Όταν ο Τζακ δεν μεγαλουργούσε με τους White Stripes, χαλάρωνε με τους Raconteurs· όταν τελείωνε η χαλάρωση, έκανε την πλάκα του με τους Dead Weather· όταν κουραζόταν με την πλάκα έκανε παραγωγές για καλλιτέχνες που αγαπούσε· όταν μπούχτιζε με τις παραγωγές, έψαχνε παλιές ηχογραφήσεις και, όταν τις έβρισκε, κατασκεύαζε κιθάρες για να τις παίξει σε αυτές. Αδρανής πάντως δεν έμεινε ποτέ.
Τα τελευταία χρόνια ο Τζακ βρίσκεται εσώκλειστος στο προσωπικό φρούριο που έχτισε στο νότιο Νάσβιλ. Την πόλη για την οποία μίλησε ο κοντινός φίλος του τα τελευταία του χρόνια, o σκηνοθέτης Ρόμπερτ Άλτμαν, σε εκείνη την αριστουργηματική ταινία. Μιλάμε για τις εγκαταστάσεις της Third Man Records: δισκάδικο βινυλίων, δισκογραφική εταιρεία, εκθεσιακός χώρος ζωγραφικής, στούντιο ηχογραφήσεων και χώρος μικρών συναυλιών (μεταξύ άλλων). Το πολυσχιδές μυαλό του Τζακ Γουάιτ έχει το δικό του σπίτι, στο οποίο φαντάζει σαν τον μίστερ Σποκ στο δικό του «αναλογικό» Εντερπράιζ ή σαν εκκολαπτόμενος Χάουαρντ Χιουζ που χτίζει τη δική του φυλακή από τον έξω κόσμο. Ένας χώρος με την κοινόβια δυναμική του Factory, ένα ασφαλές και σκοτεινό αρχηγείο σαν τη Σπηλιά του Μπάτμαν.
Στους έξω ο Τζακ μοιάζει να ζει σε ένα προσωπικό Chocolate Factory, με τους πιστούς Ούμπα Λούμπα να παράγουν ολημερίς για λογαριασμό του επτάιντσα και συλλεκτικά box sets από ξεχασμένες στον χρόνο μπλουζ ηχογραφήσεις. Ή στο παλλόμενο από δονήσεις σπίτι του πολίτη Κέιν, στοιχειωμένος από σκονισμένα κειμήλια του ροκ εν ρολ παρελθόντος. Ακόμα και ο ίδιος δεν θα έχει απάντηση για τα αντικρουόμενα μηνύματά του. Ούτε καν θα έχει επίγνωση αν το στυλ ντυσίματός του παραπέμπει σε ροκ δανδή ή σε νεκροθάφτη. Τα καλύτερα θρίλερ γυρίστηκαν άλλωστε σε λούνα παρκ. Όλα έτσι εξαρτώνται από ποια πλευρά βλέπεις την –ομολογούμενως– συναρπαστική περσόνα του και με ποιες αναφορές (ποπ πολύχρωμες ή σκοτεινές και γκροτέσκο) τον ταυτίζεις.
Περί «αναφορών» ο λόγος λοιπόν, καθώς αυτή είναι η σημαντικότερη λεπτομέρεια που έκανε τον πρώην κουβαλητή επίπλων, νυν εφευρέτη αυτοσχέδιων οργάνων, ρεβιζιονιστή βιρτουόζο, ασυμμάζευτο μπλουζίστα και σαμποτέρ της ψηφιακής κουλτούρας να αναδειχθεί ομόφωνα στη σημαντικότερη μουσική προσωπικότητα της περασμένης δεκαετίας. Οι αναφορές σαν στάση ζωής, οι επιρροές σαν γαλόνι στο πέτο και το κάλεσμα του μαρτυρικού κουβαλήματος της παράδοσης. Αυτές τρέφουν, ταυτόχρονα, και την πολεμική που του ασκείται από τους σκεπτικιστές και τους καθαρολόγους του μουσικού τύπου. Μια πολεμική η οποία τρώγεται με τα ρούχα της μετά από κάθε απρόβλεπτο βήμα του Τζακ, από τη στιγμή που έβγαλε τα λευκά και τα κόκκινα ρούχα διαλύοντας το ντουέτο των White Stripes (2011), με το οποίο αναβίωνε σε απογυμνωμένες ηχογραφήσεις και με πανκ διάκοσμο τα μπλουζ του δέλτα του Μισισιπή. Στο WhiteBloodCells (2001) υπάρχει ένα κομμάτι, το “This Protector”, που μιλάει για τη διάσωση της παράδοσης μπροστά στην επέλαση της τεχνολογίας από έναν Νώε του αναλογικού τρόπου ζωής, ο οποίος ζει με τις εμμονές του στις κατακόμβες και έχει να αντιμετωπίσει τις «ψηφιακές ορδές» που έρχονται από παντού. Ή μήπως όλα είναι στο μυαλό του;
Μια τέτοια κιβωτός είναι και η Third Man Records, ένα ασφαλές θερμοκήπιο για τους ρακοσυλλέκτες της βουνίσιας αμερικάνικης παράδοσης. Υπάρχουν και άλλα αντίστοιχα αξιοπερίεργα άτομα, σε πολλές μορφές τέχνης, που πρέπει να διατηρηθούν σαν πολύτιμες σπανιότητες. Για παράδειγμα, στις αρχές τις δεκαετίας του 1990 ο Κουέντιν Ταραντίνο έσκασε σαν ανθρώπινη χειροβομβίδα στην αμερικάνικη κινηματογραφία, με ταινίες οι οποίες έβριθαν αναφορών στο obscure παρελθόν: στις b-movies των drive in, στα φτηνά νουάρ, στα σπαγγέτι γουέστερν, στη γκανγκστερική pulp φαντασία με πιστολίδι, στις ταινίες καράτε, στα αιματοβαμμένα σπλάτερ και στα φιλμ με μηχανόβιους και γκόμενες. Οι ταινίες του αποτελούσαν προσχέδιο για κάθε νεαρό διψασμένο σινεφίλ να ακολουθήσει τον χάρτη αναφορών, ανακαλύπτοντας τον Κιούμπρικ, τον Λεόνε μέχρι χαμένα διαμάντια από την άγραφη ιστορία του παραδοσιακού αμερικάνικου σινεμά. Ο ίδιος μάλιστα παραμένει λάτρης του σελιλόιντ, αρνούμενος πεισματικά να κινηματογραφήσει ψηφιακά (πόσο μάλλον σε 3D) και αναβιώνοντας σταρ τους οποίους λατρεύει από το blaxploitation παρελθόν και τη γουέστερν παράδοση.
Όπως ο Κουέντιν αναβιώνει τις στιλιστικές του επιρροές από τον σκουπιδοτενεκέ της ποπ κινηματογραφικής παράδοσης χρησιμοποιώντας ένα δικό του σύστημα αξιών –όπου η Παμ Γκριρ είναι ισάξια της Μέριλ Στριπ και ο Ντέιβιντ Κάρανταιν ισάξιος του Μάρλον Μπράντο– έτσι και ο Τζακ Γουάιτ είναι ένας γκουρού για τους ρακοσυλλέκτες της ροκ κουλτούρας. Αυτούς που μυρίζουν τα εξώφυλλα των βινυλίων, αναγάγουν σε ιερό δισκοπότηρο μια χαμένη ηχογράφηση του Robert Johnson και κάνουν συναυλίες με τη Wanda Jackson, την ιέρεια του ροκαμπίλι του '50.
Ακούγοντας το φρέσκο δεύτερο σόλο άλμπουμ του Τζακ Γουάιτ, το Lazaretto, ο καθένας μπορεί να βάλει μπροστά τη δική του μηχανή αποκρυπτογράφησης και να πάει όσο πίσω αντέξει, με πυξίδα τις καλοχωνεμένες αναφορές του. Στο χειροποίητο πρώιμο μπλουζ της βαμβακοφυτείας, στο βαθύ ροκ εν ρολ ενός ξεσαλωμένου μαύρου ιερέα που έπιασε την κιθάρα, στο bluegrass, στη folk της Λουιζιάνα και στην country των Μεσοδυτικών πολιτειών. Το στοιχειωμένο φάντασμα του Eddie James "Son" House και η ακατέργαστη μετωπική επίθεση των Flat Duo Jets είναι ακόμα εκεί, τόσα χρόνια μετά τη διάλυση/χωρισμό με τη σύζυγο/συνεργάτη Meg που κινούσε τα ηνία.
Ο τρόπος με τον οποίον οι Flat Duo Jets ξερίζωναν τις ποδοπατημένες ρίζες του πρώιμου ροκ εν ρολ και τις έφτυναν στα μούτρα του κοινού, χωρίς καμία ευγένεια και συμβιβασμό, ακόμα στοιχειώνει τον Τζακ. Όπως και το προπολεμικό folk blues των Mississippi Sheiks και το ανορθόδοξο ροκαμπίλι παίξιμο της κιθάρας του John Michael Dexter Romweber. Η country ευαισθησία της Loretta Lynn ευτυχώς παραμένει κινητήριος δύναμη πίσω από τραγούδια όπως το "Entitlement". Το αμαρτωλό gospel blues του Charley Patton δίνει τη βάση του "Three Women", το hillbilly rock της Wanda Jackson πλανάται στο "Temporary Ground". Το ταξιδιάρικο psychobilly των Gun Club, η σκονισμένη americana του Dylan, η ασυμμάζευτη ωμή δύναμη των Stooges, το ψυχεδελικό garage των Monks στο "Would You Fight For My Love", και φυσικά τα ριφ του πνευματικού πατέρα Jimmy Page στην εξαπόλυση «κιθαρόκαυλας» στο ηχηρό ξεχαρμάνιασμα του "High Ball Stepper".
Ο Τζακ Γουάιτ δεν είναι ανθρώπινο τζουκ-μποξ. Έχει το δικό του σύμπαν (εκεί μέσα μόνο ξέρει να ζει) και αφήνει το δικό του αποτύπωμα, όπως ο ευρηματικός ξυλουργός όταν κατασκευάζει ένα χειροποίητο έπιπλο. Ακoλουθώντας τα βήματα του ήρωά του Bob Dylan, δεν ένιωσε ποτέ προϊόν της εποχής και του χρόνου του. Δεν στάθηκε στα trends του παρόντος και ανέτρεξε στην προφορική παράδοση του ροκ. Αναζήτησε τον Blind Willie McTell και τον Woody Guthrie και μετά πήγε ακόμα πιο πίσω. Δεν τον συγκίνησαν οι εξελικτικές δυνατότητες του μέσου, αλλά η κρυμμένη αρχή των πάντων: η πρώτη χαμένη ηχογράφηση σε γραμμόφωνο του Ντιτρόιτ, ο πρώτος μπλουζίστας που τόλμησε να φωνάξει με οδύνη, το πρώτο σπάσιμο χορδών από άνδρα που κρατούσε κιθάρα. Ήθελε να κατανοήσει σε βάθος αυτά που τους έκαιγαν, να σημειώνει στίχους σε σημειωματάριο με μαρκαδόρο και να πατάει το REC για να πάρει στροφές η μπομπίνα.
Ο Τζακ Γουάιτ μόλις τελείωσε την παραγωγή του νέου άλμπουμ του Neil Young, δημιούργησε το πιο γρήγορο single (μέσα σε λίγες ώρες) και κυκλοφόρησε τον δεύτερο σόλο δίσκο του σε μια έκδοση-σπαζοκεφαλιά για τις πολλαπλές χρήσεις της βελόνας του πικάπ. Είναι ένας παρίας της μουσικής βιομηχανίας που δεν μπορεί παρά να έχει την προσοχή στραμμένη πάνω του. Οι άγγελοι του Bobby Vee και οι δαίμονες του Skip James χορεύουν ακόμα στο μυαλό του (ευτυχώς) και, εξ αιτίας του, κάπου στον κόσμο αυτή τη στιγμή κάποιος 20χρονος θα αναζητήσει μανιασμένος να ακούσει όχι μόνο τους Zeppelin και τον Captain Beefheart, μα και τους Sonics και τον Gary U.S. Bonds και άλλα τόσα από τα «πολύτιμα αζήτητα». Όμως στα αυλάκια του καταπληκτικού Lazaretto θα ακούει στην ουσία την ίδια την αυθεντική μουσική του Τζακ: το δικό του αποτύπωμα και το δικό του φίλτρο. Ακόμα και αν ο Τζακ Γουάιτ δεν είναι ένας σύγχρονος Μεσσίας του ροκ (υπήρξε ποτέ ένας τέτοιος;), είναι από τα ελάχιστα σωσίβια στα οποία μπορούμε να ακουμπήσουμε άφοβα. Ένα καταφύγιο λίγο πριν η λαίλαπα της απρόσωπης ψηφιακής εποχής εισβάλλει από τα σιφώνια των σπιτιών μας.
Ή μήπως είναι όλα στο μυαλό μας;
{youtube}qI-95cTMeLM {/youtube}