Έφυγε τελικά το grunge από τη ζωή μας πιο εύκολα από ό,τι είχε μπει;

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο άπαντες συναινούν τελικά ότι η σκηνή του Σιάτλ και ο μάλλον απροσδιόριστος grunge ήχος, από τη μία ήταν η τελευταία σπουδαία στιγμή του rock για την οποία αξίζει να μιλήσει (και να γράψει...) κανείς και από την άλλη σκότωσαν το rock μια και καλή. Όπως τουλάχιστον το ξέραμε.

Κείμενο: Άρης Καραμπεάζης

 

Σκότωσαν το hair metal και το παρακμιακό χολιγουντιανό rock, που έδειχνε να έχει τον έλεγχο των πραγμάτων στα τέλη των ‘80s. Σκότωσαν και το ανεξάρτητο/εναλλακτικό rock, που έκτοτε είναι σχεδόν ειρωνικό να το αποκαλείς έτσι, με το αμερικάνικο underground να μην έχει συνέλθει ποτέ πραγματικά από τον πρόωρο θάνατο (πώς συνέρχεσαι από τον θάνατο άραγε;). Τα όρια ανάμεσα στη μεγαλύτερη και στην πιο ανατρεπτική rock μπάντα στον κόσμο έγιναν για πρώτη φορά τόσο δυσδιάκριτα. Και έκτοτε δεν θα ξεκαθάριζαν ποτέ ξανά... «ΟΚ, οι Nirvana ήταν σπουδαίοι, άλλα ήταν τελικά καλοί;»

Διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας την ιστορία των συγκροτημάτων που καθόρισαν την πορεία προς την τετραετή κυριαρχία του grunge, καταλήγεις σε ένα ωραίο παράδοξο: οι περισσότεροι ντόπιοι rock ήρωες είχαν άμεσο στόχο τη rock διασημότητα στην εκφυλισμένη μορφή που είχε πάρει στα χέρια (και στο στήθος) του Axl Rose και των ομοίων του. Οι Alice In Chains είχαν ξεκινήσει ως glam παραλλαγή στο όνομα και το ύφος της μετέπειτα πορείας τους. Ο μακαρίτης ο Andrew Wood, των Mother Love Bone, της πρώτης μεγάλης τραγωδίας του Σιάτλ δηλαδή, έβγαινε στη σκηνή ως Freddie Mercury μιας φτωχής επαρχίας. Ο Mark Arm είχε σοβαρό πρόβλημα στο να βρει συντρόφους που να συμμερίζονται την punk άποψή του περί των πραγμάτων.

Το Σιάτλ δεν είχε κατά νου να αλλάξει το rock, παρά μόνο να φτάσει στην κορυφή αυτού, ξεφεύγοντας από ένα μάλλον καταδικασμένο περιθώριο. Ο Kurt Cobain έφτασε στην πόλη, σχεδόν διωγμένος από το Άμπερντιν της Ουάσινγκτον, και με αθώα ύπουλο τρόπο υποχρέωσε τους υποψήφιους rock ήρωες να γίνουν συνειδητοποιημένοι αντιήρωες μιας rock έκφρασης, η οποία ούτως ή άλλως έστρεφε εξαρχής το βλέμμα της στην καθημερινότητα, αλλά δεν ήξερε ακόμη πως αυτό ήταν το στοιχείο που θα την καθόριζε.

AliceInChains

H γεωγραφική θέση και η μετεωρολογική φύση της πόλης του Σιάτλ διαμόρφωσαν ισόποσα την αισθητική του grunge ήχου, με ίσες αποστάσεις ανάμεσα στο Λος Άντζελες και την Ουάσινγκτον, το παρακμιακό glam metal και το ρηξικέλευθο H/C punk, τη μιζέρια που εξελίσσεται σε επικράτηση. Ο Rob Sheffield στο καταπληκτικό Love Is A Mixtape περιγράφει μεταξύ άλλων με αριστοτεχνικό τρόπο το πώς δύο νέοι με ανίατη λατρεία για τη μουσική (αλλά και ο ένας για τον άλλον) αντλούν αισιοδοξία και υπόσχεση για αλλαγή, χαμένοι σε μια αδιάφορη αμερικάνικη επαρχία, από μια μουσική που όχι μόνο μιλάει για τη ζωή τους, αλλά καταφέρνει να κατακλύσει και τα charts και το MTV και φαινομενικά να αλλάζει τον κόσμο γύρω τους.

 Ο θάνατος του Cobain έρχεται μάλλον φυσιολογικά την άνοιξη του 1994 και ενώ τα ραδιόφωνα μεταδίδουν ασταμάτητα Sugar, Veruca Salt, Green Day και Hole. O θάνατος εκείνη τη χρονική στιγμή περισσότερο επιβεβαίωνε παρά διέψευδε τις υποσχέσεις. Η επόμενη «σπουδαία» στιγμή για το rock θα ήταν το crossover του metal με τη rap, που κατέληξε στο έκτρωμα του nu metal. Μετά και από αυτό, τα πάντα θα ακούγονται ίδια και δεν θα μπορείς να ξεχωρίσεις τη Lady Gaga σου από τους Bullet For My Valentine σου.

92-09-spin-cover

Στη σκηνή του grunge υπήρχε σύμπνοια και καχυποψία ταυτόχρονα. Τα πρώτα συγκροτήματα διαλύθηκαν γρήγορα και τα μέλη τους συνέχιζαν να έχουν αγαθές σχέσεις και να συνεργάζονται. Κανείς δεν έλεγε όχι σε κανέναν και το rock ήταν ο κοινός σκοπός μιας μειοψηφίας που, ενώ φαινόταν σχεδόν αδύνατο να αποκτήσει ακόμη και ελάχιστο τοπικό credibility, εξελίχθηκε όχι μόνο στο τελευταίο σπουδαίο rock φαινόμενο, αλλά δημιούργησε και μια σκηνή με τέτοιο ισχυρό τοπικό χαρακτήρα, που επί της ουσίας σπάνια συναντάει κανείς στην ιστορία του rock. Ο Kurt Cobain πρόλαβε γρήγορα να «κατηγορήσει» τους Pearl Jam ως υπερφιλόδοξους κατακτητές του rock πλανήτη, ώστε όταν αντιλήφθηκε ότι η θέση είχε ήδη καταληφθεί από τον ίδιο ήταν μάλλον αργά. Οι Melvins, παρότι πρωτοπόροι και αναγνωρισμένοι βετεράνοι της τοπικής σκηνής, κατάφεραν να αποφύγουν τελικά την ιστορική κατηγοριοποίηση κάτω από την ταμπέλα του grunge, για αδιευκρίνιστους λόγους όμως συγκροτήματα τόσο παράταιρα όπως οι Therapy? και οι Dinosaur Jr σου έρχονται πάντοτε στο μυαλό όταν γίνεται λόγος για grunge (χωρίς να έχουν κάποια σχέση βέβαια...). Το grunge, περισσότερο από μουσικό είδος, μεταμορφώθηκε με τον χρόνο σε μία ολόκληρη εποχή, που κατάφερε να συνδεθεί με περισσότερα πράγματα από αυτά που πραγματικά περιλάμβανε.

Η περίφημη σύζευξη του metal με το punk θα ήταν γεγονός ακόμη και αν δεν είχε υπάρξει το grunge. Άλλωστε έλαβε χώρα και αλλού, ενίοτε και με μεγαλύτερη επιτυχία (π.χ. Napalm Death). Οι Nirvana ξεχώρισαν με αναφορές στους Pixies και στον Daniel Johnston και πουθενά στον ήχο τους δεν υπάρχουν οι Black Sabbath με punk attitude. O Kyle Anderson στο βιβλίο του GRUNGE: THE END OF ROCK AND ROLL επισημαίνει εύστοχα πώς, καθώς αναζητά κανείς την περιγραφή του grunge ήχου, μέσα από αυθαίρετες συνδέσεις του ήχου των Nirvana με αυτόν των Pearl Jam, καταλήγει να περιγράφει τους Mother Love Bone, ένα συγκρότημα που κατά πάσα πιθανότητα ποτέ δεν έχει ακούσει ο μέσος οπαδός των δύο παραπάνω συγκροτημάτων.

Από την άλλη, αν υπάρχει lifestyle του grunge, αυτό συνοψίζεται με απόλυτη πληρότητα στο βιντεοκλίπ του “Smells Like Teen Spirit”, χωρίς καν να χρειάζεται να δυναμώσεις τη φωνή για να ακούσεις το τραγούδι. Δεν μπορείς να πάρεις το grunge από τα ‘90s όπως δεν μπορείς να πάρεις τα ‘90s από το grunge. Τα παιδιά στο κλειστό γήπεδο γίνονται ένα με την μπάντα, γυρίζουν πίσω στον Cobain την προσταγή “Here We Are Now, Entertain Us” και για δεύτερη φορά στη rock ιστορία το κενό που χάσκει ανάμεσα στους rock θεούς και στο κοινό τους παύει να υπάρχει και το uncool γίνεται για πάντα το επόμενο cool.

Τον Σεπτέμβριο του 1992 ο Chris Cornell των Soundgarden ορμάει με ρωμαλέα κώμη στο εξώφυλλο του περιοδικού Spin, το έτος αναγορεύεται σε year of the grunge και το περιοδικό μάς πληροφορεί ότι το grunge είναι αυτό που «η Madonna το θέλει και ο Cornell το... έχει». Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο Kurt είναι πατέρας, η Courtney μητέρα και στο εξώφυλλο του ίδιου περιοδικού γίνεται λόγος για οικογενειακές αξίες. Ο Rob Sheffield θα παντρευτεί και αυτός σε μικρή ηλικία και όταν θα ακούσει τον Kurt να μιλάει για τις δυσκολίες προσαρμογής στη συζυγική ζωή, θα τον αισθανθεί ακόμη πιο κοντά του. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο όλα τα μεγάλα και λιγότερο μεγάλα συγκροτήματα της σκηνής συνεχίζουν με εντυπωσιακούς δίσκους και ακόμη πιο εντυπωσιακές κινήσεις. Οι Pearl Jam, παρότι επιμένουν να παίζουν παραδοσιακό βαρύ rock, αποδεικνύονται γνήσιοι πάνκηδες καθώς ξεμπλέκουν μια για πάντα από ατζέντηδες, βιντεοκλίπ και μεγάλους promoters. Υπήρχε περίπτωση να φύγει ποτέ το grunge από τη ζωή μας; Αν με ρωτούσες σε όλη τη διάρκεια του 1993, θα σου απαντούσα κατηγορηματικά όχι, με αφέλεια που μου επέτρεπε να ενθουσιάζομαι με τη μουσική μου, με τρόπο ανεπανάληπτο όπως θα αποδειχτεί τελικά. Όχι, δεν υπήρχε καμία τέτοια περίπτωση.

PearlJam

Το grunge όχι μόνο έφυγε από τη ζωή μας πιο εύκολα απ’ ό,τι είχε μπει, αλλά για λίγα χρόνια το αντιμετωπίσαμε και ως «αμαρτία του παρελθόντος», σχεδόν μια κακή, παρωχημένη rock αρρώστια για την οποία πλέον ντρεπόμαστε. Κάπου στα τέλη του 1994 είπαμε ψέματα ισχυριζόμενοι ότι είχαμε περάσει την τελευταία τριετία ακούγοντας χαμένα singles των Pavement και όχι πομπώδη anthems των Smashing Pumpkins (είναι grunge αυτοί;). Και καθώς ο Axl Rose ήταν ήδη υπερβολικά μαλάκας για να πάρει την εκδίκησή του και να δώσει μια κλοτσιά στο σάπιο κουφάρι του Σιάτλ και να το στείλει από εκεί που ήρθε, ανέλαβαν την εύκολη δουλειά οι Red Hot Chili Peppers, οι οποίοι –αφού απέτυχαν να παίξουν grunge στο One Hot Minute του 1996– θα κλείσουν τον αιώνα κομίζοντας την κυριαρχία του Californication και αφήνοντας εκ νέου την υπόσχεση ότι το rock θα αποτελείται πάντοτε από απομακρυσμένους θεούς.

Red-Hot-Chili-Peppers-1990

Τα τελευταία χρόνια γράφονται βιβλία για το grunge, γίνονται αφιερώματα, γιορτάζονται επέτειοι και κυκλοφορούν εντυπωσιακά box set, την ώρα βέβαια που κανείς δεν έχει την ελάχιστη όρεξη να ασχοληθεί με κάτι που να θυμίζει grunge ήχο στο ελάχιστο. Σχεδόν ό,τι απέμεινε από αυτόν είναι οι Pearl Jam και μόνον αυτοί, το συγκρότημα που σχεδόν όλοι λάτρευαν να μισούν σε πραγματικό χρόνο και πλέον αναγνωρίζουν ως τίμιους rock αγωνιστές. Οι Mudhoney κυκλοφορούν καλούς δίσκους που απασχολούν ελάχιστους και η Sub Pop συναγωνίζεται σε πολυμετοχικότητα (και σε λάθη) τον Παναθηναϊκό. Το Σιάτλ προφανώς παραμένει στη θέση του, είναι βροχερό καμιά τριακοσαριά μέρες τον χρόνο και, παρότι ο μύθος των Starbucks κοντεύει να ξεπεράσει αυτόν των Nirvana, είναι ακόμη μια ενδιαφέρουσα πόλη για να γράψει κανείς μελαγχολική και ειρωνική μουσική, με τον ίδιο τρόπο που είναι και το Μάντσεστερ, και χωρίς να χρειάζεται να επισκεφτείς καμία από τις δύο πόλεις για να εμπνευστείς από αυτές.

Απο τη συλλεκτική έκδοση του Sonik και του Avopolis.gr που κυκλοφορεί σε περίπτερα και επιλεγμένα βιβλιοπωλεία, με τίτλο «Η Μουσική Βίβλος των ‘90s».

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured