Είναι πλέον αρκετά δύσκολο για τον μέσο θεατή, να επενδύσει σοβαρά χρόνο και φαιά ουσία σε οτιδήποτε σχετίζεται με το ταλαιπωρημένο franchise του Star Wars: το αχρείαστο Kenobi είπε ένα απογοητευτικό “Hello there” σε εκείνους που περίμεναν διακαώς την επιστροφή του Ewan McGregor στη σειρά, το Mandalorian ξεφούσκωσε απότομα μετά το πέρας της 2ης του σεζόν, κανένας δεν θυμάται την ύπαρξη του The Book of Boba Fett, ενώ η Ahsoka (αν και εμφανώς ανώτερο τηλεοπτικό προϊόν σε κάθε του επίπεδο, συγκριτικά με τις προαναφερθείσες σειρές) ήταν μια εμπειρία ελαφρώς δυσπρόσιτη, για κάποιον που δεν είχε ποτέ επαφή με τα animated Clone Wars και Rebels. Για τη sequel κινηματογραφική τριλογία δε, η οποία και ξεκίνησε με το αριστερό τη Disney εποχή του franchise, δεν χρειάζεται να ειπωθούν και πολλά – η αντιμετώπισή της ως κάτι που κανένας δεν θέλει να μιλάει για αυτό (ακόμα και σήμερα) καθιστά σαφές ότι απέτυχε στο σκοπό της και τρόπο τινά ευθύνεται για τις αποφάσεις που καθόρισαν τη σημερινή αμφιλεγόμενη ταυτότητα του Disney-ικού Star Wars.

Σημαντικό ρόλο βέβαια στην τωρινή εικόνα του πάλαι ποτέ μεγαλύτερου κινηματογραφικού saga παγκοσμίως έπαιξε και η σταδιακή απώλεια της μοναδικότητας του «Γαλαξία πολύ πολύ μακριά…» στο pop στερέωμα -με τον διαρκή βομβαρδισμό νέου περιεχομένου από την Disney, σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την επένδυση των τεσσάρων δισεκατομμυρίων που έκανε στον George Lucas το 2012, για την αγορά του αγαπημένου του «παιδιού». Η μοναδική παραγωγή που δικαιολόγησε τον θόρυβο γύρω από το όνομά της υπήρξε το αντισυμβατικό Andor (Avopolis review) (κατ’ επέκταση του Rogue One, της επίσης μοναδικής κινηματογραφικής παραγωγής Star Wars επί Disney, που ο κόσμος αποδέχθηκε αυτοστιγμεί).

Το πολύ-αναμενόμενο The Acolyte της Leslye Headland (Russian Doll) έρχεται με μια ala The Last Jedi νοοτροπία για να ανακατέψει την τράπουλα και να πάει το πιο μυθολογικό κομμάτι του franchise σε νέα, πιο σύνθετα μονοπάτια – καθώς μας πηγαίνει σε έναν Γαλαξία 100 χρόνια πριν το The Phantom Menace και την ακμή του Τάγματος των Jedi, όπου ένας μυστηριώδης μασκοφόρος εμφανίζεται από τις σκιές για να ταράξει την ισορροπία, με όπλο του δύο δίδυμες κοπέλες και μια σκοτεινή ιστορία συγκάλυψης που έλαβε χώρα 15 έτη πριν. Δυστυχώς, σε γενικές γραμμές το The Acolyte πέφτει θύμα μιας κάκιστης σεναριακής υλοποίησης των βασικών του ιδεών, μιας πολύ κακής παραγωγής και μιας πρωτοφανούς -ακόμα και για τα χαμηλά standards του franchise- κακής διαχείρισης ηθοποιών σε κομβικούς ρόλους . Όλα τα παραπάνω από την άλλη, παραδόξως δεν «χτυπάνε» το ίδιο με τα αρνητικά στοιχεία πχ. του Kenobi, το οποίο ήταν και μια εντελώς στείρα απόπειρα αφαίμαξης του star quality των πρωταγωνιστών και των iconic χαρακτήρων τους, αλλά αφήνουν μια γλυκόπικρη γεύση στο φινάλε – καθώς συνολικά, στο The Acolyte διαφαίνεται ξεκάθαρα η πρόθεση για κάτι ενδιαφέρον που χωλαίνει τελικώς στην πράξη.

Η σειρά είναι, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, σκηνοθετημένη εντελώς άχρωμα και διεκπεραιωτικά, με μόνο τις χορογραφίες των μαχών να ξεχωρίζουν ως οι καλύτερες ίσως που έχουμε δει, μετά από εκείνες της prequel τριλογίας -homage σε ταινίες όπως Crouching Tiger and Hidden Dragon ή το σινεμά των αδερφών Shaw. Η αδυναμία δημιουργίας «μεγάλης» εικονογραφίας είναι κάτι που δεν περνά απαρατήρητο -σε ένα franchise ειδικά όπως αυτό του Star Wars- ενώ η ροή των επεισοδίων ποτέ δεν βρίσκει τον σωστό ρυθμό και αποδεικνύεται ανεπαρκής στο να κρατήσει πάντα ψηλά το ενδιαφέρον του θεατή. Σε αυτό έρχεται να συνδράμει αρνητικά και η προβληματική γραφή της σειράς, η οποία κατορθώνει να κάνει αρκετούς διαλόγους του George Lucas στα prequels να μοιάζουν με ρήσεις από γραπτά του William Shakespeare. Δεν είναι μονάχα οι αφύσικοι και ξύλινοι διάλογοι αλλά και μια προφανέστατη αδυναμία της Headland να νιώσει άνετα μέσα στο σύμπαν του Star Wars και να προσαρμόσει την γραφή της σε εκείνο -ή ακόμα καλύτερα, να επιχειρήσει το αντίθετο.

Στο υποκριτικό σκέλος, χαρακτηριστικό παράδειγμα κακής καθοδήγησης ηθοποιών είναι η πρωταγωνίστρια της σειράς Amandla Stenberg, η οποία αδυνατεί να σηκώσει στις πλάτες της τον κομβικό διπλό ρόλο που υποδύεται. Το κακογραμμένο σενάριο αλλά και η προβληματική κεντρική σκηνοθετική οδηγία την χαντακώνουν σημαντικά, ενώ παράλληλα η ίδια πασχίζει να δώσει το ελάχιστο συναισθηματικό βάρος που χρειάζονται οι χαρακτήρες της για να δουλέψουν. Από κοντά και η ταλαντούχα Daphne Keen (Logan, His Dark Materials), η οποία μοιάζει διαρκώς σαν ένα ξύλινο ανδρείκελο του εαυτού της. Στον αντίποδα, οι Lee Jung-jae και Manny Jacinto δίνουν πειστικές ερμηνείες και δείχνουν να μπορούν να ανταπεξέλθουν απέναντι στο αναιμικό σενάριο και την επίσης προβληματική αντιμετώπιση των χαρακτήρων τους. Ειδικά ο δεύτερος, ενώ ξεκινάει πολύ αδύναμα, σταδιακά κλέβει τις εντυπώσεις και καταλήγει ίσως ο πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας της σειράς. Κάπου στα μισά «καίγεται» και το μεγάλο χαρτί που ακούει στο όνομα Carrie-Anne Moss, σε ένα ρόλο μικρής σχετικά διάρκειας που δεν της επιτρέπει να λάμψει παρά ελαχίστων στιγμών.

Σε επίπεδο παραγωγής, τα κουστούμια και το make up που χρησιμοποιούνται (και παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανασύσταση μιας εποχής που δεν έχει εξερευνήσει ποτέ το τηλεοπτικό ή κινηματογραφικό Star Wars) δεν δικαιολογούν το budget της σειράς, ενώ το ίδιο συμβαίνει με τα φτηνά σκηνικά και την εντελώς ερασιτεχνική χρήση ψηφιακών μέσων (ο Coruscant ειδικά, μοιάζει σαν να έχει ξεπηδήσει από fan made video του youtube). Ούτε όμως η μουσική λειτουργεί υπέρ μιας οποιαδήποτε συναισθηματικής ταύτισης με τη σειρά, καθώς απουσιάζουν όλα τα κλασσικά θέματα του saga – χωρίς να χρησιμοποιείται καν η προσέγγιση Kevin Kiner (με νέα θέματα, τα οποία είναι ελαφριές εξελίξεις ή παραλλαγές των παλαιότερων κλασσικών θεμάτων του John Williams).

Στο κομβικό τέταρτο επεισόδιο, το The Acolyte δείχνει να βρίσκει την ταυτότητά του και αρχίζει να πατάει στα πόδια του, επιχειρώντας να δημιουργήσει μια τομή στο υπάρχον lore και να συνδέσει κάπως τη μυθολογία του με πιο γνωστά θεματικά concepts περί Δύναμης. Ο επαναπροσδιορισμός του lore που επιχειρεί είναι μια ιδέα πολλαπλών ερμηνειών και αρκετά ενδιαφέρουσα στη θεωρία, ο τρόπος όμως με τον οποίο ξεδιπλώνεται πάσχει -και μοιραία καταρρέει. Η σύνδεση σημαντικών γεγονότων και προσώπων μεταξύ τους είναι άτσαλη, υπερβολικά παιδική σε στιγμές εκ φύσεως πιο ενήλικες και πολύ άκομψα αποστασιοποιημένη από τη γενικότερη υφολογία του saga. Σαν να φωνάζει σε κάθε σκηνή ότι θέλει να είναι κάτι διαφορετικό - χωρίς ποτέ αυτό να μοιάζει κερδισμένο.

Ο κατεξοχήν αρμόδιος σε ζητήματα Star Wars-ικής κοσμογονίας Dave Filoni των Clone Wars/Rebels/Ahsoka έχει τον τρόπο του, ενώ από την άλλη ο Gilroy του Andor κατάφερε να χωρέσει πετυχημένα ένα, επίσης αρκετά ετερόκλητο, προσωπικό όραμα σε ένα παγιωμένο σύμπαν -διευρύνοντάς το με τρόπο λειτουργικό και χωρίς αυτό το όραμα να μοιάζει ποτέ παράταιρο. Αυτό που μοιράζονται οι δυο προαναφερθέντες δημιουργοί είναι η προσωπική «στάμπα» και το ειδικό βάρος του ονόματός τους. Στο The Acolyte, οι συντελεστές δεν δείχνουν δυστυχώς να έχουν την απαραίτητη δημιουργική ενόραση για κάτι τόσο σημαντικό και μεγαλόπνοο -που θα ενσωματωθεί και λειτουργικά στην μυθολογία του Star Wars. Ακόμα και το Rashomon effect που χρησιμοποιούν σαν αφηγηματικό εργαλείο -και στα χαρτιά φαντάζει μια πολύ ωραία και ταιριαστή ιδέα- γίνεται με τρόπο εντελώς anti-climactic και πρόχειρο, που περισσότερο αποπροσανατολίζει παρά εντείνει το μυστήριο ή την ένταση των γεγονότων.

Συνοψίζοντας, δυστυχώς το The Acolyte ένα συνονθύλευμα μετριότατης τηλεόρασης σε όλο το φάσμα παραγωγής και εκτέλεσης, με περιστασιακές εκλάμψεις που δεν καταφέρνουν να διασώσουν το τελικό αποτέλεσμα. Τα διάφορα δομικά και εκτελεστικά προβληματικά στοιχεία της σειράς είναι εκείνα που την χαρακτηρίζουν ως απογοητευτική – και σίγουρα όχι το αν πχ. ένα παιδί έχει 2 μητέρες, εάν είναι μαύρο και παρόμοια προβληματικά πράγματα που μπορεί δυστυχώς να διαβάσει κανείς ελεύθερα στις -όχι-και-τόσο- σκοτεινές γωνιές του διαδικτύου.  Αν η Leslye Headland έμενε στο κομμάτι του storytelling και πλαισιωνόταν από έναν δημιουργό επιπέδου Gilroy ή Filoni, πιθανότατα θα μιλούσαμε για άλλη σειρά – και αυτό είναι σε τελική ανάλυση το κρίμα γύρω από το The Acolyte: μια ενδιαφέρουσα και με αρκετές προοπτικές κεντρική ιδέα, εκτελεσμένη λανθασμένα με κάθε πιθανό τρόπο.

;

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured