η επιμονή της Emmylou Harris στις πρόβες εξασφάλισε τον καταρτισμό ενός αξιοπρεπούς setlist. Παρόλα αυτά, η περιοδεία απέτυχε να προωθήσει εμπορικά το album.
Κατόπιν το γκρουπ μπήκε ξανά στο στούντιο για να ηχογραφήσει το album “Grievous Angel”, που όμως θα κυκλοφορούσε τελικά μετά τον θάνατο του Parsons, τον Ιανουάριο του 1974. Ο Parsons συνέβαλε με μερικά όμορφα νέα τραγούδια ("In My Hour of Darkness" και "Return of the Grievous Angel"), ενώ συναισθηματικά φορτισμένο ακούγεται το ντουέτό του με την Emmylou στο "Love Hurts" των Felice and Boudleaux Bryant. Από τα ίδια sessions προέρχεται και η πιο ζόρικη διασκευή που έκανε ποτέ: το "Tonight the Bottle Let Me Down" του Merle Haggard. Μαζί με διασκευές σε country κομμάτια των Buck Owens, Red Simpson, Charlie Louvin, Jackie Ripley, αλλά και με ένα γερό “Honky Tonk Woman” (Jagger/Richards), θα εμφανιστεί στο επίσης μεταθανάτιο album “Sleepless Nights” (Απρίλιος 1976).
Joshua Tree
O Parsons αγαπούσε πολύ το στο Εθνικό Πάρκο του Joshua Tree, στη νοτιοανατολική Καλιφόρνια. Σε ανύποπτο χρόνο, φέρεται να ενημέρωσε τον Phil Kaufman για την τελευταία του επιθυμία: να αποτεφρωθεί εκεί.
Στις 17 Σεπτεμβρίου του 1973, και ενώ υποτίθεται ότι ήταν σε φάση ανάρρωσης, εξέφρασε στον Philip Kaufman την επιθυμία του περάσει μερικές ήσυχες μέρες στο Joshua Tree. Ο Kaufman τον συνόδεψε στο ταξίδι, μαζί με τη σύντροφό του Margaret Fisher και μερικούς φίλους.
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Parsons κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και βαρβιτουρικών και χανόταν μόνος στην έρημο. Άλλοι από την παρέα κατανάλωναν τεκίλα και μαριχουάνα σε τοπικά μπαρ. Έμεναν στο Joshua Tree Inn. Στις 18 Σεπτεμβρίου, το βράδυ ο Parsons αγόρασε μορφίνη από μια άγνωστη νεαρή γυναίκα. Έκανε ένεση μόνος στο δωμάτιο #1. Όταν τον ανακάλυψαν ήταν σε άσχημη κατάσταση. Τον έβαλαν να κάνει ένα κρύο ντους για να του ρίξουν τη θερμοκρασία και έπειτα τον έβαλαν για ύπνο. Οι αναπνοές του άρχισαν να γίνονται ακανόνιστες και αργότερα σταμάτησαν. Τον μετέφεραν εσπευσμένα στο νοσοκομείο Yucca Valley. Στις 12:15 π.μ., στις 19 Σεπτεμβρίου του 1973, διαπιστώθηκε ο θάνατός του: υπερβολική δόση μορφίνης και αλκοόλ.
Η Fisher αναφέρει στη βιογραφία του “Grievous Angel: An Intimate Biography of Gram Parsons” ότι «η ποσότητα μορφίνης που κατανάλωσε ο Gram θα ήταν θανατηφόρα για τρεις συστηματικούς χρήστες”. Ο Keith Richards δήλωσε στο ντοκιμαντέρ “Fallen Angel” του 2004 ότι «ο Gram κατανοούσε τον κίνδυνο του συνδυασμού οπιούχων και αλκοόλ και θα έπρεπε να ήταν πιο προσεκτικός».
Δεν χρειάζεται να υπεισέλθουμε στη μυθιστορηματική επιχείρηση των φίλων του να κλέψουν τη σορό του από το νεκροτομείο, προκειμένου να εκπληρώσουν την τελευταία του επιθυμία. Το σώμα του Gram Parsons πράγματι αποτεφρώθηκε στο Joshua Tree και η τέφρα του σκορπίστηκε στην τοποθεσία Cap Rock.
Η Emmylou Harris συνέχισε να υπερασπίζεται το έργο του Parsons σε όλη της την καριέρα, διασκευάζοντας μια σειρά από τραγούδια του τις τελευταίες δεκαετίες: "Hickory Wind", "Wheels", "Sin City", "Luxury Liner" και "Hot Burrito No. 2 ". Τα τραγούδια της Harris "Boulder to Birmingham", από το άλμπουμ της “Pieces of the Sky” του 1975 και "The Road", από το άλμπουμ της Hard “Bargain” του 2011, είναι αφιερωμένα στον Parsons.
Ο Keith Richards θεωρεί ότι «η επίδραση του Parsons στη μουσική της country είναι τεράστια» και προσθέτει: «Είναι δύσκολο να περιγράψω πόσο βαθιά αγάπησε ο Gram τη μουσική του και πόσο επηρεάσαμε ο ένας τον άλλο. Η μουσική του ήταν το μόνο για το οποίο έζησε. Και όχι μόνο για τη δική του μουσική αλλά για τη μουσική γενικότερα».
Η Emmylou Harris που είναι η καθόλα αρμόδια να μιλήσει, καταλήγει σε πιο προσωπικούς τόνους: «Eίναι τεράστια απώλεια για μένα. Πώς δεν μπόρεσα να το δω να έρχεται; Ήταν τόσο νέος και είχε τόσο δυναμική παρουσία, που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι δεν θα είναι πάντα εδώ. Το πιο απογοητευτικό πράγμα για μένα είναι ότι ήμουν πολύ απορροφημένη από τη μουσική που αντλούσα από τον Gram για να παρατηρήσω τι του συνέβαινε. Ήμουν ασυγχώρητα συγκεντρωμένη πάνω σ’ αυτή την απίστευτη μουσική».
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ:
International Submarine Band – “Safe at Home” (LHI Records, 1968)
The Byrds – “Sweetheart of the Rodeo” (Columbia, 1968)
Flying Burrito Brothers – “The Gilded Palace of Sin” (A&M, 1969)
Flying Burrito Brothers – “Burrito Deluxe” (A&M, 1970)
Gram Parsons – “GP” (Reprise, 1973)
Gram Parsons – “Grievous Angel” (Reprise, 1974)
Gram Parsons & the Flying Burrito Brothers – “Sleepless Nights”(A&M, 1976)
Gram Parsons and the Fallen Angels – “Live 1973” (Sierra, 1982)
Gram Parsons – “Another Side of This Life: The Lost Recordings of Gram Parsons” (Sundazed, 2001)
ΠΗΓΕΣ:
Jessica Hundley, “Grievous Angel: An Intimate Biography of Gram Parsons” (Da Capo Press, 2005)
David Meyer, “Twenty Thousand Roads: The Ballad of Gram Parsons and His Cosmic American Music” (Villard, 2008)
Jim Brown, “Emmylou Harris: Angel In Disguise” (Fox Music Books, 2004)
Robert Greenfield, “Exile on Main Street: A Season in Hell with the Rolling Stones” (Da Capo Press, 2008)
Keith Richards, “Life” (Back Bay Books, 2011)