Οι Tame Impala συχνά χαρακτηρίζονται ως «αναβιωτές» του είδους τους. Η αφύσικη ομοιότητα της φωνής του Kevin Parker με αυτή του John Lennon, η παράδοση των γραμμών, αλλά και οι συνθέσεις του, προσδίδουν βάσιμο έδαφος για μια τέτοια σύγκριση. Ωστόσο, εκείνο που τους κάνει να ξεχωρίζουν από τους πολλούς μιμητές τους είναι το γεγονός ότι δεν αναμασάνε μια μουσική χιλιοπαιγμένη και τετριμένα στατική, σαν σε μουσείο κέρινων ομοιωμάτων. Ο Parker δένει ευρηματικά μια ευρεία γκάμα ήχων συνδυάζοντας διαφορετικές δεκαετίες και είδη με το δικό του γράψιμο και την ξεχωριστή του παραγωγή. Η όλη δημιουργική διαδικασία γεννά έτσι ένα άρτιο ακουστικό και αισθητικό αποτέλεσμα, αναδεικνύοντας την πολύχρωμη, λυρική προσωπικότητά του.
Οι Tame Impala δεν αποτελούν λοιπόν μια ωχρή αντιγραφή των Beatles, αλλά τους συνεχιστές μιας διαφορετικής κληρονομιάς, η οποία ξεκίνησε από έναν άλλο σπουδαίο οραματιστή των 1960s: τον Brian Wilson. Οι δύο δημιουργοί μοιράζονται την ικανότητα να κάνουν τον ακροατή να σχετίζεται με την ψυχεδελική μουσική. Γιατί μία εμβριθής ψυχεδελική εμπειρία δεν είναι το να βλέπεις τοίχους να λιώνουν και ροζ ελέφαντες να χορεύουν. Είναι αντιθέτως η συνειδητή, αναπόφευκτη αίσθηση του ατόμου μέσα στο σύμπαν. Κι αυτό ακριβώς πετυχαίνει ο Parker, μέσω του ιδιαίτερα ξεχωριστού τρόπου που έχει να βάζει τον ακροατή μέσα στο κεφάλι του, όπου κι αν τον πηγαίνει η μουσική.
Ασχέτως από το πώς έφτασαν στο συγκεκριμένο σημείο, Wilson και Parker γράφουν για την ίδια εμπειρία: τη μοναχικότητα. Η εικόνα που σχηματίζεται στο μυαλό κάποιου που ακούει τη μουσική τους, είναι εκείνη ενός ανθρώπου μόνου, στη μέση ένος καθεδρικού ναού μελωδιών. Κάτι απόλυτα δικαιολογημένο τόσο από την έμμονη φύση της εμπλοκής τους με τον ήχο, όσο και από τον τρόπο με τον οποίον απομονώνονται από τον υπόλοιπο κόσμο, ώστε να μπορέσουν να δημιουργήσουν ελεύθεροι από κάθε περισπασμό. Όπως και ο Wilson –ιδιαιτέρως στην Pet Sounds εποχή– ο Parker γράφει τα τραγούδια και κάνει όλη την παραγωγή και μίξη μόνος (για να μην αναφέρουμε ότι ηχογραφεί και όλα τα όργανα). Γι' αυτόν, η θέληση να φτάσει σώμα και πνεύμα στα όριά τους αποτελεί βασικό όρο της εξίσωσης για τη δημιουργία πραγματικής τέχνης. Γίνεται δε φανερό ότι έχει φτάσει στο σημείο όπου δεν μπορεί να παραμένει εγκλωβισμένος στα όρια της «ροκ μπάντας». Έτσι, ξεκίνησε να πειραματίζεται με καινούριους ήχους και κατάφερε να δημιουργήσει κάτι φρέσκο, μέσα από το συνονθύλευμα παλιών και νέων στοιχείων.
Καθώς ακούει κανείς το τελευταίο άλμπουμ των Tame Impala, Currents, φαντάζεται τη φιγούρα του Parker χωμένη μέσα σε ένα στούντιο, να κοπιάζει για την κάθε λεπτομέρεια, μέχρι που το στούντιο γίνεται από μόνο του ένα νέο όργανο προς χειραγώγηση. Υπάρχει μία πραγματική αίσθηση εξερεύνησης και ανακάλυψης κι ένα αληθινό συναίσθημα, που κάνει το Currents έναν θρίαμβο. Παρά μάλιστα το πλήθος ήχων, τα τραγούδια είναι τόσο συνεκτικά, ώστε δεν θα μπορούσες να φανταστείς ότι δημιουργήθηκαν από έναν μονάχα άνθρωπο. Όπως και το Pet Sounds στα 1960s, το άλμπουμ σηματοδοτεί τη γοητευτική ένταση μεταξύ ενός τολμηρού βήματος στο κέντρο της παγκόσμιας προσοχής και της ανασφάλειας που συχνά διακρίνει μια καλλιτεχνική διαδικασία. Εξάλλου, είναι προφανές ότι ο Parker (όπως και ο Wilson, τότε) επικεντρώνεται περισσότερο στο να εκφράσει το όραμα που κατοικεί στο πίσω μέρος του μυαλού του, παρά αφήνεται στη δόξα που του αποφέρουν οι καρποί των κόπων του.
Η σύγκριση φαντάζει βέβαια εν μέρει άδικη: ο όγκος της δουλειάς του Kevin Parker δεν μπορεί ακόμα να συγκριθεί με εκείνον του Brian Wilson· θα πρέπει να περάσει καιρός για να αποδείξει την αξία του στο παγκόσμιο στερέωμα. Παραμένει όμως μια συγγενής ιδιοφυία, ικανή να αφήσει το στίγμα της στην ποπ κουλτούρα, ξεπερνώντας τα όρια του συνηθισμένου. Σε ανθρώπους σαν κι αυτούς «παραδίνεσαι» προκειμένου να σε ταξιδέψουν και παράλληλα να σε εγκλωβίσουν μέσα στη μουσική τους, μακριά από κάθε νωθρή πραγματικότητα. Τέτοιοι καλλιτέχνες αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίον βλέπεις τον κόσμο μέσα σε ένα τρίλεπτο (ή οκτάλεπτο...) ποπ τραγούδι.
{youtube}nfmJilbZCas{/youtube}