Η καριέρα του Sean Penn ως σκηνοθέτης, είναι σπαρμένη από μικρά, ακατέργαστα διαμάντια, εσωτερικής δύναμης και σπάνιας ιδιοσυγκρασίας. Απο την παραβολή “The Indian Runner” (1991), μια σκληρή ιστορία δυο αδερφών αλά Κάιν και Άβελ σε ύφος μπαλάντας του Springsteen και το σπαραξικάρδιο δράμα αυτοδικίας The Crossing Guard (1995) με τον συγκλονιστικό Tζακ Νίκολσον, μέχρι το υπαρξιακό θρίλερ The Pledge (2001) και το δοκίμιο πνευματικής απόδρασης “Into The Wild” (1997), οι ταινίες του Penn ανήκουν σε μια μικρή λίστα προσωπικών “character driven” ταινιών που ορίζουν αυτό που λέμε «ανεξάρτητο σινεμά» του δημουργού. Ο Penn, ανάμεσα στους ρόλους του, βρίσκει χρόνο να σκηνοθετήσει σαν πρώιμος Εγκογιάν που εκφράζεται με τη φωνή του Μπουκόφσκι ή με το πάθος ενός Νίκολας Ρέι που μετενσαρκώθηκε στον Σαμ Σέπαρντ. Το αποτέλεσμα μένει σχεδόν πάντα στην ιστορία του μοντέρνου αμερικάνικου κινηματογράφου.
Η πέμπτη ταινία του Sean Penn, με τίλτο “The Last Face” προβλήθηκε στο περσινό φεστιβάλ Καννών. Οι φήμες που τη συνόδευαν ήταν αποκραδιωτικές: γέλια στην έναρξη της προβολής, γιουχαΐσματα και αποδοκιμασίες στο τέλος. Είχα θεωρήσει κακοήθιες και υπερβολές όλα αυτά. Άλλωστε, πως γίνεται ένας καλλιτέχνης που όταν πιάνει την κάμερα δείχνει να διαθέτει τόσο ξεχωριστό μάτι και τόσο πάθος, να έχει σκηνοθετήσει κάτι τόσο κακό; Η υπόθεση της ταινίας είναι απλοική: εθελοντές βοηθοί και γιατροί προσπαθούν να επιβιώσουν σε δύσκολες συνθήκες στην Αφρική. Ένα ρομάντζο ξεκινάει ανάμεσα σε μια πρέσβειρα ανθρωπιστικής βοήθειας και σε έναν γιατρό του κόσμου και η αγάπη τους θα προσπαθήσει να ανθίσει ανάμεσα σε εμπόλεμες καταστάσεις, αντάρτες, βία και ασθένειες. Και κάπου εκεί αρχίζει η κατρακύλα...
Δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί προτού δει την ταινία, πόσο στραβά πάνε όλα σε αυτό το κακόγουστο αστείο που πλασάρεται για έργο προβληματισμού και αξιώσεων. Με ένα ξεκούδουνο μοντάζ που ανακατέβει καρτ-ποστάλ εικόνες και σκόρπια βλέμματα ηθοποιών που δεν έχουν ιδέα τι παριστάνουν και με σκηνοθεσία αισθητικής δίωρου spot ανθρωπιστικής οργάνωσης, το αποτέλεσμα είναι τόσο άστοχο που προκαλέι οργή εξαιτίας της κακοτεχνίας του. Αιματηρές εικόνες με ακρωτηριασμένα σώματα προσδίδουν (τάχα μου) shock value στην ανύπαρκτη πλοκή και συναισθηματικοί εκβιασμοί προσπαθούν να εκμαιεύσουν φτηνό συναίσθημα. Πρόκειται για ένα ολότελα ανόητο εγχείρημα refugee porn και ουμανιστικής αυταρέσκειας, με πρόχειρο διάλογο και με ανόητα παιχνίδια με το focus του φακού, τα οποία δεν δικαιολογούνται ούτε από πρωτοετή φοιτητή σκηνοθεσίας. Επιπλέον το The Last Face χαντακώνει τους ηθοποιούς του σαν να τους μισεί: ο Javier Bardem θυμίζει κακό ηθοποιό σε Τούρκικη σαπουνόπερα τύπου “ER” ενώ την Charlize Theron προδίδει η αχρείαστη Βρετανική προφορά της, που αποπροσανατολίζει το θεατή ακόμα και στις ελάχιστες φιλότιμες στιγμές.
Να πιστέψετε λοιπόν το τοξικό word of mouth και προτείνω να στείλετε αυτό το φτηνιάρικο κοκτέιλ σαθρού ρομαντισμού και πολιντικάντικου φούμαρου, πίσω στη μήτρα που το ξέβρασε.