O κινηματογράφος στην εποχή των social media έχει στέψει τον Xavier Dolan ως τον ήρωα των αυτόκλητων auteur, των φιλόδοξων μικρομηκάδων και των απανταχού influencers στο απόγειο του χιπστερισμού. H υπόθεση Dolan, φυσικά σηκώνει πολύ συζήτηση. Πολλοί τον χαρακτηρίζουν διάνοια, άλλοι είναι επιφυλακτικά γοητευμένοι, ενώ πολλοί τον θεωρούν απατεώνα. Εγώ συντάσσομαι με τους τελευταίους, αν και πιστεύω ότι πρόκειται στην ουσία για ένα ταλαντούχο κωλόπαιδο που δεν θα προκόψει γιατί είναι πνιγμένος στην έπαρση και οχυρώνει την φιλόδοξη κενότητά του πίσω από ασκήσεις στο στυλ και σε παιχνίδια με το κάδρο. Προτιμώ έναν άτεχνο, μα φιλότιμο κινηματογραφιστή από ένα κωλόπαιδο με ταλέντο, χωρίς δεύτερη σκέψη. Οι βαθύστομες οικογενειακές παραβολές του Dolan είναι κινηματογραφημένες με παράξενο θράσσος και αποτελούν προμαχώνα για να εκσπερματώσει ο ίδιος με ασφάλεια τις εμμονές του και την μανία του να χαρακτηριστεί νέος Γκοντάρ ή νέος Φασμπίτερ ή ό,τι άλλο έχει στο μυαλό του μετά από κάθε βράβευσή του στις Κάννες.
Το It’s Only The End Of The World (ατυχώς τιτλοφορούμενο στα Ελληνικά ως “Ακριβώς το Τέλος του Κόσμου”) είναι η ιστορία ενός συγγραφέα που επιστρέφει στο πατρικό του σπίτι μετά από 12 χρόνια, με σκοπό να κάνει μια σοβαρή ανακοίνωση στην οικογένειά του. Βασισμένο σε θεατρικό έργο του Jean-Luc Lagarce, μιας ακόμη νεαρής διάνοιας που διέπρεψε στο θέατρο με περισσότερες από 25 παραγωγές, πριν πεθάνει το 1995. Ο πολυγραφότατος Dolan, στα 27 του, διασκευάζει το έργο του Lagarce, στην 6η (!) ταινία του. Το soundtrack έχει όλα τα επιτηδευμένα anti-cool αποτυπώματα του Dolan, γιατί φυσικά μόνο μια ιδιοφυΐα μπορεί να κάνει επιλογές από Blink 182 και Moby μέχρι το euro trash κομμάτι Dragostea Din Tei.
Η συγκέντρωση των μελών της οικογένειας εξελίσσεται σε μια διαρκή, σκληρή αντιπαράθεση, με τον Dolan να σκηνοθετεί με ανταγωνιστικό πάθος να φανεί πιο διαβασμένος και από τους βετεράνους δασκάλους του. Οι κόντρες και οι αψιμαχίες σε τέσσερις τοίχους θα συμβούν ανάμεσα στα πρόσωπα που λειτουργούν σαν έγχορδα δωματίου: η προσιτή και καλοπροέραιτη μητέρα (η Nathalie Baye μοιάζει βγαλμένη από ταινία του Almodóvar το 1988), η οργισμένη μικρή αδερφή (η Léa Seydoux κάνει την επαναστάτρια χωρίς αιτία), ο εξουσιαστικός και κυνικός μεγάλος αδερφός (ο Vincent Cassel τραμπουκίζει σαν λαικός νταής) και η ταπεινή σύζυγός του Catherine (η Marion Cotillard με μόνιμα ικετευτικό βλέμμα κατανόησης).
Ο Dolan προσπαθεί να επικυρώσει το ταλέντο του μέσα από σιωπηλές εντάσεις που υπερθεματίζει η συμφωνική μουσική, από ζωηρά flashback και από υστερικές συγκρούσεις με λεκτικά πυρά που δίνουν νέυρο στο σπαρακτικό reunion. Το δημιούργημά του όμως βασίζεται σε υπολογισμένες προσδοκίες και χαντακώνεται από την υπερφίαλη αυτοέκφραση του ψωνισμένου auteur. Ο Dolan νομίζει ότι και τη μπογιά στον τοίχο που στεγνώνει να κινηματογραφήσει, θα αποτελεί sensation. Όμως θα πρέπει να καταλάβει πως δεν είναι ούτε κατά διάνοια Φασμπίντερ και οι αστείοι συμβολισμοί όπως το νεκρό πουλάκι στο φινάλε μόνο να τον εκθέσουν μπορούν, στα μάτια των «διαβασμένων» θεατών.