Οι «Μοίρες» (όπως αποκαλούνται, χαριτολογώντας, οι Awe, End & Vacantfield) αποτελούν ένα εκ των πλέον φιλόδοξων projects της νεοσύστατης III Damnation Productions· εταιρίας με σύντομη δραστηριότητα σε παραγωγές, αλλά πολυετή διαδρομή σε μαυρομεταλλικές οδούς. Η deluxe (και όχι die-hard, όπως τονίζεται) έκδοση περιλαμβάνει διπλό βινύλιο, gatefold jacket υψηλής ποιότητας, τυπωμένα inner sleeves, laser-etched επινοήσεις στην τέταρτη πλευρά, μαζί με τα μοιραία αυτοκολλητάκια του και ένα μερακλίδικο slipmat ικανό να καλλοπίζει τα πιο άχαρα πικάπ. Για την ποιότητα των συγκροτημάτων ούτε γίνεται λόγος, ασφαλώς –ιδιαίτερα για τους πεπειραμένους Awe, οι οποίοι συνεχίζουν ακάθεκτοι δισκογραφικά στις οδούς του προβοκατόρικου Providentia.
Οι Dopethrone ανήκαν κάποτε στα καλύτερα κρυμμένα μυστικά του Καναδά, αλλά δεν είναι μεμπτό πως τους μελετήσαμε εκτενώς, ελέω της συνειρμικής ονομασίας τους. Ούτε παράξενο μοιάζει πως εμμένουμε σε ξεροκεφαλιά, παρότι σε φάσεις το παρακάνουν αδιάκριτα με τις Weedeater αναδρομές τους. Το περσινό Hochelaga δε, ομολογουμένως έστεκε λίγο κατώτερο των περιστάσεων, ειδικά αν αναλογιστούμε τα δυθεώρητα ύψη των πρώτων full-length, όμοια που μέχρι και οι ίδιοι αδυνατούν να ξαναγγίζουν. Αποτελούν ωστόσω μία από τις κατεξοχήν ποιοτικές Drapetsona doom μπάντες (δικός μου όρος, αυτός), μιας και το αναζωογονητικό τους groove βρωμάει από χιλιόμετρα ντρόγκα, αλκοολούχες αναθυμιάσεις και αρκούντως έντιμη φτωχολογιά.
Μαζί όμως με το τελευταίο Dopethrone, τσιμπήσαμε και τη βινυλιακή εκδοχή του The Witching Hour. O Totem Cat Recs είναι μερακλής και τα βινύλιά του προσφέρουν άφθονη γκρούβα, αλλά και χρωματάκια ταιριαστά στα μπυροκάνατα που ρέουν ανά τις ακροάσεις. Οι Doctor Smoke, ειδικότερα, αποτελούν αυτήν ακριβώς τη μπάντα που δύναται να πιάσει στο ελληνικό κοινό: προσφέρουν ριφάκια «straight to the point», με περισσότερο κέφι συγκριτικά, παρά οσμητική αντρίλα. Όλοι μας αγαπάμε τους Sabbath, τους Kyuss και το καλό hard rock, δηλαδή –όμως οι Doctor Smoke ό,τι πράττουν, το εφαρμόζουν και ραδιοφωνικά, δίχως να φθίνουν σε ποιότητα. Ακούστε τους εκτενώς, μήπως και είμαστε ποτέ τυχεροί. Ποτέ δεν ξέρει κανείς, άλλωστε, ποια μπάντα ενδέχεται να φέρει το Roadburn στην Ευρώπη.
Η δεύτερη βινυλιακή επανέκδοση του ομότιτλου Asphyx κυκλοφόρησε στις 20 Δεκέμβρη, αλλά όποιος ισχυριστεί πως παρέλαβε δέμα από το εξωτερικό σε διάστημα μικρότερο της μίας εβδομάδας (εν μέσω της περιόδου των Χριστουγέννων, μάλιστα), να ξέρετε πως είναι ψεύτης με κεφαλαία γράμματα. Η πρώτη του δε έκδοση, έμελλε να αποδειχθεί η πιο εμετική στην ιστορία ολόκληρου του death metal, μιας και η (τέρμα τοκογλυφική) Night of the Vinyl Dead επέλεξε να παραλείψει το καλύτερο τραγούδι του, χάριν μιας envelope-jacket μορφής, που δεν επέτρεπε τη μορφή διπλού βινυλίου.
Κάπου εδώ θυμόμαστε λοιπόν τον ενοχλητικό εκείνον τύπο που δεν καλούμε ποτέ στα πάρτυ, γιατί θα έρθει να υποστηρίξει πως το "Thoughts Οf An Atheist" δεν ήταν και τόσο σημαντικό, αφού υπήρχε ως σύνθεση από την εποχή των demos. Και στο Embrace The Death με τον μακαρίτη Theo Loomans είχε περιληφθεί, δεν αντιλέγω, αλλά ξέρουμε κατά βάθος πως θα το πετάξει μόνο και μόνο για να νιώσει γαμάτος που έχει τη «μία» ψαγμένη έκδοση με το ψαρωτικό της εξωφυλλάκι. Αγνοήστε τον χαρακτηριστικά, η έκδοση της Ordo MCM αποτελεί την απόλυτη wax κοπή του, με το βινύλιο να είναι 180άρι βαρύ, το εξώφυλλο ακόμη πιο πωρωτικό και το jacket χοντρό σαν την πέτσα του τύπου που δεν νοιώθει. Τείνει να κυκλοφορεί γενικά σε ποικίλους χρωματισμούς, αλλά εμείς εδώ στο Avopolis επιλέξαμε την απλή εκδοχή, γιατί το death metal απαιτεί μαύρο χρώμα στο βινύλιό του.
Οι Φινλανδοί death metallers Festerday είναι στην ουσία οι γνωστοί pre-...And Oceans, μπάντα που κυκλοφόρησε ορισμένα θεϊκά demos και μεταλλάχθηκε σταδιακά, όπως τόσες στην 1990s ιστορία. Ενδεχομένως, το τριπλό gatefold βινύλιο να αποτελεί υπερβολή για μία καθαρά demo μπάντα, αλλά ο Svart Recs ήταν ανέκαθεν μερακλής στις εκδόσεις του, ειδικά όταν το υλικό που κατέχει δολοφονεί μέχρι και στις πιο αμφιλεγόμενες στιγμές του. Η κυκλοφορία αυτή, για την ακρίβεια, αποτελεί ιδανική ισοστάθμιση της παλαιακής αιθητικής του ήχου με τη deluxe μόδα που επιζητούν οι μάζες. Για τους πιο γκρινιάρηδες, όμως, περιλαμβάνεται και βιβλιαράκι με υλικό της εποχής, ώστε να μη μένει κανείς γέροντας στυφά παραπονεμένος.
Ναι, σύμφωνοι, κλέβουμε ξανά σε απολογισμό, ελέω του χορταστικού Before The Downfall των grind πατεράδων Terrorizer. Και αυτό έμελλε να κυκλοφορήσει τον Δεκέμβρη του 2014 (όπως και το Asphyx δηλαδή), συνεπώς δικαιολογούμαστε. Άλλωστε δεν υπήρχε διαθέσιμο στην εγχώρια αγορά πριν από την επίσκεψη των Terrorizer L.A. στo An Club το περσινό κατακαλόκαιρο (βλέπε εδώ), όταν και το προσέφεραν στην υπερδίκαιη τιμή των 25 ευρώ, δεδομένης της οπαδικής φιλοδοξίας του εγχειρήματος. Μιλάμε για εξωτερικό sleeve με bonus fanzine-βιβλίο, επιπλέον CD και διπλό βινύλιο με υπερψαρωτική laser-etched πλευρά, όλα πλαισιωμένα από υλικό μπετόχαρτου πιο σκληρό και απ' τον Bruce Willis. Γενικά, νομίζω πως έχουμε ξεχάσει τι σημαίνει ο ορισμός «die-hard», γι' αυτό καλύτερα να τα αποκαλούμε όλα ως «deluxe». Έχουν εξαλειφθεί διακριτά, άλλωστε, οι value-for-money εξονυχιστικές περιπτώσεις.
Μερικές φορές, πάντως, αγγίζουμε το άλλο άκρο της υπερβολής. To Ego Dominus Tuus των Nightbringer αποτελεί προκλητικά το πιο δαπανηρό εγχείρημά τους, καθώς αναφερόμαστε σε τριπλό gatefold που ζυγίζει πάνω από ένα κιλό. Και το Terrorizer, βέβαια, ένα κιλό θα ζυγίζει –εδώ όμως έχουμε τρεις ξεχωριστές εκδόσεις, με τις δύο πιο ιδιαίτερες να φέρουν επιπλέον ζωγραφισμένο sleeve, βινύλια πιο βαριά και από τον Θάνατο, βιβλίο, αφίσα και μεταφορικά από Αμερική τα οποία σκοτώνουν. Οι εκδόσεις του Daemon Worship είναι εξαιρετικές, αλλά τώρα πια που το δολάριο ανέβηκε, κάνεις τον σταυρό σου με κάθε παραγγελία μη σου βγει διπλή τιμή. Κυριολεκτικά.
O Terratur Possessions είναι στενός μπατζανάκης του Daemon Worship στα ισλανδικά, συγκεκριμένα όσον αφορά την περίπτωση των Svartidauði. Το Flesh Cathedral ξανακόπηκε και εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε. Το δε The Synthesis Οf Whore Αnd Beast έγινε ακόμη πιο ανάρπαστο σε βινύλιο (γιατί το CD υπάρχει ακόμα), με τις ευρωπαϊκες κόπιες να εξαφανίζονται συστηματικά από τα περισσότερα distro. Η παράκρουση όμως στις μορφές των Misþyrming έφερε το δεύτερο press του Söngvar Elds Og Óreiðu sold-out αστραπιαία, με το τρίτο pressing να επιμελείται ξανά από την αμερικάνικη Fallen Empire Records. Κοινώς, αν υπάρχει κάτι που αναμένω σαν τρελός τώρα, είναι το project τους Naðra και το ελπιδοφόρο Allir Vegir Til Glötunar. Και αν δεν τα θυμάστε τα ονόματα, σημειώστε τα και θα με θυμηθείτε.
Η ασθένια των Djevel και Nettlecarrier κρατεί καλά. Αποτελούν τους ισχυρότερους εμπνευστές του δραματικού νορβηγικού riffing, ακολουθώντας την παράδοση των Lja εν μέσω μιας θάλασσας μέτριων εκπροσώπων. Η αλήθεια είναι πως το black metal μπολιάστηκε στην πορεία του, έστω και αν οι πρώιμοι Obtained Enslavement ήταν σημαντικοί για αρκετές μπάντες, μεταξύ των οποίων οι λιγοστοί πιστοί του ξεχώρισαν χάριν της αποδοτικής ξεροκεφαλιάς τους. Οι Nettlecarrier μας έκαναν περήφανους, κοινώς –αλλά οι Djevel άγγιξαν υπερβατικότερα standards, με τους δύο περσινούς δίσκους τους να έρχονται σε σύγκρουση και τη νίκη να απολαμβάνει το Saa Raa Og Kald. Το μόνο που μένει να διαπιστώσουμε πλέον είναι η συναυλιακή ισχύ της μπάντας -και δεν σας κρύβουμε πως εξετάζουμε διεξοδικά την επιλογή του Blastfest 2016, στο Bergen της Νορβηγίας.
Στην πραγματικότητα, τείνω να δηλώνω κατά κάθε μορφής επανηχογραφήσεων, ειδικά όταν η αισθητική αρχαίων demos αλλοιώνεται δομικά από καναπεδάτες επαναπαύσεις. Το νέο 7" των Manii, ωστόσο, (τιτλοφορούμενο ως Skuggeheimen) αποτέλεσε από τις λιγοστές εκείνες εξαιρέσεις (στα δάκτυλα του ενός χεριού) που η αναδιάρθρωση τίθεται σε ευθεία σύγκριση με τα 1990s μεγαλεία. Ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε το απλά-συμπαθητικό Kollaps, όπως και το ότι ο Tor-Helge Skei ασχολείται με ξένους ήχους τα τελευταία χρόνια, μοιάζει επόμενο πως η τωρινή περσόνα των Manii επέδρασε τρομοκρατικά, ανεβάζοντας ιλιγγιωδώς τον πήχη του επερχόμενου full-length τους.
Η θεματική εδώ απεικονίζει ξεκάθαρα συνειρμούς σε χρωματισμούς. Το χρυσό Soma των Bölzer πλαισιώνει ταιριαστά έναν από τους δημοφιλέστερους τίτλους της ιρλανδικής Invictus, το μπλέ Grimoire ντύνει ονειρικά το ρομαντικό black metal τους, τη στιγμή που το λευκό χρώμα του Psychurgy των C R O W N επενδύει με ψύχος στις αστικές, μετα-αποκαλυπτικές τους βλέψεις. Η αλήθεια βέβαια είναι πως το Psychurgy αποτελεί κοπή του 2014, αλλά μιάς και διατέθηκε εγχώρια στις συναυλίες τους με τους Agalloch, η προσθήκη του κρίθηκε κάτι περισσότερο από επιβεβλημένη.
Θα είμαι αφοπλιστικά ευθύς στα λεγόμενά μου: την ειδική, τριπλή έκδοση του The Serpent & Τhe Sphere δεν την αγόρασα για το deluxe της φάσης, μήτε για να την απολαμβάνω από βινύλιο. Είχα ήδη στην κατοχή μου τη digipack έκδοση του CD, η οποία προσωπικά μου μοιάζει πιο ταιριαστή προς απόλαυση της ιδιόμορφης αύρας των Agalloch. Πέραν του εξωπραγματικά ενδοσκοπικού τους artwork, όμως, το The Serpent & Τhe Sphere προσφέρει ένα επιπλέον 7" σε αυτή την έκδοση, με κρυφό διαμαντάκι της να αναδεικνύεται το "Sigma Serpentis". Από το να πληρώσω, λοιπόν, 32 ευρώ για να αγοράσω την ιαπωνική CD έκδοση, προτίμησα να επενδύσω σε διαφορετικό format –κάτι που ο καθένας θεωρώ πως θα έπραττε στη θέση μου. Τα υπόλοιπα βινύλια που απεικονίζονται αποτελούν την επανέκδοση του EP Of Stone, Wind, And Pillor, όπως και το EP Faustian Echoes, με το δεύτερο κατά ομολογία να μην κατηγοριοποιείται ως περσινό pressing. Χάριν της απαράμιλλης ομορφιάς τους, όμως, αλλά και του πόσο κοστίζουν σήμερα τα CD, νομίζω εύκολα επενδύει κανείς στα βινύλια ανεξαρτήτως προτίμησης.
Αντιγράφοντας από τη Wikipedia, το ύφος των Φινλανδών Mana Mana παρομοιάζεται όσο ψυχαγωγικά αντηχεί το ιδιαίτερο όνομά τους: «Their musical style could be described as a mixture of goth and death rock, punk and metal combined into heavy stoner rock and even hints of grunge». Ψαρώσατε, λοιπόν, παραδεχθείτε το. Η αλήθεια είναι πως εμπεριέχονται δόσεις υπερβολής στην περιγραφή, αλλά η ταυτότητά τους μοιάζει επαρκώς μεστή ώστε να δηλώσουμε ότι διέφεραν από το κλίμα της εποχής τους. O Antti Litmanen συνέχισε άλλωστε στους death rock ήρωες Babylon Whores, ενώ ο Jouni Mömmö αυτοκτόνησε πάσχοντας από σχιζοφρένεια (συχνά οι πιο ιδιαίτεροι/άρρωστοι άνθρωποι έγραφαν και την πιο ξεχωριστή μουσική).
Η επόμενη θεματική περιλαμβάνει μερικά ακόμα Svart βινύλια: το repress του Khold των Sólstafir (που εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού), το πολυαναμενόμενο full-length των Acid King (έπειτα από μια δεκαετία σιωπής), το αδιανόητα συγκλονιστικό Black Hole Gods των Cardinal Wyrm (τσεκάρετέ τους), όπως και το νέο –ζωντανά ηχογραφημένο– άλμπουμ των Skepticism με το ανάλογο DVD να το συνοδεύει. Το clue εδώ είναι πως ο Svart συνηθίζει ορισμένες φορές να επενδύει σε glossy εξώφυλλα, αλλά η ποιότητά τους διαφέρει από τις supermarket τακτικές της αγοράς. Το Skepticism, ειδικότερα, από κάθε του άποψη σκοτώνει, μιας και οι νέες συνθέσεις αποδεικνύονται θανατηφόρες, ως έκδοση είναι άκρως καλλωπισμένη, ενώ η απόδοση της μπάντας πένθιμη σε βαθμό που αναμένουμε το Roadburn 2016 της Ολλανδίας να κατεδαφιστεί.
Δεν θα σταθούμε εδώ στη σημαντικότητα του νέου Macabre Omen: τους ξέραμε και το περιμέναμε, μας συγκίνησε εις βάθος στις καίριες στιγμές του, αλλά η έκδοση περισσότερο θυμίζει το I, Master των The One, παρά την κοπή του προγενέστερου δίσκου. Παρότι όμως δεν είμαι ο μεγαλύτερος φίλος των μονών jackets για διπλά βινύλια, η Ván Recs το επιμελήθηκε όπως του αξίζει, ο ήχος είναι σωστός κατά τα λεγόμενα, τη στιγμή που η αναγραφή του λογότυπου λάμπει επίχρυσα πάνω στο υψηλής ποιότητας χαρτί το οποίο το πλαισιώνει.
Στα της σύγκρισης με άλλους πολυαναμενόμενους δίσκους, η Prophecy είναι φαρμακείο, όπως και η Peaceville πολλάκις. Όταν λοιπόν οι Arcturus και Dødheimsgard κυκλοφορούν τα comeback album τους στις δύο αυτές εταιρίες, διακρίνεται μια εξελίξιμη αναμονή, καθώς μένει άξιο απορίας ποιος απήλαυσε την καλύτερη επιμέλεια του υλικού του. Το A Umbra Omega είναι βέβαια άψογο στις λεπτομέρειές του, αλλά την Prophecy δεν δύνασαι να την ανταγωνιστείς: η αίσθηση της αφής είναι αρκετή για να αποδείξει πως το Arcturian χαίρει το πιο προσεγμένο jacket της αγοράς, με την αίσθηση του βινυλίου να ισοσταθμεί ό,τι πικρόχολα σχόλια δέχτηκε η παραγωγή του.
Οι Hard Action είναι τα καλύτερα πνευματικά παιδιά των Hellacopters. Των παλαιότερων Hellacopters, δηλαδή, όχι εκείνων που μάθατε απ' τα βραδινά κανάλια του MTV. Ως σχόλιο να το εκλάβετε σαν inside-joke, όντας αναφορά στο αντίστοιχο τραγούδι, αλλά είναι μια αλήθεια πως η ενέργεια που προσφέρουν είχε λείψει σε καταλήγουσες διαδρομές. Μην περιμένετε και ήχο Σουπερχάλι Στο Έπακρο, σύμφωνοι, αλλά έχουν το τσαγανό που λείπει τελευταία από τον Nicke Andersson και τις παρέες του. Καλύτερο τραγουδιστή να είχαν μόνο και θα ήταν έτοιμοι να κατακτήσουν τις αρένες της Σουηδίας.
Απλά οι περσινές βινυλιακές επανεκδόσεις των Midnight Odyssey. One-man band από Αυστραλία σε νεοτερίστικες black φόρμες. Έχει κάνει την καλύτερη διασκευή στους New Order, στο split με τους Aeon Winds. Αυτά τα ολίγα.
Με τους Ill Omen είμαι παλαβός (και με τους Temple Nightside, αλλά αυτό είναι άλλη περίπτωση). Το πρασινάκι βινύλιο είναι η φετινή επανέκδοση του Remnant Spheres Οf Spiritual Equilibrium από τη Nuclear War Now! Productions, σε έναν προφανή διαγωνισμό για το ποιος θα επινοήσει το πιο cult όνομα. Δεν έχω και τόσο πρόβλημα βέβαια που δεν θυμάμαι καλά-καλά τους τίτλους στη συγκεκριμένη φάση, αλλά το æ.thy.rift - Demo MMXV το έκοψε στις 20 κόπιες αυτή τη φορά. Για πείτε μου τώρα, πού στο καλό θα το βρούμε;
Η παρακάτω θεματική αντιστοιχεί σε κηδεία: Θεός σχωρέστους, να ζήσουμε να τους θυμόμαστε, το παξιμάδι πάει μόνο με τον καφέ, άσε το κονιάκ χάμω. Αν εξαιρέσουμε όμως τις ιδανικές περιστάσεις για τσάμπα κόλυβα, το θορυβώδες black metal των Black Cilice έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο στο υποείδος με τα απανωτά represses του, τα οποία ακολουθούν πιστά κοινή αισθητική. Το μπλε χρώμα είναι ιντριγκαδόρικο, βέβαια, αλλά για τους πιο απαιτητικούς υπάρχει η επανέκδοση του Cold Night Οf Meditation των Owls Blood και το ολοκαίνουργιο Hil Αrgi των Ostots. Ο Θάνατος μπορεί να έχει πολλές μορφές, όμως ο χρωματισμός του παραμένει ένας.
Πάμε τώρα στο βαρύ πυροβολικό. Ο Soulseller αποφάσισε να εκδόσει σε 1000 αντίτυπα (τα οποία εξαφανίστηκαν ταχύτατα) όλες τις essential κυκλοφορίες των Abigor της πρώτης περιόδου. Το Channeling Τhe Quintessence Οf Satan δεν περιλήφθηκε βέβαια, διότι το concept αφορούσε την προγενέστερη συνεισφορά του Silenius –ως έκδοση όμως παραμένει ελκυστικά απλή, όσο απαιτεί η εικαστική οπτική της μπάντας. Τα jacket είναι καλαίσθητα, το κουτί τους στιβαρό και το βιβλίο όσο περιεκτικό χρειάζεται ο μέσος φίλος της φάσης. Πιθανολογώ πως επόμενο σε σειρά είναι το Quintessence, αλλά περιμένω τόσο διάστημα για μια σωστή βινυλιακή εκδοχή, ώστε έχω αρχίσει να αμφιβάλλω αν πρόκειται ποτέ να υλοποιηθεί.
Στη συναυλιακή επικαιρότητα των ημερών μας, είναι πάσης φύσης γνωστό πως οι occult doomsters Saturnalia Temple έχτισαν το όνομά τους σε πρώτη φάση χάρη στον Ελληνοφινλανδό Konstantin Papavassiliou των death metallers Kaamos. Το ότι ο Tommy Eriksson (κιθαρίστας στο Vovin των Therion) ανέλαβε τα ηνία στη συνέχεια είναι άλλη υπόθεση, επεξηγηματική περί του διαδραστικού εμπλουτισμού του ήχου τους, μα και της κατεύθυνσης που ακολούθησαν οι Head Οf Τhe Demon. Οι Saturnalia δε, διατηρώντας δεσμούς τόσο με τη retro φάση (βλ. The Tower), όσο και με το Wizardικό κίνημα, βουτούν δίχως αύριο σε πειραματικές occult εκφάνσεις, οι οποίες παίζουν μπάλα ακόμα και σε μαυρομεταλλικά ακροατήρια. Το κοινό τους κοινώς αναδεικνύεται παράδοξα ποικιλόμορφο –αναλογικά περισσότερο, πιθανώς, από την ταυτότητα της ίδιας της μουσικής τους.
Σε δεύτερη και τελευταία φάση, κλείνουμε με τα hidden tracks, μιας και οι Harakiri For The Sky μας επισκέπτονται την αμέσως προηγούμενη μέρα. Το αν αποτελούν post-rock μπάντα με black metal λογική ή το αντίστροφο μένει να αποδειχθεί στο σανίδι –παραμένουν πάντως μερακλήδες στις εκδόσεις τους, με τεράστιες αφίσες, jackets καλαίσθητα σε αφή και επιμέλεια με στόχο την αισθητική, και όχι τις αρπακολλατζίδικες εκφάνσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ξύλινο tape-box που κυκλοφόρησαν πέρυσι, το οποίο περιέχει και τα δύο full-length, για να είμαστε εντελώς επί του θέματος...
Ευχαριστούμε την Αναστασία Παπαδάκη που βοήθησε στη συλλογή του φωτογραφικού υλικού