Κάπου ανάμεσα στην cyberpunk φαντασία του William Gibson, που μας χάρισε το “Neuromancer” και στην virtual φανατασμαγορία των αδελφών Wachowski, που επηρρέασαν ανεπιστρεπτί την pop κουλτούρα με το “Matrix”, βρίσκει χώρο να αναπνέυσει η anime ιστορία του Mamoru Oshii. Ένα αγωνιώδες κυνηγητό ανάμεσα σε cyborgs και αστυνόμους, αποτελούσε τη ραχοκοκκαλιά του αυθεντικού Ghost in the Shell. Εμφυτευμένα ανθρώπινα μέλη σε μηχανικούς σκελετούς, ψευδαισθήσεις από glitch, μυστικά από cyborg αποστάτες και μια συνομωσία από εκμεταλλευτές ανθρώπινης μνήμης, μπλέκονται σε ένα κουβάρι μιας πλοκής, όπου μια cyborg αστυνομικός αναζητά τον υπεύθυνο μιας σειράς δολοφονιών στελεχών από την εταιρεία που την κατασκεύασε.
Η manga δυναμική του έργου, ο animated υπαρξισμός ως προς το χτίσιμο των ηρώων, η στυλιζαρισμένη δράση και η δυστοπική ματιά σε μια απειλητική μητρόπολη, μεταφέρονται επαρκώς σε αυτή τη Χολυγουντιανή live-action διασκευή, η οποία μπορεί να ήταν αποτέλεσμα παραγγελιάςαπό τους executive των studio και όχι προιόν πάθους, αλλά τουλάχιστον είναι φτιαγμένη με αξιοπρέπεια και νεύρο.
Τη σάρκα και τα οστά σε αυτή την cyberpunk περιπέτεια δεν δίνει ούτε το ποτισμένο με neon σκηνικό, ούτε η σκοτεινή, urban παρακμή που μνημονεύει το Blade Runner, αλλά η ερμηνεία της Σκάρλετ Γιόχανσον, η οποία αξιοποιεί πλήρως την ικανότητά της να παίζει υπαινικτικά και να χρησιμοποιεί σωστά το σώμα της. Η Γιόχανσον τα κατεφέρνει άριστα σε χαρακτήρες που δεν νιώθουν άνετα μέσα στο ίδιο το σώμα τους, από την αινιγματική ύπαρξη στο Under the Skin του Jonathan Glazer, την smartphone φαντασίωση στο Her του Spike Jonze, ή ακόμα και στον κόμικ παροξυσμό της Lucy του Luc Besson. Από την γέννηση της Major και την αμφισβήτηση της cyborg φύσης της, μέχρι την αποκάλυψη του παρελθόντος της και το αιματηρό ξεκαθάρισμα του φινάλε, η Σκάρλετ παίζει με την αμφιβολία στα μάτια και την πίεση του καθήκοντος, σαν ένα paranoid android που ξεμένει από ενέργεια.
Όλες οι φιγούρες της ταινίας συμπεριφέρονται σαν ολογράμματα, ντυμένα με Kabuki αμφιέσεις. Από το αδιαπραγμάτευτο sexyness της Σκάρλετ Γιόχανσον μέχρι το απόλυτο coolness του Τακέσι Κιτάνο, και από το περιπετειώδες score του Clint Mansell μέχρι την εικονογραφική παράδοση των manga, τα πάντα δίνουν έναν αέρα φρεσκάδας στο Ghost In The Shell. Είναι χαζευτική η αρχιτεκτονική αυτού του φουτουριστικού cosmopolis αλλά όμως υστερεί σε ουσία. Aν αποζητάς την τόλμη και το όραμα, δεν προσλαμβάνεις τον τεχνίτη Rupert Sanders (Snow White and the Huntsman) στο ρόλο του σκηνοθέτη αλλά έναν οραματιστή καλλιτέχνη. Παρά την άρτια τεχνική αξιοποίηση της ακριβής cybersploitation αισθητικής, το αποτέλεσμα υστερεί σε ανθρώπινη ψυχή (Ghost). Σαν αυτή που αναζητούν τόσο λυσσαλέα για καταφύγιο οι cyborg παρίες της ιστορίας. Κάτι έπρεπε να διδαχθούν από το πάθος των ηρώων (αλλά και τον αμοραλισμό των αντίστοιχων executives) οι παραγωγοί της ταινίας.
{youtube}BpYXYqa0agA&t{/youtube}