H τρίτη εξόρμηση του Adonis Creed στο ring έρχεται απολύτως δικαιολογημένα και φυσιολογικά, καθώς η πρώτη ταινία του υπό-franchise που ξεπήδησε από τη μυθολογία του Rocky έθεσε ισχυρές βάσεις για το μέλλον του rookie αυτού boxer με όνομα βαρύ σαν Ιστορία. Αυτό ήταν και κάτι που υποστήριξε σε μεγάλο βαθμό η υποτονικότερη μα πάντα διασκεδαστική -και αρκούντως καινοτόμα, ως προς τη αναπάντεχη σχέση μεταξύ του πρωταγωνιστή και του ανταγωνιστή υιού Drago- συνέχειά του πυγμαχικού saga.

creed-2023-1

Ο Creed του Michael B. Jordan συνεχίζει να πατάει στην παράδοση της ευρύτερης σειράς και τρόπο τινά επιστρέφει στις ρίζες της, με μια παραλλαγμένη εκδοχή της πρώτης ταινίας του Rocky από το 1976, η οποία θέλει αρχικά τον Adonis να έχει φτάσει στο ίδιο επίπεδο δόξας και φήμης με τον Apollo. Περισσότερο επιχειρηματίας και λιγότερο πυγμάχος, στη δύση της καριέρας του ενδιαφέρεται κυρίως για το backstage του αθλήματος, λειτουργεί ως promoter των πυγμάχων του γυμναστηρίου του και διοργανωτής μεγάλων boxing events, έχοντας παράλληλα την έγνοια της οικογένειάς του -επιτυγχάνοντας μια ισορροπία επαγγελματικών φιλοδοξιών και προσωπικής ευτυχίας, που σίγουρα έλειπε από τον πατέρα του στα χρυσά του χρόνια. Αυτή η ισορροπία θα κλονιστεί από την άφιξη του Damian, παιδικού του φίλου και ερασιτέχνη πυγμάχου, χτυπημένο άδικα από τη ζωή που του επιφύλαξε η σκληρή ενηλικίωση στους δρόμους και στις φυλακές του Los Angeles. Ο Damian θα διεκδικήσει στο ring όλα όσα στερήθηκε στα 18 χρόνια που πέρασε πίσω από τα σίδερα, σαν το απόλυτο outsider που αναζητά δικαίωση και μια ευκαιρία να αποδείξει ότι αξίζει κάτι παραπάνω.

creed-2023-2

Μιλώντας λοιπόν από την αρχή  για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, η απουσία του Sylvester Stallone ως Rocky είναι αδιαμφισβήτητα ένα γεγονός που δεν περνάει απαρατήρητο, όσο και αν ο Adonis Creed έχει κερδίσει το στοίχημα του να μπορεί να σηκώσει στις τεράστιες πλάτες του το franchise, μετά τις δύο πρώτες ταινίες. Καλώς ή κακώς, η εικόνα του κινηματογραφικού Rocky Balboa και εκείνη του ηθοποιού/δημιουργού Sylvester Stallone ακολούθησαν βίους παράλληλους τα τελευταία 50 χρόνια, γεγονός που υπερβαίνει το iconic status του χαρακτήρα του καλοκάγαθου πυγμάχου από τη Philadelphia και ταυτίζει τις διαφορετικές φάσεις της καριέρας του στο ring, με εκείνες του δημιουργού του στο κινηματογραφικό τοπίο της πελώριας φιλμογραφίας του. Είναι ίσως η μοναδική περίπτωση στο παγκόσμιο σινεμά τόσο οργανικής ταύτισης ενός ηθοποιού-δημιουργού με το δημιούργημά του, γεγονός που έδινε πάντα στις ταινίες της σειράς ένα ειδικό βάρος, το οποίο και τις διαφοροποιούσε από οποιοδήποτε άλλο ανάλογο πυγμαχικό δράμα. Η απουσία του Rocky από το τρίτο μέρος των περιπετειών του Creed, δυστυχώς φαίνεται και προσμετράται με αρνητικό πρόσημο κόντρα στις όποιες υπόλοιπες αρετές κουβαλάει το film. Παράδοξο αφενός γιατί ο Rocky «κέρδισε» την συνταξιοδότηση μετά την δεύτερη ταινία της σειράς, αφετέρου δε γιατί όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, ο χαρακτήρας του Adonis επίσης απέδειξε δις ότι το franchise είναι πλέον δικό του και όχι του Rocky. Αλλά το φάντασμα του Rocky δείχνει τελικά ότι ακόμα πλανάται γύρω από ένα, έστω και παρακλάδι του franchise – έργου ζωής του Stallone, το οποίο φάντασμα δείχνει πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί και να περιοριστεί μόνο στο -ένδοξο- παρελθόν του.

stalone-creed

Στα υπόλοιπα επιμέρους στοιχεία της ταινίας, η προβλέψιμη ελαφρώς πλοκή δεν αφαιρεί πολλούς πόντους από τον γνήσια διασκεδαστικό χαρακτήρα της και την αυτοπεποίθησή της ως ένα γνήσια καλό, λαϊκό σινεμά για τις μάζες. Η ταινία παίρνει τον χρόνο της στο πρώτο μέρος, ώστε να δομήσει επαρκώς και με πειστικότητα τη νέα πραγματικότητα που βιώνει ο Adonis, να επανασυστήσει παλιούς χαρακτήρες και να χτίσει έναν νέο “villain” στο πρόσωπο του Damien. Το έντονο «σπρίντ» της πλοκής στο δεύτερο μισό, κάπως περιορίζει το δράμα που είχε στρωθεί με ισχυρές βάσεις μεταξύ Adonis και Damian στην πρώτη ώρα, για χάριν ενός ανυπόμονου τελικού πυγμαχικού stand off που ίσως έρχεται περισσότερο βιαστικά από όσο χρειαζόταν, μεταξύ Adonis και Damian. Ο τελευταίος, ερμηνευμένος εξαιρετικά από τον ανερχόμενο και αρκούντως hot αυτήν τη περίοδο Jonathan Majors, έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα αψίδα χαρακτήρα, κάτι που τον τοποθετεί αυτόματα και άκοπα σε ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ του Rocky της πρωτότυπης ταινίας του 1976 και του Clubber Lang της δεύτερης συνέχειάς της το 1982. Με τα σεναριακά μέσα που του παρέχονται, ο Majors ερμηνευτικά στηρίζει απόλυτα έναν αντί-ήρωα με τον οποίο μπορεί εύκολα κανείς να ταυτιστεί, καθώς και να κατανοήσει τα κίνητρα που τον ωθούν να απαιτεί την δική του ευκαιρία για τον τίτλο. Είναι κάπως κρίμα που η ελαφρώς απότομη «αλλαγή» του χαρακτήρα στο δεύτερο μισό της ταινίας, του στερεί ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο μιας τραγικής φιγούρας -που ευτυχώς όμως, με κάποιες μετέπειτα εύστοχες σεναριακές επιλογές, ο Damian ολοκληρώνει αξιοπρεπώς τη πορεία του σαν χαρακτήρας, κάτι που αυτομάτως τον εντάσσει στους πιο ενδιαφέροντες ανταγωνιστές της μυθολογίας του ευρύτερου Rocky/Creed franchise.

creed-2023-3

Από την απέναντι πλευρά του ring, ο Michael B. Jordan είναι άνετος με τον ρόλο του και υποστηρίζει πλήρως την επόμενη φάση της καριέρας του Adonis, όσο και το δράμα που βιώνει ο χαρακτήρας καθώς η πλοκή εξελίσσεται. Εκεί που εκπλήσσει όμως πραγματικά ο Jordan είναι στο σκηνοθετικό κομμάτι της ταινίας, όντας η πρώτη του απόπειρα πίσω από τη κάμερα, σε ένα franchise φανερά πλέον δικό του: η θητεία του δίπλα στον Ryan Coogler δείχνει να έχει αποδώσει καρπούς στα πιο «χαμηλόφωνα» σημεία του δράματος, ενώ όταν φτάνει η ώρα να μπει στο ring, δεν διστάζει να φανερώσει την αγάπη του για την anime αισθητική και εικονογραφία μαχών, καθώς την χρησιμοποιεί με τρόπο που ξεφεύγει κατά πολύ από την κλασσική φόρμουλα της σειράς. Έτσι, δίνει μια πρωτοτυπία και φρεσκάδα που η εν λόγω ταινία -δεδομένης της σχέσης Adonis και Damian αλλά και του γεγονότος ότι μιλάμε για ένα κινηματογραφικό genre το οποίο δεν διέπεται συχνά από ριζοσπαστικές αλλαγές στο τρόπο χορογραφίας των μαχών του- ωφελείται τα μάλα. Ο γενικότερος ρυθμός της ταινίας δεν αφήνει νεκρούς χρόνους και η πλοκή κυλάει αβίαστα και λειτουργικά, συγκλίνοντας θετικά προς την εύκολη και ευχάριστη θέαση της. Μικρή μνεία στο μοντάζ του Tyler Nelson, σταθερού συνεργάτη του David Fincher από το 2008 και μετά, ο οποίος με τη βοήθεια της Jessica Baclesse κόβει και ράβει ιδανικά την ταινία, συμβάλλοντας με τον τρόπο του και αυτός στη λειτουργική της ροή.

creed-2023-4

Το υπόλοιπο cast κινείται επίσης άνετα στους ρόλους του, με τoν χαρακτήρα της Tessa Thompson ελαφρώς περιορισμένο αυτή τη φορά στο νέο κεφάλαιο της ιστορίας του Creed, ενώ στο soundtrack η επιλογή του Joseph Shirley σαν αντικαταστάτη του Ludwig Göransson (ο οποίος έχει πέσει με τα μούτρα στα βαθιά νερά του Ντισνεϊκού Star Wars και των περιπετειών του Mandalorian) κρίνεται πετυχημένη, αφού καταφέρνει να αποδώσει τις εντάσεις τις ταινίας με έναν παλμό που εύκολα ξεσηκώνει τον θεατή από τη θέση του και τον κάνει μέρος της εμπειρίας.

creed-2023-5

Το Creed 3 συνοπτικά, μάλλον αποτελεί την δεύτερη καλύτερη στιγμή του franchise που ξεκίνησαν οι Ryan Coogler και Michael B. Jordan υπό την αιγίδα του Sylvester Stallone πριν από 7 χρόνια. Κερδίζει «στα σημεία» την πρώτη συνέχεια της πρωτότυπης ταινίας του 2015 -η οποία ούτως ή άλλως είναι δύσκολο να ξεπεραστεί, μιας και πιθανότατα αποτελεί την καλύτερη ταινία του Rocky/Creed franchise, πίσω μόνο από το πρωτότυπο Rocky του 1976. Ο Michael B. Jordan αγαπάει τον ήρωά του, πιστεύει στο δράμα του και δείχνει βέβαιος στη συνέχιση των περιπετειών του, ακόμα και χωρίς την πατρική φιγούρα του Rocky πλέον στο πλευρό του. Σίγουρα τον τελευταίο λόγο έχει το κοινό, όμως το Creed 3, χωρίς να καταφέρνει αυτή τη φρέσκια και ανανεωτική εμπειρία του πρώτου film, προσφέρει ένα ικανοποιητικό θέαμα και μια αρκούντως ενδιαφέρουσα συνέχεια των πυγμαχικών -και μη- περιπετειών του γιού του θρυλικού Apollo Creed, 100% απαγκιστρωμένου από το όνομα του πατέρα του -αλλά όχι απόλυτα από εκείνο του Ιταλού Επιβήτορα, την διαχρονικά κινητήρια δύναμη του ευρύτερου franchise που συνέλαβε ο Sylvester Stallone στον ρόλο της ζωής του.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured