Η πρώτη φορά που ο κινηματογραφικός φακός συνάντησε το άθλημα της πυγμαχίας, ήταν το 1894 στον αγώνα των Jack Cushing και Mike Leonard. Το κάτω του ενός λεπτού φιλμικό αποτέλεσμα υπήρξε και η απαρχή μιας σχεδόν ερωτικής σχέσης μεταξύ κινηματογράφου και μποξ, καθώς το δημοφιλές άθλημα συνδέθηκε όσο κανένα άλλο με το σινεμά -οδηγώντας το δεύτερο να δημιουργήσει ένα ολόκληρο genre για το πρώτο, μπολιάζοντας όλα τα υπόλοιπα αθλήματα κάτω από τη γενικότερη “sports movie” ταμπέλα. Το άθλημα του μποξ άσκησε μια πρωτοφανή γοητεία, κυρίως ως αφηγηματικό όχημα ανάπτυξης ιστοριών που παρέπεμπαν σε μια πολύ ευδιάκριτο συγκρουσιακό δίπολο χαρακτήρων, καθώς και έναν πολύ καλά οχυρωμένο υπαρξισμό -ο οποίος έμοιαζε πάντα να καρτερούσε τη στιγμή που θα ξέσπαγε επί οθόνης, για να δώσει μια διαφορετική διάσταση στις σωματικές χορογραφίες ιδρώτα και αίματος που λάμβαναν χώρα εντός των στενών διαστάσεων ενός ring.
Αν όλο αυτό στο τέλος είχε απώτατο σκοπό κάποιο ψυχαγωγικό υπερθέαμα, μια ενδοσκόπηση των επιμέρους γωνιών της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης ή μια πολιτική/κοινωνική δήλωση, ήταν πάντα στο χέρι των δημιουργών και συντελεστών της εκάστοτε ταινίας.
Υπάρχουν εκείνες οι πυγμαχικές ταινίες που μοιάζουν με διαφήμιση γυμναστηρίων, ειδών πυγμαχικής ένδυσης και ενεργειακών ποτών, όπως υπάρχουν και αυτές που αυτοσκοπός τους είναι η ανάδειξη μιας μάτσο συντηρητικής κοινωνίας που σε β’ βαθμό προσπαθούν να πετύχουν την pop ανάδειξη του μπουκέτου σε μια απενοχοποιημένη απόλαυση με βάση το ένστικτο -και όχι απαραιτήτως με το μυαλό. Υπάρχουν εκείνες οι πυγμαχικές ταινίες επίσης, που επιχειρούν μια προσαρμογή του περιεχομένου τους στην εποχή και στις συνθήκες που διαδραματίζονται, με ένα ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο να ορίζει τα όριά τους. Υπάρχουν και αυτές που η επιθετικότητα μαζί με τη σκληρή και βίαιη φύση του ανθρώπου, βρίσκουν αντίπαλο στα άγχη, τις φοβίες, τα κόμπλεξ και τις πιο σκοτεινές παρυφές της ψυχής και του μυαλού, με αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές μια μάχη μέσα στη μάχη - όπου οι μύες συγκρούονταν για κάτι που ξεπερνάει το σώμα και μετατρέπεται σε μάχη πνευμάτων.
Οι αγαπημένες, όμως, πυγμαχικές ταινίες διαχρονικά είναι εκείνες που συνδέουν τη μάχη του ring με τη μάχη απέναντι σε δυνάμεις που δεν κατονομάζονται με άμεσο τρόπο, όπως ο καπιταλισμός, η βιομηχανία του θεάματος και η γενικότερα οριζόμενη ως κοινωνική αδικία. Σε εκείνες, αξίες όπως η αξιοπρέπεια και η αυτοεκτίμηση ενώνονται, με τρόπο εθιστικά παράδοξο, με πρωτόλεια ανθρώπινα χαρακτηριστικά και την επιθετική επιβολή του νόμου του δυνατού, σε μια μάχη της οποίας η τελική κατάληξη αποτελεί συνήθως μια δικαίωση της μονάδας έναντι του συστήματος. Μια νίκη φιλοσοφιών που έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την ικανοποίηση της λαϊκής απαίτησης και την ενδυνάμωση της προλεταριακής συνείδησης.
Η αμεσότητα των boxing dramas σαν μέσο προώθησης και κορύφωσης των θεματικών που πραγματεύονται, όπως και η εγγενής αγάπη του κοινού για μια καλή ιστορία χαρακτήρων, τοποθετημένων στο επίκεντρο ενός κατεξοχήν λαϊκού αθλήματος, είναι στοιχεία που βοηθούν αυτές τις ταινίες να επιστρέφουν διαρκώς ανά τα χρόνια -ανατροφοδοτώντας διαρκώς την ανάγκη του κοινού για ένα καλό, αρχετυπικό και αλληγορικό underdog story πυγμαχικών κινηματογραφικών αγώνων. Το ίδιο το άθλημα, πλέον δείχνει να έχει γίνει μικρότερο από την κινηματογραφική ιστορία που το περιβάλει, καθώς όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το κινηματογραφικό genre των boxing dramas έχει αγγίξει μια μυθολογία αντίστοιχη με εκείνη των πχ. ταινιών thriller ή science fiction, ενώ το ετερόκλητο κοινό που δείχνει να λατρεύει αυτές τις ταινίες φαίνεται να είναι αριθμητικά κατά πολύ ανώτερο από εκείνο των πραγματικών πυγμαχικών events -χωρίς πιθανότατα να έχει παρακολουθήσει πάνω από μισό πραγματικό ματς στη ζωή του.
Φέτος λοιπόν, με την επιστροφή του Creed (κριτική Avopolis) -της συνέχειας του υπό-franchise που ξεπήδησε απόλυτα πετυχημένα από τις στάχτες του Rocky- για έναν τρίτο γύρο άπερκατ και κροσέ ανάμεσα στα σχοινιά, είναι η κατάλληλη στιγμή για μια σύντομη ανασκόπηση, στις 10 αγαπημένες μας ταινίες σχετικά με τον κόσμο της πυγμαχίας:
Ο Πρωταθλητής [Champion] (1949)
Ο Kirk Douglas κερδίζει την πρώτη του Οσκαρική υποψηφιότητα και βάζει τα θεμέλια μιας πολλά υποσχόμενης καριέρας, υποδυόμενος τον Midge Kelly, έναν πραγματικό αντιήρωα που τοποθετεί τον εαυτό και την πυγμαχική του καριέρα πάνω από φίλους, συναδέλφους και ερωτικούς συντρόφους, έτοιμος να προδώσει και να εξαπατήσει ώστε να εξασφαλίσει την πολυπόθητη δόξα και τα πλούτη που ονειρεύεται. Με σκηνές πυγμαχίας αρκούντως ατμοσφαιρικές και με έναν ιδιαίτερα πειστικό ρεαλιστικό ύφος κινηματογράφησής από τον Mark Robson (ο οποίος μετέπειτα σκηνοθέτησε το πολυσυζητημένο και αμφιλεγόμενο Peyton Place), το noir αμοραλιστικό Champion του 1949 διηγείται μια ιστορία όπου όσο πιο ψηλά ανεβαίνει ο πρωταγωνιστής με τις σκιερές του μεθόδους, άλλο τόσο ηχηρή προβλέπεται να είναι και η πτώση του. Ένα σκληρό, αλλά απολύτως ταιριαστό φινάλε κλείνει με τον ιδανικότερο τρόπο μια από τις πιο ιδιαίτερες και αντισυμβατικές ταινίες του genre, που στοχοποιεί άμεσα τη δομική διαφθορά του κόσμου της επαγγελματικής πυγμαχίας.
Ο Ρόκο και τα αδέρφια του [Rocco e i suoi fratelli] (1960)
Η Rosaria Parondi με τον γιο της Rocco και τα υπόλοιπα 3 αδέρφια του, μετά τον θάνατο του πατέρα της οικογένειας εγκαταλείπουν την Lucania για το Μιλάνο όπου ζει ο Vincenzo, ο μεγαλύτερος εκ των 5 συνολικά αδερφών. Ο πράος Rocco θα αναγκαστεί να γίνει πυγμάχος, ενώ ο επίσης πυγμάχος Vincenco, οξύθυμος και βίαιος, θα οδηγήσει τη σχέση τους στη καταστροφή ύστερα από την περιπέτεια του με μια πόρνη. Πέντε αδέρφια και πέντε διαφορετικά κεφάλαια για αυτήν την κοινωνική τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής, στην οποία ο Visconti καταγράφει με άκρατο ρεαλισμό τη μοίρα των φτωχών προλετάριων του Νότου κατά την εσωτερική μετανάστευση προς τον πλούσιο βιομηχανικό Βορρά -και την ακόλουθη δραματική τους μετάλλαξη σε μικροαστούς και πειθήνιους εργάτες. Η Κατίνα Παξινού στο ρόλο της Rosaria καταθέτει ψυχή και σώμα σε έναν ρόλο αβανταδόρικο και γεμάτο ενδιαφέρουσες αντιφάσεις, ο Renato Salvatori στο ρόλο του Vincenzo γεμίζει κάθε σπιθαμή της οθόνης με τον βασανισμένο και γεμάτο εσωτερικές πληγές χαρακτήρα του, ενώ στην πρώτη του πρωταγωνιστική εμφάνιση σε ταινία, ο νεαρός Alain Delon ως Rocco δίνει μια ερμηνεία που μένει αξέχαστη στη μνήμη -προοικονομόντας την αρχή μιας τεράστιας καριέρας. Ένα λυρικό μελόδραμα στο οποίο ο νεορεαλισμός συναντά την αρχαία ελληνική τραγωδία με τρόπο καθηλωτικό, καθώς ο κόσμος και τα παρασκήνια της πυγμαχίας δεσπόζουν ως το πλέον απαραίτητο δομικό στοιχείο της ταινίας, στο οποίο βρίσκουν οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές το μέσο απόδρασης από τη μιζέρια και την καταπίεση της σκληρής καπιταλιστικής πραγματικότητας. Τίποτα λιγότερο από ένα άχρονο αριστούργημα και μια από τις σημαντικότερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Requiem for a Heavyweight (1962)
Από τις πιο κλασσικές ταινίες που σχετίζονται με την πυγμαχία, το Requiem for a Heavyweight ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του σεναριογράφου Rod Sterling, ο οποίος μετέπειτα δημιούργησε το τηλεοπτικό Twilight Zone -και έγραψε την δική του ιστορία στο τηλεοπτικό μέσο. Ο Antony Quinn ως Mountain Rivera, στη δύση της καριέρας του ως πυγμάχος χάνει τον τίτλο του πρωταθλητή από έναν νεαρό και ανερχόμενο rookie (ο Cassius Clay ή αλλιώς Muhammad Ali σε μια από τις πρώτες του εμφανίσεις στον κινηματογράφο). O manager του (Jackie Gleason) συνεχίζει να τον εκμεταλλεύεται ποικιλοτρόπως ώστε να ξεπληρώνει τα δικά του χρέη από τον τζόγο, ενώ η οριακή σωματική κατάσταση του Rivera δεν αφήνει πολλά περιθώρια να βγει από όλο αυτό ζωντανός. Μια κοινωνική λειτουργός θα τον συμπονέσει και θα προσπαθήσει να τον βγάλει από το αδιέξοδο. Η ταινία του Ralph Nelson είναι αρκούντως άμεση ως προς το περιεχόμενό της, απόρροια ενός σφικτού σεναρίου από τον Sterling και μιας αρκετά ρεαλιστικής απεικόνισης της δύσκολης καθημερινότητας, μέσω του σκηνοθετικού ύφους που υιοθετεί ο Nelson. Το πορτρέτο ενός υπερήφανου ανθρώπου που γίνεται βορά των εκμεταλλευτών του, αν και ενίοτε τείνει προς το μελόδραμα και την εύκολη συγκίνηση, δεν χάνει λεπτό την λεπτή ευαισθησία που καθορίζει τελικά αυτό το σκληρό δράμα και την προκαθορισμένη πορεία του κεντρικού του ήρωα προς ένα συγκινητικό και λυτρωτικό φινάλε.
https://www.youtube.com/watch?v=m3h4EHZSj6k
Βρώμικη Πόλη [Fat City] (1972)
Ένας αλκοολικός και ξεπεσμένος πυγμάχος συναντά έναν νεαρό και πολλά υποσχόμενο rookie. Συνεργάζονται και ξεκινούν ένα οδοιπορικό σε μια Αμερική, η οποία έχει πεθάνει προ πολλού -και το μόνο που έχει απομείνει στη θέση της είναι αποκαΐδια υποσχέσεων, προσδοκιών και ελπίδων. Ο μεγάλος John Huston, διασκευάζοντας το ομότιτλο μυθιστόρημα του Leonard Gardner, συνεχίζει στα 70s με μια αξιοζήλευτη ριζοσπαστική διάθεση ψηλάφησης των ρωγμών του Αμερικανικού Ονείρου και μιας μελαγχολικής, όσο και τρυφερής κινηματογράφησης των παρίων που κατοικούν σε αυτό. Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες -ένας συγκλονιστικός Stacey Keach και ένας εξαιρετικός νεαρός Jeff Bridges- όταν δεν ματώνουν για λίγα δολάρια στο ring δίνουν τη δική τους μάχη με την αυτοκαταστροφή και τις υπαρξιακές ανησυχίες, σε σκοτεινά δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων και παρακμιακά μπαρ της αμερικανικής ενδοχώρας. Το “Help Me Make It Through the Night” του Kris Kristofferson στο αναπάντεχο μα και αξέχαστο φινάλε της ταινίας κλείνει με τον ιδανικότερο τρόπο το αντισυμβατικό πυγμαχικό δράμα του Huston, του οποίου η ταινία αποτελεί και μια από τις ουσιαστικότερες παραλλαγές της χολυγουντιανής νόρμας των πυγμαχικών ταινιών, καταγράφοντας εν τέλει το λεπτομερές πορτρέτο της Αμερικανικής κοινωνίας των ανήσυχων 70s σε ελεύθερη πτώση.
Ρόκυ: Τα Χρυσά Γάντια [Rocky] (1976)
Καθώς οι αλλεπάλληλες ταινίες καταγγελίας για την εμπλοκή των ΗΠΑ στο Vietnam συνέχιζαν ακάθεκτες να διαλύουν το Αμερικανικό Όνειρο, η Αμερική του 1976 έμοιαζε να έχει ανάγκη όσο τίποτε άλλο την απόδραση από το φάντασμα του καταστροφικού αυτού πολέμου. Ο Sylvester Stallone έγραψε σε τρεις μέρες ένα σενάριο που αντλούσε έμπνευση από την προσωπική του μάχη για καθιέρωση στην κινηματογραφική βιομηχανία, αλλά και την ανάγκη για κάτι το οποίο θα έδινε ελπίδα στον μέσο Αμερικάνο, ενισχύοντας εκ νέου τη πίστη του στο όνειρο και την ελπίδα της επόμενης ημέρας. Μια ταινία δηλαδή για έναν λαϊκό ήρωα, ο οποίος δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνος ούτε ιδιαίτερα τυχερός στη ζωή του -άλλο ένα παιδί των φτωχογειτονιών της Philadelphia, μετανάστης όπως οι περισσότεροι, ο οποίος ονειρεύτηκε κάποτε την ευκαιρία που δεν ήρθε ποτέ. Στα στενά όρια ενός ring, ο χαρακτήρας του Rocky θα είχε την ευκαιρία να πετύχει μια ανέλπιστη νίκη απέναντι σε δυνάμεις ξεκάθαρα ανώτερες από εκείνον. Μια νίκη η οποία ξεπερνούσε κατά πολύ την υπέρ-απλουστευμένη «ωδή στο Αμερικανικό Όνειρο» που θέλησαν να του αποδώσουν αρκετοί κριτικοί της εποχής, καθώς η πραγματικότητα έτεινε σε εκείνη της λαϊκής αποδοχής και αναγνώρισης του ήρωα της διπλανής πόρτας. Αυτός ήταν ο Rocky Balboa, ένας από τους πιο iconic κινηματογραφικούς χαρακτήρες όλων των εποχών, alter ego του δημιουργού του -που ταυτίστηκε όσο κανείς άλλος με το δημιούργημά του. Ο σκηνοθέτης John Avildsen έμεινε πιστός στο νεορεαλιστικό ύφος των χρυσών Αμερικανικών 70s και με την hand-held κάμερά του έγινε η σκιά του Rocky σε όλες τις κλασσικές πλέον σκηνές της ταινίας -με αποκορύφωμα το montage της προπόνησης- ενώ ο Bill Conti έγραψε ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και iconic soundtracks όλων των εποχών -κλασσικό μέχρι και σήμερα. Ο Rocky κέρδισε τρία βραβεία Oscar (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας και Μοντάζ) και απέκτησε μια σειρά συνεχειών, οι διαιώνισαν με τον τρόπο τους τον μύθο του Rocky μέχρι και σήμερα, ταυτίζοντας τη σειρά με το καλό, διαχρονικό λαϊκό σινεμά που έχει την ικανότητα να σε κάνει να πανηγυρίζεις για την έκβαση του αγώνα -ακόμα και όταν γνωρίζεις ήδη την κατάληξη του.
Οργισμένο Είδωλο [Raging Bull] (1980)
H άνοδος του Jake LaMotta, πρωταθλητή της πυγμαχίας στη δεκαετία του ’40 και του ’50 και η παράλληλη κάθοδός του προς το Έρεβος, κινηματογραφημένη από τον Martin Scorsese σε ένα ποιητικό άσπρο-μαύρο που αφενός μεν οξύνει διαρκώς την αντιφατική φύση του πρωταγωνιστή της, αφετέρου διαχωρίζει αισθητικά τη φύση της ίδιας της ταινίας από τις υπόλοιπες ταινίες του genre -όπως το προ-τετραετίας πιο αισιόδοξο Rocky του Sylvester Stallone. Άνθρωπος – προϊόν μιας πατριαρχικής κοινωνίας που έχει κανονικοποιήσει κακοποιητικές συμπεριφορές και ανέχεται κάθε μορφή σωματικής ή λεκτικής βίας, ο LaMotta είναι δέσμιος παθολογικών ανασφαλειών, αυτοκαταστροφικών εμμονών και χαμηλής αυτοεκτίμησης. Βρίσκεται σε μια αέναη μάχη εναντίων ενστίκτων που παραπέμπουν περισσότερο σε ζώο παρά άνθρωπο και μονάχα μέσα στο ring νιώθει ελεύθερος από τον εαυτό και τα πάθη του. Ο Scorsese δίνει στον Robert De Niro την ευκαιρία για την ερμηνεία της ζωής του -με την μεταμόρφωσή του από νέο Jake LaMotta σε μεσήλικα να κοστίζει επιπλέον 27 κιλά πραγματικού βάρους στον ηθοποιό- τοποθετώντας έναν συγκλονιστικό Joe Pesci στο πλευρό του για να πλάσει ένα ερμηνευτικό δίδυμο αξιομνημόνευτης και διαχρονικής χημείας. Το αποτέλεσμα είναι ένα κερδισμένο προσωπικό στοίχημα του Scorsese (ο οποίος πάλευε με τους δικούς του προσωπικούς δαίμονες και την κοκαΐνη εκείνη την εποχή, μετά την αποτυχία του “New York, New York”) και μια από τις σημαντικές ταινίες του σύγχρονου Αμερικανικού κινηματογράφου.
Όταν Ήμασταν Βασιλιάδες [When We Were Kings] (1996)
Το περίφημο «Rumble in the Jungle» του 1974 στο Zaire της Αφρικής ήταν είναι και μάλλον θα παραμείνει το σπουδαιότερο boxing event της Ιστορίας. Όχι μόνο γιατί μονοπώλησε τα φώτα της δημοσιότητας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο event μέχρι και σήμερα, αλλά κυρίως για τη βαθιά πολιτική και κοινωνική του σημασία: Συγκέντρωσε σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής ως θεατές ενός πελώριου event που διοργάνωσε και προώθησε μοναδικά ο Don King -στην πρώτη μεγάλη promotion δουλειά της τεράστιας μετέπειτα καριέρας του. Επιπλέον, το Zaire ’74 που έλαβε χώρα μερικές εβδομάδες πριν το event, χαρακτηρίστηκε ως το «Μαύρο Woodstock της Soul» και σε αυτό έλαβαν μέρος σημαντικότατοι μαύροι καλλιτέχνες της εποχής όπως ο B.B.King, o James Brown και οι Spinners. Παράλληλα, η τέλεση του event στο Zaire του Δικτάτορα Mobutu -μετέπειτα Δημοκρατία του Congo- αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης, αμφισβήτησης και έντονης κριτικής. Τέλος, η μεταφορά του μεγαλύτερου αγώνα πυγμαχίας του αιώνα στην Αφρική είχε αποκτήσει μια συμβολική σημασία που ξεπερνούσε κατά πολύ τον ίδιο τον αγώνα σαν γεγονός. Ο νεαρός George Forman -αήττητος πρωταθλητής βαρέων βαρών- και ο 32χρονος Muhammad Ali ήταν πλέον έτοιμοι να γράψουν Ιστορία. Και αυτή η Ιστορία -που έδωσε εν τέλει στον Ali το μυθικό του status ως ίσως η μεγαλύτερη αθλητική προσωπικότητα του 20ου αιώνα- αποτυπώθηκε σε ένα συγκλονιστικό documentary από τον Leon Gast, το οποίο χρειάστηκε 22 χρόνια για να ολοκληρωθεί και έναν κυκεώνα προβλημάτων και δυσκολιών να ανταπεξέλθει. Το When We Were Kings κέρδισε το Oscar Καλύτερου Documentary το 1996 και πέρα της άχρονης και αδιαμφισβήτητης κινηματογραφικής του αξίας -κάτι παραπάνω από ένα από documentary και περισσότερο ένα κομμάτι ιστορίας- έδωσε και μια από τις πιο συγκινητικές εικόνες του σύγχρονου Οσκαρικού θεσμού, όταν ο George Foreman υποβοήθησε τον χτυπημένο από Parkinson Ali ώστε να σταθεί όρθιος και να αποθεωθεί στο Shrine Auditorium, όπου έλαβε χώρα η 69η τελετή των Αμερικανικών βραβείων.
The Boxer (1997)
Ο πρώην πυγμάχος και αγωνιστής του IRA Danny Flynn, αποφυλακίζεται μετά από 14 χρόνια πίσω από τα κάγκελα και στα 33 του πλέον γυρίζει πίσω στο Belfast. Εκεί ανοίγει ένα γυμναστήριο για Καθολικούς και Προτεστάντες πυγμάχους και γίνεται προπονητής των νεαρών που ζουν στις φτωχογειτονιές. Όμως, η επανασύνδεσή του με την εφηβική του αγάπη, παντρεμένη τώρα με έναν φυλακισμένο αγωνιστή, θα πυροδοτήσει τη ζήλια ενός τέως συντρόφου του, του αληθινού ενόχου για το έγκλημα για το οποίο εκείνος εξέτισε την ποινή του. Ο Jim Sheridan συνεργάζεται ξανά με τον Daniel Day Lewis, τέσσερα χρόνια μετά το In the Name of the Father και οκτώ μετά το My Left Foot, για μια εκ νέου ανάγνωση της έκρυθμης πολιτικής κατάστασης στην Ιρλανδία -κατά την οποία για άλλη μια φορά παρουσιάζεται το πρόβλημα του εκφυλισμού του IRA σε μια συμμορία μικρό-εγκληματιών που ενισχύει την προβληματική κοινωνική και πολιτική κατάσταση της περιοχής. Εξαιρετικές ερμηνείες από το σύνολο του cast (Emily Watson και Brian Cox σε επίσης κεντρικούς ρόλους), ένα σενάριο που κρατάει μέχρι τέλους σε αγωνία τον θεατή -παρότι εμφανώς κατώτερο συγκριτικά με εκείνο των δύο πρώτων συνεργασιών Sheridan και Lewis- και μια ελαφρώς υποτιμημένη ταινία της πλούσιας φιλμογραφίας του σπουδαίου Ιρλανδού σκηνοθέτη.
Ali (2001)
Ο Michael Man, στην φαινομενικά πιο παράταιρη ταινία της καριέρας του, συνθέτει το τολμηρό πορτρέτο του σπουδαιότερου πυγμάχου όλων των εποχών, εστιάζοντας στην περίοδο 1964-1974 -με αφετηρία τη στέψη του ως πρωταθλητή βαρέων βαρών στα 22 του χρόνια μετά την επικράτησή του επί του Sonny Liston. Στο ενδιάμεσο διάστημα, ο Casius Clay θα ασπαστεί το Islam, θα εγκαταλείψει το «όνομα των δούλων» αλλάζοντάς το σε Mohammad Ali, θα γίνει φίλος με τον Malcom X και θα αρνηθεί να υπηρετήσει στο Vietnam, χάνοντας εν τέλει τον τίτλο του και τη δυνατότητα να πάρει μέρος σε αγώνες για το υπόλοιπο της ζωής του. Η δικαίωση του όμως από το Ανώτατο Δικαστήριο μετά από τρία χρόνια, θα τον οδηγήσει στο τελευταίο κεφάλαιο της πυγμαχικής του καριέρας, το περίφημο “Rumble in the Jungle” του 1974 στο Zaire και την απόλυτη μυθοποίηση του ονόματός του. Η νευρική κάμερα του Man εστιάζει στους τέσσερις σημαντικότερους αγώνες εκείνης της περιόδου, χορογραφώντας με υποδειγματικό τρόπο την τεχνική αρτιότητα των κινήσεων και αντιδράσεων του Ali στον περιορισμένο χώρο του ring, ενώ αφηγηματικά περιγράφεται επαρκώς η αντιφατική, όσο και πολύπλοκη προσωπικότητα του Ali στην έξω-αγωνιστική του δράση. Υποψήφιο για δύο Oscar (Will Smith για τον Α’ Αντρικό Ρόλο και Jon Voight για τον Β’), το Ali σκιαγραφεί με μοναδικό τρόπο τον ταραχώδη βίο μιας εκ των μεγαλύτερων προσωπικοτήτων του 20ου αιώνα.
Million Dollar Baby (2004)
Η Maggie είναι μια σερβιτόρα της αθέατης πλευράς της Αμερικής, εκείνης δηλαδή που κάθε μέρα αποτελεί ένα στοίχημα επιβίωσης. Προσεγγίζει τον Frank, ιδιοκτήτη ενός απαρχαιωμένου γυμναστηρίου και προπονητή box, θέλοντας να γίνει επαγγελματίας boxer και να κατέβει με αξιώσεις σε αγώνες. Ο Frank στην αρχή ξεκαθαρίζει πως δεν προπονεί γυναίκες, στη συνέχεια όμως το πείσμα και η υπομονή της Maggie γίνονται ικανά να κάμψουν την αντίστασή του. Έτσι, με την προσθήκη του Eddie στην ομάδα, πρώην boxer βοηθού του Frank και τυφλού από το ένα μάτι, ξεκινάει ένα οδοιπορικό προς τη σκοτεινή καρδιά του Αμερικάνικου Ονείρου. Αυτό που θα ανακαλύψει ο θεατής μαζί με τους πρωταγωνιστές, είναι πως Θεός, Πατρίδα και Οικογένεια υπάρχουν μόνο για να συντηρείται η εικόνα του καπιταλιστικού οικοδομήματος και η φιλία είναι η μοναδική αξία στην οποία μπορεί κανείς να βασιστεί για την επιβίωσή του σε αυτόν τον σκληρό -και πέρα για πέρα άδικο- κόσμο. Ο Clint Eastwood κερδίζει το δεύτερο σκηνοθετικό Oscar της καριέρας του μαζί με το Oscar Καλύτερης Ταινίας του 2014 και χαρίζει τα Α’ Γυναικείου και Β’ Αντρικού στους υπέροχους πρωταγωνιστές του Hilary Swank και Morgan Freeman, επικυρώνοντας για άλλη μια φορά τον τίτλο του σκεπτόμενου κινηματογραφιστή - ο οποίος όσο περνάνε τα χρόνια ωριμάζει με τρόπους άξιους θαυμασμού και μελέτης. Στο Million Dollar Baby αφηγείται με βαθιά ανθρώπινο τρόπο μια ριζοσπαστική ιστορία – κριτική στον σύγχρονο Αμερικάνικο τρόπο ζωής, η οποία με αναπάντεχο τρόπο αναδεικνύει ηθικά ερωτήματα που η θρησκεία, η Πολιτεία και εν τέλει η κοινωνία δείχνουν ότι δεν μπορούν ακόμα να διαχειριστούν. Μονάχα η ανιδιοτελής φιλία που γεφυρώνει κάθε κοινωνικό χάσμα ή οικογενειακό κενό μένει στο τέλος, φάρος ελπίδας απέναντι σε κάθε δυσκολία που μπορεί να επιφυλάσσει το αβέβαιο μέλλον όπου το σύνθημα είναι ο θάνατός σου ή η ζωή μου. Αξεπέραστο αριστούργημα των 00s και άλλο ένα διαμάντι στην πλούσια φιλμογραφία ενός ζωντανού θρύλου της 7ης Τέχνης.