Από τον Orson Welles και την περιβόητη εξωγήινη εισβολή που πανικόβαλε τους ακροατές του CBS τον Οκτώβριο του 1938 κι από τα βράδια που ο Alan Freed κραύγαζε πως «η αστυνομία δε θέλει να διασκεδάζετε», μέχρι το πλωτό Radio Caroline και τα ουρλιαχτά του Wolfman Jack, αυτή η μικρή συσκευή που δέχεται ηλεκτρομαγνητικές εκπομπές και τις κάνει κάτι παραπάνω από απλούς ήχους, θα ζει και θα βασιλεύει, ορίζοντας στιγμές, μοιράζοντας γνώσεις και χαράζοντας αναμνήσεις για τους ακροατές.
Μερικές τέτοιες «ηχητικές» μεταποιήσεις, ζητήσαμε να θυμηθούν εννέα ραδιοφωνικοί παραγωγοί, ανήμερα της Παγκόσμιας Ημέρας Ραδιοφώνου.
Ακολουθεί αλφαβητική σειρά.
Θάλεια Καραμολέγκου
Kosmos 93,6
Κυριακή, 20:00-22:00
Από πολύ πολύ μικρή, θυμάμαι το ραδιόφωνο να παίζει πάντα στο σπίτι. Προγράμματα με τραγούδια που έδιναν τον τόνο της εποχής, άλλοτε τα «παμπάλαια τραγούδια» όπως λέγαμε για να πειράξουμε τη μαμά, ενίοτε οπερέτες και συζητήσεις που οι μεγάλοι άκουγαν με ενδιαφέρον, σχολιάζοντας την επικαιρότητα. Όμως όσοι μεγαλώναμε στη δεκαετία του ’70 είχαμε την τύχη να ακούσουμε το σύνθημα «Παιδιά, όλοι στα ραδιόφωνά σας!» με την έναρξη της Λιλιπούπολης στο Τρίτο του Χατζιδάκι.
Κάποιοι πήραμε την παραίνεση πολύ στα σοβαρά και μείναμε στο ραδιόφωνο για όλη μας τη ζωή, όχι μόνο συντονισμένοι σε αυτό ως ακροατές αλλά και πίσω από τα μικρόφωνα ως παραγωγοί.
Και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, μπορώ με σιγουριά να πω πως είναι η μόνη μου σταθερά που όχι μόνο δεν ξεθωριάζει αλλά εξελίσσεται, με νέο ενδιαφέρον και υλικά, λες κι είναι ο μοναδικός έρωτας που δεν πτοείται από τον χρόνο. Αντίθετα, ομορφαίνει καθώς ωριμάζει και εξερευνά νέα εκφραστικά πεδία.
Το ραδιόφωνο, που στα εφηβικά μου χρόνια υπήρχε πάντα δίπλα στο μαξιλάρι, τραβώντας με τα βράδια να ανέβω την «Σκάλα για τ’ αστέρια» , δίπλα στα βιβλία των αρχαίων και της ιστορίας τα απογεύματα στο ρυθμό του «Ποπ Κλαμπ» να με μυεί στην γοητευτική ηχογεωγραφία της νέας μουσικής, κι αργότερα στη τζαζ, εντείνοντας τα όνειρα για ταξίδια στον χρόνο αλλά και σ' ολόκληρο τον πλανήτη.
Το ραδιόφωνο που, όσο κι αν οι τρόποι που ακούμε μουσική αλλάζουν, κρατάει πάντα μια περήφανη απόσταση από τις τεχνολογικές μεταμορφώσεις γιατί στον πυρήνα του βρίσκεται η επικοινωνία κι η μαγεία του μοιράσματος.
Kafka
Nostos 100,6
Δευτέρα-Παρασκευή, 11:00-12:00
Το θέατρο στο ραδιόφωνο. Αυτή είναι η πρώτη μου ανάμνηση ως ακροάτρια και ο τρόπος μου για να ακούω εικόνες πριν κοιμηθώ. Ενώ υπήρχε τηλεόραση στο σπίτι δεν τη θυμάμαι ανοιχτή και όταν έπαιζε μου φαινόταν θολή σε σχέση με το ξεκάθαρο έργο που διαδραματιζόταν στο κεφάλι μου. Νομίζω πως το ραδιόφωνο εκείνη την εποχή μου δίδαξε την οικονομία της αφήγησης αλλά και τα όρια της αναπαραγωγής σε κάθε πληροφορία. Από την άλλη, υπήρχαν τόσο διαφορετικοί και έντονοι μουσικοί χαρακτήρες στην οικογένεια μου που θέλοντας και μη, το ραδιόφωνο έκλεινε όταν τραγουδούσαν ή έπιαναν στα χέρια τους κάποιο όργανο. Ακούγεται οξύμωρο αν αναλογιστώ πως κάνω μουσικό ραδιόφωνο από 18 χρονών και είναι ακόμα πιο αστείο καθώς δε θυμάμαι την τελευταία φορά που παρακολούθησα μια οποιαδήποτε θεατρική παράσταση. Συνεχίζω όμως ν᾽ακούω θέατρο στο ραδιόφωνο. Πριν από λίγα χρόνια ἐπεσε στην αντίληψη μου μια λεπτομέρεια που προφανώς δεν αντιλαμβανόμουν στην παιδική μου ηλικία. Οι μουσικοί επιμελητές των παλιών αυτών, ραδιοφωνικών παραστάσεων, ήταν μόνο(;) γυναίκες. Έχει ενδιαφέρον το πόσο δραστἠριες μπορούν να γίνουν οι υποσυνείδητες επιρροές μας αν τις αφήσουμε να ξεσαλώσουν.
Όσο για το ραδιόφωνο σήμερα, ας πούμε πως είμαι χαρούμενη που δεν δήλωσα αφοσίωση στη σημαία με όρους επαγγελματικής επιβίωσης. Ίσως γι’ αυτό το λόγο, μπορώ ακόμα να βρίσκω ανθρώπους στο χώρο που θρἐφουν τη φαντασία μου και δεν μου κάνουν κόμπο το στομάχι. Είμαι ευγνώμων, για όσο αντέξουμε να συντηρούμε αυτό το ακριβοθώρητο μοντέλο συνεργασίας.
Θεοδόσης Μίχος
Best 92,6
Δευτέρα-Παρασκευή, 8:00-10:00
«Τη μια στιγμή δεν υπήρχαν κορίτσια, τουλάχιστον του τύπου που μας ενδιέφερε, ενώ αμέσως μετά δεν μπορούσες να τα αποφύγεις: κατέκλυζαν το χώρο, βρίσκονταν παντού. Τη μια στιγμή ήθελες να τα βαρέσεις στο κεφάλι, γιατί δεν ήταν παρά η αδερφή σου ή η αδερφή κάποιου άλλου, κι αμέσως μετά σου ‘ρχόταν να…στην πραγματικότητα δεν ξέραμε τι θέλαμε να κάνουμε εκείνη τη στιγμή αλλά ήταν κάτι - κάτι ήταν. Σχεδόν μέσα σε μια νύχτα, όλες εκείνες οι αδερφές (δεν είχε εμφανιστεί ακόμα άλλο είδος κοριτσιού) είχαν γίνει ενδιαφέρουσες, για να μην πω εντελώς συνταρακτικές», γράφει ο Nick Hornby στο High Fidelity (μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκης 1996). Για ένα τέτοιο, εντελώς συνταρακτικό κορίτσι πάλευα τα απογεύματα της Α’ Γυμνασίου να βγάλω γραμμή σε μία πολύ κουλ και δημοφιλή τότε στον Βόλο καθημερινή, μουσική (τύπου «ξένα/διάφορα») εκπομπή στον Power FM που τελείωνε με αφιερώσεις ακροατών στον αέρα. Τα κατάφερα μια φορά κι αφού είπα ότι «αφιερώνω το επόμενο τραγούδι» (η επιλογή ήταν πάντα των παραγωγών) ονομαστικά σε κάθε ένα/μία της παρέας μου, άπαντες ευλαβικά συντονισμένοι, «από το Α3 του Γ’ Γυμνασίου Βόλου», άφησα επίτηδες τελευταίο το δικό της όνομα. Τσάμπα ο κόπος και το καρδιοχτύπι. Δεν με ερωτεύτηκε ποτέ η συνταρακτικά αναίσθητη.
Μανώλης Οικονόμου
En Lefko 87,7
Δευτέρα-Παρασκευή, 01:00-03:00
Μια ευχάριστη παιδική ρουτίνα ήταν το “zapping” στο ογκωδέστατο ραδιόφωνο παγκοσμίου λήψεως του πατέρα μου, καθώς όταν βραδιάζει οι αλλαγές στην ιονόσφαιρα επιτρέπουν να πιάνεις σταθμούς από κάθε γωνιά της Γης στα Βραχέα. Παρά τον διαχωρισμό σε μπάντες οι σταθμοί ήταν και πάλι στριμωγμένοι, και κάθε κλάσμα του χιλιοστού μετακίνησης του knob και της βελόνας, ξεδίπλωνε έναν διαφορετικό πολιτισμό, με τις φωνές και τις μουσικές από σταθμούς του Αιγυπτιακού κόσμου να γίνονται ένα διεγερτικά ανοίκειο άκουσμα.
Παρ’ όλα αυτά, σε αυτό το ηχητικό (και οπτικό, καθώς τα καντράν και τα εσωτερικά των συσκευών με λυχνίες και πυκνωτές είχαν ενδιαφέρον) tapestry, άφησε το πρώτο της σημάδι μια βραδιά που η βελόνα έμεινε ακίνητη στα Μεσαία, ενώ την θέση είχαν επιλέξει οι γονείς αυτή τη φορά. Ήταν δε μια εγχώρια μετάδοση, ο Σταθμός του Πολυτεχνείου και, ασχέτως με το πώς έχει διαμορφωθεί το σημαινόμενο του στα χρόνια που πέρασαν, επρόκειτο για μια στιγμή που έστω και ένα παιδί καταλάβαινε το σασπένς και την ένταση όχι μόνο με την έννοια του volume, (το οποίο παρά τον φόβο για χαφιεδισμό των γειτόνων ήταν κάπως υψηλό), αλλά και με την έννοια του tension. Θα ακολουθούσαν αρκετές ακόμα memorable στιγμές, αλλά αυτή θυμάμαι ως πρώτη.
Γιάννης Πετρίδης
Πρώτο Πρόγραμμα 91,5 & 105,8
Δευτέρα-Παρασκευή, 16.00-17:00
Kosmos 93,6
Κυριακή, 18:00-19:00
Θυμάμαι δύο φωνές που έκαναν εκπομπές στο ελληνικό ραδιόφωνο και με είχαν εντυπωσιάσει όταν ήμουν έφηβος. Τη μια φωνή την ξέρουν οι περισσότεροι γιατί ήταν αυτή ενός συνθέτη, την άλλη ίσως τη γνωρίζουν οι παλαιότεροι. Ήταν οι εκπομπές που έκαναν τότε στο Δεύτερο Πρόγραμμα, η Τόνια Καράλη κι ο Μίμης Πλέσσας.
Ο Μίμης Πλέσσας δεν ήταν μόνο ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες μας, ήταν κι ένας άνθρωπος βουτηγμένος μέσα στη μουσική. Θυμάμαι κάποιες εκπομπές που έκανε, παίζοντας και μιλώντας κυρίως για τη jazz, που βέβαια τότε δεν ήταν ακριβώς η μουσική που άκουγα, αλλά με τις εκπομπές του με έβαλε μέσα σε ένα «ταξίδι» ώστε να ασχοληθώ και με αυτό το είδος. Από την άλλη, η Τόνια Καράλη ήταν μια φωνή, από τις πρώτες που άκουσα στο ραδιόφωνο, θα έλεγα μια πραγματικά αισθησιακή φωνή, μια υπέροχη φωνή μιας γυναίκας που μας μάθαινε τις νέες κυκλοφορίες στα τέλη του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Όπως καταλαβαίνεις, εκείνη την εποχή υπήρχε μια καινούργια μουσική που γεννιόταν, το rock & roll, το οποίο το άκουγα από τους ξένους σταθμούς και από τους σταθμούς του «αμερικάνικου». Από την άλλη, χάρη στην Τόνια Καράλη, ακολούθησα τα παλαιότερα ρεύματα, ακούγοντας τις παρουσιάσεις που έκανε για τα μεγάλα ονόματα, για τους crooners και τις τραγουδίστριες της δεκαετίας του ’50.
Νίκος Πετρουλάκης
Στο Κόκκινο 105,5
Σάββατο & Κυριακή 20:00-21:00
Ένα μέρος της θητείας στην Αεροπορία, το έκανα στο Ηράκλειο της Κρήτης, από το καλοκαίρι του ’81 μέχρι την άνοιξη του ’82, με αποκορύφωμα βέβαια την παπανδρεϊκή άνοδο που την έζησα σε όλη της το μεγαλείο. Τι μπορούσε λοιπόν να κάνει κάποιος που ήταν στο Ηράκλειο τότε και του άρεσε η μουσική; Ευτυχώς, υπήρχε ένα περίπτερο που έφερνε ξένο τύπο κι έτσι έπαιρνα το NME και το Black Music, ένα δισκάδικο που εκπροσωπούσε την EMI σ’ ένα πεζόδρομο στο κέντρο, απ’ όπου είχα πάρει το So Many Roads του John Hammond, κι υπήρχε, αν θυμάμαι καλά, το ροκ κλαμπ Babylon. Έμεινα για πολύ λίγο μέσα στη μονάδα που ήτανε το αεροδρόμιο του Ηρακλείου. Με είχαν στείλει μαζί με έναν άλλο τύπο να φυλάμε μια δεξαμενή του ΝΑΤΟ που ήταν πάντα άδεια, στη βιομηχανική ζώνη της πόλης, όπου ήταν δίπλα στο σημείο που εκτελέστηκε η τελευταία θανατική ποινή στην Ελλάδα, το 1972, αυτή του Βασίλη Λυμπέρη ο οποίος είχε σκοτώσει όλη του την οικογένεια. Εκεί, μπορούσες να ακούσεις το κρατικό ραδιόφωνο, τον Πετρίδη, τον Πουλικάκο που είχε μια ωραία εκπομπή με τον τίτλο Πέτρα που Κυλάει, ίσως και το Μανίκα, όμως το φοβερό ήταν ότι στις Γούρνες του Ηρακλείου, υπήρχε μια ακόμη αμερικάνικη βάση, εκτός από εκείνη των Χανίων. Γεμάτη βάσεις η Ελλάδα! Εκεί λοιπόν, υπήρχε ένας ακόμη σταθμός όπως όλοι οι αμερικάνικοι , όπου παίζανε σε συγκεκριμένες ώρες τα standards που ερχόταν από Αμερική, δηλαδή το Top 40 του Casey Kasem, τη soul εκπομπή του Don Tracy ή του Wolfman Jack, τη Mary Turner κλπ… Το βράδυ οι υπόλοιπες εκπομπές γινόντουσαν από τους λοχίες, απλούς φαντάρους δηλαδή μέσα από τη βάση. Ένα βράδυ, ένας τύπος βάζει ένα κομμάτι, το οποίο έλεγε συνέχεια “Woman, Woman” Ο μπαγάσας δεν είπε τι ήτανε, αλλά αυτό το κομμάτι άμα το ακούσεις μία φορά, δεν μπορείς το ξεχάσεις με τίποτα! Αυτό το τραγούδι, με εκείνη τη μαγική φωνή, μου είχε μείνει...
Μετά από μερικά χρόνια, το 1987, έχουμε πάει στο Λοδίνο μαζί με τον Γιάννη Πετρίδη και το μακαρίτη το Λέανδρο Κουντουρή, που είχε πολύ ωραία δισκοθήκη και ήταν και φίλος από παλιά. Είμαστε στο υπόγειο του Record & Tape Exchange στο Portobello, όπου εκείνη την εποχή, οι τιμές των δίσκων στο υπόγειο ξεκινάγανε από πέντε πένες και ανεβαίνανε πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, είκοσι πέντε, μέχρι να φτάσουν τη λίρα! Έχουμε πάει και κάνουμε πάρτυ! Παίρνουμε πεντάπενα, δεκάπενα, δεκαπεντά… Κάποια στιγμή σηκώνει ένα δίσκο ο Λέανδρος και μου λέει «Ρε τον ξέρεις αυτόν;» Στο εξώφυλλο, σ’ ένα τοπίο με χώμα ξεραμένο, έχει μια φιγούρα με μια μαύρη μπέρτα και μακριά μαλλιά, που δεν μπορείς να καταλάβεις αν είναι άντρας ή γυναίκα. Μόνο αν παρατηρήσεις τα χέρια λες πως μάλλον είναι άντρας. Πρέπει να γυρίσεις το οπισθόφυλλο για να δεις ότι ο τύπος είναι ένας μακρυμάλλης με μούσι. Το άλμπουμ λεγόταν Second Contribution, ήταν του Shawn Phillips. «Δεν τον ξέρω τον τύπο», του απαντώ και μου λέει «Πάρτο και θα με θυμηθείς». Θυμάμαι, γύρισα στην Ελλάδα κι είχα πάρει συνολικά 110 δίσκους με μέσο όρο μια λίρα τον καθένα! Είχα τρελαθεί! Έλεγα, έτσι είναι η ζωή έξω, έτσι είναι οι δίσκοι! Φτάνει στο πικάπ λοιπόν κι η σειρά του κακομοίρη του Shawn Phillips, οπότε βάζω να ακούσω το πρώτο κομμάτι από την πρώτη πλευρά. “Woman, Woman, Woman”! Ω, ρε λέω! Να’το, το κομμάτι του Αμερικάνου λοχία! Ο τίτλος ήταν “She Was Waitin' For Her Mother At The Station In Torino And You Know I Love You Baby But It's Getting Too Heavy To Laugh"...
Σιδερής Πρίντεζης
Δεύτερο Πρόγραμμα 103,7
Δευτέρα-Παρασκευή, 16:00-17:00
Η αλήθεια είναι πως ως παιδί υπήρξα πολύ τηλεορασόπληκτο. Ακόμα και τον Γιώργο Παπαστεφάνου πρώτα τον θυμάμαι από τις τηλεοπτικές «Μουσικές βραδιές» του και αργότερα από το «Καλησπέρα κ. Έντισον». Οι πρώτες έντονες αναμνήσεις μου που σχετίζονται με το ραδιόφωνο είναι μία κούπα ζεστό γάλα που έριξα πάνω μου τρέχοντας να ανοίξω το ραδιόφωνο για να προλάβω παιδική εκπομπή (των επιγόνων της θείας Λένας μάλλον) και οι μεταδόσεις των ποδοσφαιρικών αγώνων που ακούγαμε στο αυτοκίνητο γυρίζοντας από κυριακάτικη εκδρομή (και που νόμιζα πως οι ίδιες φωνές ακούγονται από τα μεγάφωνα και όταν βρίσκεσαι μέσα στο γήπεδο).
Στην εφηβεία, λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του ’80, άλλαξαν πολλά. Ο οδηγός του σχολικού μας έβαζε κι ακούγαμε το μεσημέρι την εκπομπή του Άκη Έβενη που ξεκινούσε στις 2 νομίζω. Ο Γιάννης Πετρίδης είχε εκπομπή στις 4 και τον προλάβαινα άνετα στο σπίτι. Τις Παρασκευές όμως είχαμε μία ώρα λιγότερη και κατέβαινα στη στάση νωρίτερα. Από το πρωί της ίδιας μέρας η κασσέτα περίμενε γυρισμένη στο κατάλληλο σημείο (εκεί δηλαδή που είχαν σταματήσεις οι εγγραφές την προηγούμενη Παρασκευή), δίπλα στο στερεοφωνικό του σαλονιού που «έπιανε» καλύτερα – και stereo – κι εγώ με γρήγορο βήμα βιαζόμουνα να φτάσω σπίτι γιατί ο Έβενης τις Παρασκευές μετέδιδε το top 10 του Billboard και σχεδόν κάθε βδομάδα υπήρχαν new entries. Τα τραγούδια στη συνέχεια μεταφέρονταν σε άλλη κασσέτα μέσω ένωσης 2 decks – διπλά κασσετόφωνα τότε δεν υπήρχαν ή τουλάχιστον εμείς δεν είχαμε - και με τα κατάλληλα χειροκίνητα και δοκιμασμένα από πριν fade in και fade out, ώστε να αντιγραφούν όσο πιο «καθαρά» γινόταν, χωρίς τη φωνή του εκάστοτε παραγωγού.
Πέρασε καιρός για να καταλάβει αυτός ο πιτσιρικάς που μαγευόταν από την εικόνα της τηλεόρασης πως οι εικόνες του ραδιοφώνου που φτιάχνονται με τη φαντασία, είναι απείρως πιο ευρείες και ποικίλες, ξεχωριστές και διαφορετικές για τον καθένα και τις χρωστάμε στα τραγούδια που ακούμε και πρωτίστως στους ανθρώπους που τα επιλέγουν και τα παρουσιάζουν… όπως κι εγώ ακόμα χρωστάω στον Άκη Έβενη ένα αντίγραφο από εκείνες τις κασσέτες.
Βαρβάρα Σαββίδη
Pepper 96,6
Δευτέρα-Παρασκευή, 12:00-14:00
Μεγάλωσα στον Πειραιά, σε ένα σπίτι μπροστά στη θάλασσα, όπου το ραδιόφωνο έπαιζε όλη μέρα. Αυτή η κόκκινη βελόνα που πηγαινοερχόταν από σταθμό σε σταθμό, διαμόρφωσε τις μουσικές μου βάσεις. Θυμάμαι χαρακτηριστικά την κίνηση της μητέρας μου, πριν ακόμα σηκωθεί το πρωί από το κρεβάτι, όπου άπλωνε το χέρι για να γυρίσει το κουμπί του ραδιοφώνου στο on, σχεδόν με τα μάτια κλειστά. Έπειτα, το χέρι επέστρεφε κάτω από τα σκεπάσματα και για λίγη ώρα μέναμε έτσι, μετέωρες μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, χουζουρεύοντας με τις φωνές των παραγωγών και τις μουσικές επιλογές τους να φτάνουν μέχρι το δικό μου δωμάτιο.
Πιθανολογώ ότι τα πολύ πρώτα ραδιοφωνικά μου ακούσματα ήταν από εκπομπές του Τρίτου προγράμματος, ή κάποιου έντεχνου σταθμού, που λάτρευε να ακούει η μαμά. Το ζάπινγκ ήταν άλλωστε το αγαπημένο της σπορ. Όπου πετύχαινε Μαρία Κάλλας, Μάνο Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Έλλη Πασπαλά ή Loreena MacKennitt, δυνάμωνε την ένταση. Τα αγάπησα κι εγώ όλα αυτά ως παιδί, στην εφηβεία όμως το ραδιόφωνο έγινε η μόνιμη παρέα μου τις ώρες που διάβαζα κλεισμένη στο δωμάτιό μου, ανακαλύπτοντας τους σταθμούς ξένης μουσικής.
Πέρα όμως από τους μουσικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς, δεν θα ξεχάσω ποτέ τα πρωινά που ετοιμαζόμουν για το σχολείο, κατά τη δεκαετία του ’90, με τη φωνή του Γιώργου Τράγκα να διαπερνά το σπίτι από το δωμάτιο της μητέρας μου, μια φωνή που με άγχωνε με την έντασή της, τις λαϊκίστικες εξάρσεις της, αλλά κι εκείνες τις κραυγές για τους «δεινοσαύρους της πολιτικής». Αυτή ήταν η πιο άγρια, σκοτεινή πλευρά του ραδιοφώνου (και της δημοσιογραφίας), που από νωρίς συνειδητοποίησα ότι δεν με αφορά.
Γιώργος Φλωράκης
Τρίτο Πρόγραμμα 90,9 & 95,6
Δευτέρα-Παρασκευή 8:00-10:00
Kosmos 93,6
Σάββατο & Κυριακή 8:00-10:00
Η πρώτη-πρώτη ανάμνηση ήταν ένα μεγάλο παλιό ραδιόφωνο από μαύρο βακελίτη, που είχε ένα πράσινο φωτεινό μάτι λίγο πιο πάνω από το κέντρο του, που μου θύμιζε Κύκλωπα. Ήταν η εποχή που μου διάβαζαν οι γονείς μου την Οδύσσεια, από ‘κει είχα πάρει την εικόνα. Από αυτό ακούγονταν το πρωί της Κυριακής μετά τη Λειτουργία τα ελληνικά τραγούδια της εποχής: Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, μα ποτέ Θεοδωράκης. Είμαστε στη δικτατορία, εκεί περίπου στο 1968. Το μεσημέρι ακουγόταν ποδόσφαιρο και το βράδυ, το Θέατρο της Κυριακής. Ύστερα, ήρθε ένα τρανζιστοράκι National, στα 9 ή στα 10 μου και προστέθηκε η καθημερινή μουσική. Περίπου στις 9 κάθε βράδυ, άνοιγε ένας ερασιτεχνικός σταθμός που έπαιζε ελληνικά 60s -Olympians, Charms, τέτοια-, από τις 10 έπαιζε Πουλόπουλο -τον οποίο ο ιδιοκτήτης θεωρούσε για κάποιον λόγο μουσικό είδος- και από τις 11, Καζαντζίδη - μουσικό είδος ολόκληρο κι αυτός. Στις αρχές του Πουλόπουλου με έπαιρνε ο ύπνος συνήθως. Δεν μιλούσε κανείς, εκτός από κάτι φορές που συνομιλούσαν δυο-τρεις μεταξύ τους κι έλεγαν κάτι ακατανόητα για ισχύ, για κεραία, για διαμόρφωση και το έκλεινα. Αυτό πιθανότατα συνέβαινε στα 1970-1971 ενώ ακριβώς μετά τη χούντα -θυμάμαι και τον σταθμό του Πολυτεχνείου, πρέπει να πω- άνοιξε ο Λεωνίδας 4.25 που από τις 6 ή 7 το απόγευμα έπαιζε Bowie, Lou Reed, T-Rex, Pink Floyd, Led Zeppelin, ό,τι έσκαγε στο rock εκείνη την εποχή. Ούτε κι αυτός μιλούσε, όμως. Κι ύστερα ήρθε ο Γιάννης Πετρίδης κι άρχισα να ρουφάω όλες τις πληροφορίες για τα τραγούδια με τις οποίες έχω εμμονή μέχρι και σήμερα: από ποια πόλη είναι το συγκρότημα, σε ποια σκηνή ανήκει, γιατί έγραψε το ένα ή το άλλο τραγούδι κι ακόμη περισσότερο: τι σκάει τώρα, πώς οι μουσικοί του σήμερα διαχειρίζονται το παρελθόν, πού πηγαίνει η μουσική, όλη αυτή η τρέλα που με οδηγεί μέχρι τώρα στις εκπομπές αλλά και στη ζωή μου...
Επιμέλεια: Άγγελος Κυρούσης