Η επίκαιρη και μοντέρνα ματιά στην Αθηναική πραγματικότητα χρειάζεται αρετή και τόλμη. Η τελευταία φορά που μια ανεξάρτητη, ελληνική ταινία σπονδυλωτής αφήγησης κατάφερε να αποτυπώσει ικανοποιητηκά την ασφυξία και τα ζορισμένα πάθη, εξαιτίας του ρατσισμού και της οικονομικής εξαθλίωσης, στο κέντρο της πόλης, ήταν το υποτιμημένο Tungsten (2011). Ο σκηνοθέτης Γιάννης Σακαρίδης χρησιμοποιεί την Πλατεία Αμερικής σαν γεωγραφικό πρόσχημα, για να αφηγηθεί μια ιστορία στην οποία εμπλέκονται ένας tattoo artist με ρομαντική καρδιά (Γιάννης Στάνκογλου), ο χαραμοφάης και ρατσιστής φίλος του (Μάκης Παπαδημητρίου), μια Αφρικανή τραγουδίστρια που είναι μπλεγμένη με τη Ρώσικη μαφία (Ξένια Ντάνια) και ένας Σύριος πρόσφυγας που θέλει να φύγει από τη χώρα μαζί με την ανήλικη κόρη του (Βασίλης Κουκαλάνι). Η απελπισία των μεταναστών που δίνουν τα πάντα για ένα πέρασμα στα σύνορα και οι καιροσκόποι της μαφίας, συνθέτουν το κολαστήριο της σύγχρονης Ελλάδας. Κάπου εκεί γεννιέται και ο καθημερινός φασίστας της διπλανής πόρτας, τον οποίο παρατηρεί ο φακός του σκηνοθέτη και ανάμεσα στα χαριτωμένα λογύδρια του στυλ «γεμίσαμε ξένους», υπογραμμίζει την ωρολογιακή βόμβα που είναι έτοιμη να σκάσει ανά πάσα στιγμή.
Οι ιστορίες των ηρώων, μπλέκονται μεταξύ τους με άξονα την πραγματική Πλατεία Αμερικής, η οποία μοιάζει να αποτελεί έναν άλλο κόσμο με δικούς του νόμους. Από τη μια ο Μπίλι που το παίζει σαραντάρης απροσάρμοστος με το δικό του μπαρ και στούντιο για τατουάζ και από την άλλη ο Νάκος, άνεργος που ζει με τους γονείς του και γεμάτος μίσος για τους αλλοδαπούς που του χάλασαν την παιδική του γειτονιά. Η ταινία διαθέτει σίγουρα σκηνοθετικές αρετές, καθώς επηρρεάζεται από τον ανεξάρτητο Αμερικάνικο κινηματογράφο, δίχως να μαϊμουδίζει τον κώδικα του νουάρ. Όμως, η ταινία τελικά προδίδεται από την έλλειψη τόλμης του σεναρίου, καθώς το όραμα του Γιάννη Σακαρίδη υπονομεύουν οι άφθονοι διδακτισμοί και ο τρόπος που η αφήγηση ξοδεύεται σε τραβηγμένες συμπτώσεις για να περάσει το μήνυμα της. Ο αναμφίβολα ταλαντούχος σκηνοθέτης, καταφέρνει και δίνει έξοχο ρυθμό στα πλάνα του, με ατμοσφαιρική κινηματογράφηση που ταλαντεύεται ανάμεσα στην ντοκιμαντερίστικη αποκάλυψη και το στιλιζάρισμα. Επιπλέον κάνει ορισμένες εύστοχες επιλογές στην ανάπτυξη χαρακτήρων, όμως οι μυθοπλαστικές υπερβάσεις και οι παραπανίσιοι συμβολισμοί, δεν αφήνουν χώρο για σινεμά αληθινών αξιώσεων.
{youtube}goJzKqpAdEk{/youtube}