Μέχρι πολύ πρόσφατα, το να κάνει κανείς πράγματα μόνος του -από το να πάει μόνος σινεμά, να καθίσει κάπου ωραία για φαγητό ή να δει ένα live-, θεωρείτο κάτι το αξιοπερίεργο, το ασυνήθιστο, το εκκεντρικό. Και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θα βιάζονταν να χαρακτηρίσουν το άτομο που είχε τέτοιες συνήθειες αντικοινωνικό,  μοναχικό, ιδιόρυθμο, εσωστρεφές. Αισθάνομαι, ωστόσο, πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία τάση που θέλει να σπάσει αυτή την αρνητική προκατάληψη και το να κάνεις μόνος πράγματα (από να πας ένα μακρινό ταξίδι, μέχρι το να χορέψεις σόλο σε ένα rave) αναγνωρίζεται ως αναφαίρετο δικαίωμα του καθενός στην ψυχαγωγία, την αναζήτηση του εαυτού και, φυσικά, στην ψυχοθεραπεία. Μετά την life-affirming εμπειρία μου στο Glastonbury Festival φέτος (την οποία κατάθεσα εδώ και εδώ) θέλησα να μιλήσω με άλλες τρεις γυναίκες -διαφορετικών background, φάσεων ζωής και ηλικιών- που ταξίδεψαν και εκείνες μόνες φέτος, εκτός Ελλάδας, για να ζήσουν την εμπειρία μιας μεγάλης συναυλίας ή ενός φεστιβάλ. Ελπίζω μέσα από αυτό το κείμενο-κατάθεση ψυχής να καταφανεί πόσο ενδυναμωτική είναι μια τέτοια εμπειρία για μια γυναίκα, ανεξαρτήτως του αν είναι 27 ή 47, ή αν έχει καριέρα, σύντροφο, «σπίτι», παιδιά.

Η Βασιλική ταξίδεψε μόνη μέχρι το Λονδίνο για Arcade Fire και Killers

«Πηγαίνω επιλεκτικά σε συναυλίες πλέον, μόνο σε live καλλιτεχνών που γνωρίζω καλά και ξέρω ότι θα περάσω καλά -γύρω στα 7-8 τον χρόνο, υπολογίζω. Φέτος, στις αρχές του Ιουλίου ταξίδεψα μόνη μέχρι το Λονδίνο για να δω live (δύο διαφορετικές βραδιές) Arcade Fire και The Killers. Αρχικά ήταν ομαδικό το project, αλλά μέσα σε ένα εξάμηνο εφαρμόστηκε κατά γράμμα ο Νόμος του Μέρφι: Ό,τι μπορούσε να πάει στραβά, πήγε στραβά! Η παρέα αποδεκατίστηκε και έμεινα μόνη. Είχα ταξιδέψει πολλές φορές μόνη, αλλά όχι για συναυλίες. Αυτό το δοκίμασα πρώτη φορά. Απλώς δεν γινόταν να το χάσω. Έλεγα στους γύρω μου «OK, αν μπορέσω, θα πάω», μέσα μου όμως ήμουν αποφασισμένη να πάω ακόμη και σηκωτή γιατί ήξερα πόσο το είχα ανάγκη. Αν υπήρχαν άτομα στον περίγυρό μου που με αποθάρρυναν και διαφωνούσαν με την απόφασή μου; Η μαμά μου φυσικά! Ευτυχώς είμαι ενήλικη!

Μόνο ένα πράγμα με απασχολούσε πριν φτάσω: Το πώς θα γύριζα μόνη το βράδυ στο σπίτι μετά τις συναυλίες. Και τελικά ήταν πολύ εύκολο. Όλα ήταν πολύ εύκολα, μπήκα σε ένα mode πλήρους ανεμελιάς που είχα να ζήσω πολλά χρόνια. Και -για να πω την αλήθεια- δεν ήμουν σε όλο το ταξίδι μόνη, βρήκα ευκαιρία να συναντήσω και φίλους που ζουν εκεί. Και όχι απλώς δεν το μετάνιωσα, αλλά σκεφτόμουν συνεχώς πόσο πικρά θα το μετάνιωνα αν το ακύρωνα. Πέραν αυτού, εννοείται πως έκανα και νέες γνωριμίες. Από τις πιο ωραίες εμπειρίες στα live είναι η γνωριμία με άλλους fans. Βρίσκεσαι με ανθρώπους που δεν έχεις ξαναδεί ποτέ αλλά υπάρχει ήδη κάτι που σας συνδέει, κουβεντιάζετε σαν παλιοί φίλοι. Είναι μοναδική αυτή η αίσθηση «κοινότητας» που σου προσφέρει ένα (υγιές) fandom. Και ακριβώς επειδή ήμουν μόνη (και η αναμονή πολύωρη) ήμουν πιο ανοιχτή στο να μιλήσω με κόσμο.

Δεν ξέρω τι highlights να πρωτοξεχωρίσω από την όλη εμπειρία: Καταρχάς είδα δύο από τις καλύτερες συναυλίες της ζωής μου back to back και αν αυτό δεν είναι highlight τότε τι; Οι Arcade Fire έπαιξαν στο Brixton Academy, έναν ιστορικό και εξ ορισμού υποβλητικό χώρο. Ένα πραγματικά μυσταγωγικό live, «συλλεκτικό» και επετειακό για τα 20 χρόνια από την κυκλοφορία του θρυλικού Funeral. Για την μπάντα τι να πρωτοπώ, είναι γνωστό ότι είναι καθηλωτική. Το πιο συγκινητικό όμως, ήταν η συμμετοχή του κοινού σε ένα μαζικό sing-along που συνεχίστηκε ακόμη και μετά τη συναυλία, μέχρι έξω στον δρόμο.

Με τους Killers τώρα είναι αδύνατο να είμαι αντικειμενική, είναι το ψυχοθεραπευτήριό μου -και η αρχική αφορμή του ταξιδιού. Οπότε όλη η συναυλία τους ήταν αυτό που ξέρω και εμπιστεύομαι: 110 σαρωτικά λεπτά, 110% εγγυημένο fun και sing-along (και εδώ) μέχρι ολικής απώλειας φωνής. Και αν πρέπει οπωσδήποτε να ξεχωρίσω κάτι, ας πούμε ότι ήταν η guest εμφάνιση του Andy Bell των Erasure στο encore, όπου είπα: «Πάει, αυτό ήταν, θα μείνω επιτόπου!».

Τι θα ήταν διαφορετικό αν ήμουν με παρέα; Είναι απλό: Όταν είσαι μόνος, κάνεις ό,τι θέλεις. Θες να πας «κάγκελο»; Θες να μείνεις πίσω; Θέλεις να κατασκηνώσεις στην ουρά 2 μέρες πριν; (ΟΚ, αυτό δεν το έκανα) Θες να τη στήσεις μετά απ’έξω μήπως πετύχεις τη μπάντα; (Ούτε αυτό). Αποφασίζεις και πράττεις και δεν ρωτάς κανέναν. Αν ήμουν με παρέα θα τραγουδούσαμε όλοι αγκαλιά, θα πηγαίναμε μετά να φάμε βρώμικο και θα σχολιάζαμε μέχρι να εξαντληθούμε. Αλλά θα έπρεπε να πάρουμε και κοινές αποφάσεις και αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Επίσης, πηγαίνοντας πια πολλά χρόνια σε live έχω διαπιστώσει το εξής: Σε μία συναυλία δεν είμαστε ποτέ μόνοι και... είμαστε πάντα μόνοι. Θέλω να πω, ο καθένας μας βιώνει το live διαφορετικά, έχει τα δικά του αγαπημένα κομμάτια, ξεχωρίζει διαφορετικές στιγμές. Παράλληλα όμως, όπως είπα και πιο πάνω, υπάρχει αυτή η μοναδική αίσθηση κοινότητας. Βρισκόμαστε όλοι στον ίδιο χώρο για τον ίδιο σκοπό, τραγουδάμε τους ίδιους στίχους, έχουμε έναν κοινό κώδικα ισχυρό και συναισθηματικό.

Δεν γνωρίζω αν το «πηγαίνω μόνος/-η σε ένα live, μια προβολή, ένα dj set» γίνεται σιγά-σιγά τάση, η αλήθεια είναι ότι μας σπρώχνει και η ανάγκη να το κάνουμε. Όσο περνούν τα χρόνια γίνεται όλο και πιο δύσκολο να συγχρονιστείς με τους φίλους σου. Αλλά είναι πραγματικά κρίμα και άδικο να χάνεις εμπειρίες επειδή δεν έρχεται κανείς μαζί σου. Στην Ελλάδα έχουμε και ένα θεματάκι με το πρότζεκτ “solo” γενικά. Στα μάτια του Έλληνα, ο «μόνος», είτε σε εστιατόριο είτε σε συναυλία είτε σε παραλία, είναι ένας καημενούλης που δεν έχει φίλους και βγάζει βόλτα τη μοναξιά του. Ε, αυτό πρέπει να το ξεπεράσουμε, ασυζητητί.

Σε όσους δεν έχουν ταξιδέψει ποτέ μόνοι θα πρότεινα να τεστάρουν τα νερά σε κάποιο εγχώριο live και να δουν πώς θα πάει. Για όσους έχουν κάνει έστω και ένα ταξίδι μόνοι και είναι ΟΚ με αυτό, το συστήνω ανεπιφύλακτα. Για εμένα ήταν μία πραγματικά ονειρεμένη και απελευθερωτική εμπειρία και δεν βλέπω την ώρα να την ξαναζήσω!»

H Terselle πήγε μόνη στο Dour Festival, σε ένα χωριό στα σύνορα Γαλλίας και Βελγίου

«Δεν πηγαίνω σχεδόν καθόλου σε συναυλίες -και ζητώ συγγνώμη γ’ αυτό από συναδέλφους μου καλλιτέχνες, δείχνω support με διαφορετικούς τρόπους- πηγαίνω όμως σε rave. Φέτος σκέφτηκα να ζήσω την raving εμπειρία και στο εξωτερικό και τον Ιούλιο ταξίδεψα μέχρι το Dour, στα σύνορα Γαλλίας και Βελγίου, για το Dour Festival.  Είχα τάσεις φυγής εδώ και καιρό, αλλά ήμουνα πολύ προσηλωμένη στη δουλειά και την εξέλιξη μου όποτε προσπαθούσα να μη χάσω το focus. Μια μέρα είδα τυχαία κάπου το line up του φεστιβάλ και για κάποιο λογο από την πρώτη στιγμή ένιωσα ότι είμαι έτοιμη για την πρώτη μου απόδραση. Ήθελα εξ αρχής να πάω μόνη, δεν θα έβρισκα παρέα έτσι και αλλιώς. Ποιος θα κλείσει εισιτήρια 5 μέρες πριν το φεστιβάλ; Τέτοια είμαι!

Ήταν η πρώτη φορά που τόλμησα κάτι τέτοιο. Μουσικά, πηγα στοχευμένα για τους Hyperdub και τον Sega Botega. Προσωπικά , νιώθω πως βαρέθηκα να αντιμετωπίζω challenges locally, δεν μου κάνει τίποτα πλεον εντύπωση, όποτε θελω να χαθώ στο άγνωστο, χωρίς να μπορώ τα ελέγχω όλα. Θέλω να μπω στα παπούτσια πολύ διαφορετικών από μένα ανθρώπων, αλλά με αληθινό και προσγειωμένο τρόπο, ενώ μοιραζόμαστε το ίδιο κουτάλι ή πίνουμε από το ίδιο μπουκάλι. Και ένα μουσικό φεστιβάλ μου φάνηκε μια ωραία ευκαιρία να το ξεκινήσω. Κολύμπησα και στα νερά της μουσικής σκηνής της δυτικής Ευρώπης, όπου ενιωθα πιο άνετα απο ποτέ. Ωστόσο αν δεν ήταν το φεστιβάλ, θα ήταν κάτι αλλο.

Το είπα μόνο σε πολύ κοντινά μου άτομα οτι θα πάω. Αμα δεν με ενθαρρύνανε αυτοί, τότε ποιος; Όταν έφευγα, άφησα stand by μερικές μεγάλες αποφάσεις στην Αθήνα. Δεν πήρα τίποτα μαζί μου εκτός από το ημερολόγιο όπου έγραφα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και το κινητό, το οποίο ξέχασα κάποια στιγμή ότι υπάρχει. Ήθελα να καθαρίσω τις σκέψεις μου, και τα κατάφερα.

Με το που έφτασα εκεί, όχι, δεν είχα δυσκολίες στα αλήθεια -να γκρινιάζω για τις καταστάσεις που προκαλώ η ίδια δεν έχει νόημα. Όλα τα έβλεπα σαν challenges και περιπέτειες. Μοναξιά ένιωσα μόνο μια φορά: δεν έκατσα όλο το φεστιβάλ, έφυγα νύχτα γιατί πετούσα το πρωί. Καθώς προσπερνούσα όλα τα ατελείωτα χωράφια μόνη, με τη σκηνή στα χέρια, και η μουσική εξαφανιζόταν, εκείνη τη στιγμή ξέσπασα σε κλάματα.

Αν γνώρισα κόσμο εκεί; Είμαι επαγγελματίας στο να κάνω switch από introvert σε extrovert και ανάποδα. Με φιλοξένησε στο «σπίτι» της μια multi cultural παρέα από Ελβετία, Γαλλία και Ολλανδία. Κάναμε τρελό bonding και μου αρκούσε αυτό. Όλο το φεστιβάλ το βίωσα σαν ένα μεγάλο highlight, αλλά αν πρέπει να ξεχωρίσω μια στιγμή, θα ήταν το πόσο γελούσε ο Κode9 όταν έριχνα κάτι ουρλιαχτά στα transitions. Όταν ενθουσιάζομαι, γίνομαι επικίνδυνη!

Τι θα ήταν διαφορετικό αν ήμουν με παρέα; Μου κάνει καλό όταν βασίζομαι 100% στον εαυτό μου και δεν περιμένω βοήθειες, εξελίσσομαι έτσι και μαθαίνω πιο γρήγορα. Θεωρώ και την λέξη σόλο πολύ hot χαχα. Αλλά το πιο ωραίο είναι πως δεν ένιωθα τύψεις επειδή κουβάλησα κάποιον στην πρώτη σειρά ενός stage που βαράει hardcore jungle στις 3 το πρωί.

Γενικά το «πηγαίνω μόνος/-η σε ένα live, μια προβολή, ένα dj set» δεν το θεωρώ τόσο σημαντικό θέμα για να ασχοληθώ μ’αυτό κοινωνικά. Νομίζω πρέπει να σταματήσουν οι άνθρωποι να νομίζουν ότι η γη γυρνάει γύρω απ’αυτούς. Στην τελική, είναι πολύ απλό: Η ζωή θέλει παρέα. Άμα θέλεις να κάνεις πράγματα μόνος, μάθε να είσαι ο καλύτερος σου φίλος!»

Η Ειρήνη πήγε μόνη της στο Best Kept Secret στην Ολλανδία

«Είναι δυνατόν να χάσω ένα live που θέλω πάρα πολύ να δω, επειδή δεν έχω παρέα; Δε θυμάμαι πόσες φορές έχω ξεστομίσει αυτή τη φράση, θυμάμαι όμως αυτή τη νοοτροπία σφηνωμένη στον πυρήνα μου σχεδόν από πάντα. Όταν λες κάτι τέτοιο οι αντιδράσεις που λαμβάνεις ποικίλουν, με κοινό παρονομαστή την αίσθηση θαυμασμού που υπάρχει στον αέρα. Μένω στο εξωτερικό εδώ και 2 χρόνια πλέον. Όποιος έχει υπάρξει συνοδοιπόρος αυτής της εμπειρίας, γνωρίζει πάρα πολύ καλά, το πόση μοναξιά / μοναχικότητα (οι εμπειρίες ποικίλουν, ως γνωστόν, αναλόγως πώς τις βιώνουμε) εμπεριέχει μια τέτοια μετάβαση στη ζωή. Αν το να βρεις κάποιον για να πας για καφέ έχει λέβελ δυσκολίας 1-2 ας πούμε, το να βρεις άτομο να πας σε ένα live (εντάξει, μεταξύ μας, σίγουρα όχι ένα) παίρνει τουλάχιστον διπλασιαστικό παράγοντα. Που θέλω να καταλήξω; Έχω πάει σε πάρα πολλά live μόνη μου, ναι. Τα έχω απολαύσει όλα; Σίγουρα όχι. Έφταιγε που δεν είχα παρέα; Δεν θα μάθουμε ποτέ. Όταν κατακτάς μια πίστα, θέλεις να πας στην επόμενη. Ποια είναι λοιπόν η Μέκκα των μουσικόφιλων; Τα φεστιβάλ.

«Εντάξει να πας μόνη σου σε ένα live, αλλά σε φεστιβάλ δεν ξέρω αν θα το έκανα, μπράβο σου», είναι μία εκ των δημοφιλέστερων απαντήσεων στην ανακοίνωση αυτή. Ο δικός μου περίγυρος, λίγο επειδή με ξέρει, λίγο επειδή ταυτιζόμαστε, όχι μόνο δεν εξεπλάγη, αλλά το θεώρησε και την πιο φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, όταν το σχέδιο του να πάω στο Best Kept Secret Festival με παρέα και σκηνή, ναυάγησε.

Μετά από αρκετά logistics, ενθάρρυνση, και mood swings, βρίσκομαι εκεί. Τι είναι όμως το εκεί θα μου πείτε καταρχάς. Το Best Kept Secret είναι ένα από τα πιο δημοφιλή indie ευρωπαϊκά φεστιβάλ (Radiohead, Arcade Fire και Aphex Twin ήταν κάποιοι από τους headliners των τελευταίων ετών), παρόμοιο με το Rock Wechter ή το Primavera, όχι τόσο σε έκταση, όσο σε νοοτροπία. Χωρίς να έχω επισκεφθεί κάποιο από τα υπόλοιπα, λέω με απόλυτη σιγουριά, πως το Best Kept Secret είναι μια άχαστη εμπειρία. Είναι που βρίσκεται στην καρδιά ενός δάσους με τα stages και το camping να εκτείνονται περιμετρικά μιας λίμνης; Είναι ότι βιώνεις ολόκληρη την εμπειρία χωρίς να στερείσαι τίποτα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ, γλιτώνοντας το FOMO των clashes (live που πραγματοποιούνται την ίδια ώρα), και τις τεράστιες αποστάσεις; Είναι ο κόσμος που περιλαμβάνει κυρίως hipster intellectual τυπάκια με μέσο όρο ηλικίας 25-40; Δεν έχω καταλήξει τι είναι, ξέρω όμως πως η απόφαση να μην πάω κόντρα στις αναποδιές και να μην κάψω το σχέδιο του να πάω ακόμη και αν χρειαζόταν κάποιες προσαρμογές, μου χάρισε μερικές από τις πιο συναρπαστικά αξέχαστες εμπειρίες της ζωής μου.

Θέλω να παραθέσω εδώ μια unpopular opinion, που δεν ξέρω ίσως και να έχει γίνει περισσότερο popular τα τελευταία χρόνια. Το να κάνεις πράγματα με την παρέα σου και τους ανθρώπους που αγαπάς είναι ανεκτίμητο, δεν χρειάζονται νομίζω παραπάνω επεξηγήσεις εδώ. Το να κάνεις όμως πράγματα μόνος σου είναι αυτό που θα σε εξελίξει. Και όχι δεν το λέω με καμία διάθεση life coach, το λέω περισσότερο ως ένα πολύ βαθύ προσωπικό gut feeling. Όταν είσαι μόνος σου (λαμβάνοντας πάντα υπόψη βέβαια και την προσωπικότητα του καθενός), αυτομάτως γίνεσαι πολύ πιο ανοιχτός, και αυτό είναι κάτι που, ασυνείδητα κυρίως, εκπέμπεις στους γύρω σου. Είναι σαν να αυξάνεις αυτομάτως επί 10 τις πιθανότητες να ζήσεις μια περιπέτεια. Η μοναξιά και η ελευθερία είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αλλά το καλό με αυτό το νόμισμα είναι ότι μπορείς μέχρι κάποιο σημείο να ελέγξεις σε ποια μεριά θα σταθεί. Υπάρχει πάντα ο παράγοντας της τύχης, αλλά μετά από αυτές τις μέρες, ένιωσα περισσότερο από ποτέ στο πετσί μου, τη φράση «η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς» .

Εγώ αγαπώ τα live και τη μουσική, κάτι που θεωρώ πως δεν χρειάζεται να εξηγήσω λαμβάνοντας υπόψη πού δημοσιεύεται το συγκεκριμένο άρθρο. Πως μπορείς λοιπόν να είσαι μόνος σου όταν βρίσκεσαι σε ένα χώρο και μάλιστα σε μια μικρή κοινότητα όπου μοιράζεσαι το ίδιο πάθος με τόσου εκατοντάδες ανθρώπους; Ένα live, don't get me wrong, είναι κατά βάση μια ατομική εμπειρία. Όταν ακούς έναν καλλιτέχνη που σε έχει κάνει να ανατριχιάσεις/ κλάψεις/ ξεσηκωθείς δεκάδες φορές στα ακουστικά σου, εκείνη τη στιγμή πραγματοποιείται μια συνομιλία και απελευθερώνεται μια ενέργεια που μοιράζεσαι με όλον τον κόσμο γύρω σου, με τον οποίον έχετε apriori κάτι που σας δένει, και ας είναι για εκείνο το δευτερόλεπτο / λεπτό / ώρα -δεν χρειάζεται όλα στη ζωή να έχουν διάρκεια.

Από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου σε αυτό το φεστιβαλικό δάσος, άρχισα να εκκρίνω ντοπαμίνη με ρυθμούς μεγαλύτερους από όσο μπορούσα να μεταβολίσω. Η ντοπαμίνη είναι μια ορμόνη και οι ορμόνες διαχέονται στον αέρα, είναι κάτι σαν ερωτικό κάλεσμα, απέναντι σε ανθρώπους που τους λες «Eίμαι εδώ, έλα το ζήσουμε μαζί!». Και αυτό συνήθως έρχεται. Για μένα ήρθε, καθώς γνώρισα μια ολόκληρη παρέα, οι οποίοι έγιναν οι φεστιβαλικοί μου φίλοι για το τριήμερο. Το πιο όμορφο με αυτές τις εμπειρίες, είναι πως με αυτούς τους ανθρώπους, ακόμη και αν δεν ξαναμιλήσεις ποτέ, ακόμη και αν δεν ξέρεις τις πιο βαθιές τους ανησυχίες ή πως πίνουν τον καφέ τους (ίσως ούτε και τα ονόματα τους για να είμαστε ειλικρινείς) θα έχετε μοιραστεί για πάντα κάτι μοναδικό, θα είσαι πάντα μέλος αυτής της εμπειρίας, κάποτε θα μοιραστήκατε μια κοινή έκρηξη ντοπαμίνης. Αυτό που παρατήρησα περισσότερο όταν γνώρισα αυτή την παρέα, ήταν πόσο πολύ αυτοί οι άνθρωποι (Βορειοευρωπαίοι με μέσο όρο 3-4 solo travels ο καθένας τους) με έκαναν να αισθανθώ σαν ένα εξωτικό πλάσμα, τονώντας μου τρομερά την αυτοπεποίθηση μετά από την 10η φορά που άκουσα «Ουάου, ήρθες στο φεστιβάλ μόνη σου, αυτό είναι φανταστικό!». Ο κόσμος εκτιμάει τη σπίθα στους άλλους και ιντριγκάρεται από κάτι που ίσως εκείνος ακόμη δεν κατέχει. Μας γοητεύει το άγνωστο, αν το καλοσκεφτείτε.

Μετά από πάρα πολλές ώρες ασταμάτητης εναλλαγής συναισθημάτων και έξαρσης όλων των αισθήσεων, αν μπορώ να συνοψίσω κάπως όλη την εμπειρία, ένιωθα πιο ζωντανή από ποτέ. Στο τρένο του γυρισμού, έβαλα τα κλάματα. Ένιωθα πιο δυνατή από ποτέ. Γιατί τα κατάφερα. Λένε ότι τίποτα δεν σου αυξάνει περισσότερο την ντοπαμίνη από το να καταφέρεις ένα στόχο. Μετά ξερνούσα αισιοδοξία στους γύρω μου για μέρες. Να πηγαίνετε σε φεστιβάλ (αν θέλετε) ακόμη και αν δεν έχετε παρέα (κυρίως έτσι καμιά φορά) και σας εγγυώμαι πως ό,τι ζήσετε εκεί, θα μείνει πάντα φωλιασμένο μέσα σας. Και αυτό, δεν είναι καθόλου ένα καλά κρυμμένο μυστικό.»

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured