Καλώς ή κακώς, ανήκω σε μια κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι αρέσκονται να παρακολουθούν ακόμα τα ετήσια βραβεία της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, γνωστά και ως Oscar - παρά την εμφανέστατη κατακόρυφη, από όπου και αν το πιάσει κανείς, πτώση τους τα τελευταία περίπου 15 χρόνια. Δεν είναι τόσο η «αξία» τους σαν βραβεία αυτά καθαυτά που με οδηγεί κάθε χρόνο να γίνομαι βρικόλακας για να παρακολουθήσω την απονομή. Σε πρώτη φάση, με ενδιαφέρει σίγουρα το παρασκήνιο, το buzz, η παραφιλολογία, η ίντριγκα, καθώς και αυτή η «γκλαμουριά» που έχει πουλήσει με επιτυχία το Hollywood σε όλους εμάς τους φιλμικούς πληβείους! Σε δεύτερη φάση όμως, τρελαίνομαι να συμμετάσχω στα πηγαδάκια των επομένων ημερών, αναλύοντας το ποιος κέρδισε τι, γιατί το κέρδισε, ποιός έπρεπε να κερδίσει, τις θεωρίες συνωμοσίας πίσω από κάποιες αμφιλεγόμενες επιλογές κ.ο.κ. Τα Oscar ή τα αγαπάς ή τα μισείς για αυτό που είναι, χωρίς να υπάρχει μάλλον ενδιάμεση κατάσταση για όποιον ασχολείται με τον κινηματογράφο και ζει για τη στιγμή που θα μπει ξανά και ξανά στη σκοτεινή αίθουσα -είτε να δει για χιλιοστή φορά τo Hiroshima Μon amour, είτε τη νέα ταινία του Michael Bay!
Στα δια ταύτα όμως και για να μην πολύ-κουράσουν οι σάλτσες και οι αναλύσεις περί του ιδίου του θεσμού και της τωρινής του κατάστασης -κάτι που έχει σχολιαστεί πολλάκις σε αρκετά προηγούμενα άρθρα μας- τα φετινά 95α βραβεία Oscar θα μείνουν στην ιστορία για πολλούς λόγους -και ευτυχώς αυτοί οι λόγοι, δεν περιλαμβάνουν ξεγυρισμένες μπούφλες, λάθος φακέλους ή το CODA.
Στα φετινά βραβεία λοιπόν, ο θείος Oscar είπε να κάτσει με τη νεολαία. Και όχι απλά για να αράξει μαζί της στον καναπέ του Dolby Theatre, αλλά για να γίνει και το απόλυτο χωνευτήρι των μοτίβων της νέας εποχής του εμπορικού σινεμά – που τόσο απεγνωσμένα προσπαθεί να προσεγγίσει η Ακαδημία. Η νέα κατεύθυνση που ακολούθησε ο θεσμός φέτος στην ανάδειξη του μεγάλου νικητή στης χρονιάς, ξέφυγε κατά πολύ από την υπέρ-απλουστευμένη και φορμαλιστική συνταγή των μεγάλων franchises και αγκάλιασε πλήρως το πιο αντισυμβατικό και ανατρεπτικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να προκύψει από αυτήν. Το Everything Everywhere All at Once αυτού του σύμπαντος, είναι μια ταινία τόσο παλαβή σε αυτό που κάνει, που η βράβευσή της με 7 (!) Oscar φαντάζει σαν την πιο αναπάντεχη στιγμή, ίσως και σε ολόκληρη την ιστορία του θεσμού.
Γίνεται η τρίτη μόλις ταινία φαντασίας που κερδίζει το Oscar Καλύτερης Ταινίας, με μια μεγάλη όμως διαφορά από τις άλλες δύο: Αν βάλω τους γονείς μου μπροστά από μια οθόνη και τους παρακαλέσω να δουν το Return of the King και το Shape of Water, πιθανολογώ ότι έστω και με δυσκολία, θα τα καταφέρουν -θα έχουν σίγουρα και ένα μικρό, γενικό σχόλιο στο φινάλε και των δύο ταινιών. Αν τους βάλω όμως να δουν το Everything Everyone All at Once, δεν δίνω ούτε 1% να επιβιώσουν του πρώτου του εικοσάλεπτου -και 100% να τα βάλουν μαζί μου μετά που τους το πρότεινα. Στο πυρήνα της, μια ζεστή και wholesome οικογενειακή ιστορία που εξανθρωπίζει πλήρως την υπέρ-ηρωική νόρμα των multiverses, ενώ ταυτόχρονα χωράει στις δυόμιση περίπου ώρες της, με τον πιο «αντί-» τρόπο, όση pop κουλτούρα μπορεί κανείς να αντέξει. Είναι η ταινία που κανείς δεν περίμενε, όμως είναι και αυτή που ταιριάζει πιο πολύ από κάθε άλλη στη σημερινή εποχή -το πιο ακραίο τελικό προϊόν σύζευξης εμπορικού και καλλιτεχνικού σινεμά που έχει επιχειρήσει το Hollywood μέχρι σήμερα.
Από το τσουνάμι του Everything Everywhere All at Once βγήκαν πρωτίστως κερδισμένοι οι Daniels, ένα φρέσκο σκηνοθετικό δίδυμο μεγάλης δημιουργικής τρέλας, οι οποίοι μπήκαν στο πολύ κλειστό club των τριών μόλις ζευγαριών σκηνοθετών που μοιράστηκαν το Oscar Σκηνοθεσίας (Robert Wise με Jerome Robbins για το West Side Story του 1961 και Joel με Ethan Coen για το No Country for Old Men του 2007 τα άλλα δύο ζευγάρια).
Όντας μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις στην ιστορία του θεσμού που έδωσε τρία Oscar στο cast της, o Ke Huy Quan επικράτησε δικαίως στον Β’ Ανδρικό -ολοκληρώνοντας ένα φοβερό comeback story σε μια αλλοπρόσαλλη βιομηχανία που τον είχε ξεχάσει για δεκαετίες- και δημιουργώντας ένα από τα πιο όμορφα highlight της βραδιάς. Στον Β’ Γυναικείο έγινε η μεγάλη ανατροπή, με την Jamie Lee Curtis να σηκώνει ένα κάπως αναπάντεχο Oscar -που εξέπληξε αρκετούς και δη την Angela Basset, φαβορί για το Black Panther: Wakanda for Ever, η οποία κάπως άκομψα και on air, δεν έκρυψε τον όλο-φανερό εκνευρισμό για την ήττα της. Στο λόγο της ευχαρίστησε τους φαν των ταινιών είδους, κάνοντας ένα αρκετά συγκινητικό και ειλικρινές shoutout σε ένα σινεμά που έχει σνομπαριστεί κατά κόρον από τέτοιου είδους βραβεία (μόνο τα Silence of the Lambs και Return of the King μπορούν ίσως να κατηγοριοποιηθούν ως οι κατεξοχήν ταινίες είδους που κέρδισαν το Oscar Καλύτερης Ταινίας, στα 95 χρόνια του θεσμού) και του οποίου αποτέλεσε «εργάτρια» για πολλές δεκαετίες -ως η πιο iconic ίσως scream queen του horror genre. Αν και προσωπικά θεωρώ ακόμη ότι η Kerry Condon του Banshees of Inisherin δεν θα έπρεπε καν να έχει αντίπαλο στην κατηγορία αυτή, η νίκη της Curtis ήταν μια πολύ ευχάριστη και όμορφη έκπληξη -η μοναδική ίσως ολόκληρης της βραδιάς.
Στον Α’ Γυναικείο Ρόλο, η εξίσου σπουδαία Michelle Yeoh βγήκε νικήτρια από την πιο αμφίρροπη μονομαχία ερμηνειών των τελευταίων ετών. Η βράβευσή της, πέραν της αναγνώρισης μιας εξαιρετικής ερμηνείας -που κουβάλησε κατά πολύ την ταινία των Daniels- ήταν εν μέρει και το χειροκρότημα μιας μεγάλης και ελαφρώς υποτιμημένης καριέρας δεκαετιών, κάνοντάς της την πρώτη Ασιάτισσα που κερδίζει βραβείο Oscar ερμηνείας.
Στον αντίποδα, η -εμφανώς ανώτερη ερμηνευτικά- Cate Blanchett έφυγε με άδεια χέρια, πληρώνοντας μάλλον το τίμημα του hype που ανέπτυξε τις τελευταίες εβδομάδες η ταινία των Daniels, αλλά και του γεγονότος ότι… είναι η Cate Blanchett: η κατά γενική ομολογία σπουδαιότερη ηθοποιός στον κόσμο δηλαδή, με ήδη δύο Oscar στο βιογραφικό της και η οποία μάλλον, όπως ίσως σκέφτηκαν οι ψηφοφόροι της Ακαδημίας, δεν θα παρεξηγούσε αν δεν της έδιναν και ένα τρίτο.
Στον ‘Α Ανδρικό ρόλο, το έτερο μεγάλο comeback της χρονιάς ολοκληρώθηκε με τη βράβευση του Brendan Fraser, ενός ανέκαθεν καλού ηθοποιού, ο οποίος άρπαξε από τα μαλλιά τη δεύτερη ευκαιρία του στο όνειρο -με όχημα την ταινία ενός σκηνοθέτη που ξέρει όσο λίγοι να προκαλεί συγκινήσεις και να χαλιναγωγεί κατά το δοκούν τα συναισθήματα των θεατών (μια συζήτηση για άλλες στιγμές και περιστάσεις). Με το Oscar Καλύτερου Mακιγιάζ του The Whale να έχει στρώσει ήδη τον δρόμο προς την επικράτηση, ο Frazer εμφανίστηκε τρεμάμενος και εμφανώς συγκινημένος -όπως και σε κάθε άλλη βράβευσή του τους τελευταίους μήνες- καθώς παρέλαβε το βραβείο και υπενθύμισε για άλλη μια φορά γιατί τον αγαπήσαμε και συνεχίζουμε να τον αγαπάμε, τόσο σαν ηθοποιό όσο και σαν άνθρωπο.
Στη κατηγορία Πρωτότυπου Σεναρίου, το Everything Everywhere All at Once δεν άφησε καμία πιθανότητα επικράτησης στους Martin McDonagh, Steven Spielberg και Tony Kushner, Todd Field και Ruben Östlund. Ναι, τα σενάρια των τριών πρώτων -και δη εκείνο του Tár- ήταν σαφώς ανώτερα και με μεγαλύτερα θεματικά stakes να διαχειριστούν, αλλά όπως είπαμε -και θα ξαναπούμε στον επίλογο- η ταινία των Daniels ήταν αυτό που έπρεπε τη δεδομένη στιγμή να διακριθεί. Στο Διασκευασμένο Σενάριο και σε μια από τις πιο αδύναμες πεντάδες των τελευταίων ετών, νικήτρια στέφθηκε η πολύ-αγαπημένη Sarah Polley, του δυστυχώς αρκετά μέτριου Women Talking. Κρίμα για την εξαιρετική δουλειά των Edward Berger, Lesley Paterson και Ian Stokell πάνω στο κλασσικό μυθιστόρημα του Erich Maria Remarque, All Quiet On The Western Front, αλλά και του Kazuo Ishiguro πάνω στο επίσης κλασσικό πλέον Ikiru του Akira Kurosawa -προς χάριν του Living.
Το All Quiet On The Western Front του Netflix όμως, παρά την ήττα του στην κατηγορία του Διασκευασμένου Σεναρίου, σάρωσε στις υπόλοιπες που βρέθηκε υποψήφιο, με πιο σημαντική εκείνη της Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, στην οποία κατέκτησε ένα πέρα για πέρα δίκαιο βραβείο. Έκανε επίσης την έκπληξη στη κατηγορία του Production Design -έναντι δύσκολων αντιπάλων όπως τα Elvis και Babylon- ενώ ο ατμοσφαιρικός ηχητικός synth εφιάλτης του Volker Bertelmann κέρδισε πανάξια το Oscar στην κατηγορία της Καλύτερης Μουσικής. Ίσως όσοι απογοητεύτηκαν με τη μη βράβευση του εξαιρετικού soundtrack του Justin Hurwitz για το Babylon, θα πρέπει να λάβουν υπόψη ότι στη συγκεκριμένη κατηγορία η Ακαδημία ψηφίζει συνήθως με μια συγκεκριμένη λογική -όχι της καλύτερης per se μουσικής, αλλά του κατά πόσο η εν λόγω μουσική ντύνει οργανικά τις εκάστοτε σεκάνς της ταινίας. Τέλος, η φωτογραφία του James Friend αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε με το αντίστοιχο Oscar, στερώντας για ακόμη μια φορά τη βράβευση μιας γυναίκας στην εν λόγω κατηγορία -εν προκειμένω την Mandy Walker του Elvis.
Όμως μια άλλη γυναίκα έγινε η πρώτη αφρό-Αμερικανίδα που κερδίζει δύο Oscar σε οποιαδήποτε οσκαρική κατηγορία: η Ruth Carter επανέλαβε τον θρίαμβό του Black Panther του 2018 και κέρδισε ξανά το βραβείο του Costume Design για το sequel Black Panther: Wakanda for Ever.
Κατά τα άλλα, ελάχιστες εκπλήξεις στις υπόλοιπες κατηγορίες, με άξιες αναφοράς την επικράτηση του Naatu Naatu από το πλέον υποτιμημένο διαμάντι της σεζόν RRR, στη κατηγορία του Καλύτερου τραγουδιού -με το χορευτικό που συνόδεψε την live εκτέλεση του τραγουδιού να ισοπεδώνει κυριολεκτικά το Kodak Theatre. Το σκοτεινό Pinocchio δια χειρός Guillermo Del Toro διακρίθηκε στην κατηγορία Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων, καθώς και ο νεαρός Paul Rogers στην κατηγορία του Μοντάζ, για το φρενήρες αποτέλεσμα του Everything Everywhere All at Once.
Οπότε τι μένει από την τελευταία 95η βραδιά των βραβείων Oscar για τον ιστορικό του μέλλοντος; Άνοδος στην τηλεθέαση του θεσμού (18,7 εκατομμύρια τηλεθεατές στις ΗΠΑ, έναντι μόλις 16,6 εκατομμυρίων το 2022) και μια αρκετά smooth τελετή χωρίς παρατράγουδα και αμήχανες στιγμές, με τον Jimmy Kimmel να στέκεται αξιοπρεπέστατα στο ρόλο του οικοδεσπότη, για τρίτη φορά στη καριέρα του. Είναι κρίμα που ταινίες σαν το Banshees of Inisherin, The Fablemans και Tár έμειναν στο απόλυτο 0, εν δυνάμει όλες κλασσικές στο μέλλον -και ειδικά το τελευταίο να είναι ότι πιο Kubrick-esque έχουμε δει εδώ και πολλά χρόνια στη μεγάλη οθόνη, προοριζόμενο ήδη να μείνει στην ιστορία σαν μια από τις κορυφαίες ταινίες του 21ου αιώνα. Ατυχής η φετινή συγκυρία για εκείνες και το μέλλον μόνο θα δείξει αν αυτή η παραγνώρισή τους για κάτι τόσο αλλόκοτο και επιθετικά αντιδραστικό, άξιζε εν τέλει να τις υποσκελίσει στον θεσμό που όλοι αγαπάνε να μισούν (αλλά κατά βάθος αγαπάνε σφόδρα).
Η σαρωτική επικράτηση του Everything Everywhere All at Once ήταν μια σημαντική στιγμή για το σινεμά του φανταστικού και, γιατί όχι, του ίδιου του σινεμά σαν ένα μέσο που διαρκώς εξελίσσεται και επανακαθορίζει τον εαυτό του. Όχι, δεν αγγίζει τη σημασία της νίκης του Parasite πριν μερικά χρόνια -εκεί μιλούσαμε για μια ταινία ριζοσπαστικού περιεχομένου, με την ακέραια σκηνοθεσία ενός auteur. Καμία ταινία όμως από εδώ και πέρα, δεν θα πρέπει να νιώσει πως δεν έχει το δικαίωμα να βρίσκεται στα Oscar και να διεκδικεί με αξιώσεις το χρυσό αγαλματίδιο. Γιατί το Everything Everywhere All at Once διαμόρφωσε εκ νέου τη μορφή που θα έχουν πλέον τα φαβορί, καταρρίπτοντας συμβάσεις και «κανόνες» δεκαετιών.
Η νέα σεζόν σηματοδοτεί τις μεγάλες επιστροφές των Martin Scorsese, Christopher Nolan, David Fincher, Dennis Villeneue, Greta Gerwig, Michael Mann και Γιώργου Λάνθιμου στα κινηματογραφικά δρώμενα. Πολύ-αναμενόμενες ταινίες μεγάλων δημιουργών με μεγάλους stars, οι οποίες προμηνύουν μια άκρως καυτή επερχόμενη οσκαρική κούρσα. Προς το παρόν όμως, for better or for worse, τα Πάντα όλα και Τα Κοάλα τίποτα!