Αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε instant cult, βρίσκει περήφανο εκφραστή τον Nicolas Winding Refn και τις φαντεζί ιδέες αφήγησης που λανσάρει με το σινεμά του. Το Neon Demon είναι το απαύγασμα του μοντέρνου είδους ψυχολογικής αγωνίας που με την ιδιορρυθμία του θέλει να χλευάσει τους μηχανισμούς αδρεναλίνης του mainstream και λειτουργεί σαν μεταμεσονύκτιο, b-movie αγχολυτικό για τη χώνεψη του σινεμά του Γιοντορόφσκι, του Λιντς και του Αρζέντο (ιεροσυλία το ξέρω, αλλά κάπως πρέπει να αναφερθούν οι αναφορές). Σινεμά που πολλοί σκηνοθέτες της τελευταίας δεκαπενταετίας έχουν καταναλώσει με βουλιμιά αλλά όχι απαραίτητα αφομοιώσει. Ο Refn σίγουρα ανήκει στην κατηγορία σκηνοθετών που πλεονάζουν σε ύφος και ερεθίσματα αλλά με καταγέλαστη καλλιτεχνική επάρκεια. Γι’ αυτό και οχυρώνεται (κρύβεται αν προτιμάτε) πίσω από το στυλ, με αγέλαστους ήρωες, τάχα βασανισμένους από τις εμμονές τους, που βρίσκονται μονίμως δέσμιοι ενός παθολογικού μοτίβου που διαβρώνει την καθημερινότητά τους και τους εξωθεί στη βία και το αίμα. Οι ήρωες των ταινιών του θαρρείς πως δεν είναι σάρκινοι. Περιφέρονται σαν να είδαν πριν πέντε λεπτά δεινόσαυρο και εκφέρουν αργόσυρτα τις ατάκες τους καθώς κάνουν βουτιά στο σκοτάδι - ενώ φαινομενικά δεν διέτρεχαν κανένα κίνδυνο στα μάτια τρίτων. 

1neon.jpeg

Η Elle Fanning υποδύεται με την τρεμάμενη ερμηνεία της την Jesse, το υποσχόμενο φωτομοντέλο με το knack και την αλαβάστρινη αθωότητα, που γίνεται έρμαιο στα ψυχολογικά παιχνίδια των beauty queens που την περιτριγυρίζουν και που θέλουν ένα κομμάτι της. Την βυθίζουν συνωμοτικά σε έναν σκοτεινό και απειλητικό κόσμο που είναι ταγμένος στην ομορφιά και τις εμμονές που γεννάει η τελειότητα της σάρκας. Μια καλλονή, μούσα για μόδιστρους, φωτογράφους και fashion victims που και στις πιο ήπιες στιγμές της μοιάζει να είναι με το ένα πόδι στην άβυσσο και το άλλο στην καταστροφή. Μια ψαρωμένη teenager που αδυνατεί να διαχειριστεί την εικόνα της απέναντι στο περιβάλλον της και παραπαίει επικίνδυνα μεταξύ οραμάτων και οιωνών. Ο ψυχωμένος ανταγωνισμός θα αποκτήσει και αιματοβαμμένες διαστάσεις στο φινάλε.

2neon.png

Τα υπνωτικά ambient bleeps του Cliff Martinez, τα αποσβολωμένα πρόσωπα και το ξεχειλωμένο στυλιζάρισμα στο κάδρο συνθέτουν ένα διανοητικό πάζλ - με τον φακό του ορκισμένου στυλίστα σκηνοθέτη, να διχάζεται ανάμεσα στην κλινική παρατήρηση και τις βιρτουόζικες φανφάρες. Μετά το στοχαστικό «δήθεν» του Only God Forgives (2013) και τον γκαζωμένο εξπρεσιονισμό του ο-Μαικλ-Μαν-συναντά-τον-Cobra στο καινοφανές Drive (2011), το Neon Demon λυσσάει να μας σαγηνεύσει. Ο Δανός παρατηρεί τους ήρωές του να αδυνατούν να επικοινωνήσουν και η ρευστότητα της απειλής μεταμορφώνει τη συνείδηση τους. Αντί όμως ενός ωρολογιακού μηχανισμού που οδηγεί την ηρωίδα στο να συγκρουστεί με το βαθύ σύμπτωμα της συναισθηματικής αποξένωσης (όπως είδαμε πετυχημένα στο Black Swan) το αποτέλεσμα θυμίζει παρανοϊκό installation με αστείο shock value, παρά σινεμά. Ο Δανός σκηνοθέτης έχει αναμφίβολα το craft αλλά όχι το υπόβαθρο να προκαλέσει δέος. Η μελαγχολία είναι στιλιστική επιλογή, σαν αντανάκλαση ενός παθολογικά άρρωστου μικρόκοσμου όπου η ομορφιά αντιμετωπίζεται σαν νόσος που θα μετουσιωθεί σε κακοποιό πεπρωμένο. 

Το αυθεντικό instant cult εξ' ορισμού δεν έχει ενσυναίσθηση της γοητείας του. Εδώ έχουμε καλτίλα με τα στανιό. Αμ, δε!

3neon.jpg

 

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured