Η δεκαετία του 1970 μνημονεύεται μέχρι και σήμερα στην Αγγλία ως «η δεκαετία της φοροδιαφυγής από το επαχθές 83%».
Όλη η Premier League της βρετανικής ροκ σκηνής, από τους Rolling Stones μέχρι τους Queen κι από τους Pink Floyd μέχρι τους Genesis, αναγκάστηκαν να γίνουν οικονομικοί μετανάστες και να ζουν εκτός Ηνωμένου Βασιλείου, αρνούμενοι να πληρώνουν έναν δυσβάστακτο φόρο της τάξεως του 83% επί του συνόλου των κερδών τους, σύμφωνα με νόμο που επέβαλλε το βρετανικό υπουργείο Οικονομικών σε όσους ανήκαν στην πιο κερδοφόρα κατηγορία φορολογουμένων, αυτή των «top earners».
Οι περισσότεροι προτίμησαν τη Γαλλία ή την Ελβετία ενώ υπήρχαν και περιπτώσεις όπως, π.χ. ο ηθοποιός Michael Caine, ο οποίος μετανάστευσε στο Λος Αντζελες. Οι μόνοι που έμειναν στην Αγγλία να φυλάνε Θερμοπύλες ήταν τα πανκιά που ούτως ή άλλως είχαν …μηδέν εις το πηλίκο στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ξεκίνησαν το 1979 οι ηχογραφήσεις του Τhe Turn Of A Friendly Card (εις το εφεξής ΤΤΟΑFC) στο πριγκιπάτο του Μονακό, όπου είχαν καταφύγει για φορολογικούς λόγους ο Αlan Parsons και ο Eric Woolfson. Οι δύο βασικοί πυλώνες των Αlan Parsons Project περνούσαν τον χρόνο τους ηχογραφώντας ντέμο μέσα στα οικιακά τους στούντιο, ενώ το βράδυ επισκέπτονταν –σχεδόν σε καθημερινή βάση– το διάσημο καζίνο του Μόντε Κάρλο, κυρίως παρατηρώντας τους παίκτες και τις αντιδράσεις τους. Στο τσακίρ κέφι, έπαιζαν και οι ίδιοι κανά παιχνίδι μπλακ τζακ.
Κάπως έτσι, ο Eric Woolfson εμπνεύστηκε να αφιερώσει όλο το επόμενο άλμπουμ του συγκροτήματος στο concept των τυχερών παιχνιδιών και του αντίκτυπου που έχουν στην ψυχή είτε ενός κανονικού παίκτη, είτε –ακόμη χειρότερα– ενός άρρωστου τζογαδόρου.
«Ο διευθυντής του καζίνο, Pierre Cattalano, μας εξήγησε τα πάντα, για το πώς λειτουργεί ένας τέτοιος χώρος, και μας έδειξε το Μάτι στον Ουρανό, ένα παράθυρο στο ταβάνι του καζίνο που προσέχει ενδελεχώς το κάθε τραπέζι προκειμένου να διακρίνει αν κάποιος παίχτης κλέβει», γράφει στο βιβλιαράκι που συνοδεύει το CD η Hazel, η χήρα του Woolfson, ο οποίος πέθανε από καρκίνο το 2009. Ο Woolfson έφαγε μάλιστα κόλλημα με μια συγκεκριμένη φράση του Cattalano, ότι «ένα καζίνο δεν είναι… εκκλησία, καθώς όλοι οι παίκτες χρησιμοποιούν διάφορες τεχνικές απατεωνιάς, προκειμένου να ξεγελάσουν το περίφημο αυτό Μάτι στον Ουρανό».
Μετά λοιπόν από εκείνη τη συνάντηση, κατέληξε στο θέμα ενός άλμπουμ όπου τα τυχερά παιχνίδια –και, κατ’ επέκταση, ένα καζίνο– θα αντιμετωπίζονταν ως ένας «ιερός» χώρος διασκέδασης (και ανίερης χασούρας). Εξ ου και το εξώφυλλο του TTOAFC, με τη φιγούρα του Ρήγα Καρό να έχει γίνει βιτρώ, δηλαδή υαλογραφία, στο παράθυρο μιας υποτιθεμένης εκκλησίας.
Οι ηχογραφήσεις ξεκίνησαν στο παρισινό Acousti Studio στα τέλη του 1979 και ολοκληρώθηκαν στα μέσα του 1980, με το άλμπουμ (το 5ο του συγκροτήματος) να κυκλοφορεί τον Νοέμβριο του 1980, ακριβώς 35 χρόνια από σήμερα. Κατά την καθόλου ταπεινή μου άποψη, το ΤΤΟΑFC αποτελεί το δεύτερο καλύτερο πόνημα των Alan Parsons Project μετά το εξωφρενικά άψογο ντεμπούτο τους Tales Of Mystery And Imagination (1975), τα τραγούδια του οποίου βασίζονταν σε ιστορίες του Edgar Allan Poe.
Για το κυρίως άλμπουμ, είναι πολλά όσα μπορούν να ειπωθούν: η πρώτη πλευρά (αν υποθέσουμε πως κρατάμε το βινύλιο) ξεκινά με το “May Be A Price To Pay”, που, όπως κι όλα τα τραγούδια, είναι τίγκα στα χαρακτηριστικά παιανίζοντα σύνθια και στην επιτυχημένη σύμπραξη συμβατικών μουσικών οργάνων με μια πολυμελή ορχήστρα εγχόρδων –την οποία διευθύνει ο γνωστός συνεργάτης του διδύμου , Andrew Powell. Το δε μπάσο του “May Be A Price To Pay”, αν το ακούσετε προσεκτικά στην αρχή του, διαθέτει αυτή τη slap φανκίλα, την οποία συναντούμε και σε άλλα κομμάτια της εποχής, όπως λόγου χάρη στο ξεκίνημα του “Last Train To London” των Electric Light Orchestra.
Ακολουθούν τα δυο σινγκλάκια του άλμπουμ, το “Games People Play” και το “Time” (ευρύτερα γνωστό κι ως «Το “Us And Them” των φτωχών») που μαρτυράει και την προϋπηρεσία του Parsons πίσω από την κονσόλα παραγωγής του Dark Side Of The Moon, ενώ η πρώτη πλευρά του δίσκου κλείνει με το νερόβραστο (και μοναδικό ψεγάδι) “I Don’t Wanna Go Home”, το οποίο αρχίζει να μπαίνει σε Steely Dan-ικά νερά.
Καθώς λοιπόν η πρώτη πλευρά είναι γεμάτη από ΑΟR τραγούδια, προορισμένα για το αμερικανικό ραδιόφωνο, κάποιος θα μπορούσε να συμπεράνει πως αυτή η κατηγοριοποίηση των Αlan Parsons Project ως «prog-rock» μπάντα κάθε άλλο παρά ισχύει… Eκτός αν ξέρετε κι άλλα συγκροτήματα του προοδευτικού ροκ που έφτασαν μέχρι το νο. 16 και το νο. 15 του Billboard (γιατί μέχρι εκεί σκαρφάλωσαν τα “Games People Play” και το “Time”, αντίστοιχα). Με το TTOAFC αρχίζει λοιπόν η οριστική μετάλλαξή τους σε radio-friendly συγκρότημα, που όμως δεν ξεχνά το παρελθόν του –όπως φαίνεται περίτρανα στη δεύτερη πλευρά.
Αν σε κάτι ξεχώριζαν οι Αlan Parsons Project σε σχέση με τους προγκροκάδες ομοίους τους, ήταν η ικανότητα να φτιάχνουν εντυπωσιακά instrumental κομμάτια, με μουσικές αρετές τις οποίες θα ζήλευαν τα πρωτοκλασάτα σινγκλάκια τους. Ένα από αυτά είναι και το “The Gold Bug” (ακόμη ένας τίτλος από διήγημα του Edgar Allan Poe), το οποίο ανοίγει τη δεύτερη πλευρά του δίσκου, αποδεικνύοντας την αγαστή συνεργασία ανάμεσα στους «ρυθμοκλάστες» David Paton στο μπάσο και Stuart Elliot στα τύμπανα.
Κι επειδή ο Parsons έκανε το «αγροτικό» του ως 20χρονος μηχανικός ήχου στο Abbey Road των Beatles, μάλλον του έμεινε απωθημένο κι είπε να κάνει το δικό του Abbey Road στην υπόλοιπη δεύτερη πλευρά, που μετά το “The Gold Bug” ακούγεται απνευστί, καθώς θεωρείται ένα τραγούδι με πέντε υπο-κομμάτια. Η 16λεπτη σουίτα “The Turn Of A Friendly Card” είναι λοιπόν το μουσικό επίκεντρο του άλμπουμ, ακριβώς όπως και το medley της δεύτερης πλευράς του Abbey Road. Και η δεύτερη αυτή πλευρά είναι που αποδεικνύει πως, σε αντίθεση με άλλους συγχρόνους τους, οι Αlan Parsons Project μπορούν να πουλάνε το prog rock με τους δικούς τους όρους και (κυρίως) χωρίς να ξεπουλιούνται οι ίδιοι.
{youtube}pgY7qYaoMWQ{/youtube}
Το εισαγωγικό “The Turn Of A Friendly Card (Part One)” φέρει τα μουσικά διαπιστευτήρια μιας prog rock μπάντας με ποπ αισθητική, ισορροπώντας άψογα ανάμεσα στο συμφωνικό ροκ και την soft pop των Chicago. To “Snake Eyes” («μάτια του φιδιού» ονομάζονται στο μπαρμπούτι οι δύο άσσοι που όταν τους φέρεις, χάνεις, άρα… είσαι γκαντέμης) πασχίζει να ακουστεί μοχθηρό, αλλά η πλούσια ενορχήστρωση δεν αφήνει τα αγκάθια να ξεπροβάλλουν, δίνοντάς του μια funk-pop χροιά, η οποία μελλοντικά θα γινόταν εμφανής σε κομμάτια μεταγενέστερων συγκροτημάτων όπως οι Muse και οι Μars Volta. Στο δε “The Ace Of Swords” το τσέμπαλο δίνει μια μεσαιωνική σπρωξιά, κάνοντας το τραγούδι να ακούγεται σαν ο Geoffrey Chaucer να περνούσε τις ώρες του παίζοντας texas holdem εις το διηνεκές.
Το “Nothing Left To Lose” αρχίζει και τελειώνει παραφράζοντας αυτό που είχε πει ο David Bowie, ότι δηλαδή «I don't know where I'm going from here, but I promise it won't be boring», ενώ το “The Turn Of A Friendly Card (Part Two)” κλείνει την αυλαία. Φυσικά, το «τυράκι» της εν λόγω επετειακής, διπλής κυκλοφορίας περιλαμβάνει 16 ακυκλοφόρητες demo ηχογραφήσεις καθώς και 8 επιπλέον κομμάτια από τα Ημερολόγια Ηχογραφήσεων του Woolfson.
Για παράδειγμα, το “Nothing Left To Lose” (Basic Backing Track), όπως παίζεται στο Oberheim συνθεσάιζερ, ακούγεται ακριβώς όπως …το “Babe” των Styx. Στο “Nothing Left To Lose” (Chris Rainbow Vocal Overdub Compilation) ακούς όλους εκείνους τους λαρυγγισμούς και τις φωνητικές αρμονίες που δίδαξε ο παραγωγός ήχου Roy Thomas Baker στα συγκροτήματα της μετα-Queen εποχής. Το “Time” (Early Studio Attempt), σε μια πρώτη του στουντιακή εκδοχή με συνοδεία ντραμς, είναι πιο ρυθμικό αλλά λιγότερο ατμοσφαιρικό, ενώ το “Games People Play” (Rough Mix) δεν έχει καμία διαφορά με το τραγούδι που γνωρίζουμε, εκτός από τα disco-funk, α-λα-Loleatta Holloway δεύτερα φωνητικά, τα οποία κόπηκαν στην τελική μείξη. Επίσης, το “The Gold Bug” (Demo) είναι ένα «γυμνό» κομμάτι, καθώς το σαξόφωνο ντύνει σαν μετάξι το ριφάκι του συνθεσάιζερ.
Και μετά ακολουθούν τα Ημερολόγια Ηχογραφήσεων του Woolfson:
«Το φθινόπωρο του 2014, εγώ και η αδελφή μου η Λόρνα, ερευνούσαμε το αρχείο του πατέρα μας, όπου κι ανακαλύψαμε κασέτες με πάνω από 100 ώρες υλικού από τις ηχογραφήσεις του ΤΤΟΑFC. Μιλάμε για προσωπικές στιγμές έμπνευσης και δημιουργικότητας που αιχμαλωτίστηκαν σε κασέτες για πάντα. Κι επειδή ο πατέρας μας ούτε ήξερε να διαβάζει, αλλά ούτε και να γράφει μουσική σε παρτιτούρα, είναι ενδιαφέρον να ακούει κανείς τον τρόπο με τον οποίον αναπτυσσόταν ένα τραγούδι εν τη γενέσει και τη δημιουργία του. Τα Ημερολόγια αυτά αποτελούν μια κρυφή ματιά σε μια διαδικασία που ο ακροατής παρατηρεί τη σύνθεση των τραγουδιών αυτών βήμα προς βήμα, με τις ιδέες να γεννιούνται στο κεφάλι του εκείνη ακριβώς τη στιγμή», γράφει η Sally Woolfson. Και δεν έχει στάλα άδικο για το περιεχόμενο του CD 2.
Έτσι, γινόμαστε αυτήκοοι μάρτυρες μερικών εξαιρετικά σπάνιων στιγμών της μπάντας, όπως στο “May Be A Price to Pay”, το οποίο παίζεται από τον Woolfson μια οκτάβα κάτω από την τελική μείξη, σχεδόν… παράφωνο, ενώ ο συνιδρυτής των Αlan Parsons Project δεν έχει βρει καν τους στίχους του τραγουδιού, παρά μόνο το πρώτο κουπλέ. Επίσης, ακούμε μια πρωτόλεια έκδοση του “Games People Play”: όπως το παίζει στο πιάνο, δεν μου βγάζεις από το μυαλό πως το ξεπατίκωσε από το "Because The Night"… Ή το “Time”, που το τραγουδάει με τόσο κέφι, ώστε νομίζεις ότι το παίζει στην επιμνημόσυνη δέηση κάποιου κοντινού συγγενούς του.
Το δε “The Turn Of A Friendly Card” βρίσκεται εμφανώς σε ένα τόσο αρχικό στάδιο «γέννησης», ώστε ο Woolfson ακόμη ψάχνει τις επόμενες συγχορδίες που θα τον οδηγήσουν από το κουπλέ στο ρεφρέν. Όσο για τον ήχο του πιάνου σε ένα ντέμο του “Nothing Left to Lose”, αν δεν μου έλεγαν πως είναι outtake του ΤΤΟΑFC, θα πίστευα πως παίζει πιάνο ο The Boy. Τέλος, τα extra bonus tracks του δεύτερου CD περιλαμβάνουν τα “May Be A Price to Pay” (Early Version – Eric Guide Vocal & Unused Guitar Solo), με ένα όντως άχρηστο σόλο κιθάρας που δεν προσθέτει τίποτα απολύτως στο τραγούδι και καλά έκανε και κόπηκε στην τελική μείξη.
Στο “Games People Play” (Early version – Eric Guide Vocal) η φωνή του Woolfson δεν έχει καμιά σχέση με τη γεμάτη υπονοούμενα φωνή του Lenny Zakatek –και τελικά ορθά επιλέχτηκε ο τελευταίος. Επίσης ακούμε ένα ντεμο του “Time” (Orchestra & Chris Rainbow Backing Vocals) με ορχήστρα, που εδώ δεν ταιριάζει καθόλου, παρά μόνο αν το τραγούδι χρησίμευε σε κάποιο κινηματογραφικό soundtrack. Το δε “The Gold Bug” (Early Reference Version) γίνεται μια ωραία εισαγωγή με τον μετρονόμο του συνθεσάιζερ να κρατεί το ίσο, λίγο πριν μπει το «γεμάτο» μπάσο και τα ντραμς. Ωστόσο, αντί για σαξόφωνο, εδώ υπερισχύουν τα διάφορα ηχητικά εφέ από ήχους (αέρας κτλ.), κουσούρι κι αυτό από την εποχή των Pink Floyd. Στο “The Turn Οf Α Friendly Card Part 1” (Early Backing Track) ακούγεται απλώς η βασική μελωδία στο πιάνο, δίχως φωνητικά, όπου και αποκαλύπτεται η ομορφιά της σε όλα τα «γυρίσματα» της rhythm section.
Σε μια αρχική εκδοχή του “Snake Eyes “(Early Version – Eric Guide Vocal) δεν ξέρω αν ο Woolfson έδινε το 100%, αλλά η φωνή του δεν ταιριάζει σε πολλά από τα τραγούδια όπου τη δοκιμάζει –μία ακόμη απόδειξη πως ίσως ήταν πολύ καλύτερος συνθέτης από ερμηνευτής. Στο “The Ace Οf Swords” (Early Version with Synth “Orchestration”) το τσέμπαλο και το συνθεσάιζερ κουβαλούν εξίσου το βάρος της επιβλητικής μελωδίας, ενώ το “The Ace Of Swords” (Early Version with Piano on Melody) ακούγεται χωρίς τσέμπαλο, μόνο με συνοδεία πιάνου. Τέλος, στο “The Turn Οf Α Friendly Card Part 2” (Eric Guide Vocal and Extended Guitar Solo) έχουμε ακόμη ένα αχρείαστο σόλο κιθάρας, από εκείνα που ένας έξυπνος μουσικός ξέρει πότε να αφαιρέσει και πότε να αφήσει στην τελική μείξη. Κι εδώ ευτυχώς πρυτάνευσε η πρώτη επιλογή…
{youtube}SLi7Ljcy6n8{/youtube}