Στην όγδοη δεκαετία της ζωής του και στην έκτη της καριέρας του, ο Βοb Dylan δίνει κατά μέσο όρο 90 συναυλίες τον χρόνο. Μια μεγάλη όμως μερίδα του κοινού φεύγει από τις συναυλίες αυτές δυσαρεστημένη. Δεν είναι αντιφατικό;
Εντάξει, ο Dylan είναι ο Dylan: ο επιδραστικότερος τραγουδοποιός του 20ου αιώνα, ο πρώτος και κύριος ποιητής του ροκ εν ρολ, αυτός που το πότισε με συνείδηση όταν ακόμα πολλοί το θεωρούσαν χορευτική μόδα, εκείνος που το απεκδύθηκε πριν ξεχειλώσει στο Woodstock, στα λουλούδια και στα παραισθησιογόνα. Για κάθε δυσαρεστημένο ακροατή, υπάρχουν δύο άλλοι που θέλουν να τον δουν και να τον ακούσουν όπως και να 'χει, για πρώτη ή για εικοστή πρώτη φορά, χειροκροτώντας κάθε που ολοκληρώνει ένα κουπλέ. Τι δυσαρεστεί λοιπόν το κοινό που πληρώνει για να τον δει; Τι ήταν αυτό, για παράδειγμα, που άφησε έναν καλλιεργημένο μουσικόφιλο –και γνήσιο φαν του παλιού Dylan– απογοητευμένο από την τελευταία του αθηναϊκή συναυλία, το 2010 στο Terra Vibe, τη στιγμή που άλλοι τη βίωσαν ως μία από τις καλύτερες της ζωής τους;
Κάποιοι αγνοούν ακόμα και τα βασικά. Το να θέλεις να ακούσεις το “Like A Rolling Stone” περίπου όπως στον δίσκο δεν είναι κανένα έγκλημα, μόνο που ο Dylan έχει πάψει να κάνει κάτι τέτοιο εδώ και 50 χρόνια. Έχει επίσης πάψει να πιάνει τις «σωστές» νότες. Το γεγονός επομένως ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι οι οποίοι πάνε να τον ακούσουν έχοντας τέτοιες προσδοκίες, είναι απλά αστείο. Η Joan Baez έχει πει πως μέχρι και σήμερα, όταν τη φωνάζουν να τραγουδήσει σε κάποιο συλλαλητήριο διαμαρτυρίας, τη ρωτούν αν θα έρθει μαζί της και ο Dylan: «Σταμάτησε να έρχεται εκεί γύρω στο '64», τους απαντάει…
Ιδίως στην Ελλάδα, για να ανοίξουμε μια παρένθεση, το όνομα Dylan συνοδευόταν πάντα από παρανοήσεις. Όπως αναφέρει ο Φώντας Τρούσας στο παλιομοδίτικα κατατοπιστικό άρθρο του στη Lifo, τη δεκαετία του 1960 τα ελληνικά έντυπα τον ονόμαζαν «Ντάυλαν». Αυτό που δεν αναφέρει είναι ότι το άλμπουμ BringingItAllBackHome κυκλοφόρησε για κάποιον λόγο στη χώρα μας με τον τίτλο SubterraneanHomesickBlues, ακόμα κι όταν τυπώθηκε σε CD! Tέλος, αρκετοί σήμερα έχουν την εντύπωση πως ο Dylan έχει πεθάνει (παρ’ ότι δεν σταμάτησε ποτέ να δίνει συναυλίες και να βγάζει δημοφιλείς δίσκους), οι περισσότεροι ξέρουν το “Knockin’ On Heaven’s Door” ως τραγούδι των Guns ‘Ν’ Roses, ενώ δεν είναι λίγοι και όσοι τον λογαριάζουν ως τροβαδούρο της Αριστεράς και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων –κάτι που ίσχυε ως έναν βαθμό μονάχα για δυο/τρία χρόνια. H δε απόσυρση των περισσότερων τραγουδιών του από το YouTube λειτουργεί συνωμοτικά στη διαιώνιση τέτοιων (και άλλων) παρεξηγήσεων· σαν καλοσχεδιασμένο αστείο…
Ο Dylan, λοιπόν, για να επιστρέψουμε στα λάιβ και στο σήμερα, δεν παίζει ποτέ τα τραγούδια του όπως στους δίσκους. Ειδικότερα ο Dylan του 21ου αιώνα –με την ξυσμένη σε γυαλόχαρτο φωνή– αλλάζει εντελώς τις φωνητικές μελωδίες των τραγουδιών (ίσως και από ανάγκη), ενίοτε και τους στίχους (άκου παρακάτω το “Tangled Up In Blue”), δεν ευχαριστεί το κοινό, δεν λέει πόσο χαρούμενος είναι που παίζει απόψε στην τάδε πόλη, δείχνει να μην ενδιαφέρεται αν θα περάσεις καλά ή όχι. Οι μουσικοί του συνεννοούνται με τα μάτια, δεν του μιλάνε καν, πιθανόν να του πούνε πως έχει ξεχάσει ανοιχτό το φερμουάρ του αλλά μέχρι εκεί. Η συμπεριφορά του μάλιστα στο επί σκηνής αποτέλεσμα, πατώντας σε μια απίστευτη μπάντα που μόνο αν την ακούσεις ζωντανά εκτιμάς την αξία της, είναι η συμπεριφορά ενός σαμποτέρ: σε κάθε εκτέλεση σου δίνει την εντύπωση πως, ανά πάσα στιγμή, το τραγούδι μπορεί να του φύγει· σαν ένα χαρτί που είναι διαρκώς στα όρια του να το πάρει ο αέρας.
Όμως το χαρτί μένει στη θέση του. Η χαλαρότητα κι ο αυτοσχεδιασμός σώζονται από μια φοβερή αυτοσυγκέντρωση. Γιατί ο Dylan ήταν –και παραμένει– ένας τρομερά αυτοσυγκεντρωμένος περφόρμερ. Παίζει μουσική σα να τη γράφει εκείνη την ώρα (βασικά τις περισσότερες φορές κάνει ακριβώς αυτό!). Κι εδώ ίσως φωτίζεται ο λόγος που επί σκηνής μοιάζει να βρίσκεται σε διαρκή νιρβάνα, με κινήσεις πιωμένου, με αψυχολόγητες εκφράσεις και με γενικώς ύποπτη στάση, η οποία σε κάνει να υποθέτεις ότι μπορεί να έχει ανταλλάξει με τα ουράνια δυο κουβέντες παραπάνω... Αλλά τι να τα κάνω όλ’ αυτά, θα μου πεις, όταν αυτός που βλέπω κι ακούω μοιάζει περισσότερο με τον ημίτρελο παππού του καλλιτέχνη που αγάπησα;
Δεν είναι καθόλου έτσι. Στον Dylan, αυτό που παίρνεις σαν αντίβαρο στις ρημαγμένες φωνητικές χορδές, τα αγνώριστα τραγούδια και το παρεξηγήσιμο «δεν με νοιάζει τι περιμένεις από 'μένα», είναι ένα λάιβ με ψυχή. Παρακολουθώντας τα σόου του McCartney, των Stones, των Who και άλλων θρύλων του ’60, αισθάνεσαι πως τρως ένα νόστιμο φαγητό βγαλμένο απ' το ψυγείο. Ο Dylan αντίθετα, στα 73 του, είναι δοσμένος στο εδώ και τώρα. Μπορεί να το διαλύσει το τραγούδι, μα μπορεί και να του δώσει μια νέα διάσταση. Γεμίζει τη setlist του με πρόσφατα κομμάτια αφήνοντας απ’ έξω δεκάδες αριστουργήματα, γιατί οι συναυλίες του είναι υπόθεση τρέχουσα και καθόλου νοσταλγική. O τρόπος δε με τον οποίον πολλές φορές καταστρέφει τα classics του, έχει ενδιαφέρον. Ανεξαρτήτως όμως αποτελέσματος, η άρνησή του και μόνο να βάλει σε safe mode έναν τόσο σπουδαίο κατάλογο, είναι η πρώτη από τις δύο βασικές γοητείες της περφόρμανς του.
Η δεύτερη είναι οι αντιφάσεις που αναδύει ως σκηνική παρουσία. Το γεγονός δηλαδή ότι φαίνεται περήφανος και ταπεινός μαζί. Ντυμένος επίσημα, αλλά και κιτς. Αδιάφορος και καιόμενος. Συγκεντρωμένος σαν συγγραφέας εν ώρα εργασίας και ασταθής σαν επιβάτης λεωφορείου. Σοβαρός και αστείος. Είναι ένας τραγουδιστής που δεν μπορεί να τραγουδήσει, είναι ένας ανεπαρκής μουσικός, ένας στιχουργός που εδώ και χρόνια τείνει να λέει τα εντελώς απλά και είναι, επίσης, ο σημαντικότερος σόλο τραγουδοποιός της Δύσης –λίγο απατεώνας θεατρίνος της πλατείας του χωριού και λίγο Θεός. Δεν αξίζει λοιπόν να τον δεις λάιβ;
{youtube}1fCilg3lSzA {/youtube}