Τριάντα χρόνια πέρασαν από την κυκλοφορία του Definitely Maybe, το οποίο επανεκδίδεται σήμερα σε επετειακή deluxe εκδοχή. Του άλμπουμ που, μαζί με το (What'sTheStory) MorningGlory?, ανέδειξε τους Oasis στη δημοφιλέστερη μπάντα του brit pop κινήματος, βοηθώντας τη Βρετανία να σταθεί στον κιθαριστικό χάρτη με τις δικές της δυνάμεις, για μία ακόμα δεκαετία.
Ένα έθνος σε αναζήτηση μουσικών ηρώων
Παρά την έκλαμψη των Stone Roses στα τέλη των 1980s με το ομώνυμο ντεμπούτο τους, στις αρχές της επόμενης δεκαετίας (και) η Βρετανία βρέθηκε στη σκιά όσων ροκ εξελίξεων κατέφταναν από τις Η.Π.Α. Ειδικά το grunge –ως ήχος, ως μόδα, ως γενικότερη κουλτούρα– δεν είχε βρει κάποια «απάντηση» από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού και έτσι το Nevermindτων Nirvana εδραίωνε ανενόχλητο την κυριαρχία του. Ήταν σαφές ότι η βρετανική μουσική βιομηχανία είχε ανάγκη να ανακαλύψει ένα αντίπαλο δέος, κιθαριστικού ασφαλώς προσανατολισμού.
Η ζήτηση έφερε κάποια στιγμή την προσφορά και ήταν έτσι αρκετές οι μπάντες που, από το 1991 και μετά, διεκδίκησαν χώρο στα μουσικά έντυπα και στις καρδιές των μουσικόφιλων. Οι Blur, οι Suede, οι Pulp, οι Verve και οι Elastica (μεταξύ άλλων) αποτέλεσαν μια φουρνιά συγκροτημάτων που, ενώ διέθεταν φρεσκάδα, έμοιαζαν πολύ «διανοούμενοι»· όχι μόνο για να καταφέρουν να σχηματίσουν γύρω τους ένα μαζικό ρεύμα, αλλά ούτε για να σκεφτούν καν να κυνηγήσουν κάτι τέτοιο. «Για να γίνεις η πιο επιτυχημένη μπάντα στον κόσμο πρέπει να αποκτήσεις ένα στοιχείο ηπιότητας», έλεγε ο Bernard Butler στο NME τον Φλεβάρη του 1993, «θα ήταν κακή ιδέα να το προσπαθήσουμε».
Οι δισκογραφικές εταιρείες, πάντως, δεν έμοιαζαν να έχουν ανάλογες δεύτερες σκέψεις και δοκίμαζαν κάθε πιθανή περίπτωση. Μία μάλιστα από αυτές, η Creation του Alan McGee, είχε κάποιους παραπάνω λόγους για να βγει στο σεργιάνι: τα οικονομικά της δεν πήγαιναν καθόλου καλά και ο ιδιοκτήτης της είχε αναγκαστεί να πουλήσει το 50% των μετοχών του στη Sony. Αλλά και ο ίδιος έπρεπε να αποδείξει πολλά, καθώς κυκλοφορούσαν φήμες ότι δεν έλεγχε το ποτό (και τα ναρκωτικά) του, ούτε έμοιαζε πλέον ικανός να υπογράψει μια μπάντα της προκοπής.
Τα παιδιά από το... Μπουρνάζι!
Ο μύθος λέει ότι ο McGee είδε για πρώτη φορά τους Oasis σε ένα κλαμπ της Γλασκώβης και τους πρόσφερε αμέσως συμβόλαιο. Το τι ακριβώς αντίκρισε εκείνο το βράδυ στο King Tut’s Wah Wah Hut μόνο ο ίδιος το ξέρει, όταν πάντως τηλεφώνησε στον διευθυντή του NME για να του μεταφέρει τα νέα, παρουσίασε τους προστατευόμενούς του ως ένα πακετάρισμα των Beatles και των Sex Pistols. Πυρήνας και κινητήρια δύναμη της άσημης μπάντας ήταν τα αδέρφια Noel & Liam Gallagher, παιδιά της εργατικής τάξης μεγαλωμένα στο Burnage, ένα προάστιο του Μάντσεστερ.
Φαινομενικά τουλάχιστον, η πεντάδα δεν διέθετε τα φόντα για σταριλίκια. Έδειχναν συνηθισμένοι, σαν να είχαν μόλις ξεπηδήσει από την παμπ της γειτονιάς και ήταν όλοι τους μέτριοι (στην καλύτερη περίπτωση) μουσικοί. Κι όμως, όλες οι αδυναμίες τους είχαν χρησιμοποιηθεί μαεστρικά από τον Noel Gallagher προς όφελος της ομαδικής απόδοσης. Όταν αυτός ανέλαβε τα ηνία του γκρουπ με μια ιδιαίτερα φιλόδοξη προγραμματική δήλωση («θα γίνουμε η μεγαλύτερη μπάντα του κόσμου»), απαίτησε οι υπόλοιποι να συμμορφωθούν με έναν τρόπο παιξίματος που θα έδινε έμφαση στον όγκο και στο τσαγανό και θα απέκρυπτε τις αδυναμίες τους.
Το ευρύ κοινό πρωτάκουσε για τους Oasis μέσω κάποιων επιφυλακτικών ανταποκρίσεων από συναυλίες τους, ενώ ήρθε σε επαφή μαζί τους με το “Supersonic” –το πρώτο τους σινγκλ. Αναντίρρητα, ωστόσο, τότε αλλά και τώρα, ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει κανείς αυτή τη μπάντα ήταν να βάλει το ντεμπούτο της DefinitelyMaybe να παίξει. Οι λόγοι που τούτοι οι... στόκοι από τον Βορρά κατάφεραν να ανέβουν στην κορυφή του κόσμου γίνονται εύκολα κατανοητοί ήδη από τα πρώτα δευτερόλεπτα του “Rock ‘N’ Roll Star”, καθώς οι κιθάρες και τα τύμπανα προκαλούν μια χιονοστιβάδα ενέργειας, η οποία αφήνεται κατόπιν στην κατηφόρα. Ήχος που λάμβανε υπόψη του το Revolver των Beatles και το “All Day And All Of The Night” των Kinks, τους T-Rex και τους Slade, τους Sex Pistols μα και τους Nirvana, στίχοι που τη μια ακούγονταν ως αρλούμπες τύπου “I Am The Walrus” και την άλλη ως τσιτάτα λαϊκής σοφίας και ανάτασης, ένας ερμηνευτής με αρχίδια και ανεπιτήδευτη στάση κι όλα σερβιρισμένα μέσω της εικόνας ανθρώπων της διπλανής πόρτας.
Δεν υπάρχουν κορυφές χωρίς κοιλάδες
Καθώς τα αντίτυπα έφευγαν με ρυθμούς που δεν είχε γνωρίσει άλλο ντεμπούτο στο νησί, τα μουσικά περιοδικά έβρισκαν το παιχνίδι που θα έπαιζαν τα επόμενα χρόνια. Γύρω λοιπόν από τους Oasis στήθηκε γοργά ένα σκηνικό εσωτερικού και εξωτερικού ανταγωνισμού, με τα ξυλίκια μεταξύ Noel και Liam από τη μία και την εχθρότητα με τους Blur από την άλλη. Ευτυχώς για τον ίδιο και τη μπάντα του, ο Noel είχε τα προηγούμενα χρόνια μαζέψει αρκετό υλικό για δύο ακόμα δίσκους κι έτσι οι περισπασμοί δεν τους στοίχισαν ιδιαίτερα στη συνέχεια. Κάπως έτσι, το (What’sTheStory) MorningGlory? σάρωσε στις πωλήσεις και χαρακτηρίστηκε ως «ώριμο» απλά επειδή είχε τσέλο και περισσότερες μπαλάντες και η πεντάδα βίωσε το απόγειο της φήμης της παίζοντας για δυο βραδιές στο Knebworth, μπροστά σε 250.000 κόσμο.
Αλλά τα πολλά χρήματα έφεραν μαζί και περισσότερα ναρκωτικά: η κοκαΐνη άρχισε να βάζει τρικλοποδιές στην κρίση του Noel Gallagher, ενώ οι υπερβολές στην παραγωγή του BeHereNow (1997) έθαψαν κάμποσα καλά τραγούδια. Μετά, ήρθε η καλλιτεχνική κατρακύλα. Τα μέλη –εκτός του πυρηνικού διδύμου– πήγαιναν κι έρχονταν και οι δίσκοι στέκονταν σταθερά πολύ χαμηλότερα από τον πήχη που είχαν ορίσει οι δύο πρώτες κυκλοφορίες. Οι Oasis συνέχισαν μεν να γεμίζουν στάδια στην Ευρώπη, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να κερδίσουν ολοκληρωτικά την αμερικανική αγορά. Η διάλυσή τους το 2009 ήρθε μάλλον ως σωτηρία, καθώς από χρόνια είχε πιστοποιηθεί πως δεν υπήρχε πια τίποτα απολύτως να προσφέρουν σε δημιουργικό επίπεδο.
Φαινόμενο αναμφισβήτητο, μπάντα αμφιλεγόμενη
Το φαινόμενο Oasis, σχεδόν ταυτισμένο με τη brit pop σκηνή, δεν χωράει αμφισβητήσεις σχετικά με το μέγεθος ή τον αντίκτυπό του· την ίδια όμως στιγμή, η μπάντα αποτελεί επιτομή της αμφιλεγόμενης μουσικής οντότητας. Κι αυτό γιατί το hype και ο ενθουσιασμός των πρώτων χρόνων δεν άφησε πολύ χώρο στους επικριτές τους, αλλά στη συνέχεια έγινε σαφές ότι το συγκρότημα –παρότι έθετε εαυτόν ως συνεχιστή του έργου των ιερών μουσικών τεράτων των 1960s– δεν είχε κάτι άλλο να καταθέσει στο ταμείο πέρα από μια μελωδική δεινότητα κι έναν ηχητικό τσαμπουκά. Ταυτόχρονα, οι κύριοι ανταγωνιστές τους έδειχναν πως διέθεταν και το όραμα μα και τις ικανότητες ώστε να ξεφύγουν από τον πλανήτη brit pop, πριν εκείνος καταρρεύσει στο δεύτερο μισό των 1990s. Οι Oasis, αντίθετα, έμειναν για πάντα πιστοί στις βασικές αρχές του «αγνού» ροκ εν ρολ, καθώς αυτό μόνο μπορούσαν.
Αν διδάσκει λοιπόν κάτι η περίπτωσή τους, είναι ότι, καμιά φορά, η πίστη ανταμείβεται. Τα αδέρφια Gallagher και η εκάστοτε παρέα τους υπήρξαν αρκετά αφελείς ώστε να πιστέψουν ότι θα ανέβουν στην κορυφή του κόσμου, αλλά και αρκετά ενστικτώδεις ώστε να αγγίξουν με τα τραγούδια τους την ψυχοσύνθεση του μεγάλου ακροατηρίου. Μπορεί μουσικά να ήταν απλώς αναβιωτές της προγενέστερης ροκ παράδοσης, είχαν όμως τη διαίσθηση του zeitgeist: ερχόμενοι στο προσκήνιο μετά τους Nirvana, αντέταξαν στην καταθλιπτική και μίζερη στάση των τελευταίων την αισιοδοξία, τον αυθορμητισμό, την υπερβατικότητα, την αυτοπεποίθηση, την έπαρση και τη «δεν με νοιάζει τίποτα» στάση που καναλάρεται στα τραγούδια εκείνου του πρώτου δίσκου τους. Ποιος είπε ότι το ένστικτο δεν παίζει ρόλο στην τέχνη;
Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Avopolis τον Αύγουστο του 2014 με τίτλο «20 χρόνια Definitely Maybe». Την Τρίτη 27 Αυγούστου 2024, οι Oasis, 15 χρόνια μετά τη διάλυσή τους, ανακοίνωσαν επανένωση και περιοδεία σε Ηνωμένο Βασίλειο και Ιρλανδία. Περισσότερα εδώ.