Οι Wolvennest είναι ένα βελγικό συγκρότημα που σχηματίστηκε το 2013 στις Βρυξέλλες, γνωστό για τον μοναδικό συνδυασμό του σε doom, black metal, ψυχεδελικού ροκ και ambient στοιχείων. Το συγκρότημα ιδρύθηκε από τους κιθαρίστες Michel Kirby (μελος των ΘΡΥΛΩΝ Arkangel), Corvus von Burtle (θέλουμε ΤΩΡΑ νέο Aerdryk) και Marc De Backer. Στα φωνητικά είναι η εκπληκτική Sharon Schievers, γνωστή και ως Shazzula. Στα τύμπανα και την παραγωγή ο Olmo Lipani, γνωστός και από τους Acathexis αλλά και περίπου 200 ακόμα μπάντες και ο Bram Moerenhout και στο μπάσο ο VaathV ως το πιο νέο μέλος της παρέας. Όπως μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό υπάρχει μια έντονη πολυφωνία στο συγκρότημα, με ανθρώπους από διαφορετικές καταβολές και μουσικά background. Από τις πιο ακραίες εκφάνσεις του metal μέχρι κλασσική, ambient, ψυχεδελική rock, neofolk ακόμη και οριεντάλ folk κλπ. Το συγκρότημα ξεκίνησε τη δισκογραφική του πορεία το 2016 με ένα αυτο-τιτλοφορούμενο συνεργατικό άλμπουμ, ενώ το 2018 κυκλοφόρησε το Void, το πρώτο πρακτικά άλμπουμ ως Wolvennest, που καθόρισε τον ήχο τους και τους καθιέρωσε στη σκηνή. Το 2021, το Temple αποτέλεσε το πιο ολοκληρωμένο και ώριμο έργο τους, ενώ το The Dark Path to the Light (2023) συνέχισε πάνω σε αυτήν την εξερεύνηση τελετουργικών ηχοτοπίων και την τελειοποίησε, βάζοντας τους στο πάνθεον του underground. Πιο αναλυτικά:
WLVNNST Featuring Der Blutharsch And The Infinite Church Of The Leading Hand (2016)
Το πρώτο άλμπουμ των Wolvennest είναι ένα πρωτόλειο πείραμα που θέτει τις βάσεις για τον μελλοντικό ήχο του συγκροτήματος. Πρόκειται για μια συνεργασία με τους Der Blutharsch, ένα avant-garde neofolk/drone συγκρότημα από την Αυστρία δημιουργημένο από τις στάχτες των The Moon Lay Hidden Beneath A Cloud. Το άλμπουμ αποτελείται από έξι κομμάτια, με συνολική διάρκεια λίγο κάτω από 50 λεπτά. Από την πρώτη ακρόαση, γίνεται σαφές ότι το συγκρότημα δεν ακολουθεί την παραδοσιακή black doom προσέγγιση, αλλά επικεντρώνεται στη δημιουργία ατμόσφαιρας μέσα από επανάληψη και σταδιακή εξέλιξη των συνθέσεων. Το εναρκτήριο κομμάτι, Unreal, ξεκινά με μια σκοτεινή electro ambient εισαγωγή, προτού εξελιχθεί σε ένα αργόσυρτο, υπνωτικό μα και φοβερά μελωδικό τραγούδι που θυμίζει τους Swans της εποχής του Soundtracks for the Blind. To The Sound ήταν αυτό που αμέσως ήρθε στο μυαλό μου. Οι μουντές κιθάρες, οι παραμορφωμένοι ήχοι και η υποβλητική φωνητική απόδοση δημιουργούν ένα αίσθημα τελετουργίας, μια προσέγγιση που έμελε να γίνει το σήμα κατατεθέν των Wolvennest στα μελλοντικά τους άλμπουμ. Στo Partir, η μπάντα χρησιμοποιεί βαριές, fuzz-αρισμένες κιθάρες και ένα μοτίβο επαναλαμβανόμενων riffs, σε μια πιο drone-oriented προσέγγιση. Τα φωνητικά είναι σχεδόν ψιθυριστά, όπως και στα επόμενα δύο κομμάτια όπου η παρουσία των Der Blutharsch γίνεται αισθητή μέσα από τα νεο-φολκ στοιχεία. Δεν αφαιρούν καθόλου από το σύνολο, ίσα ίσα δημιουργούν μια άβολη και απόκοσμη εμπειρία. Το Tief Unter είναι σίγουρα το πιο παράξενο κομμάτι του δίσκου, όπου μέσα σε 20 λεπτά περνάει από αργές ηλεκτρονικές εκβάσεις, σε μονολιθικό doom. Συνολικά, το WLVNNST δεν είναι ένα τυπικό ντεμπούτο, αλλά περισσότερο ένα πειραματικό πρότζεκτ που έθεσε τις βάσεις για τη μετέπειτα πορεία των Wolvennest. Ίσως το δεύτερο μισό του άλμπουμ πάσχει από έλλειψη συνοχής και από το γεγονός πως κάποιες συνθέσεις είναι υπερβολικά μακρόσυρτες χωρίς ξεκάθαρη κορύφωση. Παρόλα αυτά, το WLVNNST παραμένει ένα ενδιαφέρον άκουσμα και μια εξαιρετική εισαγωγή στη φιλοσοφία της μπάντας.
Void (2018)
Το Void ήταν το άλμπουμ που καθιέρωσε τους Wolvennest ως ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σχήματα της ευρωπαϊκής underground σκηνής. Κυκλοφόρησε το 2018 μέσω της Van Records και είναι το πρώτο άλμπουμ όπου συμμετείχε επίσημα η Shazzula. Με τη μαγική και σχεδόν εξωκοσμική φωνή της, προσθέτει μια τελετουργική, μυστικιστική διάσταση στον ήχο του συγκροτήματος. Με διάρκεια περίπου 70 λεπτά, το Void είναι ένα ογκώδες, ατμοσφαιρικό και πολυεπίπεδο άλμπουμ που χτίζεται σταδιακά μέσα από επαναλαμβανόμενα riff, ambient ηχοτόπια και ψυχεδελικούς αυτοσχεδιασμούς. Το black metal στοιχείο είναι λιγότερο διακριτικό σε σχέση με το ντεμπούτο τους, ενώ το drone και το doom κυριαρχούν. Το Silure, και το άλμπουμ ξεκινά με έναν βαρύ, σχεδόν ασφυκτικό ήχο. Οι ψίθυροι πίσω από την κιθάρα που ξεκινάει να αχνοακούγεται μέχρι να μπει το βασικό riff είναι από τις αγαπημένες μου εισαγωγές σε δίσκο ever. Ολόκληρο το κομμάτι είναι το riff αυτό, και οι συνδυασμοί από solo και ήχους που το περικλύουν σε όλη τη διάρκεια μέχρι και το κλείσιμο. Το Ritual Lovers είναι ίσως το πιο μνημειώδες κομμάτι στη δισκογραφία τους. Πέρα από τις εκπληκτικές lead κιθάρες, είναι το πρώτο κομμάτι στο οποίο αφήνουν τη φωνή να λάμψει. Η φωνή της Shazzula σε αυτήν την εκτέλεση είναι περισσότερο αφηγηματική παρά μελωδική, θυμίζοντας τα τελετουργικά φωνητικά των Chelsea Wolfe και Jarboe. Σε μετέπειτα εκτελέσεις, ειδικά ζωντανά πλέον αφήνεται πολύ εντονότερα στο πάθος της στιγμής. Το L’Heure Noire είναι το κομμάτι στο οποίο το black metal στοιχείο κάνει πιο αισθητή την παρουσία του. Όλο το κομμάτι έχει μια αίσθηση ιεροτελεστίας. Η ψαλμωδια στο κλείσιμο έρχεται απλά για να επιβεβαιώσουν αυτό. Το ομώνυμο κομμάτι είναι το πιο drone και ψυχεδελικό του άλμπουμ. Εδώ οι Wolvennest φλερτάρουν έντονα με occult ήχους, και με φωνητικά αλά Diamanda Galas σαν κάλεσμα σε μαύρη τελετή . Οι κιθάρες από την άλλη είναι σχεδόν πνιγμένες μέσα στο reverb. Το The Gates ξεκινά αργά, και συνεχίζει με ένα μονολιθικό riff, και σταδιακά ανεβαίνει σε ένταση, ομοίως με το Silure χτίζει γύρω από το βασικό riff με διάφορα leads και πνιγμένες αφηγήσεις και φωνές με κορύφωση ένα εξεγερσιακό κάλεσμα και κλείσιμο σαν από Tangerine Dreams. Το άλμπουμ, όπως και όλα γύρω μας κλείνει με το La Mort, δηλαδή τον Θάνατο. Ένα μακροσκελές, επικό κομμάτι 17 λεπτών, που συνοψίζει τέλεια την ταυτότητα των Wolvennest. Κιθάρες γεμάτες distortion, ένα μνημειώδες βασικό riff, και αργό βασανιστικό χτίσιμο. Το Void είναι ένα από τα καλύτερα ατμοσφαιρικά metal άλμπουμ της δεκαετίας και κατάφερε να καθιερώσει τους Wolvennest ως ένα από τα πιο πρωτοποριακά σχήματα της ευρωπαϊκής extreme metal σκηνής.
Temple (2021)
Το Temple κυκλοφόρησε το 2021 και κατά την προσωπική μου άποψη είναι το πιο ολοκληρωμένο έργο των Wolvennest μέχρι σήμερα. H διάρκειες σταθερά ανεβαίνουν και εδώ έχουμε φτάσει πλεόν σχεδόν τα 80 λεπτά. Εδώ τελειοποίησαν την προσέγγιση του σκοτεινού, τελετουργικού ταξιδιού γεμάτο μυστικιστικές ατμόσφαιρες, επαναληπτικά riff και στοιχειωτικά φωνητικά. Καταφέρνει να είναι παράλληλα υπνωτικό χωρίς να είναι ούτε στο ελάχιστο βαρετό. Μυστικιστικό αλλά και αλλόκοτα γήινο. Αργόσυρτο αλλά απόκοσμα έντονο. Βαρύ αλλά αιθέριο. Ψυχεδελικό αλλά απόλυτα εστιασμένο. Εδώ οι Wolvennest εδραιώνουν πλήρως το ιδιαίτερο μουσικό τους ύφος. Βlack metal, doom, krautrock και ψυχεδέλεια όλα μαζί σε ένα τέλειο πακέτο. Σε σχέση με το Void, το Temple είναι πιο ατμοσφαιρικό, πιο βαθύ και πιο τελετουργικό και εστιάζει περισσότερο στη δημιουργία μιας υπνωτικής, πνευματικής εμπειρίας όμως παράλληλα τα metal στοιχεία είναι περισσότερα από ποτέ. Δεν ξέρω πως κατάφεραν να το κάνουν αυτό, όμως τους βγάζω το rancher καπέλο. Το άλμπουμ ανοίγει με το Mantra, ένα αργό, επιβλητικό κομμάτι σαν σε σκοτεινή ιεροτελεστία. Σαν έναν υπνωτισμό υπό το φως κεριών και υπό τους ήχους ενός εκπληκτικού βασικού riff. Τα φωνητικά μοιάζουν σαν την αφήγηση που θα περίμενα να κάνουν οι δαίμονες όταν καλωσορίζουν τον Πρωτοψάλτε (στρατηγική αλλαγή για να γλιτώσω καμιά μήνυση) στην Κόλαση. Ακολουθεί το Swear to Fire, με το black metal στοιχείο να επιστρέφει εδώ με πιο έντονα riff και απόκοσμα ψαλμωδικά φωνητικά. Η μουσική είναι μονότονα ρυθμική, θυμίζοντας τις καλύτερες στιγμές των Urfaust και Dark Buddha Rising. Το Dissappear βουτάει ολόκληρο μέσα στο ζωμό με το gothic και τους Sisters Of Mercy, και το Succubus βάζει και μια γερή δόση Fields Of The Nephilim σε αυτό το τσουκάλι. Εδώ κυριαρχούν τα βαθιά, αντρικά φωνητικά και οι υποτονικές παχιές μπασογραμμές. Ο King Dude ως καλεσμένος στο Succubus δίνει ρέστα με τη μπάσα φωνή του που μοιάζει σαν να έρχεται ευθύς από τη κοιλάδα των νεκρών. Όπως και ο προηγούμενος δίσκος, έτσι και το Temple κλείνει με Θάνατο. Στο Souffle De Mort η σκυτάλη είναι ξανά στα χέρια της Shazzula, η οποία ερμηνεύει τους στίχους σαν να εκτοξεύει κατάρες προς κάθε κατεύθυνση. Ξανά έρχονται όπως είναι λογικό εικόνες της Galas το μυαλό να τελεί σαμανικές λιτανείες, όπως και στο All that Black όσο αναφωνεί "I like darkness, darkness is beautiful!". Στα μάτια μου το Temple είναι το πιο γεμάτο και ολοκληρωμένο άλμπουμ των Wolvennest. Είναι, χωρίς αμφιβολία, ένας από τους πιο εντυπωσιακούς metal δίσκους των τελευταίων ετών, σκοτώνοντας κάθε αμφιβολία για το ότι οι Wolvennest ήρθαν για να μείνουν. Μπορεί το The Dark Path To The Light που ακολουθεί να τους έβαλε σε περισσότερα αυτιά, όμως συχνότερα με βρίσκω να γυρνάω εδώ.
The Dark Path to the Light (2023)
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας, οι περισσότεροι έμαθαν τους Wolvennest μέσω αυτού του δίσκου. Το The Dark Path to the Light , το τρίτο πρακτικά στούντιο άλμπουμ των Wolvennest αν θεωρήσουμε το ομότιτλο κάτι μόνο του, κυκλοφόρησε κοντά στο κλείσιμο του 2023. Η διάρκεια του άλμπουμ είναι περίπου 40 λεπτά, περίπου τα μισά από τον προκάτοχό του δηλαδή, με έξι κομμάτια που μαζί συνδέονται και προσφέρουν μια συνεκτική και ενιαία ακουστική εμπειρία. Είναι με μεγάλη σιγουριά ο πιο συμβατικός ηχητικά δίσκος τους και δεν είναι καθόλου παράδοξη η απότομη έκρηξη στη δημοτικότητα της μπάντας αμέσως μετά την κυκλοφορία του. Αν μπορούσα να περιγράψω τον δίσκο και μου επιτρεπόταν μονάχα ένας χαρακτηρισμός που να περιλαμβάνει ολόκληρο το νόημα του, τότε σίγουρα θα έλεγα πως είναι "Αν οι Behemoth έχτιζαν πάνω στο κλείσιμο του O Father O Satan O Sun ένα μυστικιστικό mural και έβαζαν μια ιέρεια να ψέλνει". Ο δίσκος ανοίγει με το Lost Civilizations, ένα θεωρητικά εισαγωγικό κομμάτι, που όμως άνετα στέκεται και μόνο του. Ακούγεται σαν επίσκεψη σε χαρτορίχτρα στην άγρια Δύση. Το Adversaries ακολουθεί σε μεγάλο βαθμό την έντονη επαναληπτική δομή, όμως καταφέρνει να έχει έντονη δυναμικότητα και κορύφωση. Τα βήματα μπροστά που έχουν γίνει στην παραγωγή είναι αλματώδη, και ο ήχος τους είναι πιο καθαρός από ποτέ. Στο The Timeless All And Nothing βρισκουμε μία Beauty and the Beast φωνητική προσέγγιση, σε μια από τις καλύτερες εκτελέσεις που έχουμε δει διαχρονικά. Ελπίζω μελλοντικά να καταπιαστούν ακόμα περισσότερο με αυτό το στυλ. Το ομώνυμο κομμάτι, είναι για μένα και το πιο καθηλωτικό του δίσκου. Ξεκινά σχεδόν σιωπηλά, με μια διακριτική μελωδία που σταδιακά δυναμώνει. Παραμένει μέχρι το κλείσιμο αργό, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ξέσπασμα. Μια μακρόσυρτη λυτρωτική τελετουργία. Το εξώφυλλο του δίσκου είναι σαν βγαλμένο από τον Εξορκιστή 2 και 4. Ατυχής σύγκριση δυστυχώς γιατί μιλάμε για δύο άθλιες ταινίες (3 αν μετρήσουμε και την δεύτερη εκδοχή του τέταρτου. Εξίσου άθλια, προχωράμε.). Είναι όμως πολύ φιλοδοξες και με ένα πολύ ενδιαφέρον setting γύρω από θεότητες της Μεσοποταμίας. Το case αυτό ενισχύεται από το ότι τα φωνητικά στο Accabadora είναι πολύ κοντά σε κάτι που θα μπορούσε να λέει ο Pazuzu. Ο Θάνατος παραμένει ένα καίριο σημείο αναφοράς στη θεματική των Wolvennest. Επίσημοι στίχοι δεν υπάρχουν ούτε σε αυτόν τον δίσκο, όμως μπορώ να πιάσω αρκετές αναφορές σε "mort" και εδώ. Άλλωστε όπως λέει και ο τίτλος του δίσκου, για να φτάσεις στο φως του τέλους, πρέπει πρώτα να διασχύσεις το σκότος.
Ίσως η πιο underexposed μπάντα της τελευταίας δεκαετίας. Δεν υπάρχει απολύτως κανένας σοβαρός λόγος που αυτή η κολεκτίβα δεν είναι ήδη headliner παντού. Καθαρά ακαδημαϊκή συζήτηση βέβαια, καθώς προσωπικά θεωρώ πως αυτό είναι προς το συμφέρον του κοινού. Οι Wolvennest είναι ένα συγκρότημα το οποίο σε μεγάλο βαθμό βασίζεται στην αμεσότητα και στη μετάδοση της αποπνικτικής τους ατμόσφαιρας, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια σε ένα κλειστό υποφωτισμένο περιβάλλον (και με εισιτήριο 25 ε; όχι 50-60-70-100. Όλα μετράνε). Live ακούγονται όσο κρυστάλλινα όσο και στο στούντιο. Ακούστε το live album τους ως ζωντανή απόδειξη όπως επίσης και τον δίσκο τους ως The Nest, που άνετα κοιτάει στα μάτια κάθε δουλειά της βασικής μπάντας. Αν αναλογιστεί κανείς και την επιπρόσθετη ατμόσφαιρα που κάθε ζωντανή τους εμφάνιση προσφέρει, τότε the stage is set για μια monumental εμπειρία. Μαζί τους οι Αθηναίοι Λάμδα, μια από τις πιο ιδιαίτερες avant-garde post rock μπάντες των τελευταίων ετών, όπου θα έχουμε την τύχη να τους δούμε σε ένα headline set. Το τελικό lineup το πλαισιώνουν οι Church of the Sea, που ομολογώ πως δεν είχα ακούσει πρότινως, όμως έμεινα μαλάκας με το Odalisque. Στις 22 Μαρτίου ετοιμαστείτε για μια βραδιά γεμάτη πορφυρό σκότος.